Μη πλανιέσαι, νου,
με το εξωτικό ηλιοβασίλεμα∙
δεν γίνεται για σένα, μα γι’ αυτούς.
Γονάτισε με σκυφτό το κεφάλι
βόσκησε μάραθα και σίναπα στο νεκροταφείο
έτσι όπως έκανε η προγιαγιά σου.
Μην πλανιέσαι
χαζεύοντας ουρανούς και σύγνεφα,
είναι ώρα να πάρεις τους ποντικούς απ’ τις Παγίδες
και αφού καλά-καλά τους λειώσεις με την Πέτρα,
Πρου κιού κιού Πρου κιού κιού
να έρθουν τα κοτοπουλάκια να τα θρέψεις.
Ή μήπως ελησμόνησες τη θεία σου την Κουκού;
Αλλά εσύ πλανιέσαι, νου, και δεν κάνεις το πρέπον,
μου λες ότι δεν φταις εσύ
αλλά η μούσα, που έρχεται και σε φωτίζει αδιάκοπα.
Χωρίς να βλέπεις, πίσω σου, την τρύπα στο σακί,
τα λιγοστά σου γράμματα σκορπίζονται στους δρόμους
μα είναι ανορθόγραφα και όλοι γελούν με σένα.
- Και τότε, η Μούσα, τι ζητά συνέχεια κοντά μου;
Ένα μονάχα θα σου πω, αποπλανημένε νου,
αυτούς τους λένε Ποιητές
μα εσένα αιμομίκτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου