[Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟΨΗ, Ζάκυνθος 2.2.2011, φ. 908, σ. 8 εξ.]
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ –ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΜΙΩΤΗ
Με τη σαγήνη της χριστιανικής μυσταγωγίας, η αιρετική ματιά του π. Παναγιώτη καποδίστρια στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα στη Ζάκυνθο, προκαλεί αισθήματα μελαγχολικής νοσταλγίας στον αναγνώστη.
Παράλληλα, μάς αποκαλύπτει γιατί κάποιοι άνθρωποι κατορθώνουν να ξεχωρίσουν από το πλήθος, κάθε φορά που με θρησκευτική ευλάβεια προσφέρουν τα «Άνθη του Κακού» στην υποκριτική μας παραίτηση.
Ας περιπλανηθούμε λοιπόν στις επόμενες γραμμές του κειμένου και σοφά... ας σιωπήσουμε...
Η πρώτη εποχή
Επιτρέψτε μου, αρχικά, να ισχυρισθώ ότι ζω στον ομφαλό της γης, δηλαδή στο χωριό Μπανάτο της Ζακύνθου! Εκεί γεννήθηκα, μεγάλωσα, εργάζομαι. Αγαπώ έως λατρείας τον καταπράσινο ζακυνθινό Κάμπο, τους προγόνους που είναι φυτευμένοι εκεί, τους τωρινούς συμπολίτες και ενορίτες μου, αλλά και όσους έπονται πολύ μετά από την δική μας γενιά. Κάποτε με ψέγουν ορισμένοι, γιατί μένω και εμμένω στο χωριό μου… Δεν μπορούν να καταλάβουν όμως αυτό, που αποτελεί ακλόνητη πεποίθησή μου ανέκαθεν: Εάν ο μικρός σου τόπος, εφόσον τον έχεις επιλέξει ως προσωπικό σου παράδεισο, δεν είναι για σένα ομφαλός της γης, τότε καλύτερα να (δια)φύγεις, ώστε να γλιτώσεις αυτού του είδους τον εγκλωβισμό, που οδηγεί συνήθως σε δυστυχίες και διψυχίες. Ευλογήθηκα να είμαι αρκετά ικανοποιημένος με τη ζωή στον μικρό μου τόπο, με τους απλούς συγχωριανούς, με την οικογένεια και λιγοστούς φίλους μου, γευόμενος έτσι μέρα με την ημέρα τον μεγάκοσμο των μικρών -αμελητέων για τους πολλούς- πραγμάτων, προσλαμβάνοντας με βουλιμία το μυστικό μεγαλείο του απλού και του ανεπιτήδευτου.
Ο Πατέρας ήταν πλανόδιος μικροπωλητής πόρτα-πόρτα στα τριγύρω χωριά, η Μάνα υφάντρα ταπήτων από κουρέλια που τής έφερναν οι κυρίες της περιφέρειας. Παρά το ότι δεν είχαμε ως οικογένεια κτηματικές περιουσίες, όπως οι πλείστοι συντοπίτες, θεωρώ πλέον ότι πέρασα πολύ πλούσια και ήρεμα παιδικά χρόνια, βαπτισμένα στη στοργή σπουδαίων γονιών. Οι πνευματικού περιεχομένου επιθυμίες μου αποτελούσαν διαταγές γι’ αυτούς, οι οποίοι -σημειωτέον- ουδέποτε τελείωσαν το Δημοτικό της εποχής τους... Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι όντας μαθητής του Λυκείου, μεταξύ 1976 και 1979, κάποιο μεσημέρι είπα στο σπίτι πως ο φιλόλογός μας είχε στο μάθημα κάμει αναφορά στο Μεγάλο Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του Σταματάκου. Εε, λοιπόν το ίδιο απόγευμα ο… Σταματάκος βρισκόταν, σε επίσημο περιτύλιγμα, στο γραφειάκι μου. Είχε πάει ειδικά στη Χώρα ο Πατέρας, στο βιβλιοπωλείο του Μυλωνά (παλαιού του φίλου, όπου ξοδεύαμε συνήθως αρκετές οικονομίες για βιβλία), για να μην μού λείψει το Λεξικό, το οποίο στην πραγματικότητα δεν μού πολυχρειαζόταν και μάλλον ουδείς άλλος το απόχτησε από τους συμμαθητές! Με καύχηση αναθυμάμαι επίσης ότι η Μητέρα μου ήξερε απέξω και ανακατωτά όλη τη «Θυσία του Αβραάμ» και τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου, συχνά πυκνά μού τα απάγγελνε μάλιστα παραστατικότατα και μού άρεσε πολύ αυτό. Είδατε, πώς τα κορυφαία αυτά έργα της Κρητικής Γραμματολογίας έχουν περάσει στη συνείδηση του απλού λαού της Ζακύνθου;;; Το 1973 (στην Α΄ Γυμνασίου) η Μητέρα σκέφτηκε να μού αγοράσει τη «Θυσία» (υπό Γεωργίου Α. Μέγα, της «Εστίας»), ώστε ν’ αποκτήσω ενιαίο το κείμενο. «Τον Ερωτόκριτο, αργότερα, που θα μεγαλώσεις», είπε!
Καρδιακός φίλος αποδείχτηκε από πολύ νωρίς ο συμμαθητής από το γειτονικό χωριό, το Σαρακινάδο, ο Σπύρος Καρυδάκης, διαπρεπής σήμερα μυθιστοριογράφος και εξαίσιος ποιητής. Με τον Σπύρο μοιραστήκαμε τις πρώτες δοκιμές στην Ποίηση, κάποτε μάλιστα γράψαμε μια κοινή ποιητική δοκιμή - άσκηση αυτόματης γραφής, επηρεασμένοι από το «Μανιφέστο του Σουρεαλισμού» του Μπρετόν, που μόλις είχαμε ανακαλύψει στα διαβάσματά μας. Μόνο με τον Σπύρο αισθάνομαι μέχρι σήμερα μαθητής και, εάν θα του διάβαζα κάτι νεότερο ποιητικό μου, θα αισθανόμουν πάλι και πάλι το γνωστό μαθητικό άγχος ενώπιον του δασκάλου του. Χρωστώ και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό για μένα, στον Σπύρο και στην καλότατη οικογένειά του: Την πρόσβασή μου στη μεγάλη και πολύτιμη βιβλιοθήκη του δικού του Πατέρα, του αλησμόνητου Γιώργη Καρυδάκη, ενός σπάνιου πνευματικού ανθρώπου και λογίου της ζακυνθινής υπαίθρου του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, που η συναναστροφή μαζί του μόνο θησαυρούς ποιότητας και γνησιότητας σού παρείχε! Πάντα τον μνημονεύω με ευγνωμοσύνη!
Ενώ ήρθε η Ποίηση
Τα χρόνια περνούσαν και, μεσ’ από μυστικές της εσωτερικότητάς μου διεργασίες, η ποιητική έκφραση έγινε σταδιακά μέθοδος ψυχικής αναπνοής για την αγοραφοβική -όπως αυτοερμηνεύομαι σήμερα- προσωπικότητά μου. Τούτο σημαίνει ότι ουδέποτε υπήρξε για μένα μια πολυτελής ενασχόληση εν είδει χόμπι ή αθλήματος, αλλά λειτούργησε πάντα μου και λειτουργεί ακόμη ως ηφαιστειακή έκρηξη - εξωτερίκευση κάποιας απροσδιόριστης, σχεδόν μυστηριακής, λάβας.
Χωρίς να επιθυμώ να κάμω επίδειξη υψηλών γνωριμιών, τολμώ να πω ότι οι πρώτοι, που καταδέχτηκαν να ρίξουν βλέμμα κατανόησης έως και ενθουσιασμού προς τα αμετροεπή γραφτά μου ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης (τον οποίον με νεανικό θράσος προσέγγισα πριν και κατά την επίσκεψή του στη Ζάκυνθο το 1980) και η Μάχη Μουζάκη, η αγέρωχη ποιήτρια των Κήπων του Τζάντε μας. Και οι δυο, κενώνοντας υποδειγματικά την καταξιωμένη προσωπικότητά τους, αλληλογραφούσαν ευγενέστατα με τον φιλόδοξο νεαρό, που έγραφε στιχάκια και τους είχε προσεγγίσει, ενοχλώντας τους ευκαίρως ακαίρως.
Ο ταχυδρόμος τότε άφηνε συνήθως τις επιστολές μου στο κεντρικό καφενείο - μπακάλικο του χωριού στο διάστημα των πρωινών ωρών, ενόσω εγώ ήμουν σχολείο ή αλλού. Το μεσημέρι έκλεινε το μαγαζί κι εγώ, που υπολόγιζα περίπου τον χρόνο της απάντησής τους, βρισκόμουν να περιμένω εναγωνίως πότε θα προχωρήσουν οι ώρες, να έρθει απόγευμα, ν’ ανοίξει επιτέλους το μαγαζί, για να πάρω στα χέρια μου το πολυπόθητο γράμμα, το οποίο πάντως έβλεπα από το τζάμι του παράθυρου να με περιμένει στο ράφι, ανάμεσα στις ζάχαρες, τα γλειφιτζούρια, τα ζυμαρικά και τα καφεκούτια.
Οι τρεις δρόμοι
Πολύ νωρίς, ήμουν 21 μόλις χρόνων, ήρθε ο γάμος με τη Φωτεινή μου και ακολούθησαν τα τρία παιδιά μας. Ας προσπεράσουμε τα οικογενειακά – προσωπικά δεδομένα και να Σας αναφέρω εδώ ότι τρία πράγματα θέλησα από τη ζωή μου, τα οποία θεωρώ ότι -ούτως ή άλλως- τα κατάφερα: Πρώτα να γίνω ιερέας, μετά να γίνω εκπαιδευτικός και ύστερα να γίνω δημοσιογράφος.
Το 1977 πρωτοδημοσιεύτηκε ένα πρωτόλειο κείμενό μου στη μεταδικτατορική εβδομαδιαία εφημερίδα της Ζακύνθου Ελεύθερη Φωνή του αγωνιστή της Δημοκρατίας και της Παιδείας Σωκράτη Κωστή, με τον τίτλο «Το πρώτο πέταγμα». Έκτοτε, κάθε βδομάδα σχεδόν, πότε με ποιήματα, πότε με αφηγήματα, αλλά και με ψευδώνυμες παρεμβάσεις μου, ήμουν παρών στο κοινό του τόπου μας επί αρκετά χρόνια. Χρωστώ πολλά στον αείμνηστο Κωστή, ο οποίος με υπεραγαπούσε και με εμπιστευόταν δίχως καμία παρέμβαση σε ό,τι τού έδινα για δημοσίευση, αν και ποτέ δεν μπορούσε να μού συγχωρήσει το ότι προετοιμαζόμουν ήδη να γίνω… παπάς, κάτι εντελώς αδιανόητο για τις ιδέες του.
Ως ιερωμένος, από το 1983, προσπαθώ το καλύτερο, μαχόμενος νύχτα-μέρα με τη σμικρότητά μου σε όλα τα επίπεδα. Παρηγορούμαι, με τη σκέψη ότι το να πέφτεις είναι ανθρώπινο, το να ανασταίνεσαι όμως είναι ο θεοπρεπής προορισμός μας! Εύχομαι και παρακαλώ, η Μεγάλη Στιγμή να με βρει σε Ανά(σ)ταση, έχοντας συνεπάρει σε αυτή την ανοδική πορεία -ως εκ της θέσεώς μου- και κάποιες άλλες ψυχούλες, που το επιθυμούν και μ’ εμπιστεύονται προς τούτο. Σκέπτομαι διαρκώς ότι, ενώ ως λογοτέχνης δεν θα είχα αντίρρηση να παραμείνει το όνομα και το όποιο έργο μου, έχοντας συνεισφέρει το κατά δύναμιν στα Γράμματα του τόπου μας (αν και ο πήχης φαντάζει δυσθεώρητος, καθώς νοιώθω δίπλα μου τους ήσκιους των παμμέγιστων δημιουργών Σολωμού, Κάλβου, Φώσκολου), ως ιερέας εκείνο που επιθυμώ είναι να επιστρέψω το ράσο μου στον Ουρανό αστιγμάτιστο, έστω και αν δεν έχω πράξει κάτι το άξιο μνημοσύνης, δεδομένου ότι άλλοι, προ εμού στην ιερατική - αποστολική διαδοχή, έχουν ξοδέψει και το ίδιο τους το αίμα ακόμη, αφοσιωμένοι με σύνολη την ύπαρξή τους στη βίωση του Θείου Έρωτα.
Ως εκπαιδευτικός, διδάσκοντας το μάθημα των Θρησκευτικών από το 1992 ανελλιπώς, αφήνω να μιλήσουν οι ίδιοι οι μαθητές μου από τα διάφορα Γυμνάσια και τα Λύκεια του νησιού μας έως και το Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων (Τμήματος Τεχνολογίας Περιβάλλοντος και Οικολογίας Ζακύνθου), όπου επί εξαετία ευτύχησα να διδάξω, ως εργαστηριακός συνεργάτης, το μάθημα «Θρησκεία και Περιβάλλον». Χαίρομαι αφάνταστα ότι παντού, όπου και αν βρεθώ, συναντώ χαμογελαστά τα πρόσωπα αρκετών μαθητών μου, οι οποίοι σήμερα έχουν εξελιχθεί στην τοπική κοινωνία και όχι μόνο, με ωραίες οικογένειες, καλές εργασίες και όλα τα συναφή.
Επανέρχομαι στο δημοσιογραφικό μεράκι – σαράκι. Κατάφερα τελικά και αυτό να συνεχίσω να το υπηρετώ, με τον δικό μου τρόπο. Από τον Μάρτιο του 2007, με τις δυνατότητες που μας παρέχει πλέον η Τεχνολογία, δημιούργησα ορισμένους θεματικούς ιστότοπους στο Διαδίκτυο, οι οποίοι, ενοποιημένοι όλοι υπό τον τίτλο «Στον ίσκιο του Ήσκιου» (http://www.iskiosiskiou.com/), αποτελούν πλέον ένα ηλεκτρονικό πολυπεριοδικό ή αλλιώς «Τετράδια καθημερινών σημειώσεων για τη Λογοτεχνία, την Τέχνη, την Κριτική, τη Ζωή», όπως χαρακτηριστικά λέμε στο λογότυπό του. Τα θεματικά ένθετα ενημερώνονται καθημερινά σχεδόν, ενώ στατιστικά μπορώ να αναφέρω ότι μέχρι σήμερα έχουν παρουσιασθεί περί τα 2.500 δημοσιεύματα, τα πλείστα πρωτότυπα, υπερβήκαμε ήδη τις 320.000 πραγματικές (και όχι πλασματικές, καθώς συμβαίνει αλλού) επισκέψεις αναγνωστών, ενώ μας τιμούν μόνιμα με τις πρωτοδημοσιευόμενες συνεργασίες τους δέκα αξιόλογοι άνθρωποι των Γραμμάτων και της Επιστήμης. Η όλη προσπάθεια αποτελεί για εμάς όλους ορθάνοιχτο παράθυρο στον νεότερο κόσμο, ο οποίος εκφράζεται σήμερα σχεδόν αποκλειστικά μέσω του ίντερνετ και όλοι χαιρόμαστε, αισθανόμενοι ευθύνη συνάμα, μόλις πληροφορούμαστε ότι πάμπολλοι φίλοι ανά την υφήλιο ξεκινούν ή κλείνουν την ημέρα τους «Στον ίσκιο του Ήσκιου» μας!
Η σύγχρονη Ζάκυνθος, πόσο «ωραία και μόνη»;
Έχοντας κατά νου όλα όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, κατανοείτε ότι, αν και υπεραγαπώ όσο τίποτε το νησί μας -εδώ, άλλωστε, στη materna terra, είναι το απώτερο λιμάνι του κάθε Ζακυνθινού- δεν μπορώ να μην πω και να ξαναπώ ότι ο τόπος μας (παρά την αίσθηση, που έχουν όλοι) αποτελεί μια κακή έως φρικτή επαρχία. Οι συμπατριώτες μας ασχολούνται με ό,τι πιο ευτελές και κιτσάτο υπαγορεύει ο Τουρισμός (άραγε θα τους αγγίξει -ευεργετικά, ιαματικά- η οικονομική Κρίση, που διάγουμε;), ενώ όσοι ασχολούμαστε με τα κάθε είδους πνευματικά ζητήματα, μεμψιμοιρούμε διαρκώς, μηρυκάζοντας τη νοσταλγία των παλαιών μεγαλείων του τόπου μας. Έτσι καταλήγουμε και να κλαιγόμαστε και ουσιαστικά βήματα αποκατάστασης να μην κάνουμε. Οι εκάστοτε πολιτικοί μας αποδείχτηκαν μέχρι τώρα φαιδρές κουφότητες και δεν παύουμε να ελπίζουμε -εφόσον η ελπίδα πεθαίνει τελευταία- ότι, με τις νεότερες εξουσίες συν τα παθήματα του πρόσφατου παρελθόντος, ίσως αντιστραφούν οι ανεπίστροφοι όροι… Γενικώς, βιώνουμε μια γενικευμένη θλίψη… Όχι πως δεν υπάρχουν κατά καιρούς αξιοπρόσεκτες παρήγορες προσπάθειες, αλλά αυτές λειτουργούν μάλλον ως αναλγητικά χάπια, ενώ η πολιτισμική ανεστιότητά μας συνεχίζει να φθείρει οντολογικά, ως κακή ασθένεια, το νησί μας. Γι’ αυτό -όπως έχω γράψει και αλλού- προσωπικά πιστεύω εντέλει στην πολιτισμική ιδιωτεία ενός εκάστου. Τούτο βέβαια δεν είναι το δέον, αλλά αποτελεί την ύστατη «μόνη παρηγορία», για την οποία μιλά και ο Σολωμός. Ξέρω δηλαδή και παρηγορούμαι και στηρίζομαι πολύ σε αυτό ότι, στην ιδιωτεία του ο καθείς, σε κάποια μοναχική γωνιά του Τζάντε μας, παράγουν μεστό πολιτισμό οι πολύτιμοι φίλοι και συνοδίτες μου Μάχη Μουζάκη, Λούλα Βάλβη-Μυλωνά, Έρση Λάγκε, Διονύσης Σέρρας, Διονύσης Φλεμοτόμος και άλλοι νεότεροι που πολύ τιμώ και αγαπώ, οι οποίοι όλοι, αν και πικραίνονται και αυτοί από την περιρρέουσα θανατερή αδιαφορία, δεν υποστέλλουν την προσπάθεια! Τώρα μάλιστα, με την εξακτίνωση των παραγόμενων λογοτεχνημάτων – ιδεών – απόψεων κλπ μέσω του Διαδικτύου, θα μπορούσαμε να επαναπαυτούμε, λέγοντας το: «είναι και αλλού πορτοκαλιές…», όμως ο γενέθλιος τόπος πάντα μάς ενδιαφέρει, μάς πονάει και θέλουμε την εν γένει πρόοδό του.
Για τις «Καμένες Πεταλούδες»
Σας αναφέρω ένα τελευταίο παράδειγμα – στίγμα νεοζακυνθινής συμπεριφοράς: Το περασμένο καλοκαίρι (2010) ευτύχησα να εκδώσει, με δικά του αποκλειστικά έξοδα, όλες τις μέχρι τώρα ποιητικές μου συλλογές ο Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη της Θεσσαλονίκης, σε έναν πανόδετο τόμο 464 σελίδων και με τίτλο: «Καμένες Πεταλούδες. Ποιήματα 1979-2009». Έγινε άρτια δουλειά, με καλή διάθεση και μεράκι από πλευράς του, δίχως να υπολογίσει το μεγάλο κόστος που απαίτησε η ακριβή αυτή έκδοση. Παρότι δεν θα έχω καμιά οικονομική απολαβή από τη συγκεντρωτική αυτή έκδοση, μιας και άλλος πλήρωσε γι’ αυτήν, ήθελα πολύ να πάει καλά, ιδίως στο νησί μας, ώστε να βγούμε όλοι «ασπροπρόσωποι» στον ευγενέστατο Θεσσαλονικιό εκδότη. Ελάχιστοι αγόρασαν το βιβλίο (έχουν συνηθίσει όλοι, βλέπετε, να τους χαρίζω ό,τι κυκλοφορώ), αλλά το χειρότερο είναι τούτο: Ο εκδότης επικοινώνησε με τα τοπικά βιβλιοπωλεία, ώστε να ενημερωθούν για την έκδοση και, εάν τους ενδιέφερε, να την προμηθευτούν. Όλοι πήραν από ελάχιστα αντίτυπα προς διάθεση στο αναγνωστικό κοινό (ποιο κοινό;;;) της Ζακύνθου, ένας όμως από τους φίλους βιβλιοπώλες μας (λέτε και έχουμε τη χειρότερη έχθρα) αρνήθηκε μ’ ένα στεντόρειο «Όχι», που έκαμε τον Εκδότη να απορεί και να εξίσταται.
Δεν βαριέστε… Ο λόγος του Χριστού «Ουδείς προφήτης εν τη ιδία αυτού πατρίδι» ισχύει κι εδώ!…
* * * Οι σελίδες από την εφημερίδα μεγεθύνονται αρκετά, μ' ένα κλικ επάνω τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου