Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Ο Ζακυνθινός ήταν και είναι πιστός στα αντέτια του. Τα τηρούσε και τα τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια και από αυτά καταλαβαίνει τις γιορτές και την επανάληψη του χρόνου. Γι’ αυτό τα περισσότερα έγιναν στίχοι στους περίφημους «Σπουργίτες» του Ιωάννη Τσακασιάνου και για χάρη τους γράφτηκαν εκατοντάδες σελίδες από καθιερωμένους και δόκιμους επιφυλλιδογράφους.
Ο Ζακυνθινός ήταν και είναι πιστός στα αντέτια του. Τα τηρούσε και τα τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια και από αυτά καταλαβαίνει τις γιορτές και την επανάληψη του χρόνου. Γι’ αυτό τα περισσότερα έγιναν στίχοι στους περίφημους «Σπουργίτες» του Ιωάννη Τσακασιάνου και για χάρη τους γράφτηκαν εκατοντάδες σελίδες από καθιερωμένους και δόκιμους επιφυλλιδογράφους.
Ιδιαίτερα τα Τζαντιώτικα αντέτια πληθαίνουν τις μέρες της Μεγάλης Βδομάδας και του Πάσχα, μια χρονική περίοδο, που για το νησί μας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και την χαρακτηρίζουν διαφορετικότητες και ιδιορρυθμίες.
Αρχή τους το λαοφιλές κρέμασμα του βαγιού, το μεσημέρι του Σαββάτου του Λαζάρου, που ακόμα και σήμερα συνεχίζεται και το παρακολουθούν με προσήλωση αρκετοί αντεταδόροι και με την πατροπαράδοτη αυτή συνήθειά τους μπαίνουν στον μεγάλο εορταστικό κύκλο, που αρχίζει αυτή τη μέρα και τελειώνει την Κυριακή του Θωμά, με το λαοφιλές πανηγύρι του Άι-Λύπιου.
Μ’ ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Ο λαός του νοτιότερου αυτού νησιού των Επτανήσων δεν είχε ποτέ εσωστρέφεια. Αντίθετα, εξέφραζε πάντα αυτό που είχε μέσα του και όλες του τις εκδηλώσεις τις χαρακτήριζε -και τις χαρακτηρίζει ακόμα ευτυχώς- μια έντονη θεατρικότητα. Αυτό ενυπάρχει και στη λατρεία του.
Τα απόγευμα της Τυρινής, λοιπόν, άρχιζαν οι εορταστικές προειδοποιήσεις με το κρέμασμα του μαρουλοκρέμμυδου στο πυργωτό καμπαναριό των Αγίων Πάντων. Ήταν το πρώτο σένιο, το οποίο ειδοποιούσε τους ορθόδοξους διασκεδαστές του Καρναβαλιού, που την ώρα εκείνη βρισκόταν στην αποκορύφωση της διασκέδασής τους στην ιστορική πλατεία του Αγίου Μάρκου, πως η Αποκριά τελείωνε και πως από την επόμενη μέρα, σε αντίθεση με τους συνδαιτυμόνες τους καθολικούς, άρχιζε η νηστεία τους.
Το μάτσο αυτό των νηστίσιμων ειδών έμενε κρεμασμένο στο καμπαναριό ώς το Σάββατο του Λαζάρου, οπότε το αντικαθιστούσε το εορταστικά βαΐ, που και αυτό παρέμενε μια ακριβώς βδομάδα, για να αντικατασταθεί με το κλαδί της δοξαστικής δάφνης, το Μεγάλο Σαββάτο, με την Γλόρια και το Κομμάτι, όταν γινόταν η Πρώτη Ανάσταση και σταματούσε το πένθος, με την αναπαράσταση του σεισμού της νίκης του θανάτου.
Ας αφήσουμε, όμως, τα άλλα αντέτια του Ζακυνθινού και θέλοντας να είμαστε επίκαιροι, ας σταθούμε στο πιο αγαπητό απ’ όλα αυτά, που είναι το κρέμασμα του βαγιού.
Σ’ όλες τις εκκλησίες του νησιού κρεμιόταν στις έντεκα ακριβώς, με κωδωνοκρουσίες και παρατεταμένα χαρούμενα σένια. Μόνο στους Αγίους πάντες, που κατά τον ποιητή, «το καμπαναρίο τους κάνει για χίλιες μπάντες», κρεμιόταν μια ώρα αργότερα, στις δώδεκα το μεσημέρι και είχε μια ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια.
Ο εφημέριος και ο νόντσολος της εκκλησίας ανέβαιναν στο καμπαναριό και αφού η καμπάνα κτυπούσε «γιόμα», έδεναν από τα κάγκελα του μπαλκονιού του ένα μεγάλο κλαδί ελιάς και από αυτό άφηναν να πέσει μια μακριά αλυσίδα, πλεγμένη από βαγιά, η οποία ήταν δεμένη στο κλαδί της ελιάς και κατέληγε σ’ έναν καλοπλεγμένο ήλιο. Οι καμπάνες κτυπούσαν χαρούμενα και ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί από κάτω έκανε το σταυρό του και εύχονταν «χρόνια πολλά και του χρόνου».
Αποθανατίζοντας αυτήν την στιγμή ο Τσακασιάνος έγραψε χαρακτηριστικά:
«Αγιοπαντίτικο βαΐ, με τσου μακρίους σου κλώνους
Πού θα σε ιδώ να κρεμαστείς, να πω σε πολλούς χρόνους».
Μετά την πολλαπλή καταστροφή του Αυγούστου του 1953, που αφάνισε τα πάντα και τους ιστορικούς Αγίους Πάντες, το αντέτι συνεχίζεται στην παρακείμενη εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ο οποίος είναι και ο Μητροπολιτικός Ναός του νησιού.
Λίγο πριν τις δώδεκα συναθροίζονται και πάλι οι όσοι εναπομείναντες, που δεν είναι και λίγοι και περιμένουν το ξεκίνημα του πιο αγαπητού τους εορταστικού κύκλου, ο οποίος είναι και ο πιο σημαντικός του χρόνου.
Η τήρηση αυτών των αντετιών είναι και η ταυτότητά μας. Μια αντίσταση στην ισοπέδωση και μια προσπάθεια για να σωθούν όλα αυτά, που εκφράζουν τον πολιτισμό μας και στήριξαν γενιές και γενιές.
Δύσκολα τα καταλαβαίνει ένας ξένος και συχνά το λοιδορεί. Για μας, όμως, είναι ένα κομμάτι της ζωής μας, μια έκφραση του χαρακτήρα μας και ένας τρόπος ευχαρίστησης, που και πάλι ζούμε, για να τα βιώσουμε.
«Και το βαΐ, με υγεία» λοιπόν και «Καλή Ανάσταση».
Ας βιώσουμε όλοι το Ζακυνθινό Μεγαλοβδόμαδο. Είναι, στ’ αλήθεια, μια ανάταση.
1 σχόλιο:
ο πατέρας μου, παλιός αγιολαζαριώτης θυμάται να κρεμάνε το βαγί στο καμπαναρίο της εκκλησίας από την παρασκευή, δε μου φαίνεται περίεργο, την επόμενη μέρα η ενορία γιόρταζε - το κείμενο με συγκίνησε
Δημοσίευση σχολίου