Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά
Μαζί μωβ ανθύλια όλα στραμμένα
Δυτικά της λύπης
ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ
Ελεύθερα στο πλάι μου τρέχουν τ' αμπέλια κι αχαλίνωτος
Μένει ο ουρανός. Πυρκαγιές ανταλλάσσουνε τα κουκουνάρια κι ένας
Όνος φευγάτος πάει ψηλά τον ανήφορο
για λίγο σύννεφο
Κάτι πρέπει να γίνεται του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
Που μήτε οι ρίνες διαγιγνώσκουν
Είναι οι ζαβολιές του ανυπόδητου ανέμου που αρπάζεται απ' την άκρη
Του νυχτικού της μοίρας και πάει να μας αφήσει στων αιγάγρων το ύπαιθρο έκθετους
Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου
Για μιαν απ' την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά χωρίς πολυελαίους
Με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη
Πασπατευτά πού πάει; Και ζητώντας τι; Ο μισός της σελήνης μας ίσκιος
Ανάγκη πάσα να καθησυχάζεις είναι ως και τα μνήματα
Εάν ομοεθνών ή δχι άδιάφορον. Το πάν είναι
Η και από τα λαγωνικά χαμένη οσμή της γης με ρείκια σφένταμα και κρόμμυα
Στην ιδιωματική ν' αποκαθίσταται γλώσσα της
Ε τι! Μια λέξη αρκεί να σε χωρέσει χωρικέ του πράσινου της νύχτας
Έφεσος! Του πάππου του θείου και του φωσφόρου δέκατη τέταρτη γενεά
Μέσα σε περιβόλια του πορτοκαλιού χρυσά και της σμίλης όμορα λόγια
Τέντες προτού απλωθούν κι άλλες μετέωρες απολεσθέντων πόλων
Αιφνιδίως οι τροχασμοί. Κηρύγματα των απ' αντικρύ κόλπων θαλάσσης
Δαπέδων δρέπανα διπλά για ναό ή για θέατρο
Νερά χλωρά λιβαδίσια κι αλλά σγουρά του γαρ και του άρα
Ρεούμενα. Εάν ποτέ κύκλους από τριφύλλι και άγρωστιν
Η σοφία σχεδίαζε άλλο θα γινόταν όπως πριν
Της άκρης του δαχτύλου σου το εναποτύπωμα
Γράμματα θα υπάρχουν. Θα διαβάζουν οι άνθρωποι κι απ' την ουρά της πάλι
Η ιστορία θα πιάνεται. Μόνο τ' αμπέλια να καλπάζουν κι αχαλίνωτος να 'ναι
Ο ουρανός όπως τον θέλουν τα παιδιά
Με κοκόρους και με κουκουνάρια και με κυανούς χαρταετούς σημαίες
Του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
παιδός η βασιληίη.
ΡΟΔΑΜΩΝ ΚΑΙ ΗΒΗΣ
Έτοιμη ν' αυτοκτονήσει λέει ο Balthus ή άνθ-
Ρωπότητα· και ν' ακούσει Mozart πρόθυμος κανείς
Ανεβαίνουν και με βήμα σημειωτόν αναπτύσσονται σε πυκνές
Φάλαγγες οί παλαιές καί εντελώς άχρηστες ένοπλες δυνάμεις
Ας κοπούν δάφνες δσες θέλεις το στεφάνι δε γίνεται
Ποτέ. Καιρός είναι της σφαγής ν' αλαλάξει ο κόκορας πριν το μαχαίρι
Κι ομαδόν πουλάρια στην πέτρα τη γυμνή να χτυπήσουνε
Πέταλο. Ποιος των πολλών ό ένας και του ενός ό κλήρος τι;
Κάτι ξέρει αυτός πού κατοικεί Ροδαμών καί Ήβης γωνία
Είναι της όσφρησής μας τον σκύλο που εκγυμνάζει ο Μάιος
Και στηθάκια μόλις δεκατριών ετών που έχει το μέλλον. Όμως
Θέλει μανίκι το νερό για να σου το φορέσουν
Κι Ελλήσποντο να διαπλέεις ως υπνοβάτης ή ως Αμφίων
(Άλλοι τ' απρόσιτα κι άλλοι σε κολπίσκων βραχερά επιδίδονται
Χώρια εκείνοι πού σε μέγα μήκος την ταχύτητα μόνον επιδιώκουν
Όμως αυτός πού είμαι κι εγώ σε υψωμάτων απαλών τα εφηβαία
Συχνάζει καί την άκρη της άκρας ακοής με του Mozart δένει τα σκιρτήματα
Έτσι με κάτι μωβ ή κάτι κυπαρίσσινο τα ερχόμενα
Γίνεται να φθάσουν οπού μήτε ό Βορράς του αγγελικού εντελώς ευημερεί
Ούτε κι ό Νότος.) Με κινύρας ροές και κρουστών βότσαλα
Γίνεται μεσημέρι
Ώρα της κρίσεως: Ή του πλην ό βρόχος ή
Κλαράκι πίπου κλίμακα του πρασίνου ανεβαίνοντας
Δύο καί τρεις περιστερεωμένες ρίχνει προπομπός του θέρους πνοές
Ο Ερμίσκος κι από αυτά που πριν ήδη κειμήλια θεωρείς
Ήχος φθάνει του μάκρους του συριστικού όπως όταν
Σ' έναν χρόνο μικρού αγοριού συμποσούνται δύο ή τρεις αιώνες
Σωστά μίλησε λοιπόν αυτός που κατοικεί Ροδαμών καί Ήβης γωνία
Στρίβει κάποτε καί των εθνών όπως καί των ιδιωτών ή μοίρα
Σ' ένός άλλου γράφεται πενταγράμμου μ' αστραπές μιλάει το άωρο
Καί μ' αγράμπελη προ των φιλιών το επάνω χείλι
Ακολουθεί ό ζωγράφος μια γλυπτή ανεμώνη της θαλάσσης και πλήθος τέτιγγες.
ΓΙΑ ΜΙΑ VILLE D'AVRAY
Κακέκτυπον αν και εξαργυρώσιμον
Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα
Μιαν αύριο δηλώνει εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα
Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα οι ποδηλάτισσες και
Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ' ένα μικρό καί για λαίμαργα
Χείλη ωδείον. Περαστικές ευδίες έχει όπως ο νους και η μισοκαλυμμένη κνήμη
Πριν τη μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρου έμνοστη πιο
Γίνεται η σάρκα και γλιστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω στ' ανέγγιχτα
Ώς την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη που την πήρε ο ύπνος
Δια παντός και πλέον δεν ν' αυτοκατα-
νοηθεί γίνεται
Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών
Γνωρίσατε; Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ' τα πούπουλα
Διαβαστό χνούδι και αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει
Του ανοιχτού δωματίου το ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί
Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι
Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια που
Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις
Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην ποτέ τις μέτρησες
Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί που οι κάτοικοί της
Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα
Σε μετάξι περιπατά ή αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα ό ίασμος
Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητ' αγγίγματα
Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε
Όπως ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται ορός απαράβατος:
Είναι στα γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και
Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα
Εάν η ευλάβεια μ' άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες
Θα 'χαν απαιχμαλωτισθεί κι απ' τον κλήρο τ' αέρος οι δέσμιοι απαχθεί
Σ' απαλών θωπειών δώματα
Να τι ζητούσε ό Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του
Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους κτυπώντας το δάπεδο
Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα διεκδικώντας
Θύσσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του εύδερμου
Στην δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ
Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα
Τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και
Σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά
Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό
Έτσι
της αύριον η αύρα πνέει
Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.
ΠΡΟΣ ΤΡΟΙΑΝ
Δυνατός Κίσσαβος φυσάει και γεμίζει ωραιοζύνη ο τόπος
Θέση παίρνουν ο ένας του άλλου οι λόφοι άλλ' ο της θαλάσσης
Ο ισχυρός αξεγνέθιστο νεφελάκι αφήνει πάνω απ' της Μύρινας τα ύψη
Να μαθαίνουν οι περαστικοί ποιών η μοίρα σε χρυσό χαράζεται
Και ποιών σε ορείχαλκο. Επειδή τα δύο δύο δεν είναι
Είναι του πόσα το εν κι είναι το ποια του άλλου
Άπευθο χιόνι ζητούν οι κορυφές και ρυάκι που
Έχασε το μονοπάτι ο Κένταυρος
Ζωήν ολόκληρη χωράει από νους του ο νους
κι ένα ατίναχτο ακόμη αστροπελέκι
Να 'ναι που φύτεψε ο νοτιάς αλλού τις καταιγίδες του;
Ή που του σίτου του πλωτού πήραν το κύμα οι πεδιάδες;
Πεινάσανε για νήσο οί Θεσσαλοί βαρύθυμοι όπως πάντοτε. Κείθε
Κινήσανε κατά της Τροίας τα μέρη· και των ιππέων του νερού οι σκοποί ευοδώθηκαν
Έδωσεν αρραβώνα η πρώτη ελιά στη δεύτερη κι ανάψανε τα χτήματα σαν στην ανάσταση
Πράα πρανή κι ύστερα των υδάτων ύψη και πάλι
Παίδες των εκκλησιών λιθόκτιστοι που ακόμη συνεχίζουν το παιχνίδι
Σε μια γωνίτσα λησμονώντας κάποιο μονύδριο αθέατο
Βρέφος το σε βυζί βάζουν οι Γενοβέζες. Και με βαρύ
Κόκκινο πάνω σε ουρανί περιλαίμιο προχωρούν
Μ' άσπρα σαλβάρια οι ούλεμάδες
Χρόνια που μοιάζουν ατελεύτητα
Κι αν μόλις χθες γεννήθηκες
Τόσο πολύ διαρκεί ο δούλος όσο πιο σύντομος ο αφέντης του
Ωστόσο απ' έναν σ' άλλον κύλικα το αμβροσίοδμο ύδωρ ρέει
Κι από ένα φως μοναχικό στους ουρανούς καλογεράκι
Θόλος ανοίγεται πλατύς για να χωρέσει το πολύαστρόν της
Η άμπελος. Καλά το 'πανε λοιπόν της μιας φοράς οι μάντεις:
Μύρτον μετέωρον του πελάγους δεύτερον κι εσύ της Αμφιτρίτης
Τέταρτον μ' αδαμάντινα δόντια δαγκάσετε!
Στον αέρα πιάνεται με το πατρώνυμό του το λυθρίνι εάν όχι
Με τα λίγα γένια του ο βυθός
Γέρνουν όπως βάρκες από μια μπάντα
Με τις αυλές και τις ντουλάπες τους τα σπίτια και μια καταγωγική δύναμις
Απαλείφει αργά τ' αποτυπώματα της οσμής που αφήσανε
Στα προπατορικά ελαιοτριβεία των σκληρών της Γέρας χεριών δάχτυλα
Μιλώ για την αλήθεια που κατεβάζει της Μύρινας ο αέρας ώς
Της Κρατήγου τα νερά. Κοσκινιστά δισύλλαβα που ή τα διαβάζεις ή
Που εκείνα φωναχτά σ' αποστηθίζουν
Φίλη σεμε θαλασ σαπρο τουσε χάσω
Ένα κλειδί γυρίζει κι απ' τις δύο μεριές ή που κλείνεσαι ο ίδιος
Ή που σ' όλους ανοίγεσαι. Μ' ανοιχτά παράθυρα πανιά
Προς Τροίαν.
ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ
Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να 'χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν' αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε πού τ' όνομά του μέσα στα πολλά τ' ακούς ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρό να πλησιάζουν απ' αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται
Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ' τον αέρα
Του επιστρέφεται. Τόσο απ' τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ' αμοιβή πράττει το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
οπού ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ' αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ' τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ό χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ' τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ' ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι ύστερα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Όμήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ' άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ' όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ' τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία
Εάν εξακολουθούμε να 'μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες τότε
Η ώρα θα 'ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
συντελεσμένη σ' έναν κήπο με υάκινθους
Όπου τους άφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που άπ' την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
πάνω σε μπλε Ιουλίτας.
ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
All around οι τέσσερις ύστερα
Οι τρεις οι δύο κι ο ένας l'unique le solitaire
Le marie a vie a sa cigarette μπροστά σ' έναν εξώστη επάνω στην Μεσόγειο
Και με μια κούπα έννοιες δύσκολες κι εύγευστες come i fichi la mattina
Μετρά κείνο πού μένει. Το ίδιο που δεν βρίσκεται ποτέ μέσα στο άθροισμα
Μπορεί μ' ευθείες να χαράζεται o Μεσημβρινός αλλ'
H αλήθεια πάντοτε με τεθλασμένες. Λιγότερο από νου και περισσότερο από
Χουν είναι η δεύτερη και ή τρίτη μέσα μας υπόσταση
Φώτα χαρμόσυνα της Νέας Ορλεάνης όλο κρουστά
Και ποικιλόχρωμες φωνές· άλλα της Οδησσού πριν ή μετά που ξεκινήσει ο Πλάνης
Με νέφη πλόημα υπερυψωμένα εύφλεκτα πάνω στον άκαυστο ουρανό
Ταράσσεται ο των ήχων εύσκιος φυγάς και ας
Εξαναγκάζεται ο Μεσημβρινός να του υπακούει
Τολίπες ρόδινες ο γαλανός καπνός εξαπολύει
Και συγχέονται μνήμη και αγαθό στο ίδιο ύψος
Ά σεις πετεινάρια της αφύπνισής μου και των άσπρων αιφνιδιασμών
Αγριοπερίστερα. Όχι εγώ αλλ' εκείνα που αγαπώ με προχωράνε από Βενετία
Κόρδοβα σε Αμμόχωστο Αλεξάνδρεια Κάιρον
All over the world
Με ρήματα του πόντου αλιευμένα το καταμεσήμερο
Όλα περνάνε μείον το βάρος της ψυχής. Που και με τι τρόπο
Τόπο να του αλλάξεις γίνεται. Κι όπως τον τρυφερό τους τράχηλο
Ελαφρά μόλις δαγκάνοντας τα νεογνά της ευκίνητη γαλή
Από ένα σ' άλλο σπίτι απάγει· έτσι κι εγώ με τα μωρουδιακά της λύπης μου σε
Τόπων άγνωστα μικρά ή μεγάλα καταφύγια προστρέχω
Κι αυτοκυνηγιέμαι από φοβερές κραυγές φονευομένων κλαγγές όπλων
Αθέατων άπ' τούς θνητούς σιγανά κλάματα κόρης που ο κλήρος δεν της έλαχε ό επιθυμητός
Σ' όλες τις γλώσσες το α δ ύ ν α τ ο ν διαρκεί
West of sorrow αδιάκοπα ολοκληρώνεται όλων των νοημάτων
Το πλεκτό· χωρίς ούτε καν ενός ονειροκρίτη τα γραφόμενα
Ένας να δίνεται ποτέ ν' αποκρυπτογραφήσει
Ακόμη και στο φως ακόμη και στη μέση γη με ή χωρίς
Βλέφαρο νέφους δύο ή τρία της τρικυμίας κύματα να εξουσιάσει
Άξαφνα ρυτιδώνεται η ψυχή όπως όταν σηκώνεται πουνέντες
Si piega il tavolo di marmo da una parte. Θα 'ρθουν και συννεφιές
Περαστικότερες κι από τις λύπες ή που με πανσελήνου βέλο
Γίνεται να κοπούν και διαλύονται
Σταματημένος νιώθεις αλλά σε τρέχει ο δρόμος σου
Και προτρέχει του ωροδείχτη ο χτύπος της καρδιάς σου. Έτσι
Φτάνεις Avignon και Nice και Car-Ferrat Menton Lausanne. Ότι πιο δυνατόν
Για χάρη σου ν' αφαιρεί αλλ' ό χρόνος άθικτος να μένει
Το ρολόι ο κηπουρός το δρέπανο η τσουγκράνα το
Ποτιστήρι τ' άροτρα. Θέλω να πω τα μυστικά μιας πολυεθνικής απόχης
Φτάνουμε σαν ατμομηχανή ολοένα επιβραδύνοντας την ορμή έως ότου
Το μαρμάρινο τραπέζι αναρπαγεί plein de mots kances au hasard και
Συνεννοηθούν καλύτερα μέσω του ασχέτου οι τέσσερις οι τρεις οι δύο ο ένας.
ΩΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝ
Απαλές κοιλάδες έχει ό ύπνος ακριβώς όπως
Και η επάνω ζωή. Μ' εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός αέρα
Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές
Η μια την άλλη σβήνοντας σε πλάγιον ήχο. Κάποτε
Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως χάνονται
Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν' αλλάζει ξέρει. Θες πάρ' την από την αρχή
Θες απ' το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την παρακολουθείς δήθεν αδιάφορος
Τραβάς ωστόσο το σχοινί σ' όρμο Μυρτώον έρμο
Δίχως ούτ' ένα ελαιόδεντρο να σου απουσιάσει
Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πώς ξανακαινουριώνονται όλα!
Μικροί πώς χαϊδευτήκαμε καί παίξαμε πεντόβολο τα γονικά μας!
Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ' ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος· καί πώς στα δύο τα χωρίζει!
Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν αθύρματα
Και από την άλλη κοιμούμαι
Τη στιγμή που ό Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται
Μόλις που διακρίνεται λοφίσκος μ' απαλά κοίλα γεμάτος σγουρά χλοΐσματα
Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά
Που να φυλάγεσαι απ' όλα τα ενδεχόμενα· ενώ πρόσφυγες μέλισσες
Κατά σμήνη βομβούν καί μια γιαγιά μες στ' αλιεύματα της δυστυχίας βρίσκει
Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια
Ξεφόρτωτον κι απ' το ένα πλάι σε κυλάει ο κίνδυνος και σ' αγνοεί
Που συ ο ίδιος κάποτε θέλησες να τον αγνοήσεις
Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του ν' αναποδογυρίσεις
Κει που άγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα
Όπως τα βδελυρά με τ' άγια
Παράξενο είναι
Πόσο ακατανόητα ζούμε άλλ' απ' αυτό κρεμόμαστε
Χλωρό περιστεράκι του βασιλικού φιλί που σου 'δωσα επάνω στο κρεβάτι μου
Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους
Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως
Γεμάτο νου και γνώση ν' ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι
Που 'ναι ή Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης
Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι
Κοιμάται πιο βαθιά κείνος πουέχει περιβραχεί απ' την Ιστορία
Μπρος μ' ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα
Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου