© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΤΟ ΧΑΪΚΟΥ: ΑΣΚΗΣΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

[Από το Περιοδικό ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ, τεύχος 56-58, Άμφισσα '95-'96, σσ. 4195-4216]


«Προπαντός η ακρίβεια, έλεγα. Κι όλο πρόσεχα να 'ναι στενό το διάφραγμα. Όταν προχώρησα στην εμφάνιση το είδα καθαρά: είχα κερδίσει τύ­πους από στιγμές ή, αλλιώς, στιγμιότυπα πού, ά­παξ κι υπήρξανε μια φορά, τίποτε, ποτέ πια, δεν θα μπορούσε να τα κατελύσει» (1).

Έτσι ο Οδυσσέας Ελύτης κερδίζει το καταστάλαγμα των καίριων στιγμών που τον αφορούν, μεσ' από το κοίταγμα της φωτογραφικής του μηχανής. Οι «τύποι στιγμών» και η κατα­γραφή της ακρίβειάς τους, για την οποία πασχίζει, σαφέστατα δε συνιστούν μόνο χρονογραφία: Πίσω από το κλειστό πλαί­σιο της αποτύπωσης ξεδιακρίνονται προβλήματα, προβλέψεις, προοπτικές και ακινητοποιούνται πράξεις, πράγματα, πρόσω­πα. Άρα, το φωτογραφικό περίγραμμα δεν είναι καθόλου ορι­στικό, όπως δείχνει. Στήν παρασκιά των εικονιζόμενων αναφαίνεται σιγά-σιγά η γενεσιουργός ιδέα και δίπλα από το φυσικό ιστορείται η αθέατη όψη του υπέρ και του μεταφυσικού.

Αυτά, όσον αφορά στη δυνατότητα καταστολής του Χρό­νου δια της αιχμαλωσίας του, πού μας παρέχουν οι κάθε λογής απορροές του «φωτεινού θαλάμου»(2). Συμβαίνει άραγε κά­τι ανάλογο με την περίπτωση του Χαϊκού, το οποίο σε μια πρώ­τη προσέγγιση μπορεί κανείς να το θεωρήσει σαν ένα αναγνώσιμο φωτογραφικό στιγμιότυπο; Αυτό και άλλα διλήμματα έρ­χονται να διερευνήσουν οι σκέψεις-προτάσεις πού ακολου­θούν.


Από τον Bashō στον Kyoshi

Το Χαϊκού (Haiku) είναι ιαπωνικό ποιητικό είδος ηλικίας έξι περίπου αιώνων. Απαρτίζεται από δεκαεπτά συλλαβές, οι οποίες εκφέρονται στην τρίστιχη φόρμα των 5-7 και 5 συλλαβών. Συλλαμβάνει κατά κανόνα μια σκηνή από το φυσικό περιβάλλον, αντιπροσωπευτική κάθε φορά μιάς από τις τέσσερις εποχές του χρόνου, και στο πρώτο κοίταγμα δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο από τη δόμηση ενός τέτοιου ποιήματος. Στην πράξη όμως αναδεικνύονται οι πολλαπλές δυσχέρειες της αρχιτεκτονικής του: Η με ιδιάζουσα πυκνότητα και άφαιρετικότητα καταγραφή του Καίριου πού απαιτεί, και ταυτόχρονα η εκζήτηση της ισόρροπης αρμονίας του φυσικού κόσμου με τον συναισθηματισμό του Ποιητή.

Σημειώνει χαρακτηριστι­κά ο Jean Arp (1887-1966): «Έχει (το Χαϊκού) μια συμβολική ομορφιά του πνεύματος και του αισθήματος πού έχει αφαιρέ­σει οτιδήποτε δεν είναι αναγκαίο. Είναι το δυσκολότερο εί­δος ποίησης. Φαίνεται να είναι το είδος με το όποιο μόνο η λιτότητα και η τελειότητα μπορούν να εκφρασθούν». Και ο Ευγένιος Αρανίτσης επισημαίνει: «Το χαϊκού δεν περιγράφει ούτε ερμηνεύει, πολύ λιγότερο δεν αφηγείται· μοιάζει περισ­σότερο με το στάλαγμα μιάς μοναδικής νότας, με την αστρα­πιαία (κι ωστόσο δίχως τίποτα το βίαιο) χάραξη μιας μονο­κονδυλιάς, που διαγράφεται στο κενό σαν έκλαμψη κι ύστερα σβήνει. Καθώς η τέχνη αυτή συνδέεται στενά με τον βουδι­σμό ζεν, θα μπορούσαμε να δούμε μια τέτοια έκλαμψη σαν σατόρι, μ' άλλα λόγια θα 'ταν σωστό να αντιληφθούμε τον κόσμο του χαϊκού σαν έναν καθρέφτη: Ο καθρέφτης, κατά την αρχαία ανατολίτικη ρήση, αντανακλά τα πάντα αλλά δεν συγκρατεί τίποτα» (3).

Είναι ίσως οι γοητευτικές αυτές δυσκολίες, που συντελούν, στο να έχει αποκτήσει τόσους πολλούς φίλους σε ολόκληρο πια τον κόσμο, για τούτο ακριβώς και στην Ιαπωνία λειτουρ­γεί ο «Διεθνής Σύνδεσμος Χαϊκού» (Haiku International Association). Κορυφαίος εκπρόσωπος του είδους θεωρείται ο Matsuo Bashô.

Σαν ελάχιστο δείγμα γραφής μεταγράφουμε παρακάτω από τα Αγγλικά έξι μόνον Χάϊκού των διασημότερων Ιαπώνων θεμελιωτών του είδους αυτού, τα οποία καλύπτουν (όσο και αν μπορούν να καλύψουν μια τέτοια ποιητική πλημμυρίδα) τέσσερις ολόκληρους αιώνες: Από τον 17ο αιώνα με εκφρα­στή τον Matsuo Bashô (1644-1694) μέχρι τον 20ό, με εκφραστή τον Takahama Kyoshi (1874-1959). Στη μεταγραφή μας, για λό­γους πιστότητας και σεβασμού των ιαπωνικών κανόνων για το Χαϊκού, τηρήσαμε το γνώριμο σχήμα των 5-7-5 συλλαβών, οπότε αποδίδεται -πιστεύουμε- το ζητούμενο με την δεκαεπτασύλλαβη προσαρμογή του στην ελληνική γλώσσα.

Πάνω σ' αυ­τό ο έξοχος μεταφραστής των Χαϊκού Μισέλ Φάις σημειώνει τα εξής αξιοπρόσεκτα: «Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αποτε­λεί ματαιοπονία -ή έστω δευτερεύουσας σημασίας επιδίωξη- η δεκαεπτασύλλαβη αναπνοή του ποιήματος. Νομίζω ότι αυτή η εκτίμηση συχνά υποκρύπτει μια «νόμιμη» οκνηρία· κι αυτό το υπογραμμίζω, εξυπακούεται, χωρίς να παραβλέπω τον τελείως διαφορετικό γλωσσικό «βιότοπο» της ιαπωνικής και της ελληνικής. Ωστόσο, μου φαίνεται λιγάκι ευκολία να εφησυ­χάζουμε σε προγραμματικά γλωσσολογικά εμπόδια. Και αυτό με προκαλεί, αναποδογυρίζοντας το σκηνικό, να σκεφτώ κά­ποιον Ιάπωνα ο οποίος θα αναλάμβανε να γυρίσει στη γλώσ­σα του το δημοτικό μας τραγούδι, αδιαφορώντας να βρει στη δική του λογοτεχνική παράδοση, λ.χ. κάποιο μετρικό ομόλο­γο του δεκαπεντασύλλαβου...» (4).


Matsuo Bashô (松尾 芭蕉 1644-1694)

Λιμνούλα παλιά·
ο βάτραχος στον ήχο
πηδά του νερού.

(σκηνή της άνοιξης)

Yosa Buson (与謝蕪村 1716-1783)

Ανοιξιάτικη
θάλασσα ολημερίς
κύμα το κύμα.

(σκηνή της άνοιξης)

Kobayashi Issa (小林一茶 1763-1827)

Έλα κοντά μου
μαζί με μένα παίξε
σπουργίτι ορφανό.

(σκηνή της άνοιξης)

Chiyo-ni (千代尼 1703-1775)

Θήρα του δράκου
που πετά. Μακρύτερα
σήμερα πήγε.

(σκηνή τον φθινοπώρου)

Masaoka Shiki (正岡 子規 1867-1902)

Σκυλίσιο κορμί
πετάχτηκε χειμώνα
μες στο ποτάμι.

(σκηνή του χειμώνα)

Taκahama Kyoshi (高浜 虚子 1874-1959)

Το φίδι γλυστρά
μα τα μάτια με φθονούν
στα χόρτα κάτω.

(σκηνή τον καλοκαιριού)


Προϋποθέσεις και Θέσεις για ένα Ελληνικό Χαϊκού

«Κάθε μορφωμένος Ιάπωνας γνώριζει την Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τα λυρικά ποιήματα της Σαπφούς και του Αλκαίου. Αυτά τα επικά ποιήματα είναι τόσο κλασικά όσο και ο Παρθενώνας. Τα ια­πωνικά Χαϊκού είναι σαν τις ξύλινες παγόδες: παρ’ όλο πού είναι μικρά σε μήκος έχουν μεγάλη δύνα­μη μέσα τους». Σονόο Ουτσίντα (5)

Η δεκαεπτασύλλαβη επικράτεια του ιαπωνικού αυτού ποι­ητικού είδους οριοθετεί την απαίτηση του πνεύματος για α­ποτύπωση μιας πολύτροπα ωραίας στιγμής και τη διάσωση της, οπότε το άπαξ γεγονός προάγεται σ' ένα διαρκές γινόμενο. Ε­κείνο πού πρέπει να προσεχθεί πολύ εδώ είναι, ότι για να δια­σωθούν τα περικλειόμενα στο τρίστιχο, χρειάζεται να φέρουν αφ’ εαυτών τις δυναμικές γι’ αυτό. Διατηρώ την πεποίθηση ότι το τρίστιχο που καταλήγει σαν απλή χρονογραφική κα­ταγραφή μιας κάποιας συγκλονιστικής έστω εμπειρίας από την έξω ή τη μέσα μας φύση, τελικά δεν έχει καί πολλά σημα­ντικά να προσφέρει, αν δεν φέρει αφ' εαυτού τα στοιχεία της διάσωσης του. Στή συναλληλία της ουσιαστικής καί ρημα­τικής εκδοχής του κρύβεται, πιστεύω, το μυστικό καί το μυ­στήριο ταυτόχρονα της λειτουργικότητας του. Εννοώ, ότι το εν χρήσει κεντρικό ρήμα σ' αυτό ειδικά το τρίστιχο, είναι αναγκαίο να μεταγγίζει κατά τρόπο καίριο καί αμετάκλητο τη γονική ουσία του στα ουσιαστικά ονόματα της περίστα­σης, προσδίδοντας τους έτσι όλα εκείνα τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της ποιητικής επιβίωσης του υποκειμένου ή του α­ντικειμένου πολύ μετά την παρέλευση της ιστορικά πρώτης συγκίνησης. Κι αν ακόμη κάποτε το ρήμα δεν καταγράφεται αλλά υπονοείται από τα συμφραζόμενα, διατηρεί και τότε την καταλυτική του ιδιότητα, ύποφώσκουσα εδώ και ίσως έτσι περισσότερο δηλωτική των πραγμάτων.

Στο ποθούμενο (την κατά τρόπο βραχύ και απόλυτο δηλαδή εκφορά της στιγμής) συμβάλλει αποφασιστικά η δεκαεπτασύλλαβη αυστηρότητα της φόρμας του Χαϊκού. Κι αν θέλουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε τη συλλογιστική μας πάνω στο αν και κατά πόσο θα ήταν εφικτό να υπάρξει ελληνική εκδο­χή του Χαϊκού, παραπέμπουμε αναλογικά, πλην ανεπιφύλα­κτα, στα λογοπλεκτικά έπιτεύγματα των αρχαίων Έλλήνων Λυρικών και μάλιστα της τέχνης του επιγράμματος, όπου ο αύτοπεριορισμός του δημιουργού στην πειθαρχία της φόρμας και η υπακοή του στους κανόνες της αφαίρεσης καρποφόρησαν με τέτοια έξαρση, ώστε δικαιολογούμαστε να μιλάμε, όχι απλά για λογοτεχνήματα, αλλά για γλυπτική του λόγου. Άρα, ο σύγχρονος έλληνας ποιητής, κοινωνός των πολιτι­στικών ρευμάτων του κόσμου, αλλά και φορτωμένος ανά πάσα στιγμή, σα νεώτερος Άτλας, με το φορτίο-κληρονομιά της αρχαϊκής του Ποιητικής, αργότερα μάλιστα έπωμιζόμενος την ύμνοποιητική της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, γνωρί­ζει καλά τις εντολές της πειθαρχίας στους κάθε λογής κανό­νες της Τέχνης, με στόχο πάντοτε τη διαυγέστερη μόρφωση του Λόγου και την αξιοποίηση των μυχιέστερων πτυχών του. Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει και η ακόλουθη πρόταση: Εκεί που χρειάζεται να υπάρξει μια σοβαρή ελληνική διαφο­ροποίηση ως προς το ιαπωνικό χαϊκού είναι, ότι το ελληνικό ανάλογο τρίστιχο δικαιούται να συμπεριφέρεται άνετα ως ένα είδος γνωμικού ή και ως φιλοσοφικό απόφθεγμα, χωρίς ετούτο να σημαίνει ότι, μεσ' από το φυσιολατρικό ή και φυ­σιοκρατικό στιγμιότυπο, που απαιτεί ο κανόνας του ιαπωνικού χαϊκού, αποκλείεται η φιλοσοφική διάθεση και διάστα­ση. Αξίζει μάλιστα εδώ να υπογραμμισθεί ότι η εν γένει φι­λοσοφία των Ιαπώνων, η οποία περνάει με σαφήνεια και σ' αυτήν ακόμη την αρχιτεκτονική των κήπων τους (6), θέλει να βλέπει σύνολο τον κόσμο μέσα στο παραμικρό στιγμιότυπο από τη φύση. Τίποτα δηλαδή μέσα στο χαϊκού δεν συμμετέχει συμπτωματικά ή άνευ λόγου. Όλα είναι προμελετημένα (7).

Εμπιστευόμενοι πάντως εμείς οι Έλληνες τους ευθύτατους δρόμους της προ- και μετα-χριστιανικής Παράδοσής μας και μπολιάζοντας με τη δική μας Παιδεία την ιδιάζουσα τεχνική του είδους αυτού, προτείνουμε να προχωρήσουμε βαθύτερα, ώ­στε ν' αναζητηθεί το «φυσικό καλό» (Naturschonheit) πίσω από τις πρισματικές μεταλλάξεις του «φυσικού φωτός» των Σχολαστικών, κάτι πού ενδεχομένως θα επηρεάσει εξελικτικά και την αποκαλούμενη «φυσική θεολογία» (Physikotheologie, κα­τά τον Derham). Με άλλα λόγια, ο Ποιητής, αιχμαλωτίζοντας μέσα στο δεκαεπτασύλλαβό του τις κινήσεις, αποχρώσεις, τρο­πές και ανατροπές, τους ήχους, τα ενεστώτα και τα μέλλοντα, τα υπο- και αντι-κείμενα του περιβάλλοντος κόσμου, συμβάλ­λει καθοριστικά στο ν’ αναφανεί εξ αποκαλύψεως σχεδόν το φως της θεϊκής καταγωγής καί του προορισμού τους, ένα μυ­στικό φως, που συνήθως δεν προσλαμβάνεται άμεσα με την πεπερασμένη μας όραση. Μεσ' από μια τέτοια διαδικασία χει­ραγωγείται και η τυχόν θεολογούσα διάνοια, ώστε, προσεγγί­ζοντας π.χ. τη στωική σκέψη του Χρυσίππου, να βεβαιωθεί πε­ρί του θείου είναι από τη σκοπιμότητα της ύπαρξης των φυ­σικών όντων.

«Το Χαϊκού», επισημαίνει ο πρέσβυς Uchida, «εξελίχθηκε σε ένα ποίημα που εκφράζει βαθιά συναισθήματα από τον φυ­σικό κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας και τον άνθρωπο. Αυτό εί­ναι επακόλουθο της πατροπαράδοτης ιαπωνικής ιδέας ότι ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης όπως τα ζώα και τα φυτά και ότι πρέπει να ζει σε αρμονία με αυτά. Η ιδέα αυτή διαφέρει από την δυτική νοοτροπία κατά την οποία ο άνθρωπος θεωρείται ως ανεξάρτητος από την φύση και, ίσως, ανώτερος απ' αυτήν» (8). Ο Άνθρωπος, μέσα στο τρίστιχο που εμείς εισηγούμαστε κατέχει ρόλο διαφοροποιημένο: Δεν κρατά θέση απλού παρατηρητή ή ενός καλορυθμισμένου εξαρτήμα­τος μιας κάποιας φυσικής μηχανής. Συμπλέοντας κατ' αρχάς με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, δεν μπορούμε παρά να τον αντιμετωπίσουμε ως «μικρόκοσμο», με την έννοια, όχι μονά­χα της περίληψης του σύμπαντος στον εαυτό του, αλλά και ως κατόχου της δυνατότητας να γνωρίσει καί να προσλάβει τα του κόσμου. Σημαίνουσα και χρησιμότατη όμως είναι και η θεώρηση, που συν τω χρόνω διαμορφώθηκε από την Χριστιανική Ανθρωπολογία, εκφρασμένη σε πλείστα όσα σημεία της Ελληνικής Πατρολογίας και της εν γένει Ιεράς Παραδόσεως, μια προωθημένη όντως θεώρηση, η οποία μπορεί να δράσει σαν καταλύτης μέσα στο ελληνικό τρίστιχο, προσδίδοντας του έ­τσι μιαν ιδιαιτερότητα έκτακτη. Σύμφωνα με αυτήν, ό θεωρη­μένος παλαιότερα ως «μικρόκοσμος» άνθρωπος προάγεται τώ­ρα σε «κόσμον δεύτερον έν μικρώ μέγαν» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) και τούτο, κατά τον Άγιο Νικόδημο τov Αγιορείτη, «δια το πλήθος των δυνάμεων άς περιέχει, και μάλιστα της λο­γικής και νοεράς και θελητικής, τας οποίας ο αισθητός και μέγας ούτος κόσμος ουκ έχει εντός δε του μικρού κόσμου, δια την αίσθησιν μόνον ήν αυτός περιέχει...» (9).

Διατηρούμε την πεποίθηση ότι, εάν στο περί ού ο λόγος δε­καεπτασύλλαβο μεταχειρισθούμε αυτές τις ρωμαίϊκες δομικές σταθερές, θα το έχουμε στα σίγουρα προσαρμόσει στα ελληνικά (με όλες τις έννοιες) μέτρα, αξιοποιώντας διαχρονικά και καρποφόρα τον αστείρευτο πλούτο της Παράδοσης μας.

* * *

Ανακεφαλαιώνοντας την μέχρι τώρα συλλογιστική μας, έχουμε ισχυρισθεί ότι:

α) Το ιαπωνικό Χαϊκού δεν είναι και τόσο ξένο τελικά πρός την ελληνική ποιητική αυτοσυνειδησία και γι'αυτό ακριβώς στις μέρες μας και στον τόπο μας γνωρίζει απροσδόκητη άνθι­ση. Αυτό άκριβώς το γεγονός δείχθηκε άλλωστε καθαρά με τον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Χαϊκού, τον οποίον πραγματοποίη­σε, αρχές του 1993, για πρώτη φορά στη χώρα μας, η Πρεσβεία της Ιαπωνίας στην Ελλάδα (10). Τα υποβληθέντα έργα των υπέρ των εξήντα συμμετασχόντων Ελλήνων ποιητών κρίθηκαν στο Τόκιο, όπου συγκεντρώνονται τα Χαϊκού απ' ολόκληρο τον κόσμο. Στις 29 Μάιου 1993, ο πρέσβυς Σονόο Ούτσίντα, Πρόε­δρος του «Haiku International Association» και μέλος της εξετα­στικής Επιτροπής του Διαγωνισμού, σε διάλεξη του κατά την απονομή των Βραβείων στο Κολλέγιο Αθηνών, υπογράμ­μισε το φαινόμενο καί τη σημασία της άνοιξης του ποιητικού αυτού είδους στην Ελλάδα.

Αξίζει να καταγραφούν εδώ τα πέντε βραβευθέντα Χαϊκού (11), τα οποία όμως εναρμονίζουν τη δόμηση τους με την ιαπωνική απαίτηση για το είδος (σκηνή από τη φύση, απεικόνιση μιας εποχής του χρόνου) και όχι με αυτήν πού προτείνει το παρόν μελέτημα:


Ρούμπη Θεοφανοπούλου

Πράσινα πεύκα
γεύση μαύρων αχινών
αλμυρό ρίγος.

Ευγενία Δημητρακάκη Σιάμα

Σειρά οι λεύκες
τρεμοπαίζουν τα φύλλα
μέσα στο βοριά.

Παναγιώτης Καποδίστριας

Ξάφνου το φίδι
ν' αποδερματώνεται
το φιλδισένιο.

Σοφία Καριπίδου

Νιφάδες χιονιού
στη χούφτα μικρού παιδιού
λιώνουν απαλά.

Γεώργιος Βλάχος

Κίτρινα φύλλα
κοίτα στο πρωτοβρόχι
πώς λαμποκοπούν.


β) Η ατμόσφαιρα ενός άψογα δομημένου ελληνικού Χαϊ­κού κρατά την ίδια μυστηριακή εύωδία κι έκσταση με κείνη των αρχαϊκών μαντικών ρημάτων, των παλαιοδιαθηκικών προ­φητειών και του μετα-πραγματικού λόγου του Ιωάννου του εν Πάτμω. Χρειάζεται να διευκρινισθεί όμως εδώ, ότι η εκτίμη­ση μας αυτή δεν κρύβει καμμιά υπόνοια συγγένειας με τον κατά καιρούς διαπιστούμενο σε πλείστες όσες εκφάνσεις του πνευματικού μας βίου θρησκευτικό και θρησκειολογικό συ­γκρητισμό, ο οποίος εντέλει περιπλέκει τον νου και βλάπτει ούτως ή άλλως την ποιότητα του παραγόμενου πολιτιστικού αγαθού. Απλώς εννοούμε ότι στην Ποίηση, όταν αυτή λει­τουργεί και λειτουργείται, είναι οπωσδήποτε εφικτή η διά­σωση του πρωτογενούς συναισθήματος (που επιδιώκεται πά­ντως μέσω του Χαϊκού) ή έστω της ατμόσφαιράς του και η δια των αιώνων μετάστασή του στα λογοτεχνικά δρώμενα του σήμερα.


Λογομαχία για την Τέχνη του ποιητικού ακαριαίου στην Ελλάδα (3)

Είχαν ήδη αναπτυχθεί οι παραπάνω θέσεις - προτάσεις μας για ένα «ελληνικό Χαϊκού», όταν δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Νέα Εστία (15 Φεβρουαρίου 1995, σσ. 248-251) ένα ενδιαφέρον και ιδιαίτερα κατατοπιστικό από πολλές απόψεις κείμενο του Θ. Δ. Φραγκόπουλου υπό τον εύγλωττο τίτλο «Λίγα για τα Χάϊ - Κάϊ και την ιαπωνική ολιγόστιχη ποίηση». Αντιγράφουμε εδώ τον επίλογο του, διότι αφορά κυρίως στο φαινόμενο της εισχώρησης κι επικράτησης του ιαπωνικού αυτού ποιητικού είδους στη λογοτεχνική δραστηριότητα του τόπου μας:

«Μεγάλος διδάσκαλος, ο Σεφέρης, πού αποφασιστικά επηρέασε τον τρόπο γραφής στον τόπο μας την τελευταία εξηκονταετία, επέβαλε καί την μορφή γραφής των Χαϊκού στην Ελλάδα. Δυστυχώς, όπως έγινε και γενικότερα, ο Σεφέρης, μεγάλος ο ίδιος ποιητής, αποτέλεσε κακό μιμητικό πρότυπο, διευκολύνοντας την παραγωγή ανεξέλεγκτης στιχόρροιας από αδόκιμους μαθητές, πού δεν διείδαν τις εγγενείς δυσχέρειες πού ενυπήρχαν σ’ αυτούς τους τρόπους γραφής. Άγνοια, αμάθεια και ακρισία πολλαπλασιάστηκαν ασφυκτικά, ενώ το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα υποβαθμίσθηκε. Ειδικότερα, η φόρμα της Ιαπωνότροπης ποίησης σαφώς παρεξηγήθηκε από τους αδαείς. Τουλάχιστον ο Σεφέρης (και ο Αντωνίου) ήταν ενήμερος στη δομή του τριστίχου όλες οι κατασκευές του είχαν τη σωστή μέτρηση των συλλαβών 5 - 7 - 5:

"Άδειες καρέκλες
Τα αγάλματα γύρισαν
στ' άλλο μουσείο".

Πέντε συλλαβές, στον πρώτο και τρίτο στίχο (με συνιζήσεις) και εφτά στον δεύτερο. Αυτή η νομοτέλεια δεν ακολουθήθηκε από τους μιμητές του, στον μεγαλύτερο βαθμό. Απ' εναντίας, ανεξέλεγκτα έδειξαν το μέτρο της άνενημερότητάς τους. Στό τυφλοσόκκακο, πού ο Σεφέρης οδήγησε την νεοελληνική ποίηση με το ένθεο, αλλά παρεξηγημένο, παράδειγμα του, τα Χάϊ-Κάϊ αποτελούν μια δαχτυλοδειχτούμενη λακκούβα παχυλής θρασύτητας».

Ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος μεσ’ από κάποιους οξείς σχολιασμούς του διαπιστώνει μια πραγματικότητα, με την οποία σε γενικές γραμμές δεν θα διαφωνήσουμε. Χρειάζεται μάλιστα να επισημανθεί ότι όντως δεν είναι καθόλου εύκολο, να συνυφανθούν από τη μια στιγμή στην άλλη η δυτική παιδεία και νοοτροπία με αυτήν της τόσο μακρινής για εμάς Ανατολής, η μια φιλοσοφική ή θρησκευτική παράδοση με την άλλη, οι οποίες εντέλει εκφράζονται (και μεσ’ από την Ποίηση του κάθε λαού. Οι εκτιμήσεις όμως αυτές έρχονται να ενισχύσουν τις δικές μας προτάσεις, που αναλύθηκαν παραπάνω, για μια λειτουργική δηλαδή σύζευξη του ποιητικού εκείνου είδους με την δική μας κουλτούρα, με δεδομένο πάντοτε ότι το Χαϊκού έχει πια μορφώσει το δικό του τοπίο (καλώς ή κακώς είναι άλλο ζήτημα) στη λογοτεχνική ενδοχώρα του δυτικού κόσμου, κυοφορώντας και παράγοντας ολοένα νεώτερα άξιολογώτατα - πιστεύουμε εμείς- τρίστιχα.

Το αν αυτή η παραγωγή («ανεξέλεγκτης στιχόρροιας από αδόκιμους μαθητές», κατά τον Θ. Δ. Φ.) προέρχεται από κακή μίμηση του εγχειρήματος του Γιώργου Σεφέρη, είναι μια θέση με την οποία ο μελετητής μπορεί κατ' αρχάς να συμφωνήσει. Ας μην αποκλεισθεί όμως το δικαίωμα του Νεοέλληνα πνευματικού ανθρώπου, ως πολίτη ενός ασύνορου πια κόσμου, να ενδίδει -χωρίς αναγκαστικά «παχυλή θρασύτητα»- στη θελκτική γοητεία (και) του ιαπωνικού αυτού τρόπου γραφής, που τόσο μακριά (αλλά καί τόσο κοντά από άλλη μυστική οδό) βρίσκεται στη δική του ιδιοσυγκρασία. Ας μη φοβηθούμε την υπαρκτή όντως πιθανότητα, η συνεύρεση (διασταύρωση) αυτή να καρπίσει κάποτε τερατούργημα. Ας εμπιστευθούμε πάντως και πάλι τον Έλληνα. Όπου κι αν φύγει -είτε με την έννοια του τόπου, είτε μ' αυτήν του τρόπου- θα μεταφυτεύσει εκεί, ως άλλος Μέγας Αλέξανδρος, το μεγαλείο με το οποίο ο ελληνικός χωροχρόνος τον έχει γόνιμα επιφορτίσει, γι' αυτό ακριβώς παραπάνω εμφατικά ισχυρισθήκαμε ότι ο τρόπος του Χαϊκού, εφόσον ήδη έχει χρησιμοποιηθεί και από Έλληνες λογοτέχνες, μπορεί να γίνει όχημα εκφοράς της Ελληνικής Παιδείας.

Προς τούτο ακολουθεί εδώ ένα μικρό Ανθολόγιο Ποίησης Χαϊκού -δείγμα γραφής είκοσι ενός τουλάχιστον Νεοελλήνων Ποιητών- όπου φαίνεται καθαρά η ζητούμενη αυτή σχέση, την οποία υποστηρίξαμε σε αυτό μας το μελέτημα.

Και κάτι ακόμη, χάριν της Ιστορίας: Ισχυρίζεται στο κείμενο του ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος, ότι «όλες οι κατασκευές του (εννοείται, του Σεφέρη) είχαν τη σωστή μέτρηση των συλλαβών 5-7-5». Και όμως... Μ’ ένα προσεκτικότερο κοίταγμα των σεφερικών τριστίχων, αμέσως διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι, από τα «Δεκαέξι Χαϊκού» του ποιητή, το μεν υπό την ένδειξη ΣΤ΄ έχει εξασύλλαβο τον δεύτερο στίχο, άρα μιλάμε για σύνολο δεκαέξι και όχι δεκαεπτά συλλαβών, δηλαδή 5-6-5

(«Συλλογισμένο
το στήθος της βαρύ
μες στον καθρέφτη.»)

το δε υπό την ένδειξη ΙΣΤ΄, ενώ πρόκειται για δεκαεπτα-σύλλαβο, δεν ακολουθεί αυστηρά τη γνώριμη φόρμα του Χαϊκού, αλλά εμφανίζεται το παράδοξο σχήμα συλλαβών 2-8-7:

«Γράφεις•
το μελάνι λιγόστεψε
η θάλασσα πληθαίνει.»

Παρά τις διαπιστούμενες αυτές μικρές χαλαρότητες στη φόρμα των δύο αυτών τριστίχων, σε τίποτε οπωσδήποτε δεν αλλοιώνεται η ευστοχία του «ακαριαίου», που επιδιώκει ο Σεφέρης, αλλά εννοείται βέβαια ότι ετούτη η παρέκκλιση από τον κανόνα του Χαϊκού δεν επιτρέπεται να λειτουργεί ως παράδειγμα και κάποτε ως άλλοθι για κάποιους από τους μεταγενέστερους θιασώτες του είδους, γιατί τότε στις περιπτώσεις αυτές θα βρίσκει δικαιολογημένα εφαρμογή ο λόγος του Φραγκόπουλου περί «παχυλής θρασύτητας».

Είναι πάντως σαφές, ότι η δεκαεπτασύλλαβη πειθαρχία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο, το πλέγμα ασφαλείας, για ν' άνθέξει το ποιητικό οικοδόμημα του Χαϊκού την πυκνότητα του περιεχομένου και τούτο κανείς ποτέ δεν πρέπει να το παραθεωρεί (12).


Μικρό ανθολόγιο Ελληνικού Χαϊκού (21x2 δείγματα γραφής) (4)


Δ. Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ
(Χάϊ-Κάϊ και Τάνκα, Ερμής 1981)

Όρκοι και πόνος:
ασυλλόγιστο πάθος,
όταν ξεπέφτουν.

Στέρνα και πίνει
την ψυχή μας σταγόνα
τούτος ο κόσμος.

ΕΙΡΗΝΗ ΘΩΜΑΪΔΟΥ
(Χάϊ κάϊ ή Χαϊκού... όπως θέλετε, χ.τ., χ.χ.)

Στα πρόσωπά μας
οι ένοχες των καιρών
εφησυχάζουν.

Τα δέντρα γυμνά
δεξιά-ζερβά στο δρόμο
σαν την ψυχή μου.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
(Φωτοειδή Νερά, Υλήεσσα 1992)

Καλά είναι κι έτσι.
Με βγαλμένα τα μάτια
βλέπεις τα μέσα.

Όλβιος λόγος
στημονίζει τα νερά
και την ψυχή μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
[Τρία τρυφερά χάϊ-κάϊ, Εμβόλιμον 14-15 (1992) 44]

Η ποίηση μου
έβαλε τα καλά της
μόνο για σένα.

(Τρία φανερά χάϊ- κάϊ, ό.π.)

Η θάλασσα ναι.
Πάλι το ποίημά μου το
πλημμυρίζει.

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
(Το έρημο Λυκόφως, Αστρολάβος 1992)

Ποιος αδηφάγος
ζόφος του ασύλληπτου
ρουφά τον κόσμο;

Τάχα ποια νύχτα
γνωρίζουμε άπ' όλες;
Την τελευταία.

ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ
(Παυσίλυπα, Πρόσπερος 1987)

Στάλα τη στάλα
βάθυνες την ψυχή μου,
θα την ραγίσεις.

Άλγη από μνήμες.
Αγκάλιασέ με. Πες μου:
«Δεν είσαι νεκρός».

ΝΙΚΟΣ Β. ΛΑΔΑΣ
(Πανοπλία σε τιμή ευκαιρίας, Αθήνα 1974)

Δάκρυ χέουσα
η ποίηση στολίζει
τους σκοτωμένους.

Τυφλό γεράκι
το κλάμα σου θολώνει
το βλέμμα του ήλιου.

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ
(Αλφαβητάρι, Αθήνα 1969)

Πού 'ναι το τέλος;
Εν αρχή ην ό Λόγος
εμείς στη μέση.

Εδώ σου γράφω
τα δε σου θέλει φέρει
ο ταχυδρόμος.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡ. ΝΟΜΠΕΛΗΣ
[Πέντε Χάϊ-Κάϊ, Νουμάς 32 (1994) 4]

Περιβόλι μου
μια ζωή σε ποτίζω
με το δάκρυ μου.

Φτωχό κεράκι
ποιόν καημό να είχες
κι έλυωσες έτσι!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
(Ποιήματα, Αθήνα 1988, τ. 2)

Το φως αφήνει
κάποτε μια δική του
πάνω μας στάχτη.

Απ' τα κορμιά μας
παίρνουνε τα ρούχα τους
τ' άπονα χρόνια.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
(Τριαντατρία Χαϊκού, Στιγμή 1990)

Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ' ένα ποίημα.

Το ένα σου μάτι
στο ποίημα και τ' άλλο
να σε δικάζει.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ-ΠΑΝΟΥ
(Μετάληψη βιωμάτων, Αθήνα 1993)

Ανυπόμονος,
στο υπερούσιο θαύμα
πραγματώνεσαι.

Την πόρτα κλείνω.
Βηματισμοί στη νύχτα
άοπλος φόβος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ
(Γραφέως κάτοπτρον, Ύψιλον 1989)

Ώς κι ο αέρας
Το κορμί σου φυσώντας
σπούδασε γλύπτης.

Κρίνο βαστάω
κι έχω ντύσει με χώμα
τον άγγελο μου.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
(Ο θόλος, Αθήνα 1977)

Στις λεπτομέρειες
του ταξιδιού
το λάδι για το σώμα.

Σύμφωνα με τις σκιές
ένας καιρός·
Εθνικό νόμισμα.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΛΛΑΣ
[Πέντε Χαϊκού, Εμβόλιμον 14-15 (1992) 115]

Φοράει τον ίσκιο
των παιδικών μου χρόνων
δέντρο μονάχο.

Βράδυ και πέφτει
του αδελφού μου ο ίσκιος
βαρύς εντός μου.

Ιερομόναχος ΣΥΜΕΩΝ
(Συμεών μνήμα, Άγρα 1994)

Αφρός θαλάσσης
και ιριδίζει: μέσα
ιχθύς υπάρχω.

Ποια πληγή τάχα
μέσα σε πολυτρίχια
γεννά το δάκρυ;

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΡΡΑΣ
(Σταγόνες σε μαύρο λευκό, Περίπλους 1994)

Να ξεσπυρίζεις
τη Στιγμή από ρόδι
αιωνιότητας.

Φόνισσα πόλη·
την ποινή ξεπληρώνουν
σώμα και αυλή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
(Ποιήματα, Δεκαέξι Χάϊκου, Ίκαρος 1977)

Πού να μαζεύεις
τα χίλια κομματάκια
του κάθε ανθρώπου.

Τούτη η κολόνα
έχει μια τρύπα, βλέπεις
την Περσεφόνη;

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ
(Χρόνος, Ίκαρος 1981)

Ακούω κρουνούς·
μια σταγόνα ζητάω
να ξεδιψάω.

Ο μέγας άνεμος
βουητό, εκείνος κι εγώ,
ελευθερία.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΥΔΡΑΙΟΣ
(Τρίχορδα)

Οι ηλιαχτίδες
κόπηκαν όλες στα δυο
απ’ τις οβίδες.

Στους δρόμους είδα
αγέννητους ανθρώπους
να μας δικάζουν.

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
[21 τρίστιχα, Η Λέξη 11 (1982) 24 εξ.]

πόσην αγάπη
εσύ Χάροντα στυγνέ
ρήμαξες φέτος

μείνε σε μένα
τη λύπη να φοβάσαι
όχι τα γέλια.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Οφείλουμε χάριτες στην πρέσβειρα και μεταφράστρια κ. Αριάδ­νη - Μαρία Βράϊλα, στην υπεύθυνη του Μορφωτικού Τμήματος της Ια­πωνικής Πρεσβείας στην Ελλάδα κ. Σοφία Καβουριάρη και στον λογο­τέχνη, φιλόλογο καί εκδότη των Επτανησιακών Φύλλων κ. Διονύση Σέρρα, οι οποίοι συνετέλεσαν τα μέγιστα στην άρτίωση της μελέτης αυτής.

1. Οδυσσέα Ελύτη, Ο Μικρός Ναυτίλος, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1985), σ. 103.
2. Βλ. Ρολάν Μπάρτ, Ο φωτεινός θάλαμος, (Μτφρ. Γιάννης Κρητικός), εκδ. ΡΑΠΠΑ, (Αθήνα 1984).
3. Ευγενίου Αρανίτση, "Σταγόνες", Εφημ. Ελευθεροτυπία, 28Δεκεμ­βρίου 1994, σ. 30. Ενδιαφέρουσα για το θέμα μας έκδοση είναι το βι­βλίο Χάϊκού και Σένριου· Γιαπωνέζικα τρίστιχα, (Τα Κείμενα των λα­ών. Διεύθυνση σειράς Σωκράτης Λ. Σκαρτσής), εκδ. Καστανιώτη, Α­θήνα 1990.
4. Μισέλ Φάϊς, «Σαράντα Χάϊκού ή "Η παρατεταμένη σαγήνη του α­καριαίου"». Πρόκειται για Προλογικό Σημείωμα στο βιβλίο Χαϊκού για τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, τον ήλιο, το φεγγάρι, (Μτφρ. Μισέλ Φάϊς. Εικόνες Χρόνης Μπότσογλου), Εκδ. Μπάστας-Πλέσσας, (Αθήνα 1994) σ. 6.
5. (Σονόο) Uchidα, «Η Ιαπωνική ποίηση Χάϊκού», Δελτίο Πληροφοριών Πρεσβείας Ιαπωνίας, αριθμ. 6/1993, σ. 5.
6. «(...) Ένα από τα χαρακτηριστικότερα και αμίμητα στοιχεία της ιαπωνικής τέχνης, είναι ότι ή δουλειά του καλλιτέχνη φαίνεται πάντα σαν ασυμπλήρωτη: ο πίνακας δεν έχει ορισμένες λεπτομέρειες και στον κήπο λείπει το τελικό άγγιγμα. Η βαθύτερη σημασία αυτού του γεγονό­τος είναι ότι, σύμφωνα με τη βουδιστική θρησκεία, κάθε πιστός, με τον έσωτερικό του φωτισμό, είναι ικανός να συμπληρώσει μόνος του την εικόνα ή τον κήπο, ανάλογα με τίς δικές του αρετές (...)» (Νίκου Α. Κα­νταρτζή - Γιάννη Α. Τσαλικίδη, Αρχιτεκτονική Τοπίου και Περιβάλ­λον, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 63-71).
7. Πρβλ. Δημήτρη Σταθόπουλου, «Η Ποίηση του Ζεν», Πρακτικά του Α' Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης, Έκδ. Γνώση, (Αθήνα 1983), τ. 2, σ. 28 εξ. «[...] Οι λέξεις είναι μετρημένες, οι εκφράσεις σύντομες, ό ποιη­τής ταυτίζεται με το ποίημα του, ο δημιουργός και τα δημιουργήματα γίνονται ένα. Και οι λέξεις κού χρησιμοποιεί είναι μια αποκρυπτογρά­φηση, αποκάλυψη της ψυχής του. Όπωσδήποτε ή ΛΕΞΗ κρύβει μιαν ιε­ρότητα καί γι' αυτό ο ποιητής τη μεταφέρει στο χρόνο με δέος- είναι σαν να μεταφέρει πολύτιμο, ακριβό, εύφλεκτο υλικό. Οι λέξεις δεν εί­ναι αντικείμενα αλλά ουσίες της ψυχής. Ένα παλιό γιαπωνέζικο βιβλί­ο, το Nippon Shoki, λέει πώς στα μυθικά χρόνια ένας θεός κυβερνούσε στο βασίλειο των λέξεων. Κάθε λέξη ήταν και μια ψυχή. Μέσα στο Βουδισμό έζησε μέχρι σήμερα η ιδέα αυτή του Koro-Dama, της λέξης-ψυχής. Έτσι η ποίηση γίνεται ψυχική γλώσσα και το ποίημα μιλάει για τη βαθιά σχέση του ποιητή με το απόλυτο. Το ποίημα φαίνεται, στο Ζεν ατέλειωτο, ημιτελές, και δηλώνει το απόρρητο, το κρυφό, την αλήθεια. Είπα πώς η ποίηση στο Ζεν φαίνεται ημιτελής, αλλά μην ξεχνάμε πώς η αληθινή δημιουργία είναι πιό μεγάλη από το τέλειο! Ο στίχος εδώ εί­ναι σαν αστραπή στη νύχτα, και το βίωμα του ποιητή έρχεται από την βαθιά σχέση του με τη φύση (φύση - ψυχή). Και μας είναι γνωστό ότι όταν ζητάς το απόλυτο (αλήθεια, ελευθερία, ειρήνη), συναντάς το τρα­γικό. Η σχετική πραγματικότητα συγκρούεται με το απόλυτο (ελευθε­ρία, ειρήνη, αλήθεια)».
8. (Σονόο) Uchida, ό.π., σ. 6.
9. Νικόδημου του Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Άγ. Νικόδημος, Αθήναι, σ. 20 εξ.
10. Για τον συγκεκριμένο Διαγωνισμό, βλ. Γιάννη Γούτη, «Πες το με χαΐκού», Εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 7.3.1993, σ. 8 (έν­θετο).
11. Αναλυτικότερα βλ. (Σονόο) Uchida, ό.π., σ. 9 εξ., όπου καί το σκεπτικό της βράβευσης.
12. Ο Νάσος Βαγενάς στο ποιητικό του Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 24 εξ., δημοσιεύει τέσσερα μικρά ποιήματα υπό τον τίτλο "ΧΑΪΚΟΥ". Παρατηρούμε όμως ότι οι συλλαβές των στίχων του καθενός από αυτά είναι εντελώς ασύμβατες με την ιαπωνική τεχνική: Το τρίστιχο Ι έχει 7-8-8 συλλαβές, το II έχει 6-8-4, το III έχει 6-3-8 (αυτό τουλάχιστον είναι δεκαεπτασύλλαβο) καί το IV είναι τετράστιχο με 6-7-9-6 συλλαβές. Στή σελίδα 32 του ίδιου βιβλίου δημοσιεύει επίσης υπό τον τίτλο "ΧΑΪΚΟΥ" (προϊδεάζοντας αμέσως για το ανάλογο τρίστιχο) ένα ένδεκάστιχο ποίημα τριών στροφών. Η πρώτη στροφή (τετράστιχη) έχει 4-4-2-4 συλλαβές, η δεύτερη (τετράστιχη) έχει 4-6-1-3 και η τρίτη (τρίστιχη) 4-6-6 συλλαβές. Είναι κατάδηλο ότι ο Βαγενάς και στις δυο περιπτώσεις δεν τηρεί τα πρότυπα του είδους, αλλά σπάζει ολοσχερώς την κλειστή φόρμα του Χαϊκού, παρότι τιτλοφορεί τα ποιήματα του έτσι. Αντιγράφουμε δειγματοληπτικά το IV (σελ. 25): «Ζεστό. Ανθισμένο /λιβάδι. Ξαπλωμένη / η αγελάδα του τίποτα / μασάει συνεχώς». Επίσης εκείνο της σελίδας 32: «Τσαπατσουλιές / του γαλάζιου. / Ό,τι / απομένει / αλάνθαστο / είναι μια χνουδάτη / μώβ / πετσέτα / στον αυχένα, / ενός ιδρωμένου / τερματοφύλακα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails