ΑΡΑΓΕ, λίγο μόλις πριν τη συμπλήρωση διακοσίων δέκα χρόνων από τη γέννηση (1798) – και ενάμιση ακριβώς αιώνα από το θάνατο (1875) – του γενάρχη της νεότερης ποίησής μας Διονυσίου Σολωμού και μετά από χιλιάδες τιμητικές – πολυφωνικές μα και άνισες – σελίδες που γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν γι’ αυτόν (χωρίς ακόμη να υπάρχει στη διάθεση όλων μια πλήρης και έγκυρη σολωμική βιβλιογραφία), πόσο πολύ γνωστός μας είναι και πόσο γόνιμα και άρρηκτα – αναμορφωτικά δικός μας έχει γίνει ο «όμορφος κόσμος» του μύστη ποιητή, η ψυχοσυναισθηματική του οντότητα, ο καθαρά ανθρώπινος πολυσύνθετος και πρισματικός «χαρακτήρας» του, η βαθύτερη ιδιοσυγκρασία του, η ηδύπικρη προσωπικότητά του, η ξέχωρη ατομική ιδιοτυπία του; Ποια ορατά ή ως ένα σημείο αντιληπτά «σημεία» και ποιες πλευρές της ισόβια και ενδότερα δοκιμαζόμενης από πολλούς και πολλά ύπαρξής του δε μας είναι προσιτά ή ευδιάκριτα, παραμένοντας εσαεί άγνωστα, αθέατα, αδιευκρίνιστα ή ασύλληπτα (στη σφαίρα του μετέωρου – αναπάντητου ερωτηματικού ή του αποθεματικού συλλογισμού) για τους κάθε λογής και (σ)τάσης αναγνώστες του, για τους ερευνητές, για τους μελετητές του, για τους βιογράφους και τους «ψυχογράφους» του, για τους ικανούς και καλοπροαίρετους – ή όχι – ανιχνευτές, κατακτητές κ.ά. ζηλωτές της ενδοχώρας του; Ποια και πόσα στοιχεία (γνωρίσματά) του θέλησε ο ιδιοφυής Ποιητής ν’ αποκαλύψει για τον αληθινό του εαυτό (όχι μονόπλευρα, εγωιστικά ή άκρατα περιαυτολογώντας) και τι ακριβώς – και γιατί – λίγα ή περισσότερα απέκρυψε, αφήνοντάς τα για πάντα στη μυστήρια σιωπή και στη σκιόφωτη ή την ανείδωτη πλευρά της ζωής και της γραφής του; Ποιος μπόρεσε πότε ή ποιος είναι σε θέση, υπεύθυνα και σοβαρά – και όχι άκριτα, υποκειμενικά και φαντασιωτικά -, με σεβασμό απόλυτο και γνώση και όραση βαθιά, να μιλήσει τεκμηριωμένα και με αναμφισβήτητη βεβαιότητα και πειστικότητα (χωρίς απλοϊκές ή βαθυστόχαστες, δήθεν, θεωρητικολογίες και δίχως αβάσιμα, αντιεπιστημονικά ή εφήμερα συμπεράσματα) για την εσώτερη υπόσταση και σύνθεση της ύπαρξής του, για την ψυχοσωματική υφή και τη σύνολη κατάστασή του, για της άρρητης «φύσης» του την πλάση, για τις μύχιες σκέψεις, τις επιθυμίες, τις κλίσεις, τα όνειρα, τις ορμές τους; Κι ακόμη, για τις φυσικές ανθρώπινες αδυναμίες ή τα όποια (κοινά ή ιδιαίτερα) ελαττώματά του, για τους πόθους ή τα πάθη του, για τα άθωρα τραύματα ή τις πληγές του, για τους φόβους, τις αγωνίες, τις ανησυχίες του; Για τις ανάγκες, τις ελλείψεις, τις – υλικές ή άυλες – στερήσεις του; Για την όποια έμφυτη, αισθητή ή έμμεσα – διαισθητικά – αντιληπτή (και εύλογη ή ευνόητη) ιδιαιτερότητα και διαφορετικότητά του; Για τα κύρια αίτια ή τις πραγματικές αιτίες και αφορμές της συναισθηματικής του διάθεσης και της συμπεριφοράς του; Για τους θυμούς, τις εκρήξεις, τις εκάστοτε αντιδράσεις του, για τον εκφραστικό του λόγο και για τις σιωπές του; Για την προσωπική του ζωή, την ψυχοπνευματική και τη σαρκική – ερωτική πλευρά, «φύση» και στάση του; Για τις – περ’ από την υψηλής πνοής Ποίηση – σκέψεις, ιδέες και απόψεις του γύρω από την ανθρώπινη γέννηση, παρουσία και δράση, για την κοινωνία ή τις ηθικοκοινωνικές αρχές, αξίες, αντιλήψεις, σχέσεις κτλ, για τη φιλία, την αγάπη, την αλληλεγγύη, για την αξιοπρέπεια, την ανωτερότητα, τον αυτοσεβασμό κ.ά.; Για τον αρμόζοντα στον Άντρα και στη Γυναίκα ρόλο και προορισμό, για το γάμο ή την ελεύθερη διαβίωση (χωρίς δεσμεύσεις, συμβιβασμούς, υποχωρήσεις…), για το θεσμό της οικογένειας, για την τεκνοποιία ή την ανατροφή των παιδιών, για το ύψιστο χρέος – ή τις ευθύνες – του όντως άξιου και άριστου πατέρα και της ανεπίληπτης (χωρίς σκιές) μητέρας, μέσα από τις προσωπικές του, κυρίως, - ευχάριστες ή πικρές – εμπειρίες;
ΑΡΑΓΕ, ποιος μπορεί, αναμφίβολα, να ισχυριστεί ότι γνωρίζει, νιώθει ή αντιλαμβάνεται ποίου είδους και ποίου βαθμού ή σημασίας επιρροές δέχτηκε, ακούσια ή εκούσια, συνειδητά ή ασυνείδητα, θετικά και αρνητικά, τραυματικά ή όχι, στα τρυφερά παιδικά του και στα ανήσυχα νεανικά του χρόνια, με αφύπνιση της σάρκας και του νου – και με ευάλωτη ή αυστηρή την ευαίσθητη στ’ αντίθετα κ’ επώδυνα χαράγματα ψυχή του; Πώς κατά βάθος ένιωθε ή τι σκεφτόταν κ’ αισθανόταν για πρόσωπα και πράγματα ή καταστάσεις ποικίλες του χώρου του, του περιβάλλοντός του; Πώς αντιδρούσε, φανερά ή κρυφά, σε κάθε απλή ή δύσκολη περίπτωση και πώς έκρινε – δίκαια ή άδικα, σκληρά ή μεγαλόψυχα – τους άλλους (συγγενείς ή ξένους) στην πεζή καθημερινότητά του, χωρίς να ξεφεύγει από την αλήθεια της ζωής ή την ανάλλαχτη πραγματικότητα των άλλων; Σε ποιον ή ποιους απέδιδε, κυρίως, το «κράμα» ή τη «σκευή» της ύπαρξής του ή σε ποιους «χρέωνε», ευγνώμονα ή όχι, ανάλογο μερίδιο για τον περίπλοκο και όχι συνήθη, προικισμένο μα και αυτοβασανιστικό, ψυχισμό του; Τι (παντελώς ανέκφραστο) αισθανόταν για τον γέροντα πατέρα του και τι σήμαινε για την παιδική ψυχή του ο θάνατος αυτού; Τι ηδονικό ή σπαραχτικό χάραξε μέσα του η τότε στάση της νεαρής μητέρας του και η μετέπειτα συμπεριφορά της; Πώς, ακόμη, δέχτηκε την απομάκρυνση, σε μικρή ηλικία (χωρίς πατρική προστασία, ορφανός και με τη μένα σε δεύτερο – βιαστικό και δυσοίωνο – γάμο) από τη γενέτειρά του; Πώς έζησε και πώς διαμορφώθηκε ως έφηβος και ως ώριμος άντρας, χωρίς ο Νους του και το Ήθος του να πέσουν και να εγκλωβιστούν στο υπογάστριό του; Ποια «μοίρα» ή ποιες ακαθόριστες καταστάσεις τον οδήγησαν ισόβια να μάχεται, νικηφόρα ή όχι, παραδομένος σ’ έναν πολύμορφο και ανελέητο δυισμό ή «διχασμό», δοκιμαζόμενος στον αγώνα για το πέρασμα των δικών του «συμπληγάδων»: της αριστοκρατικής του, από τη μία, και της λαϊκής του καταγωγής, από την άλλη^ της ορφάνιας από πατέρα και της στέρησης της μητέρας^ της ελληνικής και της ιταλικής γλώσσας^ της ορθοδοξίας και του καθολικισμού^ της πατρικής ελληνικής γης και της πνευματικής του τροφού Ιταλίας^ των πρώτων Ελλήνων δασκάλων και των Ιταλών παιδαγωγών – εκπαιδευτών του^ της αγάπης για τη μάνα και της σύγκρουσης μαζί της^ του επτανησιακού χώρου και του άλλου ελλαδικού «τοπίου»^ της ψυχρής κ’ επιθανάτιας λογιοσύνης του καιρού του και του εύφορου δημοτικού Λόγου^ της αδελφικής αγάπης και της άρνησης ή στέρησής της^ της στενής και ένθερμης φιλίας και της οριστικής διακοπής της^ της νομιμότητας για την καταγωγή του και της αμφισβήτησής της^ της αδικίας και της δικαιοσύνης (δικαίωσης); Κι ακόμη, δοκιμαζόμενος ανάμεσα: στο Πνεύμα και την Ύλη, στη σάρκα και το νου (ή την ψυχή), στην ανάγκη για κοινωνική ή πιο προσωπική επαφή και στη μοναξιά ή στη σιωπή, στο δυνατό ή εφικτό και στο Ιδανικό, στο τέλειο ή το ανέφικτο, στη φιλοπατρία και την απογοήτευση από την ελληνική (και την τοπική), πραγματικότητα, στον αντιαγγλισμό και τον φιλοαγγλισμό, στην ελευθεροσύνη και τον αθέλητο ή αναγκαστικό συμβιβασμό, στο λυρισμό – ρομαντισμό και τη σάτιρα ή τον ρεαλισμό, στη λατρευτική εξιδανίκευση ή εξύμνηση της γυναίκας και την απόρριψη ή την καταδίκη της, στην άδολη αγάπη για τα παιδιά και την επιλογή (εκούσια ή ακούσια) της ως το τέλος αγαμίας, στην ιδέα, στο αίσθημα και την πράξη του Έρωτα;
ΑΡΑΓΕ, ποια άλλα στοιχεία συνιστούν τον παιδεμό, την «τραγωδία» αλλά και το ηθικοπνευματικό μεγαλείο του Ποιητή, την αυθεντική του «φύση» και «εικόνα» του; Με τι γελούσε, με τι διασκέδαζε, με τι χαιρόταν ή γιατί έκλαιγε, τι τον πονούσε περισσότερο, σε ποιον εμπιστευόταν ή εκμυστηρευόταν τα προσωπικά του προβλήματα, τα ερωτηματικά ή τις απορίες του για τον εαυτό του και τους άλλους, τα αισθήματά του, τις σκέψεις, τις έγνοιες, τις ανάγκες του (εσώτερες και όχι μόνο υλικές); Σε ποιον και πώς αποκάλυψε ποτέ (;) την αληθινή, τη διάφανη κι ακέραιη «μορφή» του, τ’ αποτυπώματα ή τις συνέπειες της καταγωγής του ή της γέννησης / ανατροφής του, τα από την ανοδική πορεία της ζωής και τις ανθρώπινες σχέσεις – τα από την άσωτη πάλη του – σημάδια ή κομμάτια του; Για τις διάφορες και αλλεπάλληλες δυσκολίες, για τα διλήμματά του, τις συγκρούσεις, τις διαμάχες, τις αντιθέσεις, τις πικρίες, τις πιέσεις κτλ από τον εαυτό του, από συγγενείς, γνωστούς, φίλους, συντοπίτες ή μη, από πρόσωπα του περίγυρου ή της τότε κοινωνίας, άλλα σημαντικά (κατά την εκτίμησή του) και άλλα ασήμαντα και κατώτερα των περιστάσεων, των προσδοκιών, των απαιτήσεών του, των ονείρων του;
Τι επιτακτικό και καθοριστικό τον οδήγησε, συνειδητά και αμετάκλητα, στην αρεστή ή μη και άχαρη φυγή, στη μοναξιά, στη μη αντοχή της συγκατοίκησης με άλλους, στη σιωπή, στο ασφυκτικό μα κι αναπόφευκτο (με τις Πνοές της γραφής) αδιέξοδο, στη σχεδόν αυτοκτονική παράδοσή του στο άκρατο της αυτοσυντριβής και της ψευδαίσθησης πιοτό; Μήπως τα τυχόν «στίγματα» και οι άθωρες πληγές του παρελθόντος, οι άφευκτες (για τον άνθρωπο) δοκιμασίες του σώματος, του νου και της ψυχής, το οδυνηρό πάθος για το ιδανικό ή το τέλειο, η επίμονη πάλη με τη γλώσσα και τον ανώτερο λυρικοστοχαστικό Λόγο, το αβάσταχτο βάρος της αυτογνωσίας ή της αλήθειας του, η (όποια) απογοήτευση, η βεβαιότητα της αδυναμίας για μια ριζική αλλαγή ή βελτίωση, η αναγκαστική ή πνιγηρή συμβατικότητα, η αηδία και η αποστροφή για πρόσωπα θλίψης ή πλήξης (κι όχι μόνο για την αφόρητη εικόνα της γυναίκας, που αντιαισθητικά και υποτιμητικά κάθεται, άχαρα, και τρώει, σ’ αντίθεση με την εξιδανικευμένη μορφή της, όπως την είχε πλάσει και την ήθελε ο ίδιος), για πράγματα και θέματα ανούσια, περιττά, ασήμαντα, αταίριαστα στο Καλό και το Ωραίο…;
Ποια «χάσματα» ανείδωτα δεν γέμισαν ανακουφιστικά ή ευφρόσυνα με άνθη ποιητικά, για κάποια άλλη άνοιξη ευοίωνα, και ποια συντρίμματα αμετακίνητα τον έσπρωξαν ή τον κράτησαν, μοναχικά, στον δικό του (χωρίς πτώση απ’ το ύψος του) σταυρό ή στα όρια μιας θαυμαστής αντοχής και πνευματικής ανάτασης, σε μη (με κλαυθμούς ή πεισιθάνατες γραφές) εξομολογημένα – και ακαθόριστα – δεσμά, σε ποικίλες αντιθέσεις, σε αντιφάσεις, σε ρήξεις, στο δικό του – ανύποπτο γι’ άλλους – κενό, χωρίς όμως και να στερηθεί ή να μας στερήσει δωρήματα Πνοής ηδονικής ως το πρόωρο τέλος του; Τι και ποιον αγάπησε ολόψυχα ή μοναδικά, με τον δικό του άγνωρο και άφατο τρόπο; Ποιος, τότε, μπόρεσε να τον δει, έτσι, όπως ακριβώς ήταν; Από ποιο πρόσωπο ή ποια «αλαφροΐσκιωτη» ύπαρξη άκουσε λόγια της καρδιάς, του Έρωτα και της Αγάπης, της πληρότητας, της χαράς…; Ποιο χέρι συμπαράστασης εκράτησε σφιχτά και ποιον ιδιαίτερα είδε ή ένιωσε να του αφοσιώνεται ολόψυχα στις κρίσιμε στιγμές του; Τι αποδεχόταν ευχάριστα και τι απέφευγε ή απέρριπτε αμετανόητα; Πόσο βοήθησε και πόσο «τιμώρησε» ο ίδιος τον για τα βαθιά και υψηλά πλασμένο – μα όχι κι από τ’ ανθρώπινα αποκομμένο – εαυτό του, κρίνοντάς τον δίκαια ή άδικα, με αυστηρότητα ή μ’ επιείκεια; Ποια υπήρξε η αυτοεκτίμησή του – ανεπηρέαστη από τον εύλογο θαυμασμό των άλλων – και ποιος ο αυτοέλεγχός του, η αυτοκριτική του; Γιατί, ίσως, αυτό που βαθύτερα ποθούσε ή λαχταρούσε, αυτό πιθανότατα συνέβαινε και να τον συντρίβει; Υπήρξε αυτή η ανεπούλωτη η αξεπέραστη τομή, χαραγή ή σχάση (σύγκρουση) ανάμεσα στο Θέλω και το Πρέπει, στην προσωπική του βούληση και τις επιταγές των άλλων, ανάμεσα στο Ναι και το Όχι; Με ποιους – και σε τι βαθμό, με ποιο τρόπο – επικοινωνούσε, χωρίς τυπικότητες, κοινοτοπίες ή «προσωπεία» και περ’ από συνηθισμένες ή επιφανειακές κοινωνικές γνωριμίες και επαφές; Μέχρι ποιο σημείο ταυτιζόταν ή πόσο – και ως προς τι ακριβώς – διέφεραν η πνευματική – ποιητική (ιδεολογική) και η ανθρώπινη (βιοσωματική) πλευρά του, η στάση του, η έκφρασή του; Για ποια «κομμάτια» του αισθανόταν – με ή δίχως έπαρση – υπερηφάνεια και πόσο ένιωθε – αφού ήταν και το γνώριζε – ξεχωριστός κι όχι ομόλογος με το σύνολο σχεδόν των γύρω του; Σε σχέση με ποια «σημεία» του μπορεί να θλιβόταν, να ένιωθε κάποιου είδους ενοχές, ν’ αγανακτούσε, να εκνευριζόταν, να αισθανόταν – αναίτια ή όχι – κάποιου είδους ντροπή ή συστολή; Για ποιες μύχιες σκέψεις του και για ποιες (ή μη) ενέργειές του μετάνιωσε και για ποιες πεισματικά ή πιστεύοντας στο δίκιο του δεν μετανόησε ποτέ; Πώς κατόρθωσε να «πνίγει», μες στα κατάβαθα ή στα απόκρυφα του «είναι» του, της πλάσης του τις φυσικές ή τις επίκτητες θηλιές και, αν διέφερε ασύγκριτα από του πεζούς συνοδίτες του, απ’ τους κοινούς κι ανύποπτους (απόμακρους) «συζητητές» του, πως – με ποιο τίμημα – γινόταν να στέκει ή να φτάνει όλο και πιο ψηλά στου Πνεύματος την επικράτεια, θητεύοντας – λόγω έμφυτης κλίσης και ανάγκης – (αυτοδιασωστικά) ή αντέχοντας και ανασαίνοντας με κόσμους όμορφους και ηθικούς ή με μαύρο φως αγγελικό σε σώματα της Χάρης σαρκωμένο; Πόσες, ακόμη, και ποιες φορές (πέρ’ από τις στιγμές της χαρμολύπης, την ώρα της σε μόνωση και βυθοσκόπηση δημιουργίας) ένιωθε αληθινά τι σημαίνει ευτυχία και ποια σωματικά ή ψυχικά κ.ά. «πονίδια» τον έκαναν, ίσως, να φαντάζει άτυχος ή και δυστυχισμένος, όχι όπως θα ήθελε ολοκληρωμένος ως άνθρωπος (με απόλαυση όλων των επιθυμητών αγαθών) και ως χαρισματικός ή κορυφαίος – σε κρίσιμη εποχή – δημιουργός (μ’ επίτευξη του αισθητά – λογοτεχνικά και ηθικοπνευματικά τέλειου);
ΠώΣ, λοιπόν, έτσι παράξενα και θαυμαστά γεννήθηκε, ανατράφηκε, διαμορφώθηκε και άντεξε – ύπαρξη άξια – ο Σολωμός, με σάρκα και οστά, με όνειρα κ’ ελπίδες, με συν και με πλην, μ’ επιτυχίες και αποτυχίες, με χάρες και οιδήματα, με λάμψη και σκιές, με Πνεύμα ανώτερο και γοητευτικό, πρωτοπόρο και αποκαλυπτικό; Πώς κράτησε κι ανέδειξε παραδειγματικά, μέσ’ στα ρηχά και στα σκοτεινά του «τόπου» του και του καιρού του, σαν στόχο του και λάφυρό του το Άριστο και το Ωραίο; Πώς μέσ’ απ’ της ζωής την τραγικότητα ή τα «ερείπια» υψώθηκε κι αθανατίστηκε το μεγαλείο του (αφήνοντας στην άκρη τα μικρά, τα ευτελή και τα ανούσια), δωρίζοντας νέου ή άλλου κόσμου θησαυρούς ή μετατρέποντας το Δάκρυ του σε Χάδι; Και πώς της μέρας και της νύχτας του πνοές, από τα σπλάχνα του ηδύφωτες, γίναν κι αυτές χρυσόφτερα για της δοκιμασίας (το δικό του και άλλων) το κορμί, ώστε να βγαίνει μόνο και άτρητο από της γέννας ή της φύσης του την άβυσσο – αλλά κι απ’ το βυθό της κάμαράς του, με την πένα – όλο αίμα και γαλάζιο φωτεινό – άλλου Λόγου ευαγγελικού τα λαμπρά πετράδια ή τα μιλήματα μιας άλλης αύρας να σμιλεύει;
Πώς, όμως, και γιατί (ερήμην του) τον έστησαν ή τον κρατούν πολλοί απλά και μόνο στον εθνικοπατριωτικό του(ς) βάθρο, αγιοποιημένο ή απρόσιτο και παραλλαγμένο, σε ανάρμοστη – ή εκτυφλωτική, για πολλούς – «Σκιά» αφήνοντας τη βαθιά ανθρώπινη (με χάσματα και Θαύματα) πλευρά του, μεταπλάθοντάς τον, επιλεκτικά ή σκόπιμα, σε ό,τι νομίζουν ότι ο ίδιος αυτόθελα ήταν, είτε σε ό,τι επιθυμούν (ανεπίγνωστα) να είναι ή να φαίνεται, έξω από τη δική του «ταυτότητα» και πέρ’ από τους «νόμους» της ανθρώπινης φύσης;
Κι ακόμη, ποιοι και πόσο εύθραυστοι, λίγο – πολύ, και υποψιασμένοι για τα περ’ από την επιδερμίδα γνώστες – αναγνώστες του, διάφοροι μελετητές, γραμματολόγοι, ιστορικοί, λογοτέχνες, φιλόλογοι (πανεπιστημιακοί και μη, στοχαστικοί ή όχι), κριτικοί, αναλυτές, ψυχολόγοι κτλ μπορούν να πουν ότι ουσιαστικά και ολοκληρωτικά τον ξέρουν, ότι τον έχουν προσεγγίσει γνωρίζοντάς τον σε βάθος και σε ύψος γραφής και νόησης, ότι τον βλέπουν ολοκάθαρα, όπως πράγματι ήταν, και ως ανθρώπινο πλάσμα και ως ιδιοφυή δημιουργό; Ότι τον αγαπούν σαν φίλο διαχρονικό και ανεξάντλητο δωρητή υψίτονης πνευματικής προσφοράς ότι τον νιώθουν και τον χαίρονται πιο πάνω από τα «μέτρα» τα κοινά, ότι ακούν με όλα τους τα κύτταρα τα εύηχα ή κρυπτικά του σήματα, αυτά που ευάκουστα εχάραξε ή όσα άφησε ανάκουστα ή δεν θέλησε ν’ αποκαλύψει περιαυτολογώντας, ότι αφομοιώνουν αναμορφωτικά – και έμπρακτα, σε προσωπικό και γενικότερο επίπεδο – τα δοξαστικά για τη Ζωή και τις αξίες της μηνύματά του, οδεύοντας κι αυτοί ανοδικά «στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του»; Πόσοι, επίσης, δεν τον αδικούν (δίχως και να μειώνεται στο ελάχιστο η διαφορά – και η μεγαλοσύνη του), κοιτάζοντάς τον μόνο με τα δικά τους (της όψης τους τα) μάτια, φέρνοντάς τον σε σημείο χαμηλότερο και ξένο προς αυτόν, κινούμενοι από έμμονες ή άγονες ιδέες, από επιλογές ή επιθυμίες ατομικής – όχι καθαρά και ελεύθερα πνευματικής – αφετηρίας και σκοπιμότητας; Κι ακόμα, κρίνοντάς τον χωρίς αλάθητες μαρτυρίες ή στοιχεία σαφή, σύμφωνα με τις απόψεις τους, τις ανάγκες τους, τις φαντασιώσεις τους, τις πιθανές ή υποθετικές ερμηνείες τους, θωρώντας τον ισοπεδωτικά, μη συλλογιζόμενοι ότι μπορεί να υπήρξε ή να υπάρχει πάντα και κάποιος, ασύλληπτος για τους δικούς τους δέκτες, που δεν μπορεί να «μετρηθεί» με κριτήριο ή βάση τις συνήθεις ανάγκες και δυνατότητες – ή τα ένστικτα – του κοινού και αδύναμου ανθρώπινου σαρκίου;
Πόσοι και ποιοι (ανάλογης δυνατότητας, θέλησης, πνευματικότητας κτλ), εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, παραδομένοι απλά και μόνο στη γοητεία ή στους ρυθμούς των Συλλαβών του, δυσκολεύονται ή αδυνατούν να παρακινηθούν και να συγ-κινηθούν από τα σαν τη θάλασσα ανήσυχα σπλάχνα του Ποιητή της Φαρμακωμένης, του Πόρφυρα, των Ελεύθερων Πολιορκημένων (πόσο υπήρξε κι ο ίδιος ένας άλλος πολιορκημένος στο δικό του «αλωνάκι», με ή χωρίς τη δική του Έξοδο;), χωρίς όμως να τον θεωρούν και να τον βιώνουν, διάφανο και ηδονικό, στις φλέβες και στις εσοχές του, στου στήθους τα γεννήματα, στις χαραγές και τα σπαράγματά του, χωρίς να μεταγγίζουν τη θέρμη ή τη φλόγα απ’ την άχνα του στον δικό τους σφυγμό και παλμό; Χωρίς, ακόμη, να τον (απο)δέχονται σαν εγκάτοικο του πάμφωτου – και του δικού τους ελλειμματικού – «κόσμου», έτσι όπως γεννήθηκε και πλάστηκε αλλιώτικα απ’ όλους τους άλλους – σύγχρονους και κατοπινούς-, με ιδιότητες και «φωνές» ηθικοπνευματικά θαυμαστές και πολύτιμες, μα και με αναπόφευκτες ή ευνόητες (όπως όλοι) αδυναμίες, με αρετές και ελαττώματα, με φύτρα από παράδεισο ζωής και με φωτιές από της ύπαρξης την κόλαση, με σπέρμα σάρκας γήινης και όχι εξωπραγματικής ή απόκοσμης;
ΑΡΑΓΕ, όντας πάντοτε ζωντανός μετά το βιολογικό του τέλος, σε πόσους εφήμερους θνητούς μπορεί να είναι γνωστός και ηδύχαρα προσιτός ο λειτουργός – ιερομόναχος (με οικουμενική διάσταση) Διονύσιος Σολωμός – ως προς την βαθύτατα ανθρώπινη και όχι μόνο την ύψιστα ποιητική ολότητα και ιδιαιτερότητά του, όταν ακόμα και οι συγκαιρινοί του ελάχιστα έμαθαν ή αντιλήφθηκαν (και κατέθεσαν) από της ψυχής του ή του «είναι» του τα μυστικά – και τα «φωνήματα» - κι όταν σε κάθε εποχή (και στην δική μας, σήμερα) είναι σχεδόν ή απολύτως δύσκολο (έως αδύνατο), και για τον πιο ικανό, επίμονο ή οξυδερκή ερευνητή – ανιχνευτή, να βρει τον άσφαλτο δρόμο τη δίοδο για την καθολική ανά-γνωση και τη φιλάνθρωπη κατάκτηση του άλλου, της αθέατης πλευράς του (ακόμη και του πιο κοντινού προσώπου ή άμεσου συνομιλητή), αν ο ίδιος αυτός – άλλος όχι μόνο στην όψη ή στον λόγο – δεν φανερώσει αυτόθελα και αυταπαρνητικά τα ίχνη του ή τα «σημάδια» για τη δική του άβυσσο, αν τα κλειδιά της ερημιάς ή της (ερμητικής) σιωπής μόνος του δεν αποκαλύψει;
ΕΤΣΙ, παρά τα όποια ουσιαστικά ή ρητορικά ερωτήματα και παρά τις όποιες ακριβείς ή πιθανές, υποθετικές κ.ά. απαντήσεις, (θα) παραμένει ένας γνωστός–άγνωστος κι ο Σολωμός, ολόφωτος σαν Πνεύμα ηδονής αλλά σκιόφωτος σαν γέννημα και σώμα (εσώτερης) δια-πάλης, με ακατόρθωτη μια πλήρη, εξαντλητική και ακριβοδίκαιη βιοψυχογραφία του (χωρίς αυθαίρετες υποκειμενικές παραναγνώσεις, παρερμηνείες, υποθέσεις, ανεκδοτολογίες, αβάσιμα ή φανταστικά – «βολικά» - συμπεράσματα κτλ), εκπληρώνοντας εσαεί το Χρέος του ως πνευματικά «παρών» δημιουργός - προς αυτούς που θέλουν και μπορούν να νιώθουν και να είναι, από ανάγκη, πιο κοντά του – με τη μεγαλοσύνη και την ομορφιά της γραφής του, με τα οράματα και της ανάβασης χαλάσματά του, πάντα πιο απτός και ονειρικός για τους ευαίσθητους (αλαφροΐσκιωτους) ομότεχνούς του, θαλερός και διάφανος ή πάμφωτος ποιητικά/νοητικά,
«μ’ όλα τα άνθη (του) σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες (του) τις αχτίδες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου