[Πέντε ποιήματα, ως δείγμα γραφής, από τη νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Πομώνη, Νύχτες εβάδιζε, εκδ. Γαβριηλίδης, Ιούλιος 2008]
ΑΡΧΑΙΑ, ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΠΡΟΤΟΜΗ
Αρχαία, λυπημένη προτομή
Του απογεύματος το χρώμα
Αντικρίζει σκεπτική
Μήτε ακούει τα σπουργίτια
Και μήτε γεύεται του κόσμου μήλο
Στέκεται λυπημένη, σκεπτική
Στη μοναξιά της μέσα
Πάντα κοιτώντας ίσια
Εκεί πέρα στον ορίζοντα
Που καθορίζει της ζωής το βέλος
Στέκεται λυπημένη, σκεπτική
Προσμένοντας ένα χαμόγελο από τουρίστα
Αναπολώντας πεθαμένες εμπειρίες
Από μπαρουτοκαπνισμένα πλοία
Στα χείλη έχει εξόριστους και φυλακές
Και μανιτάρι αδικίας στην καρδιά
Στέκεται λυπημένη, σκεπτική
Καθώς δεν άλλαξαν οι καταστάσεις
Κι ο ήχος παραμένει αναλλοίωτος –
Ο ήχος της ζωής που δεν υπάρχει…
ΔΙΑΧΥΤΗ ΠΑΝΤΟΥ
Έπεφτε
Και όλο απλωνόταν
Διάχυτη παντού
Τρύπωνε απ’ τις χαραμάδες
Άλλοτε
Κρυβόταν στα σκεπάσματα αποκάτω
Ή ερχότανε καβάλα στα φτερά
Των τζιτζικιών
Χίλιες μορφές
Και πρόσωπα εκατό
Και πάλι ήταν λίγα
Στην εμφάνισή της
Μα οι περισσότεροι
Δεν ήθελαν
Δεν πρόφταιναν
Να την αγγίξουν
Φως να λάμψει
-Απλό, αλλά…-
Ν’ αγγίξουνε τη λέξη αγάπη
ΝΥΧΤΕΣ ΕΒΑΔΙΖΕ
Νύχτες εβάδιζε αναρίθμητες
Στις ωμοπλάτες προβλημάτων
Αρκεί
Να έβλεπε το φως
Την προαιώνια λάμψη
Σπιρούνια είχε τις ελπίδες
Στο άλογο της φαντασίας
Νύχτες πολλές, λευκές
Και ο μισθός αντικριστά
Να κοροϊδεύει να γελά
Έν’ άδειο σύννεφο,
κακεντρεχές
Νύχτες εβάδιζε
Αρκεί να έβλεπε το φως
Τι νύχτα, τι ημέρα
Το φως να έβλεπε –
Τον βρήκαν παγωμένο
Χαράματα πρωταπριλιάς
ΔΕΙΚΤΕΣ ΩΡΟΛΟΓΙΟΥ
Μες στις σκοτεινές, παντοτινά πλυμμένες
Τις ίδιες κάμαρες, ως πάλαι
Δείκτες ωρολογίου
Την μοναξιά σου σημαδεύουν
Θίασος αρλεκίνων οι ιδέες
Στο κεφάλι περιστρέφονται
Βαριές κουρτίνες, άλικες
Το φως επιτηδείως κρύβουν
Και απομένεις φάντασμα
Αφηρημένος βηματίζοντας
Αφηρημένος κι άπελπις
Στο κενοτάφιο του τέλους
Που άλλοι δημιούργησαν για σένα
ΤΡΟΙΑ
Σιγά σιγά
Στερήθηκε
Όλα εκείνα
Που αγαπούσε
Το πεύκο
Και την θάλασσα
Τ’ αηδόνια
-Μαστούς τα ονομάζουν άλλοι-
Έτσι
Πεθαίνοντας
Είπε
Αυτή την φράση
Με μια φωνή ανεπαίσθητη
Με μια φωνή
Που ίσα κι ακουγόταν
«Άδικα πήγαμε στην Τροία»
ΑΡΧΑΙΑ, ΛΥΠΗΜΕΝΗ ΠΡΟΤΟΜΗ
Αρχαία, λυπημένη προτομή
Του απογεύματος το χρώμα
Αντικρίζει σκεπτική
Μήτε ακούει τα σπουργίτια
Και μήτε γεύεται του κόσμου μήλο
Στέκεται λυπημένη, σκεπτική
Στη μοναξιά της μέσα
Πάντα κοιτώντας ίσια
Εκεί πέρα στον ορίζοντα
Που καθορίζει της ζωής το βέλος
Στέκεται λυπημένη, σκεπτική
Προσμένοντας ένα χαμόγελο από τουρίστα
Αναπολώντας πεθαμένες εμπειρίες
Από μπαρουτοκαπνισμένα πλοία
Στα χείλη έχει εξόριστους και φυλακές
Και μανιτάρι αδικίας στην καρδιά
Στέκεται λυπημένη, σκεπτική
Καθώς δεν άλλαξαν οι καταστάσεις
Κι ο ήχος παραμένει αναλλοίωτος –
Ο ήχος της ζωής που δεν υπάρχει…
ΔΙΑΧΥΤΗ ΠΑΝΤΟΥ
Έπεφτε
Και όλο απλωνόταν
Διάχυτη παντού
Τρύπωνε απ’ τις χαραμάδες
Άλλοτε
Κρυβόταν στα σκεπάσματα αποκάτω
Ή ερχότανε καβάλα στα φτερά
Των τζιτζικιών
Χίλιες μορφές
Και πρόσωπα εκατό
Και πάλι ήταν λίγα
Στην εμφάνισή της
Μα οι περισσότεροι
Δεν ήθελαν
Δεν πρόφταιναν
Να την αγγίξουν
Φως να λάμψει
-Απλό, αλλά…-
Ν’ αγγίξουνε τη λέξη αγάπη
ΝΥΧΤΕΣ ΕΒΑΔΙΖΕ
Νύχτες εβάδιζε αναρίθμητες
Στις ωμοπλάτες προβλημάτων
Αρκεί
Να έβλεπε το φως
Την προαιώνια λάμψη
Σπιρούνια είχε τις ελπίδες
Στο άλογο της φαντασίας
Νύχτες πολλές, λευκές
Και ο μισθός αντικριστά
Να κοροϊδεύει να γελά
Έν’ άδειο σύννεφο,
κακεντρεχές
Νύχτες εβάδιζε
Αρκεί να έβλεπε το φως
Τι νύχτα, τι ημέρα
Το φως να έβλεπε –
Τον βρήκαν παγωμένο
Χαράματα πρωταπριλιάς
ΔΕΙΚΤΕΣ ΩΡΟΛΟΓΙΟΥ
Μες στις σκοτεινές, παντοτινά πλυμμένες
Τις ίδιες κάμαρες, ως πάλαι
Δείκτες ωρολογίου
Την μοναξιά σου σημαδεύουν
Θίασος αρλεκίνων οι ιδέες
Στο κεφάλι περιστρέφονται
Βαριές κουρτίνες, άλικες
Το φως επιτηδείως κρύβουν
Και απομένεις φάντασμα
Αφηρημένος βηματίζοντας
Αφηρημένος κι άπελπις
Στο κενοτάφιο του τέλους
Που άλλοι δημιούργησαν για σένα
ΤΡΟΙΑ
Σιγά σιγά
Στερήθηκε
Όλα εκείνα
Που αγαπούσε
Το πεύκο
Και την θάλασσα
Τ’ αηδόνια
-Μαστούς τα ονομάζουν άλλοι-
Έτσι
Πεθαίνοντας
Είπε
Αυτή την φράση
Με μια φωνή ανεπαίσθητη
Με μια φωνή
Που ίσα κι ακουγόταν
«Άδικα πήγαμε στην Τροία»
1 σχόλιο:
"Ν’ αγγίξουνε τη λέξη αγάπη"
Με άγγιξε ... Σε όλα βρήκα κάτι "δικό μου".
Δημοσίευση σχολίου