(Απόσπασμα από την υπό έκδοσιν ποιητική συλλογή «Οι Αφηγήσεις του Αγγέλου Rom», εκδόσεις Ιδεόγραμμα)
(…) Έσχατος όλων πρόβαλε μέσα στο ανεμόβροχο ο Διονύσιος και,
Σε βλέπω, Διονύσιε, στην προκυμαία, απορροφημένος στις σκέψεις σου, με χαλασμένο κορμί κι αβέβαιο βήμα. Κρύο και βροχή δέρνουν τα γκρίζα μαλλιά σου, και τρέμεις. Ισορροπείς στο εύθραυστο τοιχίο και αποκάτω η θάλασσα μανιάζει κι αφρίζει λαίμαργα να σ’ αρπάξουν τα κύματα να σε αφανίσουν.
Τέλειο θύμα της άπληστης ποίησης που ήθελες και, επιμένεις να είσαι, ιερέας του αδύνατου, να απωθείς τον ήχο των ένοχων πραγμάτων, μέχρι που δεν άντεξες τη μνήμη σου, δεν άντεξες ούτε την πατρίδα να πορνεύεται, να σέρνεται σε πρόστυχα κρεβάτια, και άπλωσες τις λέξεις σαν πένθιμα πέπλα, σκέπασες το πρόσωπό της να μη βλέπεις το αυτάρεσκο γέλιο της και τα αρχαία της σφραγίσματα.
Μα πιο πολύ ξέχασες την επιθυμία για ’κείνο που έχασες οριστικά, και θαύμασες που άκουσες την ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει σαν να μην ήταν η δική σου ψυχή. (…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου