© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Μαρίας Δελήτσικου-Παπαχρίστου: ΙΚΕΣΙΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

«Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων….»
Εικασίας της Μοναχής. Ιδιόμελον, 9ος μ.Χ. αι.
Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια. Η υγρή αυγουστιάτικη ζέστη κάνει πιο δύσκολη την ανηφοριά. Επιταχύνει την αναπνοή και η αρμύρα του ιδρώτα στυφή στα χείλια. Το ρολόι της πόλης χτυπάει οχτώ. Οι στίχοι των Τροπαρίων του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα ξεγλιστρούν από τα παράθυρα της Παναγίας της Φανερωμένης, για να διαχυθούν στα στενά δρομάκια.
«Βλέψον ιλέω όμματί Σου και επίσκεψαι την κάκωσιν, ην έχω…», παράκλητη η φωνή του ιεροψάλτη στα αφτιά. Επισπεύδω τα βήματά μου, γιατί διαπιστώνω ότι έχω αργήσει.
Μπαίνω στην μικρή μας εκκλησιά από τη δυτική είσοδό της. Καντήλια τρεμόφεγγα στο σιωπηλό εικονοστάσι. Ευάριθμο το εκκλησίασμα που το αποτελούν κυρίως γυναίκες. Φόρος τιμής στην «Πανύμνητη Μητέρα του ανατείλαντος το φως της γνώσεως» το κερί που ανάβω στο μανουάλι. Χώνομαι στο τρίτο, προς τα αριστερά μου, στασίδι. Κάτισχνη η ψηλή μαυροντυμένη δίπλα μου γυναίκα. Εύγλωττη η σιωπή που την τυλίγει και τα μαύρα της μάτια όπως εκείνα του πληγωμένου ζώου…
«Άξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον…» οι πρώτες λέξεις από τα μεγαλυνάρια αγκαλιάζουν το εκκλησίασμα. Σταυροκοπιούνται λυγίζοντας παράλληλα τη μέση τους- ένδειξη αφοσίωσης και ταπεινοσύνης- οι γυναίκες. Και εκείνη κατεβαίνοντας το σκαλοπάτι του στασιδιού της, από της ικεσίας την ανάγκη, χύνεται γονατίζοντας στα ασπρόμαυρα του δαπέδου της εκκλησιάς τσινιά. Ασήκωτο της δυσίατης αρρώστιας της το βάρος…
«Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα ασθενεί μου και η ψυχή…» ακούγεται ανατριχιαστικά η συγκλονιστική διαπίστωση του επόμενου μεγαλυναρίου! Συνταρακτική η στιγμή της ομολογίας της επίγνωσης του λάθους και της επίκλησης βοήθειας από των «Απηλπισμένων την ελπίδα»…
Σαρώνει τώρα, καθώς σέρνεται, το δάπεδο η «ικεσία του οικτειρήσαι»… Δακρύζει ανθοστολισμένη στο εικόνισμά της η Παναγιά. Απλώνει το χέρι της και γίνεται «θερμή Πρεσβεία» για να ανεβάσει στου παιδιού της το θρόνο την δακρύβρεκτη παράκληση. Λειώνουν από τη φλόγα της ικεσίας στα μανουάλια τα κεριά… Λειώνει και η καρδιά από της συγγνώμης του Θεού το ακατανόητο θαύμα!
Άγγελος σταλμένος από τον ουρανό φαντάζει το λευκοντυμένο κοριτσάκι που μόλις μπήκε στην εκκλησιά! Στη θέαση της ριγμένης στα πλακάκια μαύρης φιγούρας ανοίγει διάπλατα τα ματάκια του καθώς αδυνατεί να εξηγήσει αυτό που βλέπει μπροστά του… Γλυκαίνει η ψυχή στην σκέψη της καινούργιας ανθοφορίας που υπόσχεται το παιδί και η ευχή που ανεβαίνει αυθόρμητη: «μακάρι πνεύματος γλώσσες να γίνουν οι φλόγες των κεριών απάνω στα κεφαλάκια όλων των παιδιών μας»
Σήμανε την απόλυση του Παρακλητικού Κανόνα το «Δι’ ευχών» του καλού ιερέα καθώς έξω η νύχτα τύλιγε στα πέπλα της τη μικρή πλατεία.

Στη Σκόπελο 4-8-2015 

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΗΠΟΥΡΙΚΗΣ

(Προσωπικὲς διαπιστώσεις)

Ἄν καὶ σὲ προηγούμενο κείμενό μου ἀναφερόμουν στὴν ὀμορφιὰ ποὺ χαρίζει στὴν ψυχὴ ἡ καλλιέργεια ἑνὸς κήπου, ἐδῶ θὰ προσπαθήσω, μὲ ὅσο γίνεται λιτὸ τρόπο νὰ ἐκφράσω τὰ βιώματά μου. Βιώματα, ποὺ ἐξάπαντος ἀποτελοῦν καὶ εἶναι ἀποτέλεσματα μιᾶς μακρᾶς ἐνασχόλησής μου μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς. Γιατὶ, στὸ περιθώριο τῶν ποιμαντικῶν καθηκόντων, τὸ διακόνημα αὐτὸ τῆς καλλιέργειας τοῦ κήπου γίνεται αὐτόματα γιὰ τὸν ποιμένα ἕνα ἄλλο σχολεῖο, ὅπου μαθητεύει: τὶ ἄλλο ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, καθὼς παρατηρεῖ μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία, ἐργασία καὶ κόπο νὰ μεταποιεῖται τὸ χέρσο ἔδαφος σὲ μιὰ σιωπηλὴ κοινωνία φυτῶν ποὺ μέρα τὴ μέρα, στιγμὴ τὴ στιγμὴ αὐξάνονται, ἀνθοφοροῦν, καρποφοροῦν, ἀλλὰ καὶ φθίνουν, χλομιάζουν, μαραίνονται καὶ στὸ τέλος ξηραίνονται. Ἕνα μεγαλεῖο εἶναι ἡ ὅλη αὐτὴ διαδικασία ποὺ δὲν περιγραφεται μὲ λόγια, ὡστόσο ὁμολογεῖται, γιατὶ κατανοεῖ ὁ κάθε πιστός -πόσο μᾶλλον ὁ ποιμένας- τὸ χέρι τοῦ Δημιουργοῦ νὰ στεφανώνει τὶς πράξεις αὐτὲς καὶ ἀσχολίες του. Ὅντως, «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε..» (Ψαλμ.103, 24).
Ὡστόσο, δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονηθεῖ καὶ ἡ ἄλλη παράμετρος τῆς κηπουρικῆς ἐνασχόλησης. Αὐτῆς δηλαδὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς, τὴν ἀποφόρτωσή της καί, κυρίως, τὴν εἰρήνευσή της. Γιατὶ ἡ καλλιέργεια, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν προσευχή, τότε γίνεται δοξολογία φωτεινή, ποὺ διανοίγει τοὺς κλειστοὺς τοὺς πόρους τῆς ψυχῆς καὶ τῆς χαρίζεται ἀφειδώλευτα τὸ ὀξυγόνο τῆς θείας εὐλογίας.
Θυμᾶμαι ἐδῶ μὲ συγκίνηση τὸν Γέροντα Μωυσῆ ποὺ μᾶς διηγεῖτο κάποτε γιὰ ἕνα ἐνάρετο γιορείτη μοναχό, ποὺ ζοῦσε στὴ Σκήτη τους κι ὁ ὁποῖος, ὅταν καλλιεργοῦσε τὸν κῆπο του, φοροῦσε πάντα τὸ κουκούλι του, γιὰ νὰ αὐτοσυγκεντρώνεται καὶ νὰ μὴν περισπᾶται.
Αὐτὴ τὴν αὐτοσυγκέντρωση βιώνει κι ὁ κάθε πιστὸς καλλιεργητής-κηπουρὸς μέσα στὴ σιωπηλὴ κοινωνία τοῦ κήπου του. Γιατὶ ἀφοσιώνεται στὸ ἀντικέιμενό του καὶ μὲ σπουδή, φιλοτιμία κι ργατικότητα προσπαθεῖ νὰ καλλιεργήσει καὶ φροντίσει τὰ φυτά του. Κι εἶναι ἀναμφίβολα ἐτούτη ἡ διακονία μάθημα θεοδίδακτο, ἀφοῦ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴ διαδικασία πληροφορεῖται καὶ διδάσκεται ἕνα πλῆθος ποιμαντικῶν θεμάτων, ποὺ τὸν ψυχωφελοῦν καὶ συνάμα τὸν συνδράμουν. Μὲ λίγα λόγια, δὲν εἶναι καὶ μικρὸ τὸ παράδειγμα τοῦ εὐπρεπισμοῦ ἀρχικὰ τοῦ χωραφιοῦ, πρὶν σκαφτεῖ καὶ στὴ συνέχεια φυτευτεῖ. Γιατὶ κάπως ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν ἴδια τὴν ψυχὴ τοῦ ποιμένα καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τοῦ κάθε πιστοῦ μέλους τῆς ἐνοριακῆς του κοινότητας. Ἄν, δηλαδή, τὸ χωράφι δὲν καθαριστεῖ ἀπὸ τὰ ξεράδια, τὶς πέτρες καὶ ἄγρια τὰ χόρτα, τότε δὲν εἶναι δυαντὸ νὰ γίνει τὸ πρῶτο τὸ βῆμα: τὸ προσεχτικὸ τὸ σκάψιμο, μὲ φροντίδα στε τὸ χῶμα νὰ γίνει πιὸ εὔφορο, γιὰ νὰ δεχτεῖ τὰ σπόρια ἤ καὶ τὰ φυτά. Καὶ γιὰ νὰ καταστεῖ εὔφορη ἡ γῆ, θὰ πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦν τυχὸν ρίζες ποὺ ἀπόμειναν στὸ χῶμα, κρυμμένα λιθαράκια, ἀκόμα καὶ ἄλειωτοι σβόλοι ἀπὸ χῶμα. (Κάπως ἔτσι δὲν τὰ δίδαξε κι ὁ Χριστὸς στὴν ὑποδειγματική Του παραβολὴ τοῦ σπορέως; [βλ. Λκ.] Ἤ, γιὰ λέμε τὰ πράγματα μὲ τ᾿ ὄνομά τους, ἄν δὲν ἀρχίσει σωστὰ ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς, τότε εἶναι ἀδύνατο νὰ καταστεῖ δεκτικὴ τῆς ἁγιοπνευματικῆς χάριτος).
Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ λιπανθεῖ ὁ κῆπος κι αὐλακιαστεῖ, ἀρχίζει τὸ φύτεμα, ποὺ δὲν εἶναι καὶ εὔκολη ἐργασία, ἀφοῦ ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή, ἐπιμέλεια καὶ ὑπομονή. Τὸ φύτεμα ἀκολουθεῖ τὸ πότισμα, ποὺ κι αὐτὸ χρειάζεται νὰ γίνει μὲ φροντίδα κι ὄχι βιασύνη. Γιατὶ τὸ μέτρο πρέπει νὰ πρυτανεύει καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἐπειδὴ τὸ ἀπότομο νερὸ μπορεῖ νὰ καταστρέψει τὰ νεόφυτα. (Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπαιτεῖται μὲ προσεχτικὸ καὶ ἐπιμελημένο τρόπο νὰ προσλαμβάνουμε τὰ σα διδασκόμαστε καὶ νὰ τὰ φροντίζουμε, ὥστε νὰ αὐξάνεται μέσα μας ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ θεοσέβεια. Μόνο ποὺ ἀπαιτεῖται ὑπομονὴ κι ὄχι ἀπότομες κινήσεις. Κινήσεις, δηλαδή, ἐπιζήμιες, ὅπως ἡ βιασύνη καὶ ἡ ἀγωνία, συνοδευμένες ἐξάπαντος ἀπὸ τὸ ἄγχος νὰ φανοῦμε «τοῖς ἀνθρώποις» ὅτι τάχα προκόψαμε στὰ πνευματικά. Γιατὶ τότε ὅλα καταστρέφονται).
Ὅμως ἡ διαδικασία τῆς καλλιέργειας δὲ σταματᾶ μὲ τὸ φύτεμα καὶ τὴν ἀναμονὴ γιὰ λήψη τῶν καρπῶν. Ἀπαιτεῖται συνεχὴς ἐπίβλεψη, ὥστε νὰ φροντίζονται τὰ φυτά. Ἔτσι ἔχουμε τὸ σκάλισμα, τὸ ξεφύλλισμα, τὴν τοποθέτηση στηριγμάτων, ὥστε τὸ φυτό, καθὼς μεγαλώνει καὶ ὑψώνεται, νὰ προφυλάσσεται ἀπὸ τοὺς βίαιους ἀνέμους καὶ νὰ εἶναι, κατὰ τὸ δυνατὸ, στερεωμένο καὶ δεμένο προσεχτικά.
Γιὰ τὴν ἀναπτυξή του τώρα ἀπαιτεῖται τὸ πότισμα κατὰ τὸ θέρος, ἡ τροφή του μὲ ζωικὴ λίπανση (κοπριά), ἀλλὰ καὶ ἡ προφύλαξή του ἀπὸ τυχὸν ἀσθένειες. Ἔτσι, κατὰ τακτὰ διαστήματα θειαφίζεται, γιὰ νὰ ἀπομακρύνονται τὰ μικρόβια. Φυσικὰ κάθε τόσο θὰ πρέπει νὰ «βοτανίζεται» ὁ κῆπος, δηλαδή, νὰ ἀποβάλλονται τὰ ζιζάνια, τὰ γριοχόρταρα, τὰ ὁποῖα αὐξάνονται μὲ ἐπιθετικὸ τρόπο, ὥστε νὰ κινδυνεύουν τὰ φυτὰ νὰ ἀσθενήσουν καὶ νὰ ἀτονήσουν μὴ δίδοντας καρπὸ στὸ μέλλον. Κι ἐδῶ ἔρχεται στὸ νοῦ, γι᾿ ἄλλη μιὰ φορά, ἡ ὑπέροχη παραβολὴ τοῦ σπορέως, στὴν ὁποία ὑπάρχουν ὅλες οἱ παραπάνω ὑποδείξεις. Ὑποδείξεις ποὺ χρειάζεται νὰ τὶς ἀναγνώσει ὁ κάθε πιστὸς μὲ λεπτομερῆ τρόπο, ὥστε νὰ καταστεῖ ὁ κῆπος τῆς ψυχῆς του καρποφόρος κι πωροφόρος.
Ὅταν, τώρα, τὰ φυτὰ ἀρχίζουν νὰ μεγαλώνουν, χρειάζονται καὶ στήριγμα, γιὰ νὰ μὴν κινδυνέψουν νὰ ξεριζωθοῦν σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ξεσπάσει κάποια θύελλα ἤ ραγάνι, γι᾿ αὐτὸ καὶ φροντίζει ὁ κηπουρὸς νὰ τὰ προφυλάξει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ νὰ τὰ στηρίξει.   

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Για το βιβλίο της Ελένης Λαδιά “Οι θεές” (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ 

«Σε ανασταίνω γράφοντας στηριγμένη σε λιγοστές αναμνήσεις» 

Η Ελένη Λαδιά μας έχει συνηθίσει σ’ έναν τρόπο γραφής, όπου το συναίσθημα βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης, χωρίς να παραγκωνίζει τη λογική και χωρίς να στέκεται στην επιφάνεια. Πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής της και με αυτά παρατηρεί και καταγράφει την καθημερινή εμπειρία, εμβαπτισμένη στην πείρα την πικρή που έχει πια κατασταλάξει και έχει κατακάτσει σαν την τρύγα στο βαρέλι. Από εκεί αντλεί, ή καλύτερα, και από εκεί αντλεί, στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο Οι θεές. Και ποιες είναι αυτές; Η Δήμητρα και η Κόρη της η Περσεφόνη, αλλά και όλες εκείνες οι γυναίκες που ως κόρες, εγγονές, μητέρες έσπασαν τα σύνορα του κόσμου τούτου για να περάσουν στην αιωνιότητα. Και συμβαίνει να βιώνουμε περισσότερο τραυματικά την αναχώρηση της μητέρας, των γονιών μας γενικά, αν αυτή η αναχώρηση ήταν διαδικασία μακρά και δύσκολη, οπότε οι αναχωρούντες αγιοποιούνται και τότε «δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν», όπως λέει ο ποιητής και, φυσικά, ποτέ δεν θα πεθάνουν, γιατί «μας βαραίνουν», με την έννοια πως η καρδιά και το μυαλό μας βουλιάζει από τη μνήμη. Είναι αυτή η πλατιά και βαθιά και βαριά κληρονομιά μας. 

Η Λαδιά, έμπειρη συγγραφέας, ξέρει πώς να διευθετήσει το υλικό που έχει στη διάθεσή της. Και εκεί έγκειται και η πρωτοτυπία της αφήγησής της, η οποία έχει τριπλή μορφή. Είναι η αφήγησή της από μέσα, η αφήγηση απέξω και η αφήγηση από μακριά που βλέπει το ίδιο πράγμα από διαφορετική γωνία. Και ό,τι από το μακρινό και βαθύ παρελθόν φτάνει στον αφρό, όσο και αν φαίνεται κοινό, είναι προσωπικό. Είναι συναίσθημα που γεννιέται από την κοινή μοίρα. Υπάρχει κοινοκτημοσύνη και στις χαρές και στα πένθη. Και όταν το προσωπικό ανακατεύεται με την εμπειρία και την μακρόχρονη πείρα, το «κοντά» και «από μέσα» γίνεται «εγώ που πάσχω», το «απέξω» γίνεται «εγώ που παρατηρώ», και το «από μακριά» ισοδυναμεί με την εξ αποστάσεως φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου. 

Το θέμα είναι η μάνα. Η μάνα που πέθανε. Η ζωή της, η δική της μάνα και ο δικός της πατέρας, ο θείος, το χωριό, η φτώχεια, και, τέλος, η μακρά κατάκλιση, η ακινησία και το μυαλό χαμένο στον δικό του άγνωστο και αχαρτογράφητο κόσμο. 

Μέσα από την ιστορία της μάνας προβάλλει η ιστορία της Ελλάδας και η μοίρα της. Πόλεμοι, περιπέτειες, χαρακτήρες, άνθρωποι που οι συνθήκες της ζωής τους τούς επέβαλαν συμπεριφορά ακατανόητη, αν ελεγχθεί μέσα σε κανονικές συνθήκες. Κι όμως όλα τα αντέχει ο άνθρωπος και με όλα, στην ψυχή ή στην πλάτη του, ζει. 

 Η κόρη βιώνει τραυματικά την κατάσταση της μητέρας. Η φροντίδα, που εκείνη κατ’ αποκλειστικότητα ανέλαβε, είναι ένα χρέος αλλά παράλληλα είναι και τιμή, κι ας ομολογεί πως «κουράστηκε» από αυτή τη φροντίδα και την έγνοια. Όλα είναι φυσικά και το πιο φυσικό είναι το επίσης κουρασμένο σαρκίο να ξεκουραστεί. Η άλλη πλευρά του θέματος όμως μας δείχνει πως αυτός που έχασε άνθρωπο «κουρασμένο», όσο «κουρασμένος» και να ήταν, θα ευχόταν να τον είχε ακόμα, εκεί, ζωντανό, έστω και ταπεινωμένο, στο κρεβάτι του, έστω και φευγάτο από καιρό. Ο ορθολογισμός -«ξεκουράστηκε»- φυσικά και δεν ισχύει. Ο πεθαμένος δεν ξεκουράζεται. Δεν ζει για να καταλαβαίνει την «ξεκούραση». 

 Η συγγραφέας, λοιπόν, έζησε τα τελευταία χρόνια πλάι στη μητέρα της. Την φρόντισε η ίδια. Και όταν ήρθε η στιγμή του αποχωρισμού ένοιωσε σαν ορφανό παιδί που χάνει το στήριγμά του. Συγκλονίστηκε. Και τότε οι ψυχοσωματικές δυνάμεις σε συνεργασία, ανέλαβαν να την αναστήσουν. Η οδύνη από το θάνατο της μητέρας έφερε ωδίνες τοκετού στην κόρη. Είναι η σειρά της να γεννήσει τη μάνα, όχι όμως με το σώμα, αλλά όπως ο Δίας την Αθηνά, με το κεφάλι. Η προσπάθειά της τελεσφόρησε. Η μητέρα έγινε το κέντρο στο νεογέννητο βιβλίο και το έναυσμα για να ανταλλάσσει τη σκυτάλη με την Ελλάδα και έτσι να αναβλύσει η ιστορία της Ελλάδας, εντός και εκτός συνόρων, η Ελλάδα του χωριού και της πόλης, τα ήθη και τα έθιμα, οι νοοτροπίες και οι ιδεοληψίες, τα πάθη· εν τέλει η ζωή και ο θάνατος. Και τι προκύπτει από αυτήν την πλατιά και βαθιά περιδιάβαση; Η επανεπιβεβαίωση ότι η ζωή έχει περισσότερη φαντασία από την τέχνη ή αλλιώς ότι η τέχνη και η πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία και δεν χρειάζεται να είναι κανείς υπερρεαλιστής για να το καταλάβει. 

Η συγγραφέας περνάει με άνεση από την αφήγηση των προσωπικών στα κοινά και από αυτά στον αρχαίο μύθο, στον Όμηρο, στην τραγωδία και στη λαϊκή παράδοση μέσα από τις «Μπάμπες», τις σοφές εκείνες γυναίκες που φορτώνονται όλη την ιστορική μνήμη. Γιατί οι «Μπάμπες», εν είδει ιντερμεδίων, αναλαμβάνουν το ρόλο της διερεύνησης της βιβλιογραφίας, της ανακάλυψης εκ νέου του σύμπαντος κόσμου και σύμπασας ιστορίας. Και από την περιφέρεια η αφήγηση επανέρχεται στο κέντρο και το αντίστροφο. Κεφάλαιο κεφάλαιο πλαταίνει και μαζεύει, ανοίγει και κλείνει, σαν ακορντεόν που ανασαίνει πλατιά για να συμπεριλάβει τον κόσμο και κλείνει πάνω στο στήθος, αφήνοντας ήχους που αγγίζουν τον ακροατή /αναγνώστη, αλλά βγαίνουν από την δεξιοτεχνία και το πάθος του παίχτη. Και αν τύχει και ο αναγνώστης έχει λίγο πολύ παρόμοιες εμπειρίες, τότε θα ανακαλύψει στο βιβλίο της Λαδιά πόσο το προσωπικό μας είναι γενικό και το μόρσιμον κοινή μοίρα, κληρονομιά της ανθρώπινης υπόστασής μας και υποταγή επιβεβλημένη άνωθεν. Εκεί ψηλά είναι που παίρνονται οι αποφάσεις. Η μονομαχία της Αθηνάς υφάντρας με την Αράχνη που επίσης ήταν καλή υφάντρα είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα απονομής δικαιοσύνης. Η θεά τιμωρεί την ταλαντούχα αλλά αλαζόνα Κόρη, δείχνοντάς της ποιος έχει το πάνω χέρι. Διότι ισχύει πάντα το δίκαιο του ισχυροτέρου. Είναι κοινός τόπος στο μύθο και στη ζωή ότι όποιος πάει να σηκώσει το κεφάλι του στα αφεντικά, το τρώει τελικά. Ο ιστορικός, βέβαια, θα πει ότι «Δεν είναι φθονερό το θείο αλλά μεγάλη η ανθρώπινη ύβρις», που και αυτό σωστό είναι. Δεν πρέπει να παραβιάζουμε τα όρια και πρέπει να τηρούμε τις αποστάσεις (παρεμπιπτόντως, ο αγώνας της Αθηνάς με την Αράχνη απεικονίζεται στον γνωστό πίνακα του Γκόγια Οι υφάντρες). Η συγγραφέας επ’ ευκαιρία μας θυμίζει και τις άλλες υφάντρες του Μύθου· την Πηνελόπη, την Κίρκη και την η Καλυψώ στην Οδύσσεια, αρχαιολογικά ευρήματα σχετικά με τον αργαλειό, αλλά και τραγούδια γνωστά μας, όπως το «τάκου τάκου ο αργαλειός μου, τάκου κι έρχεται ο καλός μου», πράγμα που δείχνει ότι στην παραδοσιακή κοινωνία, η κόρη «πλέκει τα προικιά» λέει ο Γιάννης Ρίτσος ή τα υφαίνει στον αργαλειό, περιμένοντας τον καλό της «για φιλί και για στεφάνι». 

Μιλήσαμε ήδη για την υφαντική. Αλλά και η αιώρα έχει τη θέση της και την αλήθεια που κρύπτεται πίσω από τον μύθο. Και από το μύθο πάλι στη σύγχρονη ιστορία. Οι πρόσφυγες, η παλιά μορφή της Αττικής με τα περιβόλια και τους κήπους, τις αυλές των σπιτιών και το πηγάδι. Το πηγάδι με την ιστορία, την προϊστορία και την ατίμωσή του. Το πηγάδι στόμα του Άδη για τους αρχαίους που έγινε τάφος άτιμος και φριχτός στον Εμφύλιο (δες και Φλώρα Αντωνακοπούλου, «Από το βαθύ πηγάδι στην αναθηματική στήλη», Διάστιχο 29 Μαρτίου 2015). Και φυσικά, ποιος ξεχνάει την όμορφη Γερακίνα που «έπεσε μες στο πηγάδι κι έβγαλε φωνή μεγάλη, ντρουμου ντρουμου ντρουμ». Και ο πόλεμος, οι Γερμανοί, η Βέμπο και τα τραγούδια της, ο Γλέζος και ο Σάντας που κατεβάζουν τη γερμανική σημαία στην Ακρόπολη, οι θηριωδίες των κατακτητών, το Δοξάτο, το Ελ Αλαμέιν, όπου περιφερόταν έφιππος ο Άγιος Μηνάς, προστάτης του στρατού μας, η ερμηνεία του κονιορτού στη Σαλαμίνα, η ιστορία πίσω από τις ζωγραφιές στην Ποικίλη Στοά, η απεικόνιση της μάχης του Μαραθώνος και ο αγρότης που πολέμησε και σκότωσε πολλούς εχθρούς κι έπειτα εξαφανίστηκε, τα άλογα που ακούγονται τις νύχτες να χρεμετίζουν στη μάχη, το μεγάλο και λαμπερό φως στο Θριάσιο πεδίο και η δυνατή φωνή και ο κονιορτός πάνω από τα πλοία, ο σεισμός που έγινε. Στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπια οι Έλληνες αιχμάλωτοι των Άγγλων (δες και Ανδρέα Μήτσου Ο Κίτρινος Στρατιώτης, Καστανιώτης 2012). 

 Το βιβλίο της Λαδιά θα μπορούσε να διαβαστεί ως λαογραφικό, μελέτη ηθών και εθίμων, μυθολογία, ιστορία αρχαία, νεότερη και σύγχρονη, κοινωνιολογία. Έτσι προκύπτει από τα τρία διαφορετικά είδη της αφήγησης, τα οποία πηγάζουν από την προσωπική της μνήμη, τις θεολογικές και αρχαιολογικές σπουδές της. Μπορεί, όμως, και κυρίως, να διαβαστεί ως μνημόσυνο της κόρης για τη μητέρα. 

«Κάποτε στην Ελευσίνα διαδραματίστηκε το μέγα δράμα μεταξύ μητέρας και Κόρης, αποδεικνύοντας συγχρόνως την βαθειά τους αγάπη». Όσο για το ρόδι, αυτό το όμορφο στρογγυλό κόκκινο φρούτο, που κοσμεί και το εξώφυλλο, από το οποίο η Κόρη έφαγε ένα σπυρί, θα συμβολίζει πάντα την υποχρεωτική επιστροφή. Η συγγραφέας, κόρη, έγραψε αυτό το βιβλίο για να μιλήσει για τη μητέρα της, αλλά τελικά μίλησε για όλες τις μητέρες και κόρες. Και επειδή δεν αφήνει τίποτα στον αέρα, παραθέτει μια ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία, σαν να μας δείχνει ότι απομακρύνεται συναισθηματικά από κάτι που δεν έχει ακόμη κόψει τον λώρο και που πιστεύω πως ποτέ δεν θα κόψει.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Για το βιβλίο του Δημήτρη Γαβαλά “Στη σιωπή του νου. 45 χρόνια κομμάτια (1966-2011)”, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2013

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Το 2013 στέφεται επετειακό αφού ο Δημήτρης Γαβαλάς κάνει τις επιλογές του και αφαιρώντας από τους κορμούς των παλιών συλλογών του τα κλαδιά που του αρέσουν πιο πολύ φτιάχνει νέο σώμα και του δίνει νέο όνομα Στη σιωπή του νου. Και εκεί βρίσκεται η πιο μεγάλη δράση· στη σιωπή. Ο Γαβαλάς είναι, εκτός από ποιητής, homo universalis. Υπηρετεί, μεταξύ άλλων, και την τέχνη και την μαθηματική επιστήμη και τη φιλοσοφία επίσης με την οποία έχει ασχοληθεί. Ο νους, μας έχει πει ο Πλάτων, είναι Δημιουργός και κυβερνήτης και θεός, άρα είναι η γενεσιουργός δύναμη και τροφοδότης της ποίησης, στην προκειμένη περίπτωση. Όταν αυτή η δύναμη σιωπά, είτε την πεις έμπνευση και μούσα είτε ψυχική δύναμη και δημιουργία είναι το ίδιο. Όμως στην παρούσα περίσταση πρόκειται για μια δημιουργική σιωπή. Γιατί, όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης, εκεί «στην άκρα σιγαλιά … ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι», ήτοι εκεί ο ποιητής συνομιλεί με τον εαυτό του και ακούει από τα βάθη της ψυχής και του νου του τα ανάκουστα.

Η συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα από όλες τις περιόδους του, όπως ήδη είπαμε, και απαρτίζεται από τέσσερα μέρη ή, αλλιώς, σειρές. Κάθε «σειρά» απέχει μια δεκαετία από την επόμενη ή την προηγούμενη με εξαίρεση την τέταρτη που εμφανίζεται στην πενταετία. Σύνολο ποιημάτων εκατόν εβδομήντα. Πλουσιότατος αμητός, αν λάβουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για επιλογή.

Η «Πρώτη σειρά» διακλαδίζεται σε τριάντα οχτώ ποιήματα. Και σ’ αυτά ο ποιητής κάνει ό,τι κάνει κάθε νέος ποιητής. Δυσανασχετεί με την καθημερινότητα. Προσπαθεί να εκφράσει την εσωτερική του ανησυχία, από την οποία προκύπτουν τα αιώνια αναπάντητα ερωτήματα: «Σκέψεις και συναισθήματα παράξενα / ξυπνάνε μέσα σου / δίχως να ξέρεις . ποια δύναμη / πότε τα γέννησε και πώς / λες είναι εκεί αιώνια φωλιασμένα / τώρα μόλις τα ένιωσες να ζουν». Έχουμε λοιπόν, το πρώτο ξύπνημα της συνείδησης του ανθρώπου, την πρώτη καταγραφή μιας εσωτερικής αγωνίας, η οποία πασχίζει να πάρει μορφή. Ωστόσο από το πρώτο αυτό ποίημα που το ονομάζει «Συλλογική μνήμη» φαίνεται ότι γρήγορα θα πέσει στα βαθιά νερά. Η παρατήρηση του κόσμου γύρω του θα φέρει στο φως «υπάρξεις ανύπαρκτες», «βρώμικα μυαλά» και «χρυσά προσωπεία». Θα ανακαλύψει κοινωνικές συμβατικότητες «προτιμάμε το τίποτα / από το κακό και το άσχημο». Θα αναρωτηθεί «πού είναι τα ιδανικά». Θα αποκαλύψει την αδυναμία να υπερβεί το σύνηθες: «Όλοι μαζί ανεβαίνουμε / κατάφορτοι στον ήλιο. / Μεγάλο βάρος / κέρινα φτερά».

Γενικώς, στα ποιήματα αυτής της πρώτης σειράς ο ποιητής ακονίζει τα όπλα του με τα οποία θα διεκδικήσει καλύτερα τις μελλοντικές του δάφνες. Τα ποιήματα είναι μικρές στοχαστικές καταγραφές, φιλοσοφικές ανησυχίες, αναδιατυπωμένες γνωστές θέσεις. Ο καθείς και τα όπλα του.

Στη «Δεύτερη Σειρά» τα ποιήματα επαναλαμβάνουν το γνωστό σχήμα τους, αλλά η ανησυχία βρίσκει πιο μεστωμένους τρόπους για να αυτοπροσδιοριστεί: «Αέρας στο πήλινο λαγήνι/ κάποτε τραγουδάω φυλακισμένος». Αυτό το «πήλινο λαγήνι» το «κεραμεούν και φαύλον» που λέει και ο Καβάφης, είναι το σαρκίο με το οποίο πρέπει να επιζήσει και να δημιουργήσει. Διαβλέπει την ακατανόητη φθορά «Πρωί λόγια τρυφερά / μεσημέρι μας τύλιξε σιωπή / βράδυ ανάψαμε φωτιές μίσους / και καήκαμε». Διακρίνει τα άνισα και ακατανόητα «Στον κόσμο αυτό / κάθε γραμμάριο χαράς / αντιστοιχεί / σε έναν τόνο λύπης». «Είμαστε ποιητές σημαίνει / δεν ζούμε με τις λέξεις / Είμαστε ποιητές σημαίνει / ζούμε στο κενό ανάμεσα στις λέξεις» λέει στο ποίημα «Ποιητής και κενό» κι εδώ βέβαια παίζει σε τριπλό ταμπλό, παίρνοντας τον τίτλο από τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη, «ο ποιητής ένα κενό», παραλλάσσοντας τον Σαραντάρη, «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει», ακούγοντας από μακριά τον Στεφάν Μαλαρμέ, «Το ποίημα γράφεται με λέξεις». Κι ο Γαβαλάς, διασχίζοντας εποχές, τεχνοτροπίες αλλά μέσα στον μοντερνισμό πάντα, κοντά σε όλους και πέρα από αυτούς προσδιορίζει τον τόπο του μέσα στο ποίημα, «στο κενό ανάμεσα στις λέξεις», κρυμμένος να μη φαίνεται αλλά αόρατος να κινεί το νήμα του στίχου και να ρωτά «Συλλογίστηκε ποτέ κανένας / τι υποφέρει / ένας ευαίσθητος καθηγητής / που εφημερεύει;». Ερώτημα που απασχόλησε τον Σεφέρη «Συλλογίστηκε κανένας τί υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;» («Το ύφος μιας μέρας») για να δείξει τις ποικιλίες της ευαισθησίας ενός φαρμακοποιού, διπλωμάτη ή καθηγητή που όμως μέσα του, πρωτίστως, νοιώθει ποιητής.

Στην «Τρίτη σειρά» τα ποιήματα δείχνουν πιο υπαρξιακά. Ο ποιητής με τον καρπό της πικρής γνώσης στο χέρι: Οι ποιητές «παράδοξα άνθη… πεθαίνουνε… ζούνε την Άλλη Ζωή», «ο Κόσμος παλιωμένο ρούχο», «Εγώ είμαι η αλήθεια / Εγώ είμαι. Εγώ. / Ποιος είμαι εγώ; / Όλοι εγώ είμαστε», «Τόσες μορφές αγαπήθηκαν / τόσα κορμιά λατρεύτηκαν / κάτω από λαμπρό ήλιο / ασημένια σελήνη / έγιναν σκόνη». Καμιά φορά οι στίχοι γίνονται πολύ σκληροί, απογοητευτικοί, προσγειωμένοι σε μια αντιποιητική πραγματικότητα.

Στην «Τέταρτη σειρά» επεκτείνεται ο στοχασμός. «Ξεκινώ από τον θάνατο / τη μόνη βεβαιότητα / Μονάχα αυτός αποδεικνύει πια / πως υπήρξες», «Θάνατος: / Μεγάλη επιβεβαίωση / μεγάλος διχασμός. / Η μήπως ένωση;». «Στο όνειρο ο έρωτας / πάντα γοητεύει / Σε αυτό που λένε πραγματικότητα / πάντα απογοητεύει». «Στάχτες αρχαίου άστρου / ένα φωτόνιο ζει ακόμα. / Λαμβάνουν το σήμα του / άλγος επιστροφής. / Δε υπάρχει πια γαλαξίας γυρισμού / μονάχα ζωντανή λαχτάρα / αντηχεί στον Κόσμο».

Η συλλογή έχει ένα χαρακτηριστικό. Όλα τα ποιήματα είναι επιλεγμένα να μοιάζουν στην εξωτερική εικόνα. Όλα είναι παρεμφερή στη μορφή, μικρά στην έκταση, βαθιά στα νοήματά τους, στοχαστικά, απλά στη διατύπωση τους. Και, παρά τη διαδρομή τους, πάνω στον ίδιο ποιητικό δρόμο των σαράντα πέντε χρόνων, καταφέρνουν να δείχνουν με τον ίδιο επίμονο τόνο την αποσταγμένη εμπειρία και γνώση, ίδια ή εξελιγμένη, να μεταφέρουν με παρόμοιο τρόπο τη σιωπή του νου, ενός νου λίαν δημιουργικού ανθρώπου που δεν κουράζεται να ελέγχει ακούραστα αυτή την ίδια δημιουργική σιωπή.  

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Γιώργου Γαστεράτου: Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΙΣ ΒΛΑΧΕΡΝΕΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Δικαιολογημένα η Κωνσταντινούπολη κατά τους βυζαντινούς χρόνους εντυπωσίασε τους επισκέπτες καθώς είχε να επιδείξει, μεταξύ των άλλων, πληθώρα λαμπρών κτισμάτων και ναών. Ανάμεσα σ’ αυτούς περίοπτη θέση κατείχε ο ναός της Θεοτόκου, που είχε κτιστεί στη θέση «Βλαχέρναι».
Η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι, κατά μίαν εκδοχή, από το όνομα ενός σκύθη αρχηγού που είχε βρεθεί εκεί νεκρός. Αρχικά βρισκόταν εκτός των θεοδοσιανών τειχών και αργότερα, επί Ηρακλείου, περιεβλήθη με το λεγόμενο «Έβδομον» τείχος.
Εκεί, λοιπόν, σε θεμέλια ειδωλολατρικού ναού η αυτοκράτειρα Πουλχερία το 435 έκτισε ναό επ’ ονόματι της Θεοτόκου. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιουστίνος επέκτεινε το κτίσμα ενώ επί Ρωμανού Δ΄ του Διογένη πυρπολήθηκε, όπως και το 1434, δεκαεννέα έτη προ της Αλώσεως, «υπό τινών αρχοντοπούλων θελόντων πιάσαι τινάς νεοττούς περιστερών», όπως αναφέρει ο ιστορικός Γεώργιος Φραντζής. Ο ναός το 1204 μετετράπη από τους σταυροφόρους σε λατινικό. Σώζονται, μάλιστα, πολλές επιστολές του πάπα Ιννοκεντίου προς «τον αρχιερέα των Βλαχερνών».
Το συγκρότημα περιελάμβανε το ναό της Θεοτόκου, το παρεκκλήσιο της «Αγίας Σορού» και το αγίασμα ή «ιερόν Λού(σ)μα». Εντός του ναού ήταν αποθησαυρισμένη η θαυματουργική εικόνα της Παναγίας της Βλαχέραινας ενώ στο παρεκκλήσιο της Αγίας Σορού βρισκόταν το ιερότερο κειμήλιο της χριστιανοσύνης, η «εσθής», ο χιτώνας δηλαδή της Θεοτόκου, ο ονομαζόμενος και «μαφόριον» (ίσως εκ του λατινικού «manophorium» = χιτώνας με μανίκια ή εκ του εβραϊκού «μαφορά» = χιτώνας.
Πώς, όμως, βρέθηκε η εσθής στο ναό των Βλαχερνών; Σύμφωνα με το Θεόδωρο το Σύγγελο (7ος αι.) στη «Narratio in depositionem praetiosae Vestis Sanctae Mariae» και τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης στο «Εγκώμιον εις την Κατάθεσιν της Τιμίας Εσθήτος…», δύο κωνσταντινοπολίτες πατρίκιοι, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος έκλεψαν το κειμήλιο αυτό από μία εβραία χήρα. Το γεγονός αυτό λέγεται ότι συνέβη επί αυτοκράτορος Λέοντος Α΄ και της συζύγου του Βερίνας.
Όμως, η λεγόμενη «Ευθυμιακή Ιστορία» ανωνύμου και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στη δεύτερη ομιλία του για την κοίμηση της Θεοτόκου αναφέρουν ότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλις, ανταποκρινόμενος σε αίτημα της αυτοκράτειρας Πουλχερίας, της έστειλε ένα σφραγισμένο κιβώτιο που περιείχε δύο ιμάτια και δύο σάβανα της Παναγίας , τα οποία η Πουλχερία «κατέθεσε» στο ναό των Βλαχερνών.
Τέλος, μία άλλη πηγή, το «Μηνολόγιο» του Βασιλείου Β΄(10ος αι.), αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Αρκάδιος (395 – 424) απέκτησε τη ζώνη της Θεοτόκου, την οποία και έστειλε στις Βλαχέρνες.
Όπως, όμως, και να έχει το πράγμα, το ρούχο αυτό πίστευαν ότι έχει θαυματουργικές ιδιότητες. Ότι είναι όπλο ακαταμάχητο και πηγή ιαμάτων για όποιον το έφερε. Έτσι, ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Λεκαπηνός την περιέβαλε ως θώρακα (την φόρεσε) και επιτέθηκε κατά των πολιορκούντων την Πόλη Βουλγάρων του τσάρου Συμεών, ενώ προηγουμένως, το έτος 906, μεταφέρθηκε το κειμήλιο με επισημότητα στο Ιερόν Παλάτιον προκειμένου να απαλλάξει από τα δαιμόνια την αυτοκράτειρα Ζωή, σύζυγο του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού.
Αναλογικά, και η εικόνα θεωρήθηκε θαυματουργική. Μάλιστα, κατά την πολιορκία των Αβάρων το 626 λιτανεύτηκε στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως και ενώπιόν της ακούστηκε για πρώτη φορά ο υπέροχος «ακάθιστος ύμνος», καθώς αποδόθηκαν σ’ αυτήν τα «νικητήρια» του χριστιανικού στρατού και η σωτηρία της Πόλης. Από τότε, αν παρίστατο ανάγκη, σαν στρατιώτης, ή καλύτερα σαν στρατηγός, εκστράτευε μαζί με τον αυτοκράτορα, όπως μας επιβεβαιώνει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης «…ειώθει τοις πιστοίς βασιλεύσιν εκ εκστρατείας ως απροσμάχητον όπλον συνεκστρατεύεσθαι». Έτσι εξηγείται η παρουσία της εικόνας σε έναν από τους θριάμβους του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, σύμφωνα με σχετική μικρογραφία του Σκυλίτζη.
Παράλληλα, η εικόνα απέκτησε ρόλο ρυθμιστικό στις ανθρώπινες σχέσεις και τη δημόσια ζωή. Ο ίδιος ο Ατταλειάτης μας παραθέτει την πληροφορία ότι ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ΄ ο Διογένης σε μίαν εκστρατεία του έστησε δικαστήριο για να δικάσει έναν στρατιώτη, ο οποίος είχε κλέψει ένα μουλάρι. Ο στρατιώτης καταδικάστηκε να του κόψουν τη μύτη. Τότε αυτός κατέφυγε προς την «…πάνσεπτον εικόνα της πανυμνήτου δεσποίνης Θεοτόκου της Βλαχερνιτίσσης…».
Την ίδια εποχή (11ος αι.) ο Μιχαήλ Ψελλός μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ ο Δούκας του είχε ζητήσει να γνωματεύσει για μία νομική υπόθεση, κατά την οποία ένας τοπικός άρχοντας και ένα μοναστήρι διεκδικούσαν την ιδιοκτησία ενός μύλου στη Θράκη. Με προτροπή, λοιπόν, των μοναχών η υπόθεση «παραπέμφθηκε» στην εικόνα των Βλαχερνών, η οποία βρισκόταν στον νότιο τοίχο της εκκλησίας, όπως βρίσκονται οι εφέστιες εικόνες στην Κέρκυρα, και ήταν καλυμμένη από ένα κεντημένο πέπλο (βλ. κάτι αντίστοιχο με την εικόνα της μονής του Κύκκου στην Κύπρο). Το πέπλο υψωνόταν μυστηριωδώς, χωρίς εμφανή ανθρώπινη παρέμβαση, κάθε Παρασκευή βράδυ και η εικόνα ακτινοβολούσε από φως ως το πρωί του Σαββάτου. Το θαυμαστό αυτό γεγονός ονομαζόταν «Σύνηθες Θαύμα» και η διακοπή του εθεωρείτο ως ετυμηγορία για το θέμα που είχε προκύψει. Στη υπόθεση για την οποία εισηγήθηκε ο Ψελλός το πέπλο υψώθηκε δικαιώνοντας τον τοπικό άρχοντα.
Εκτός από τα παραπάνω κειμήλια, στο ναό φυλασσόταν βραχίων του Αγίου Γεωργίου, το σώμα της Αγίας Λουκίας κ.α., τα οποία αφαιρέθηκαν από τους σταυροφόρους το 1204.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο ναός των Βλαχερνών σύντομα απέκτησε πλούτο και δόξα. Εδώ, μάλιστα, εκκλησιαζόταν ο αυτοκράτορας και η αυλή του κατά τους τελευταίους αιώνες όταν διέμεναν μόνιμα στο ομώνυμο ανάκτορο, ενώ ο πρωτοπαπάς των Βλαχερνών είχε την ίδια εκκλησιαστική τιμή με τον πρωτοπαπά του Ιερού Παλατίου. Σύμφωνα δε με Νεαρά του Ηρακλείου ο ναός είχε το ακόλουθο προσωπικό: Πρεσβυτέρους 12, διακόνους 18, διακόνισσες 6, υποδιακόνους 8, αναγνώστες 20, ψάλτες 4 και πυλωρούς 6. Σύνολο 74 άτομα!
Με τον καιρό, η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Κωνσταντινούπολης, ώστε σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια, και όχι μόνο, να ανεγερθούν ναοί επ’ ονόματι της Θεοτόκου της Βλαχέραινας και να φιλοτεχνηθούν αντίγραφα της εικόνας, τα οποία, με τη σειρά τους, απέκτησαν θαυματουργικές ιδιότητες και έγιναν πρότυπα για άλλες.
Η ύπαρξη, επομένως, πληθώρας ναών στα Επτάνησα αφιερωμένων στην Παναγία τη Βλαχέραινα σημασιοδοτεί μία παλαιότατη παράδοση που ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους!
Είναι δε μία από τις αποδείξεις – υπάρχουν και άλλες πολλές - για τις καταβολές της επτανησιακής εκκλησιαστικής κληρονομιάς, η οποία αλώβητη, αν και ενίοτε περιφρονημένη και παρεξηγημένη, έχει φτάσει ως στις μέρες μας, μεταφέροντας εις το διηνεκές την ευλογία και τη χάρη της Παναγίας της Βλαχέραινας.


Κωνσταντινούπολη Βασιλεύουσα

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ


Το Σωματείο των Πολιτιστικών Ανταλλαγών και η Ελληνική Φιλία πραγματοποίησαν την φετινή τους συνάντηση στην εμβληματική, για κάθε Έλληνα και Ελληνίδα, Κωνσταντινούπολη, την Πόλη του Κωνσταντίνου, 26 με 29 Ιουνίου 2015.
Όσοι είχαν ξαναπάει, διαπίστωσαν με ευχάριστη έκπληξη πως η πόλη, ως παλαιόθεν Βασιλεύουσα, εκπληρώνει αυτό που λέει το μεγαλοπρεπές προσωνύμιό της. Απλώνεται και μεγαλύνεται και ομορφαίνει και όσο και αν έχει αλλάξει, το σήμα κατατεθέν της παραμένει η ανεπανάληπτη Αγιά-Σοφιά και όσο και αν τα μεγαλοπρεπή ανάλογα ανταγωνίζονται τη φήμη της και μόνο η σύγκρισή τους μαζί της αναδεικνύει πάλι και πάλι την υπεροχή της. Η πολύπαθη Πόλη σηκώνει όλα όσα στο έδαφός της έριξαν θεμέλια. Όμως, όσο και αν η ιστορική μοίρα παίζει τα δικά της παιχνίδια, όσο και αν κάθε ηγεμών και ηγεμονίσκος, θέλοντας να ξεπεράσει τον άλλο, θα αναφωνήσει, έκαστος κατά το έργο του, «Νενίκηκα σε, Σολομών», όπως ο Ιουστινιανός, είναι αυτός, ο Ιουστινιανός που άφησε το στίγμα του, ενώ εκείνοι, αν και σπουδαίοι, παραμένουν άγνωστοι, και ας είναι καταγεγραμμένοι στα βιβλία. Στη μνήμη των ανθρώπων θα μένει πάντα η Αγιά-Σοφιά ταυτόσημη με την Κωνσταντινούπολη. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη γοητεία που άσκησε πάνω στον διάσημο αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ η Αθήνα με τον Παρθενώνα της και η Κωνσταντινούπολη με την Αγία Σοφία της, ώστε να εκφραστεί με άπειρο θαυμασμό γι’ αυτά τα δύο αριστουργήματα του παγκόσμιου πολιτισμού, υψίστης τέχνης και απίστευτης δύναμης, που τον επηρέασαν. Η Αγιά Σοφιά και ο Παρθενώνας.
Στην συνάντησή μας είχαμε, δυστυχώς, απουσίες εκλεκτών μελών, όπως της Μήδειας Αμπουλασβίλι, καθηγήτριας στο πανεπιστήμιο της Τυφλίδας που διδάσκει ελληνικό πολιτισμό. Τις προηγούμενες χρονιές η Μήδεια ερχόταν με τον σύζυγό της και την όμορφη κόρη της τη Μαρίτα που είχε μάθει να χαιρετάει ελληνικά και να τραγουδάει το διεθνές σουξέ «Φεγγαράκι μου λαμπρό». Φέτος ένα δεύτερο αδελφάκι, που κατέφθασε, εμπόδισε τη Μήδεια, δεν εμπόδισε όμως την αισθαντική Νίνο, η οποία ήρθε επίσης από την Τυφλίδα με τον σύζυγό της και τον μικρό γιο της τον Αλέξανδρο. Ο πατέρας Ιωάννης Ζοσουλάκ ήρθε, όπως πάντα με τον γιο του τον Γιώργο, από την Σλοβακία, όπου διδάσκει Φιλοσοφία και Ελληνική γλώσσα. Ο πατέρας Ιωάννης μιλάει τα Ελληνικά σαν Έλληνας και ο Γιώργος σχεδόν σαν Έλληνας. Ο Γιώργος Μαϊσμάζ, γόνος της Μαριούπολης, νεόνυμφος και πανευτυχής κατέφθασε στο πλευρό της πανευτυχεστάτης Μαρίνας. Ο Φάντι ή Σωτήρης από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων με την νεαρή σύζυγό του και τη μικρούλα κόρη του Ιουστίνα. Ο Σερίφ με την δική του σύζυγο και τον μικρούλη σγουρομάλλη γιο του τον Ζην, από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Αλεξάνδρειας. Ο Βλαντ από την Μαριούπολη επίσης. Η Άννα Γκρέκο πάντα συνοδεύει την κόρη της, Κατερίνα Μαλαντούνιο, από το Λέτσε της Ιταλίας, πιστές και οι δύο στο ραντεβού με την ομάδα. Άφησα τελευταίο, αν και πρώτον τη τάξει, τον Πρόεδρο της Φιλίας Ρομπέρτο Αντρέας Σότο, ο οποίος ζει πλέον μόνιμα στην Ελλάδα. Ο Ρομπέρτο έφερε μαζί του τον μικρό γιο του τον Βικέντιο (πέρυσι είχε φέρει τον Αυγουστίνο, στη Βαρκελώνη) και από την μακρινή πατρίδα του, τη Χιλή, τον πατέρα του, τον ευγενικό κύριο Χουάν. Μας έλειψε ο Μανουέλ ντε Βιάλ από την Ισπανία και πολλά άλλα αγόρια και κορίτσια από τις μακρινές πατρίδες τους, που όλοι τους σπούδασαν Ελληνικά, διδάσκουν Ελληνικά, μιλούν Ελληνικά, μελετούν τα Ελληνικά και εργάζονται με την ελληνική γλώσσα και για την ελληνική γλώσσα, η οποία είναι η διεθνής των ημερών. Και όλα αυτά τα παιδάκια δεν τα μνημόνευσα έτσι, για λόγους συναισθηματικούς απλώς, αλλά γιατί όλα είχαν στα χέρια τους κι ένα παιδικό βιβλίο στα Ελληνικά, προϋποδήλωση και προοικονομία της επόμενης γενιάς της Ελληνικής Φιλίας που γεννήθηκε πριν από είκοσι δύο χρόνια στην Κάλυμνο.
Κάποτε ο θρήνος για την άλωση της Πόλης έλεγε πως τα χαμένα της Ρωμιοσύνης εδάφη «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι». Όσο και αν αντικειμενικά η ευχή-προφητεία δεν θα επαληθευτεί, νομίζω πως η ζωή έχει τον δικό της τρόπο να την επαληθεύει. Αυτή η συνύπαρξη τόσων νέων, από τόσες διαφορετικές χώρες, με τόση αγάπη για την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό μπορεί να μη επαναφέρει περασμένα μεγαλεία και χαμένες πατρίδες, επαναφέρει όμως στη μνήμη την ιστορία και τονώνει το αίσθημα ότι κάτι σου ανήκει και ας βρίσκεται αλλού.
Στα μαγαζιά, στους δρόμους, στα εστιατόρια, παντού ακούγαμε Ελληνικά. Στο αρχαιολογικό μουσείο τα ελληνικά έργα τέχνης, από πεντελικό ή παριανό μάρμαρο με τις ελληνικές επιγραφές τους και την τεχνοτροπία τους, μας μιλούσαν Ελληνικά. Τα θρησκευτικά μνημεία, το Πατριαρχείο, ο ίδιος ο Πατριάρχης που μας έκανε την τιμή να μας δεχτεί και να συνομιλήσει μαζί μας, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Σχολή της Χάλκης, οι εκκλησίες με τα εξαιρετικά ψηφιδωτά, οι Βοσπορίδες αύρες, όπως θα έλεγε και ο Βιζυηνός, τα παράκτια του Βοσπόρου, η θάλασσα του Μαρμαρά, ο Κεράτιος Κόλπος (και εκείνη η χοντρή αλυσίδα που όφειλε να τον προστατεύει και τώρα δείχνει πόσο ο χρόνος την κατέστησε άχρηστο εργαλείο), όλα αποτελούν τεκμήρια μιας υπό άλλη σημαία ελληνικότητας. Και αυτός είναι ίσως ένας άλλος τρόπος που δείχνει πώς ξανακερδίζεται η χαμένη αυτοκρατορία και με ποιο τρόπο γίνεται πάλι δική μας. Η Βασιλεύουσα έχει κράτος και εξουσία στην καρδιά μας.
Άφησα για τον επίλογο την εμπνεύστρια, δημιουργό και ψυχή της ιδέας της καλλιέργειας των Ελληνικών Γραμμάτων, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου, την οποία δεν πτοούν ούτε τα χρόνια ούτε οι πόνοι ούτε οι ανηφόρες ούτε οι κόποι. Πιστή στα όνειρά της, εξακολουθεί να αγωνίζεται και κάθε χρόνο να επαναλαμβάνει το εγχείρημα, κερδίζοντας πάλι και πάλι το στοίχημα με την ποιότητα.
Στην κυρία Θεοδωρίδου και τις εκλεκτές κυρίες, που την παραστέκουν αποτελεσματικά, με την επιστημονική τους συνδρομή και όποια άλλη προσφορά, και στους νέους επιστήμονες που επέλεξαν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό, για να επιτρέψουν στο όνειρό τους να αγγίξει την πραγματικότητα, οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» και ευχόμαστε, παρά τις δυσκολίες των καιρών να συνεχίσουν. Το οφείλουν στα νεαρά μέλη που άρχισαν ήδη και αναπνέουν την ατμόσφαιρα της Ελληνικής Φιλίας, η οποία στα γαλανά και δροσερά νερά της Καλύμνου αναβαπτίζεται και αναγεννιέται κάθε χρόνο.
  

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Η Ελληνική Μεικτή Χορωδία της ΔΕΗ-ΔΕΔΔΗΕ στο Μέγαρο

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ 


Δεν ξέρω πόσο είναι γνωστό στο ευρύ κοινό ότι η ΔΕΗ δεν μας φωτίζει  μόνο με το ηλεκτρικό της φως αλλά και με το καλλιτεχνικό της. Θέλω να πω, για όσους δεν είναι ενήμεροι, ότι η ΔΕΗ διαθέτει μια χορωδία, με σαράντα ενεργά μέλη, αποτελούμενη από ταλαντούχους υπαλλήλους της και άλλους που δεν είναι υπάλληλοί της, είναι όμως καλλικέλαδοι. Σήμερα η χορωδία, ενηλικιωμένη πλέον, αλλά νέα και σφριγηλή πάντα, άγει το τριακοστό έβδομο έτος της. Κατ’ αρχάς, λοιπόν, να της ευχηθούμε να τα εκατοστήσει αλλά και να συνεχίσει και στους επόμενους αιώνες να διαχέει τη γοητεία της στις μέλλουσες γενιές. 

Στις 20-6-15, ημέρα Σάββατο, είχαμε την ευτυχία να παρακολουθήσουμε τη σύμπραξή της με την αμερικανική χορωδία The Masters Choral Fresno Community Chorus, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο Ελληνοαμερικανικών πολιτιστικών σχέσεων. Ακούσαμε από τους Αμερικανούς τραγούδια σπιρίτσουαλς και γκόσπελ. Ωραία και γοητευτικά, ειρηνικά και ηρεμιστικά. Ανταλλάξαμε με τους Αμερικανούς καλλιτέχνες αβρότητα και ευγένεια. 

Όμως, θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στη δική μας χορωδία γιατί αυτή με συγκίνησε περισσότερο, γιατί μετέφερε έναν άλλο αέρα, συνυφασμένο από Ευρώπη, κυρίως, και από Ελλάδα στο μικρό, πλην λίαν γοητευτικό και συγκινητικό,  ελληνικό μέρος της.   

Στο πρόγραμμά της περιελάμβανε: 1. Donizetti: Don Pasquale (Che interminabile andiri vieni…) μια κωμική ιστορία όπου ένας «γέρος» καλοβλέπει μια νεαρά αλλά εκείνη καλοβλέπει τον nipotino, τον νεαρό ανιψιό. Γιατί η ζωή και τα νιάτα έχουν το δικό τους κώδικα, με αυτόν πορεύονται και πολύ σωστά πράττουν. 2. Ακολούθησαν Τσιγάνικα τραγούδια του Μπραμς. 3. Του Μ. Seiber «There was an old man in a tree» σε στίχους του Εδουάρδου Ληρ. Είναι ένα Λίμερικ, σαν αυτά που έχει μεταφράσει ο Γιώργος Σεφέρης, τα χωρίς νόημα ποιήματα, που όμως έχουν νόημα, κάτω από το no sense νόημά τους. 4. Απολαύσαμε σε ένα καταπληκτικό σόλο τον Δημήτρη Κοσκινά στο  «Hear me. Redeemer» του Η. Mollicone. 5. Το «One» του M. Hamlish ήταν μια έκπληξη γιατί μας ταξίδεψε  στο μιούζικαλ Chorus line που είχαμε θαυμάσει στα νιάτα μας.  Και ποιος ακούγοντάς το τώρα από τη χορωδία μας δεν ξαναταξίδεψε πίσω στη λάμψη της νιότης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας του, στη μία και μοναδική «One» του. Το νούμερο 6 του προγράμματος περιελάμβανε το «Χορεύοντας»,  του L. Spevacek (Danza) σε ένα θαυμάσιο σόλο της Αθηνάς Βασιλείου και … Μπαίνουμε στο ελληνικό μέρος, μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό: Μάνου Χατζιδάκη, «Με την Ελλάδα καραβοκύρη», Γιάννη Μαρκόπουλου, «Τα λόγια και τα χρόνια» και Διονύση Σαββόπουλου «Ας κρατήσουν οι χοροί». Ας ευχηθούμε κι εμείς να κρατήσουν οι χοροί, να είναι πάντα η Ελλάδα καραβοκύρης στη θάλασσα της και να περνούν τα χρόνια χωρίς να ξεχνιούνται τα λόγια.

Η Χορωδία της ΔΕΗ έχει δραστηριότητες πολλές και επιφανείς στο ενεργητικό της. Είχε την τύχη να βρεθεί υπό την καθοδήγηση του Γιάννη Θανόπουλου, του Χριστόφορου Ζησόπουλου  και της Κωνσταντίνας Παπαθανασίου, κατά καιρούς, και να μελετήσει ένα πλούσιο ρεπερτόριο διαφόρων εποχών και συνθετών. Η αξία αποδεικνύεται από τις επιφανείς συνεργασίες της με μεγάλους Έλληνες συνθέτες, σπουδαίους τραγουδιστές, τραγουδοποιούς και πολλούς λυρικούς καλλιτέχνες. Και ακόμα από τις εμφανίσεις της στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στο Αρχαίο Στάδιο των Δελφών, στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Επίσης, έχει λάβει μέρος στις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών αγώνων, «Αθήνα 2004», στην παράδοση της Ολυμπιακής Φλόγας στους Ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης και στην τελετή έναρξης του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Στίβου το 1997. Και φυσικά, τιμώντας και τα ελληνικά χρώματα, πέρα από τα κλασικά αθάνατα έργα, ελληνικά και ξένα, έχει τραγουδήσει και αθάνατα δημοτικά τραγούδια. 

Στην εκδήλωση της 20-6-15 την Μουσική Διεύθυνση είχε ο Κωστής Κωνσταντάρας, στο πιάνο ήταν ο Μάριος Καζάς και στα κρουστά η Ελευθερία Βουτσινά και η Αμαλία Γιαννούλη.  Τους συγχαίρουμε όλους θερμά και ειδικά τα μέλη που με τη δύναμη των πνευμόνων τους φύσηξαν  πνοή καλλιτεχνικής ζωής, ποιότητα και ομορφιά  στην Αθήνα και στην ψυχή μας. 

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Για το βιβλίο της Ελένης Λιντζαροπούλου “Η εποχή των Λέξεων. Με 10 πίνακες της Ιωάννας Ασσάνη” (εκδ. Οι εκδόσεις των Φίλων, 2015)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Το ποίημα δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις, είπε ο Μαλλαρμέ κι ο Ελύτης τροποποίησε: «μονάχα οι λέξεις δεν μου αρκούσανε», ρίχνοντας το βάρος για την ποιητική ατμόσφαιρα στην αρμονία των λέξεων ο πρώτος και στην συνεπικουρία των εικόνων ο δεύτερος. Η ποίηση λοιπόν γίνεται με ιδέες, με λέξεις, με εικόνες. Μάλλον όμως, πρωτίστως, θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στο DNA του ανθρώπου για να μπορέσουν να βρουν την έμμετρη έκφρασή τους οι ιδέες, οι λέξεις, οι εικόνες. Και η απόδειξη βρίσκεται στην ποίηση της Ελένης Λιντζαροπούλου, η οποία αναγνωρίζοντας τη βαρύτητα των λέξεων στη γέννηση του ποιήματος, τάσσεται με την άποψη του Μαλλαρμέ, ρίχνει όμως ισοδύναμο βάρος και στις ιδέες και στις εικόνες. Και οι ιδέες όλες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν κοινωνική προέλευση. Η Λιντζαροπούλου γράφει ποίηση κυρίως κοινωνική. Δεν εκτοξεύει μανιφέστα, αλλά περιγράφει επεισόδια, παραδίδει μαθήματα ανθρωπιάς και καταγγέλλει την απανθρωπιά, όπου την επισημαίνει. Και για τις ιδέες της επιλέγει ένα απλό ανθρώπινο λεκτικό όχημα για να φτάνουν εύκολα στην ψυχή του αποδέκτη. Και είναι τόσες πολλές οι αφορμές που ο χρόνος και η συγκυρία φέρνουν ώστε να πολλαπλασιάζεται ευθέως ανάλογα και η δημιουργία.

Με έναν τόνο προσωπικό, εξομολογητικό φέρνει στην επιφάνεια την προδοσία, την έλλειψη εμπιστοσύνης, την αδιαφορία, την απουσία, τον έρωτα που μπαίνει στο ποίημα, με χαμένη την αθωότητα και δε φέρνει τη χαρά. Όσο κι αν προσπαθεί να συντονίσει τις αναπνοές της: «Συστολή- Διαστολή-Συστολή-Διαστολή» για να βρει την ακριβή στιγμή, θα μείνει με την απορία: πού κρύβεται η «αλήθεια», σε «ποια σύσπαση», πού είναι εκείνο το αίσθημα που κόβει τον καιρό στα δυο και τον αποσβολώνει, που γεμίζει τον ουρανό και το στήθος του άντρα άστρα; πού είναι, αυτός ο παντοδύναμος θεός και δημιουργός ζωής; Στα συμφραζόμενα της σήψης, του κακού «αιφνιδιασμού», στην οδυνηρή απουσία, εκεί βρίσκεται, αφήνει η ποιήτρια να εννοηθεί. Εκεί που πεθαίνουν οι λέξεις. Σε «κάτι βουβά ξημερώματα» και κάτι «ασυνέπειες» και στον αιφνιδιασμό και ο νοών νοείτω. Τι σημασία έχει αν το σκουλήκι σερνότανε στην καρδιά του μήλου ή στη φλούδα; Εκεί που δεν το περίμενες σερνότανε και σε αιφνιδίασε. Η εποχή των λέξεων λοιπόν, θα πρέπει να είναι η εποχή των χαμένων νοημάτων. Η εποχή που απάλειψε την ουσία και τη βαρύτητα και άφησε τις λέξεις στον αέρα, χωρίς περιεχόμενο. Όσο κι αν σκύβουμε να βρούμε τη χαμένη αλήθειά τους, ματαιοπονούμε. Γιατί διαπιστώνεται πικρά πως «Καμιά φορά γερνάνε κι οι λέξεις / σαν τους ανθρώπους / σε μοναχικά παγκάκια». Ιδέα που ξέπεσε, νόημα που χάθηκε, άδειο κέλυφος, έκπτωτος πολίτης στο παγκάκι, παραμένει άστεγη και α-νοητή η γερασμένη λέξη. Τι εποχή λέξεων, θα αναφωνούσε και ο Ρεμπώ. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτήν την απαισιόδοξη κατάσταση η ποιήτρια εις εαυτήν: «κι όμως εσύ επιμένεις να γράφεις», λέει. Και δεν καθυστερεί στα προσωπικά. Επανεξετάζει πρόσωπα και συμπεριφορές, επανεκτιμά ή καλύτερα συνεκτιμά τα πάντα σε σχέση με τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Γιατί η ζυγαριά της γέρνει από την άλλη μεριά, παραμερίζει τις πληγές της για να επουλώσει τις ξένες. Ο πόνος του ανθρώπου την έλκει, την μαγνητίζει και της γεννά την ανάγκη της προσφοράς.
Και η γαλλική «Revolution», ταυτισμένη με την επανάσταση, θέτει με βεβαιότητα ότι «θα ξυπνήσουμε ένα / πρωί», όμως αντιπαραθέτει τον προβληματισμό «πόσοι θα είμαστε / εκείνο το πρωί / και όχι ποιοι». Η ουσία που σκάλωσε στις δυο αντωνυμίες για να τονίσει την ειδοποιό διαφορά δείχνει τον έσχατο κίνδυνο. Και όταν η αγωνία της ποιήτριας ταυτίζεται με αυτή του «ληστού», του «γονατισμένου σε προσκυνητάρια δίχως πιθανότητες», τότε εμφανίζονται νέα ερωτήματα: Τι θέλει να πει εδώ; Ότι εξαντλήθηκε η μεταφυσική πίστη; Ότι μόνο οι απελπισμένοι επαφίενται σ’ αυτήν; Ότι σ’ αυτή τη ζωή πρέπει να πραγματωθεί αν κάτι αξίζει; Ό,τι και να εννοεί το παιχνίδι παίζεται μια του ύψους μια του βάθους. Οι «λεπροί δάκρυζαν θυμίαμα» και οι «μισθοφόροι μύριζαν θειάφι», οι «νεκροί κάπνιζαν λέξεις και ιδρώναν βεβαιότητα» με «την ελπίδα της Ανάστασης». Πολύ μακριά, αλλά όχι και τόσο, κάποιοι άλλοι νεκροί, εκείνοι της Ρωμιοσύνης του Γιάννη Ρίτσου, «πετρωμένοι πάνου στα καραούλια καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα», κάτω από άλλες ιστορικές συγκυρίες και άλλους αγώνες. Όπως και οι άλλοι του Οδυσσέα Ελύτη («Ο ύπνος των γενναίων»), πεσμένοι μέσα σ’ ένα τοπίο που μυρίζει «λιβανιά» και «καπνό» αφήνουν σαν «άχνα» την τελευταία ελπίδα τους για το αγαθό της ζωής, αλλά και νοσταλγώντας την ακόμα και κάτω από τη γη. Κάθε εποχή και ο δικός της καπνός και η δική της συμφορά.

Η ποιήτρια δεν βλέπει μόνο τον βασανισμένο που υπέστη δεινά αλλά και τον βασανισμένο από την τιμωρό «συνείδηση» που ελέγχει διαρκώς. Τη συνείδηση Ερινύα που κυνηγά τον υβριστή. Όμως η ποίηση δεν έρχεται για να απονείμει δικαιοσύνη. Ο ρόλος της είναι παρηγορητικός για τον πάσχοντα. Στην απορία της, «Ανθίζουν λουλούδια/ στα ρείθρα /και δεν μπορεί/ να γεννηθεί/ μια αλήθεια/ στον άνεμο;», μόνο μια οικτρή παραίτηση απομένει: «Γράψε την παραίτησή σου / τότε/ και υπόγραψέ την/ με όλο σου τον φόβο». Πάλι εδώ ακούγεται από μακριά μια άλλη, από την κοσμική ανάγκη προκύπτουσα «παραίτηση», του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος πρότεινε: «Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει».

Συγκινητικό και μεγαλόψυχο είναι το «Αφιερωματικό» στην συγγραφέα Ελένη Λαδιά, την αγαπημένη φίλη, στην οποία η μία Ελένη αφιερώνει όχι τόσο το ποίημα, όσο την ψυχή της, γιατί στην άλλη Ελένη βρήκε πνευματικό στήριγμα, «οδοιπόρα μνήμη», «σπορέα συνειδήσεω», επίδραση πάνω στον «λευκό καμβά της ζωής» της. Ενδιαφέρουσα είναι μάλιστα η έμφαση: «Έκτοτε, γράφω το τελικό νι παντού/ και συναιρώ, για χάρη σου, τα ρήματα». Το «τελικό νι» για τον σημαίνοντα κουδουνιστό του ήχο (;) και τα συνηρημένα ρήματα, για τη σμίκρυνση της απόστασης (;).

Οι «Νέοι της Ποσειδώνος» σκοπίμως παραπέμπουν στους άλλους, της Σιδώνος του Καβάφη ή του Αναγνωστάκη, τηρουμένων των αναλογιών, των εποχών και των συμπεριφορών, για να φανεί, αν και δεν κατονομάζεται, η τεράστια απόκλιση από την γιγάντια σκιά εκείνου που έκανε τη διαφορά με τους νέους και τις αντιλήψεις τους. Τον Αισχύλο εννοώ, που αν δεν ήταν αυτός δεν θα ήταν ούτε οι Σιδώνιοι νέοι ούτε οι Ποσειδώνειοι. Η ποίηση έχει βαθιές ρίζες και διατρέχει τις εποχές για να φέρει το μήνυμα που εκκινεί από τον Αισχύλο και καταλήγει στην εποχή μας. Εκείνος τον αγώνα για την πατρίδα είχε μνημονεύσει στο επίγραμμα του και μόνο αυτόν. Ο δεύτερος την τέχνη πιο πολύ και ο τρίτος τους έρωτες των νέων του σχολιάζει. Η Λιτζαροπούλου στην Τέχνη της ποιήσεως βρίσκει καταφύγιο και ψυχής ανακούφιση, αλλά και δύναμη να επισημαίνει την κοινωνική αδικία. Γιατί η Τέχνη είναι μια ελεητική και σωτήρια αυταπάτη: «Κρατήσου γερά από τις αυταπάτες σου./ Αργεί ακόμη η αλήθεια/που δε θ’ αντέξεις». Ας κρατηθούμε από την Illusion, λοιπόν, που τροφοδοτεί την έμπνευση και μετατρέπει την πληγή σε φως, όπως λέει ο Braque - «Lart est une blessure qui deviant lumière»- ας αφεθούμε στην ελπίδα και στην πίστη πως η Τέχνη σώζει.

Και να την μια «θαλασσογραφία» σαν τεράστια μουντζαλιά, που αδικεί το γαλανό Αιγαίο μας. «Ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς», μας λέει ο Αισχύλος, ανθολογεί το στίχο ο Σεφέρης και παραλλάσσοντας η Λιντζαροπούλου θέτει μπροστά στα μάτια μας τη σύγχρονη τραγωδία. Τα σπασμένα καράβια και τα πνιγμένα σώματα των Περσών τότε, τα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα και τα πνιγμένα σώματα των εξαθλιωμένων τώρα. Να πώς η τέχνη μεταπλάθει τα δεινά της κάθε εποχής σε έργα είτε είναι αθάνατες δημιουργίες είτε θνητοί μετανάστες. Και στο ανθισμένο πέλαγος από τους νεκρούς αντιστοιχεί ένα πλήθος «τυχερών». Αυτών που επέζησαν – οποία ειρωνεία- για να βρουν καταφύγιο πλάι στους κάδους, στις γωνίες, με το κρύο και τη βροχή, άστεγοι και πεινασμένοι, παγωμένοι και μοναχικοί, με μόνη προστασία μια χάρτινη κούτα. Σύγχρονοι Οδυσσείς με Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη. Μη ρωτάς να μάθεις το γιατί, μη ζητάς να βρεις την αλήθεια: «η αλήθεια σαν επιμένει να βρεθεί γίνεται πόνος». Ο Οιδίπους όταν βρήκε την αλήθεια πόνεσε πιο πολύ από τη άγνοια που τον έκνιζε.

Και μια προτροπή προς τον αναγνώστη: «Αν θες να κάνεις κάτι για τον ποιητή» («Προστακτικές Ενεστώτα Χρόνου»), μίλα του, διάβασέ τον, κατάλαβε πως, ό,τι εσύ έχεις έτοιμο στα χέρια σου, εκείνος ίδρωσε και πόνεσε για να το καταφέρει. Θυμήσου: «Το σώμα το αίμα θα βάλω /σε σχήμα βιβλίου μεγάλο», είπε ο Καρυωτάκης. «Το ποίημα κάθεσαι και το ξενυχτάς» είπε ο Σαχτούρης. Με ιδρώτα και αίμα και ξενύχτια γράφονται τα ποιήματα. Και για να πάρουμε μια ιδέα για το πώς δουλεύει η Λιντζαροπούλου, με τα δύο ποιήματα ποιητικής - «Απλότητος Εγκώμιον Ι» και «Απλότητος Εγκώμιον ΙΙ» - μας μπάζει στο εργαστήρι της: «λέξεις στιλπνές, ολοκάθαρες» αθάμπωτες στο χρόνο, επιλέγει. Ένα ποτάμι που παρασύρει τα θνησιμαία, μια απλότητα που στηρίζεται στη φυσική ομορφιά, «άσπρα τριανταφυλλάκια», σαν εκείνα τα μετρημένα ισοσύλλαβα, ομόηχα, ομοιοτέλευτα και ομοιοκατάληκτα -«βήμα» και «ρήμα» και «ρίμα» και «κρίμα»- που αρμονικά ανταποκρίνονται το ένα στο άλλο σαν σκαλοπάτια ποιητικών αναβαθμών· και να τες οι «Πλεξούδες λέξεων» που διατρέχουν τον τράχηλο της Κόρης Ποίησης. Μάλλον η ποίηση δεν γράφεται ούτε με λέξεις ούτε με ιδέες ούτε με εικόνες μόνο αλλά με θάρρος να μιλάς, με αγάπη στην καρδιά και με ψυχή να αντέχεις.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΓΟΥΡΔΟΥΝΟΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ]

Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου 
κατὰ τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἑσπερινοῦ 
ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τῆς Θείας Μεταμορφώσεως
τοῦ Σωτῆρος Γουρδοῦνος Καππαδοκίας
(13 Ἰουνίου 2014)

Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐξοχώτατοι,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατε Πρόεδρε κ. Ἰσακίδη,
Εὐλογημένοι γόνοι τῶν Καππαδόκων καὶ ὅλοι οἱ προσελθόντες προσκυνηταὶ τῆς Ἁγιοτόκου Καππαδοκίας καὶ τοῦ φημισμένου χωρίου τῶν Γουρδουνιωτῶν,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἡ γῆ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ἐπὶ αἰῶνας, τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια ὑπερέβησαν τὰ σκότη τῆς ἀγνωσίας καὶ τοῦ παντοειδοῦς ἀνθρωπίνου πάθους διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι ἔζησαν καὶ ἐδίδαξαν εἰς αὐτὴν τὸν Λόγον τῆς Ἀληθείας, μᾶς συνεκέντρωσεν ἀπόψε εἰς τὸν Ἱερὸν αὐτὸν Ναὸν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, εἰς εὐχαριστίαν καὶ δοξολογίαν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου, ὅπου τοῦ προσφέρομεν «ἑσπερινὸν ὕμνον καὶ λογικὴν λατρείαν» «κλίνοντες εὐλαβῶς τὸ γόνυ τῆς καρδίας». 

Προσφέρομεν δὲ τὴν λατρείαν μας αὐτὴν μέσα ἀπὸ τὰς κατακόμβας τῆς «Καππαδόκων χώρας», ὅπου ἐλατρεύετο διὰ συμβόλων ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς Θεοῦ Υἱὸς καὶ Σωτήρ, ὡς «ΙΧΘΥΣ», ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῶν περικαλλῶν κάποτε Ναῶν, ὅπου ἐξεχύθη ἡ Χάρις ἀπὸ τὰ χείλη τῶν Ἁγίων καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔφθασεν εἰς τὴν ἀκμήν της ὡς τὸ στόμα σοφίας, ὡς ἡ βάσις τῶν δογμάτων, ὡς τὸ θαῦμα τῆς οἰκουμένης. Αὐτή, μὲ μίαν λέξιν, εἶναι ἡ Ἁγιοτόκος Καππαδοκία. Ἕνα Θαῦμα. Μάλιστα δὲ τὸ θαῦμα τῶν αἰώνων καὶ τῶν γενεῶν.

Μᾶς ἀξιώνει, λοιπόν, καὶ ἐφέτος τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ νὰ εὑρισκώμεθα ἐδῶ, ἔκπληκτοι ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ ἕνα αἰῶνα περίπου, ἐπιτρέπει εἰς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην μὲ τὸν λαόν του νὰ προσέρχωνται προσκυνηταὶ καὶ συγχρόνως ἱερουργοὶ αὐτοῦ τοῦ συνεχοῦς μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ ἄλλας λέξεις, μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀπολαμβάνωμεν, ὡς ταπεινοὶ συνεχισταὶ ἐκείνων τῶν διαλαμψάντων ἐδῶ πατέρων μας, τὰ κρίματα τῆς δημιουργίας τῆς φημισμένης Ὀρθοδόξου Καππαδοκίας. Τὰ κρίματα αὐτὰ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Πολιτισμός μας, λειτουργικός, δογματικός, ἁγιαστικός, μνημειώδης, συνεχὴς καὶ ἀκατάπαυστος.

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Εὑρισκόμεθα εἰς χῶρον οἰκεῖον, τὸν χῶρον τῶν Καραμανλήδων Ὀρθοδόξων, ὅπου οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας ἐκήρυξαν τὸν Χριστόν «οὕτως, ὥστε πιστεῦσαι Ἰουδαίων τε καὶ Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος» (Πράξ. ιδ΄, 1-2). Συγκίνησις καὶ δέος ἀσφαλῶς διακατέχουν ὅλους ἡμᾶς, ἐὰν ἀναλογισθῶμεν ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς τόπον συνδεδεμένον στενῶς μὲ τὴν Πόλιν καὶ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μὲ δεσμοὺς ἀκαταλύτους, μέχρι τοῦ σημείου εἰς κάθε Πατριαρχικὸν ἑσπερινὸν νὰ μνημονεύωνται οἱ «εὐσεβεῖς Γουρδουνιῶται» καὶ ἡ «Συντεχνία» τους εἰς τὴν Πόλιν, ὡς εὐεργέται τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ χωρίον ἤρχοντο εἰς τὴν Βασιλεύουσαν Πόλιν, τὴν ἕδραν μας, οἱ εὐσεβεῖς Γουρδουνιῶται καὶ ἐπεδίδοντο εἰς τὸ ἐμπόριον καὶ εἰς τὰς τέχνας καὶ ἐδημιούργουν αὐτὸν τὸν λεγόμενον καὶ γνωριζόμενον Ὀρθόδοξον Καραμανλήδικον πολιτισμόν, τὸν ὁποῖον μετουσίωσαν εἰς εὐεργεσίαν πρὸς τὴν Μεγάλην Ἐκκλησίαν καὶ πρὸς τὸ Γένος μας, ὥστε μέχρι σήμερον νὰ προσευχώμεθα δι᾿ αὐτούς. Καὶ ἀπόψε, τοὺς ἀνταποδίδομεν τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὐχαριστίαν καὶ τὴν προσευχήν μας, εἰς τὸν ἰδικόν τους τόπον, εἰς τὸ χωριό τους. Εἰς τὸ χωριὸ αὐτὸ τῶν Γουρδουνιωτῶν, ποὺ ἡ συντεχνία των ἔφερε κάποτε τὸ νερὸ εἰς τὸ Πατριαρχεῖον μας, ἐδέσποζεν ἄλλοτε ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἡ ὁποία καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐπωνυμίαν, ἐκ τοῦ κτήτορος αὐτῆς Γορδηνοῦ, καί, κατ᾿ ἄλλους ἱστορικούς, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἄλλοτε Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γορδίου. 

Καὶ εἶχε ζυμωθῆ τὸ ἦθος τῶν Καππαδοκῶν Γουρδουνιωτῶν μὲ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὰς ἑορτάς της, μὲ τὰς παραδόσεις της, μὲ τοὺς ἁγίους της. Κάθε βράχος ἦτο καὶ ἕνας τόπος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Κάθε Καππαδόκης Γουρδουνιώτης εἶχεν ὄνειρον καὶ τάμα νὰ ἀφιερώσῃ κάτι εἰς τὸν Κύριον: παιδίον-ἱερέα, ναὸν ἢ παρεκκλήσιον, ὡς μαρτυροῦν τὰ πολλὰ παρεκκλήσια τοῦ χωριοῦ αὐτοῦ, ἐκ τῶν ὁποίων ὀνομαστὸν ἦτο τὸ μικρὸν ὑπόγειον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς καὶ τὸ λαξευτὸν τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου. Οἱ Καππαδόκες διακρίνονται διὰ τὴν πίστιν τους τὴν ζωντανήν, τὴν ὁποίαν ἐξέφραζον κυρίως μὲ τὴν ἀνέγερσιν περικαλλῶν Ναῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκπαιδευτηρίων. Ὅπως ὁ Ναὸς αὐτὸς εἰς τὸν ὁποῖον προσευχόμεθα, ὁ ὁποῖος ἀνηγέρθη ταυτοχρόνως μὲ τὸ σχολεῖον τοῦ χωρίου, κατὰ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, εἰς ἀντικατάστασιν παλαιοῦ ὁμωνύμου παρεκκλησίου. Ὑπάρχει ἡ διήγησις ὅτι οἱ ξενιτεμένοι Γουρδουνιῶται, ποὺ ἐδημιούργησαν τὴν συντεχνίαν τους εἰς τὴν Πόλιν, κάθε χρόνο ἔκαναν προσκύνημα εἰς τὸ χωριό τους αὐτό. Ἔφερναν δὲ μαζί τους τὸ τάμα, δηλαδὴ τὸ χρυσὸ φλουρί, ἢ τὴν ἀσημένιαν κανδήλαν, εἰς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου τους. Τὰ κατέθεταν εἰς τὴν εἰκόνα, ἔκαναν τὸν σταυρόν τους καὶ παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀξιώνῃ ὁ Θεὸς νὰ πραγματοποιοῦν κάθε χρόνον τὸ προσκύνημά τους. Αὐτὰ διηγεῖται ὁ τελευταῖος Μητροπολίτης Ἰκονίου Προκόπιος, πρὶν τὴν ἀνταλλαγήν, εἰς τὰ ἀπομνημονεύματά του.

Αὐτὸ τὸ ἔθιμον τῶν ξενιτεμένων Γουρδουνιωτῶν, ἡμεῖς οἱ μὴ Γουρδουνιῶται, ἤλθαμε νὰ πραγματοποιήσωμεν ἀπόψε σὰν χρέος εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς προγόνους μας ἐκείνους, ποὺ διετήρησαν τὸ κανδῆλι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀκοίμητον, καὶ μᾶς τὸ παρέδωκαν ὡς ζωῆς εὐεργεσίαν. Ἤλθαμε νὰ τοὺς ἀνάψωμεν τὸ κερί μας, νὰ προσευχηθοῦμε δι᾿ αὐτούς, νὰ τοὺς ποῦμε ὅτι δὲν τοὺς ξεχνᾶμε, ὅτι μόλις οἱ καιροὶ καὶ αἱ περιστάσεις μᾶς τὸ ἐπέτρεψαν, εἴμεθα πάλι κοντά τους, ἕνα σῶμα, μία ψυχή, μία Ἐκκλησία, καὶ νὰ προσφέρωμεν εἰς τοὺς ἀειμνήστους Γουρδουνιώτας ποὺ ἐθυσιάσθησαν ἐδῶ, ἡμεῖς ὅλοι ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ συνοδοί του, τὴν καρδιάν μας.

Πατέρες καὶ ἀδελφοί,

Εὑρισκόμεθα εἰς τὴν Καππαδοκικὴν γῆν, εἰς τὰ ἐρείπια τῶν ἱερῶν της Ναῶν, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι λαξευμένοι εἰς τοὺς λιθίνους ὄγκους της, καὶ μαρτυροῦν τὸν καρπόν, ὄχι τὸν πρόσκαιρον καὶ τὸν παρερχόμενον καὶ τὸν μεταβαλλόμενον εἰς ἐρείπια λήθης, λησμονιᾶς δηλαδή, ἀλλὰ τὸν καρπὸν τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς ἀσκήσεως τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τὸν πύργον τῆς αἰωνιότητος. Τὸν καρπὸν αὐτὸν τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἁγιότητος τῶν Γουρδουνιωτῶν καὶ γενικῶς τῶν Καππαδοκῶν τιμῶμεν. Εἰς τὸν ἑσπερινὸν αὐτὸν στρατευομένη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, παρελθὸν καὶ παρόν, ἑνούμεθα εἰς τὴν ὑπέρχρονον Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀναφέρομεν ἅπαντες ἀπὸ κοινοῦ τὸν αἶνον καὶ τὴν δοξολογίαν εἰς τὸν Δημιουργόν, Προνοητὴν καὶ Σωτῆρα μας, εἰς τὰς παντοδυνάμους χεῖρας τοῦ Ὁποίου ἀναθέτομεν μὲ ἐμπιστοσύνην τὸ μέλλον καὶ τοῦ τόπου τούτου, τὴν ἔκβασιν τοῦ πόνου καὶ τῶν στεναγμῶν γενεῶν καὶ γενεῶν ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ μέχρι τῶν ἐσχάτων.

Λοιπόν, ἀδελφοί, «ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν καὶ ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν», κρατοῦμε ἀναμμένη τὴν λαμπάδα καὶ τὴν κανδήλα τῆς Ἀναστάσεως ἐν Καππαδοκίᾳ ἀπόψε, αὔριον ἐν Ἀνακού, μεθαύριον πάλιν ἐν Κωνσταντινουπόλει, καὶ πάντοτε ἐν ἁπάσῃ τῇ δεσποτείᾳ Κυρίου, καί, ἐν τέλει, εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, «δῶρον πλέκοντες ὕμνον εὐχαριστίας» τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸν αἰῶνα. Ἀμήν.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Για το βιβλίο του Θεοδόση Πυλαρινού ''Ιάκωβος Πολυλάς. Τα Κριτικά κείμενα'' (εκδ. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2015)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός στον «Πρόλογό» του, η έκδοση των Κριτικών Κειμένων του Ιάκωβου Πολυλά, οφείλεται στην ευτυχή συγκυρία της ανάληψης της θέσης του Γενικού φιλολογικού επόπτη του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, από τον Γιάννη Παπακώστα, ο οποίος είχε προγραμματίσει την έκδοση σημαντικών κριτικών και θεωρητικών έργων της Νεοελληνικής φιλολογίας του 19ου αιώνα, μεταξύ των οποίων είχε θέση και ο αξιόλογος Κερκυραίος κριτικός και εκδότης του Διονυσίου Σολωμού.

Ο Πυλαρινός έχει μακρά ενασχόληση με την Επτανησιακή Σχολή και ο Πολυλάς ήταν ο κρίκος που έλειπε από τους πρωτοπόρους της νεοελληνικής σκέψης του 19ου αιώνα, που ήδη είχε εκδώσει το Ίδρυμα. Όπως επισημαίνει ο Πυλαρινός, ο Πολυλάς ανήκει στους θεμελιωτές της Νεοελληνικής κριτικής, με σημείο αναφοράς τα «Προλεγόμενα» στα Ευρισκόμενα του Σολωμού, καθώς και τη μελέτη του Η φιλολογική μας γλώσσα, για να παραμείνει στα δύο πιο αντιπροσωπευτικά του έργα. Είναι, επίσης, ο «θεμελιωτής των σολωμικών μελετών», ο «πρώτος συστηματικός κριτικός του εθνικού μας ποιητή», του οποίου ανέδειξε το «εμβληματικό για τα νεοελληνικά μας γράμματα έργο», το οποίο, αν μη ο Πολυλάς «ενδεχομένως να μην είχε την αποδοχή που του επεφύλαξε ο χρόνος». Επίσης ο Πυλαρινός τονίζει ότι ο Πολυλάς ήταν οξυδερκής θεωρητικός της λογοτεχνίας, εμβριθής φιλόλογος, πρωτοπόρος μεταφραστής και έθεσε τις βάσεις επί της οποίας στηρίχτηκε ολόκληρη η Επτανησιακή φιλολογία.

Ο τόμος, λοιπόν, τετρακοσίων πενήντα σελίδων, περιλαμβάνει, πέραν του «Προλόγου», εκτεταμένη και πλήρως κατατοπιστική «Εισαγωγή», η οποία περιλαμβάνει τη «ζωή και την προσωπικότητα του Πολυλά», καθώς και «Τα κριτικά κείμενα». Ακολουθεί η «Επιλογή Βιβλιογραφίας» και έπειτα, το εκτεταμένο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στις μελέτες, από τις οποίες δειγματοληπτικά αναφέρω την «Μελέτη εις την Τρικυμία» του Σαίξπηρ, «Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σπ. Ζαμπελίου», «Απάντησις ενός τσαγκαρόπουλου εις την επιστολήν του Αρ. Βαλαωρίτου, «μελέτη εις τον Αμλέτον», «Κριτική των ειδώλων του Εμμ. Ροΐδη», «Περί γλώσσης», «Νεκρολόγημα στο θάνατο του Σολωμού», και άλλα ειδικού και μεγάλου ενδιαφέροντος κείμενα. Επίσης συμπεριλαμβάνεται το «Παράστημα» Ι, με τα «Περί των εν Κερκύρα εκπαιδευτηρίων» και «Τα πανεπιστημιακά» και το «Παράρτημα» ΙΙ, με κείμενα του Κωστή Παλαμά, του Γεώργιου Καλοσγούρου, Γεράσιμου Μαρκορά, Λορέντσου Μαβίλη, το «Πρόγραμμα της τελετής της Εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου», «Ο ανδριάς του ιερομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄» και άλλα επίσης πολύ σημαντικά.

Στα διεξοδικώς καταγεγραμμένα από τον Πυλαρινό βιογραφικά στοιχεία διαβάζουμε ότι ο Πολυλάς είχε βυζαντινές ρίζες. Οι πρόγονοί του ήταν ευγενικής καταγωγής, που ήρθαν μετά την Άλωση από την Κωνσταντινούπολη στην Κέρκυρα. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Σπυρίδων Μάρκου Πολυλάς και μητέρα του η κόρη του κόμη Νικολάου Βούλγαρη, γυναίκα με παιδεία και μουσική καλλιέργεια. Γεννήθηκε το 1825 και πέθανε το 1896. Το 1834 γνώρισε τον Σολωμό, με τον οποίο η οικογένεια είχε φιλικές σχέσεις. Γνώριζε την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα, την ιταλική, γαλλική, αγγλική και γερμανική, η οποία καθόρισε και την ιδεολογική του συγκρότηση. Το 1855 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη μετάφραση της Τρικυμίας του Σαίξπηρ, το 1859 αναδείχτηκε το κριτικό του πνεύμα με τα «Προλεγόμενα» στα Ευρισκόμενα του Σολωμού. Ο Πολυλάς υπήρξε μαχητικός δημοσιογράφος με στόχο την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, μετριοπαθής ενωτικός, βουλευτής, αρχικά, με το κόμμα του Χαριλάου Τρικούπη, συγγραφέας τριών διηγημάτων, το 1875-1881 προχώρησε στην τμηματική έκδοση της μετάφρασης της Οδύσσειας και το 1882 στη μετάφραση της Ιλιάδας. Θεωρήθηκε «απόστολος» του εθνικού ποιητή, στον κύκλο του οποίου ανατράφηκε.

Ο Πυλαρινός διακρίνει τρεις άξονες στο έργο του Πολυλά: α) προβολή του σολωμικού έργου και ιδεώδους. β) μετριοπαθής στάση στο γλωσσικό. γ) μεταφραστική παραγωγή, τεκμηριωμένη και με θεωρητικά κείμενα. Στα κείμενα του, τονίζει ο καθηγητής, αντικατοπτρίζεται η «πολύπλευρη προσωπικότητά του», της οποίας κύρια μέριμνα ήταν η «ευρεία μετάδοση του πολιτιστικού αγαθού», πράγμα που επεχείρησε μέσα από τα άρθρα του στον τύπο και τις λαϊκές διδασκαλίες του στο σύλλογο «Αναγέννησις». Ήταν σημαντική η παρέμβασή του στη διαμόρφωση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας, αποφεύγοντας τις υπερβολές και τον εριστικό τρόπο» του Ψυχάρη. Γενικώς, έχαιρε μεγίστης εκτιμήσεως από τους συγχρόνους του για τη «λατρεία της ιδέας», για τη «φιλολογική του θέση», για «όλο το πλάτος της ενέργειάς του, και ’ς την πολιτική και ιδιωτική ζωή του».

Στα γνωρίσματα της Επτανησιακής Σχολής, λέει ο Πυλαρινός, είναι και η μεταφορά στην ελληνική γλώσσα ευρωπαϊκών έργων (όπως και η Τρικυμία του Σαίξπηρ που ήδη αναφέραμε), για εκπαιδευτικό σκοπό και για την καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας. Το αυτό και η μεταγλώττιση στα νέα ελληνικά κλασικών έργων της αρχαιότητας. Τα «Προλεγόμενα», αξιολογεί ο Πυλαρινός, ότι «λειτούργησαν ως έργο κλειδί» που «συνιστά ένα από σημαντικότερα κριτικά κείμενα του 19ου αιώνα», γιατί πέραν των άλλων (διάσωση, ερμηνεία και διάδοση του σολωμικού έργου, σοφές απόψεις, έγκυρο βιογραφικό υλικό, ψυχογραφική εικόνα του ποιητή) διέγραψε τις προοπτικές και της μετέπειτα πορείας της νεοελληνικής κριτικής. Η αντοχή της στο χρόνο, παρά τις πολλές μελέτες που γράφτηκαν στη συνέχεια, μαρτυρεί την αξία της.

Η «Εισαγωγή» του Πυλαρινού, μελέτημα ενδελεχούς έρευνας, περιλαμβάνει στοιχεία της προσωπικότητας του Πολυλά συνδυασμένα με την προσωπικότητα του Σολωμού, τη μελέτη της γλώσσας, τις οικογενειακές περιπέτειες και την περίφημη δίκη, τα «ημιτελή έργα» του Σολωμού, τη σχέση του ποιητή με τη φύση, την ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία. Ο Πολυλάς, θα «επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στον ιδεαλισμό του Σολωμού» και στην υψηλή ιδέα του «ότι η ψυχή του αληθινού ποιήματος πρέπει να είναι η νίκη του λόγου απάνου εις την δύναμι των αισθήσεων». Θα ασχοληθεί με την «ωραιότητα της μορφής», τις «στιχουργικές καινοτομίες», την επιλογή του ανομοιοκατάληκτου στίχου. Και επειδή βρίσκεται κοντά στον ποιητή γνωρίζει και την «κατιούσα διαδρομή» σώματος και πνεύματος. Οι καταγραφές του για το θάνατο του ποιητή διακρίνονταν από «λιτότητα, σοβαρότητα και σεβασμό, αποφεύγοντας εγκώμια, επαίνους και αγιοποιήσεις».

Ακολουθούν οι άλλες μελέτες με εξαιρετικό ενδιαφέρον επίσης, καθώς και τα κείμενα του Παλαμά και του Καλοσγούρου, τα ποιήματα του Παλαμά, του Μαρκορά και του Μαβίλη για τον Πολυλά, σατιρικά ποιήματα, φωτογραφικό παράρτημα με το εξώφυλλο των Ευρισκομένων και των εφημερίδων: Η Αναγέννησις, Ο Κώδων και Ρήγας Φεραίος.

Ο αναγνώστης, διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου έχει την αίσθηση ότι ο Πυλαρινός κάνει για τον Πολυλά αυτό που κάνει ο Πολυλάς για τον Σολωμό. Σαν να έχει από εκείνον παραλάβει τη σκυτάλη στη γέννηση αυτού του πολλαπλά σημαντικού βιβλίου, για τη φιλολογική έρευνα και για τον μελετητή, κατ’ επάγγελμα ή «ερασιτέχνη», με τη σημασία που ο ίδιος ο Πολυλάς έδινε στη λέξη.

Related Posts with Thumbnails