© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΝΑΟ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΦΛΙΟΥ]

Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου
κατὰ τὴν Δοξολογίαν εἰς τὸν Ἱερὸν Μητροπολιτικὸν Ναὸν Ἁγίου Γεωργίου Σουφλίου

(21 Σεπτεμβρίου 2014)

Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Σερρῶν καὶ Νιγρίτης κύριε Θεολόγε, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρίου Ἱερωνύμου καὶ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καὶ Σουφλίου κύριε Δαμασκηνέ, Ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας,
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐντιμότατε κύριε Δήμαρχε,
Ἐξοχώτατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,
Τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Μὲ αἰσθήματα δοξολογίας πρὸς τὸν ἐν Τριάδι προσκυνούμενον Θεὸν τῶν πατέρων μας, ἐρχόμενοι ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσαν Πόλιν εἰς τὴν πόλιν σας, κομίζομεν πρὸς πάντας τοὺς ἐν αὐτῇ κατοικοῦντας τὴν εἰρήνην καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, λέγοντες: ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ, καλῶς σᾶς ηὕραμεν.

Εὑρισκόμενοι μέσα εἰς πλείστας ὅσας διοικητικὰς εὐθύνας καὶ μερίμνας Πατριαρχικάς, μεγάλην εὐλογίαν θεωροῦμεν νὰ ἐπισκεπτώμεθα ἑκάστοτε εὐλογημένους ἀδελφοὺς ἐν Πνεύματι, καὶ νὰ ἀνανεώνωμεν τὰς δυνάμεις μας πρὸς συνέχισιν τοῦ πολυευθύνου ἔργου τῆς Οἰκουμενικῆς Πατριαρχίας.

Μάλιστα δέ, ἔτι περισσότερον συγκινούμεθα καὶ ἐνισχυόμεθα, ὅταν συναντῶμεν Χριστιανοὺς μὲ βαθεῖαν καὶ πηγαίαν εὐλάβειαν καὶ παραδοσιακὴν ἀφοσίωσιν πρὸς τὴν Μητέρα μας Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως εἶσθε σεῖς ὁ ἠγαπημένος λαὸς τῆς εὐλογημένης αὐτῆς πόλεως, οἱ φιλοπρόοδοι Σουφλιῶται, μὲ τὴν μεγάλην παράδοσιν εἰς τὴν παιδείαν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν περίφημον καλλιέργειαν τῆς μετάξης.

Χαίρομεν διότι εὑρισκόμεθα σήμερον εἰς τὸν περίλαμπρον τοῦτον ναὸν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μνημεῖον εὐσεβείας τῶν προγόνων σας, μὲ τὸ περίτεχνον τέμπλον, τὸ ὁποῖον μαρτυρεῖ τὸ ὑψηλὸν ἐπίπεδον τοῦ καλλιτέχνου, ἀντάξιον τῆς εὐπρεπείας τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου. Συγχρόνως, ὁ ναὸς βεβαιώνει ὅτι οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλεως πάντοτε ἐπεδίωκαν ὅ,τι καλλίτερον διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἐφρόντιζον νὰ φέρουν τοὺς ἐπιδεξιωτέρους τεχνίτας ὥστε νὰ προσφέρουν εἰς τὸν Θεὸν δῶρα τέλεια καὶ θυσίας ἀμώμους.

Εἶχαν δὲ πάντοτε οἱ φιλότιμοι καὶ φιλόπονοι Σουφλιῶται, οἱ μετὰ προσωπικοῦ μόχθου ἀνεγείραντες τὸν ναὸν αὐτόν, ὅπως καὶ τὸν ἕτερον τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἐστραμμένον τὸ βλέμμα των εἰς τὴν κοινὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀποστολου Ἀνδρέου, τὸ ὑπέρλαμπρον φῶς τῆς ὁποίας ἐπὶ δύο περίπου χιλιετηρίδας φωτίζει τὴν οἰκουμένην. Καὶ εἶναι τὸ φῶς της ἀνέσπερον, ἐπειδὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ φωτός, τὸν Κύριον Ἰησοῦν, ὁ Ὁποῖος σκορπίζει ἀφειδῶς αὐτὸ τὸ φῶς τῆς σωτηρίας καὶ πρὸς δικαίους καὶ πρὸς ἀδίκους, καὶ πρὸς πιστοὺς καὶ πρὸς ἀπίστους, καὶ πρὸς πλουσίους καὶ πρὸς πτωχούς, διότι θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἑκκλησία μας, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, ἑδράζεται ἐν τῷ Τιμίῳ Αἵματι τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦτο ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴν ἐλπίδα πάντων ἡμῶν τῶν εἰς Χριστὸν βαπτισθέντων καὶ εἰς Αὐτὸν στηριζόντων τὴν πορείαν τῆς ζωῆς μας, ἰδιαιτέρως μάλιστα κατὰ τὴν παροῦσαν δυσχερῆ περίοδον τῆς γενικῆς κρίσεως, ὅταν πλέον ὅλαι αἱ ἀνθρώπιναι ἐλπίδες διαψεύδονται, ἀκοαὶ δὲ πολέμων συνεχῶς φθάνουν εἰς τὰ ὦτα μας καὶ διωγμοὶ κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως μαίνονται. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διακρατεῖ εἰς τὴν στοργικὴν ἀγκάλην της, ἀγκάλην αἰωνιότητος καὶ σωτηρίας, καὶ παρέχει τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ προσδοκωμένη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδα. Διότι διὰ τὸν Θεὸν δὲν ὑπάρχει ἀδιέξοδον ἀλλὰ τὰ πάντα οἰκονομεῖ πρὸς τὸ συμφέρον τῆς σωτηρίας μας. Καὶ ὅταν διαπιστώσῃ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιαν καὶ ἐπιστροφήν μας εἰς Αὐτόν, θὰ πετάξῃ κάθε ράβδον, τὴν ὁποίαν χρησιμοποιεῖ πρὸς παιδαγωγίαν.

Εἴμεθα ὄντως εὐεργετημένοι ἀπὸ τὸν Θεὸν, διότι μᾶς ἐξέλεξε καὶ ἐτίμησε νὰ μᾶς καταστήσῃ τίμια μέλη τοῦ Σώματος Αὐτοῦ, συμπολίτας τῶν Ἁγίων καὶ οἰκείους Αὐτοῦ, παραχωρήσας τὸ δικαίωμα τῆς συμμετοχῆς μας εἰς τὴν ζωὴν τῆς θεογνωσίας καὶ θεώσεως ἐν τῇ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας.

Διὰ τοῦτο μείνατε πιστοὶ εἰς τὰς παραδόσεις αὐτῆς, καὶ διατηρήσατέ την ὡς κέντρον τῆς ζωῆς σας, ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τῶν ἀγαπητῶν κληρικῶν τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι καλύπτουν τὰς πνευματικὰς καὶ λατρευτικάς σας ἀνάγκας μὲ θεῖον ζῆλον καὶ πιστότητα.

Μνημονεύομεν τὴν ὥραν αὐτὴν τῶν ψυχῶν τῶν προαναπαυσαμένων Μητροπολιτῶν τῆς προσωρινῶς συσταθείσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σουφλίου, τοῦ ἀπὸ Παραμυθίας καὶ Φιλιατῶν Νεοφύτου καὶ τοῦ ἀπὸ Ἰκαρίας Ἰωακείμ, οἱ ὁποῖοι ἠγάπησαν τὴν πόλιν σας, ἀφῆκαν ἕνα σημαντικώτατον φιλανθρωπικὸν καὶ κοινωφελὲς ἔργον, ἐφρόντισαν διὰ τὴν στέγασιν καὶ διατροφὴν τοῦ πλήθους τῶν προσφύγων οἱ ὁποῖοι συνέρρευσαν εἰς τὴν πόλιν σας μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴν τῶν πληθυσμῶν, ἐδημιούργησαν θρησκευτικοὺς καὶ κοινωφελεῖς συλλόγους, ἐμόχθησαν διὰ τὴν ἐν Χριστῷ οἰκοδομὴν τοῦ λαοῦ.

Μνημονεύομεν ὡσαύτως τῆς ψυχῆς τοῦ μακαριστοῦ Ἰβηρίτου Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Στογιάννου, ὁ ὁποῖος ἐκ τῆς θέσεώς του ὡς ἐφημερίου τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου εἰργάσθη ἀόκνως διὰ τὴν πνευματικὴν προκοπὴν τοῦ τόπου σας, ἀνήγειρε καὶ ἐξωράϊσε ναοὺς καὶ μονάς, ἐσπούδασε νέους, ἐκαλλιέργησε τὴν ἱερὰν ψαλμῳδίαν, ἐπεδόθη εἰς ἔργα εὐποιΐας καὶ φιλανθρωπίας.

Εἶναι δὲ εὐχάριστος ἡ διαπίστωσις ὅτι σήμερον ὁ λαὸς τοῦ Σουφλίου συνεχίζει νὰ περιβάλλῃ μὲ τὴν ἀγάπην του τὸ πλησιόχωρον Μετόχιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων, ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Παναγίας Πορταϊτίσσης, τὸ ὁποῖον ὁ θεοφιλὴς ἐκεῖνος λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου π. Σπυρίδων ἀνώρθωσεν ἐξ ἐρειπίων μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ μόχθου. Τὴν ἀγάπην σας διερμηνεύει ἡ ἔμπρακτος πρὸς αὐτὸ συμπαράστασις τοῦ ἀξιοτίμου κυρίου Δημάρχου τῆς πόλεως, παραλλήλως μὲ τὴν στήριξιν τοῦ ἔργου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, διὸ καὶ εὐχόμεθα πλουσίαν τὴν ἀντίδοσιν τοῦ Κυρίου, ταῖς πρεσβείαις τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Πορταϊτίσσης.

Ταῦτα πάντα μαρτυροῦν τὸ φιλομόναχον τῶν Σουφλιωτῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἑβριτῶν ἐν γένει, οἱ ὁποῖοι πολλὰ τέκνα των ἔχουν προσφέρει εἰς τὸν μοναχισμόν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας.
Τώρα ἔχετε τὴν εὐλογίαν νὰ ποιμαίνῃ τὴν Ἱερὰν Μητρόπολίν σας ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργός μας κύριος Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος καθημερινῶς προσφέρει ὅλας τὰς δυνάμεις του διὰ τὴν πρόοδόν της, τὴν κατάρτισιν καὶ τὸν ἁγιασμὸν τοῦ ποιμνίου του.

Εὐχαριστοῦντες καὶ πάλιν διὰ τὴν γενομένην παλλαϊκὴν ὑποδοχὴν καὶ τιμητικὴν ξενίαν, ὑψοῦμεν χεῖρας δεητικὰς πρὸς Κύριον καὶ ἀπονέμομεν εἰς ὅλους σας τὴν πατρικὴν εὐλογίαν τῆς ἡμῶν Μετριότητος, εὐλογίαν αὐτῆς ταύτης τῆς Μητρὸς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὑπὲρ τῆς ὁποίας καὶ τοῦ ταπεινοῦ Πατριάρχου αὐτῆς ἐξαιτούμεθα πάντοτε τὰς προσευχάς σας.
Ἀντὶ δὲ ἄλλων εὐχῶν, κλείομεν τὴν προσφώνησίν μας, παραφράζοντες τὸν ὕμνον τῆς πόλεώς σας:

Τὸ Σουφλὶ νὰ ζῇ πάντοτε εὐτυχισμένο στὴν ἀγκαλιὰ τῆς πατρίδος του:
«νὰ ζῇ καὶ νὰ ἀφήνῃ
μιὰν ἀθάνατη μοσχοβολιά.
Μὲ καινούρια μιὰ πνοὴ
μὲ χαρούμενη ζωὴ
στῆς εἰρήνης τὴ γλυκειὰ ἀγκαλιά,
μὲ ἀγάπη ποὺ σκορπάει τὰ σκοτάδια»
Καὶ οἱ κάτοικοί του νὰ σκορπίζουν
«τ᾿ ἀνέσπερο φῶς
σὲ νέο καντήλι,
μὲ τὴν ψυχὴ Ὡραία Πύλη,
καὶ τὸν κόσμο ὅλο ἀδελφό».

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἠγαπημένοι, ὁ Θεὸς νὰ εἶναι πάντοτε μαζί σας.

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΙ]

Χαιρετισμὸς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου
κατὰ τὴν Ὑποδοχὴν Αὐτοῦ εἰς τὴν Κεντρικὴν Πλατεῖαν τοῦ Σουφλίου

(21 Σεπτεμβρίου 2014)

Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Σερρῶν καὶ Νιγρίτης κύριε Θεολόγε, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρίου Ἱερωνύμου καὶ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καὶ Σουφλίου κύριε Δαμασκηνέ, Ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας,
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐντιμότατε κύριε Δήμαρχε,
Ἐξοχώτατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,
Τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἀπὸ χαρᾶς εἰς χαρὰν καὶ ἀπὸ συγκινήσεως εἰς συγκίνησιν μεταβαίνοντες σήμερον, ὅσον προχωροῦμεν πρὸς τὰ νότια τοῦ εὐλογημένου τούτου Νομοῦ καὶ συναντῶμεν περισσοτέρους Ἑβρίτας, διαπιστώνομεν ὅτι ὅλοι σας φέρετε ἐμφανῆ τὰ σημεῖα τῆς πατρῴας εὐσεβείας χαραγμένα ἐπὶ τῶν τιμίων προσώπων σας• ἀλλὰ καὶ ὁ τόπος σας εἶναι πλουτισμένος μὲ τοὺς θαυμασίους ἐνοριακοὺς ναούς, τὰς Ἱερὰς Μονάς, ὡς αἱ πλησιόχωροι Μοναὶ Παναγίας Πορταϊτίσσης Κορνοφωλεᾶς καὶ Ζωοδόχου Πηγῆς Δαδιᾶς, καὶ τὰ γραφικώτατα ἐκκλησίδια, ὅπως τὸ ἐπιστέφον τὴν πόλιν σας ἐξωκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἠλιού.

Πλὴν ὅμως, ὅλος ὁ πλοῦτος τοῦ Σουφλίου εἶσθε ἐσεῖς, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὰ καὶ θεοευλόγητα, οἱ παραμένοντες εἰς τὸν ἀκριτικὸν τοῦτον χῶρον, χῶρον, ποτισμένον μὲ τοὺς ἱδρῶτας τῶν μακαρίων προγόνων σας καὶ μὲ τὰ ἅγια αἵματα μαρτύρων τῆς πίστεως καὶ τοῦ Γένους.

Λοιπόν, καλῶς σᾶς εὑρίσκομεν ἐδῶ εἰς τὸ Σουφλί, μαζὶ μὲ τοὺς τιμίους συνοδούς μας, μεταφέροντες εἰς ἕνα ἕκαστον τὴν εὐλογίαν τῆς μαρτυρικῆς καὶ Ἁγιωτάτης Μητρὸς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ ἡμῶν προσωπικῶς τοῦ ταπεινοῦ Πατριάρχου σας.

Ἡ ἐπίσκεψίς μας αὐτὴ ἐκπληρώνει ἕνα παλαιὸν πόθον μας νὰ γνωρίσωμεν ἐγγύτερον τὴν εὐλογημένην γῆν τῆς Θρᾴκης, τὴν φυσικὴν περιφέρειαν τῆς ἕδρας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Καὶ ἰδού: ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ μᾶς ὁδηγεῖ σήμερα εἰς τὴν πόλιν τῆς μετάξης, διακρινομένην διὰ τὸ φιλοπρόοδον τῶν κατοίκων της, τὴν ἐργατικότητα καὶ ἐπιμέλειάν των, τὴν ὁποίαν ἤδη ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς συστάσεώς της ἀνέδειξαν εἰς πρότυπον καὶ ὑπόδειγμα χριστιανικῆς ζωῆς καὶ Ρωμαίηκης παραδόσεως.

Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, διὰ Πατριαρχικοῦ καὶ Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ ἀοιδίμου προκατόχου μας Πατριάρχου Γρηγορίου Ζ΄, πρὸ ἐνενήκοντα ἐτῶν ἐτίμησεν αὐτὴν ἰδιαιτέρως, ἀποδώσασα προσωρινῶς τὴν ἀξίαν τῆς Μητροπόλεως ἐπὶ διάστημα δέκα περίπου ἐτῶν.

Οἱ κάτοικοι τοῦ Σουφλίου διατηροῦσαν πάντοτε ἓν ἀρχοντικὸν καὶ εὐπρεπὲς ἦθος, βασικὸν δὲ μέλημά των ἦτο ἡ πνευματική των καλλιέργεια. Διὰ τοῦτο ἰδιαιτέρως ἀνέπτυξαν τὴν παιδείαν καὶ τὰ γράμματα, διακριθέντες διὰ τὴν ἐπίδοσίν των εἰς τὸν τομέα αὐτόν. Ἀσφαλῶς, εἰς τὴν διαμόρφωσιν αὐτοῦ τοῦ ξεχωριστοῦ ἤθους σημαντικὸν ρόλον ἔπαιξεν ἡ γειτνίασις τῆς πόλεώς σας πρὸς τὴν ἕδραν τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐκ τῆς ὁποίας ὁ ἀνεπανάληπτος βυζαντινὸς πολιτισμός μας, πολιτισμὸς χριστοκεντρικὸς καὶ ὄχι οὑμανιστικός, ὁ ὁποῖος ἐξακτινοῦτο καὶ ἐξηπλοῦτο ἀπὸ τὸ κέντρον εἰς τὴν περιφέρειαν.

Τὸ Σουφλί ἦτο ἐκ τῶν πρώτων πόλεων, αἱ ὁποῖαι ἐδέχοντο τὰς ζωηφόρους ἀκτῖνας τοῦ ἠλίου τῆς Βασιλευούσης, ἱκανὰς νὰ διώκουν τὸ ψῦχος καὶ τὸ σκότος τῶν καρδιῶν κατὰ τοὺς δριμεῖς ἱστορικοὺς χειμῶνας τοὺς ὁποίους διῆλθεν ἡ περιοχὴ αὐτή, καὶ νὰ φέρουν εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἐνταῦθα πιστῶν τὸ φῶς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναπαύονται σήμερα πλῆθος ψυχῶν τῶν προαναπαυσαμένων συμπολιτῶν σας.

Εἰς τὸ πλούσιον πνευματικῶς περιβάλλον τῆς περιοχῆς σας ἡ Ἐκκλησία μας κατέχει τὴν κεντρικὴν θέσιν, ζυμωμένη μὲ τὴν ἱστορίαν τοῦ τόπου, ἢ μᾶλλον συμπυκνώνουσα εἰς τὴν λειτουργικὴν πρᾶξιν της τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον της, ὡς ἕνα αἰώνιον παρόν.
Οἱ περικαλλεῖς ἱεροὶ ναοί σας, ὁ τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου καὶ ὁ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, παραμένουν ἀνέπαφοι ἀπὸ τὴν παμφάγον φθορὰν τοῦ χρόνου φάροι φωτός, εἰς τὸ ὁποῖον καθημερινῶς ἠμποροῦν νὰ κοινωνοῦν τὰ τέκνα τῆς πόλεώς σας.

Ἠμποροῦν νὰ κοινωνοῦν, ὅταν ἀσκοῦνται εἰς τὴν πίστιν μὲ τὴν ἀντινομίαν τῆς πίστεως: «γενοῦ τεθνεὼς ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ ζήσῃ μετὰ θάνατον», «καταδίωξον σεαυτὸν καὶ καταδιωχθήσεται ὁ ἐχθρὸς σου ἀπὸ τῆς ἐγγύτητός σου» (Ὁσίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Λόγ. 44, σ. 184 καὶ Λόγ. 30, σ. 127). Αὐτὴ ἡ ἀντινομία τῆς πίστεως ἔκανε τοὺς προγόνους σας νὰ ἀψηφοῦν τὰ πάντα, καὶ τὴν ἰδίαν τὴν ζωήν των, εἰς τοὺς ἀγῶνας των διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν ἐλευθερίαν.

Ὑπάρχει εἰς τὰς ψυχὰς τῶν Θρᾳκῶν σπερματικῶς ἕνας ἱερὸς δεσμὸς μὲ τὸ Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον. Οἱ ἐν Θράκῃ ἀδελφοί μας διψοῦν τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τοῦτο πλησιάζουν πρὸς τὴν Πηγὴν τῆς Ἀληθείας. Καὶ ἡμεῖς, οἱ διακονοῦντες εἰς τὰ Πατριαρχεῖα αἰσθανόμεθα ἐντόνως τὸν δεσμὸν αὐτὸν τῆς ἀγάπης μὲ τὰ ἐν Θρᾴκῃ πνευματικὰ τέκνα μας, ἀπὸ πολλοῦ δὲ καιροῦ συνεχόμεθα ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας νὰ στραφῶμεν πρὸς ἐσᾶς καὶ νὰ σᾶς ὁμιλήσωμεν ὡς πατὴρ καὶ ἀδελφὸς σας. Ἡ κοινὴ πίστις καὶ τὸ κοινὸν πνευματικὸν βίωμα δημοιυργοῦν τοῦτο τὸ βαθὺ αἴσθημα ἑνότητος καὶ κοινωνίας μεταξύ μας, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἐκφρασθῇ μὲ λόγους.

Ἤλθαμε, λοιπόν, ἐδῶ ὑπομιμνῄσκοντες τὴν μακαρίαν πνευματικὴν πατρίδα σας, τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειράν της ἔχει ὡς ἄλλην πνευματικὴν πατρίδα τὸν οὐρανόν, ὅπου εὑρίσκονται τώρα αἱ ψυχαὶ τῶν πολυπληθῶν ἁγίων καὶ δικαίων της. Δυστυχῶς, σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀπώλεσαν τὴν φυσικὴν κατεύθυνσίν των, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸ φῶς τῆς ἀγάπης. Εἰς τὸν κόσμον ὑπερετιμήθησαν τὰ φθαρτὰ καὶ ρευστὰ καὶ παρερχόμενα πράγματα, ἀντὶ τῶν ἀφθάρτων καὶ αἰωνίων. Ἂς ἐπιστρέψωμεν ὅμως, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἠγαπημένα, εἰς τὴν ρίζαν τῆς παραδόσεώς μας, εἰς τὴν πηγὴν τοῦ ζῶντος ὕδατος, διὰ νὰ εὑρεθῶμεν καὶ εὐφρανθῶμεν ὁμοῦ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Εἰς τὴν δυσχερῆ αὐτὴν περίοδον, τὴν ὁποίαν διέρχεται ἡ Ἑλλάς, ὑπάρχει περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην περίστασιν ἀνάγκη ἑνότητος, εἰρήνης, συμπαρατάξεως καὶ ὁμοψυχίας. Καὶ χαίρομεν διότι σᾶς βλέπομεν σήμερα ὅλους ὁμονοοῦντας καὶ ἡνωμένους γύρω ἀπὸ τὸν Πατριάρχην σας.

Σᾶς εὐχαριστοῦμεν δι᾿ ὅλα, διὰ τὴν ὑποδοχήν, τὴν τιμὴν καὶ τὴν ἀγάπην σας. Εὐχόμεθα πλουσίαν τὴν εὐλογίαν τοῦ Κυρίου ἐπὶ πάντας ὑμᾶς τοὺς θεοφιλεῖς Σουφλιώτας, τοὺς ἐνταῦθα φυλάσσοντας ἀκριτικῶς τὸν τόπον σας, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποῦ εὑρίσκονται ἀνὰ τὰ πέρατα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐπικρατείας καὶ τῆς Οἰκουμένης ὅλης.

Ὁ Θεὸς νὰ σᾶς δίδῃ δύναμιν καὶ ἔμπνευσιν, ἅγιε ἀδελφὲ κύριε Δαμασκηνὲ καὶ ἀγαπητὲ κύριε Δήμαρχε, διὰ νὰ ἀγωνίζεσθε μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις σας διὰ τὴν ὠφέλειαν καὶ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ λαοῦ τῆς ὡραίας ἀκριτικῆς αὐτῆς πόλεως. Ἀμήν.

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Η ποιητική ουσία ενός θεατρικού κόσμου η έγνοια μας {2ο}

Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς, αλλά αυτή που  θυμάται για να τη διηγηθεί
Γκαμπριέλ  Γκαρσία  Μάρκες

Γράφει ο ΤΑΚΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΣ
    
         ΜΕΡΟΣ  Β’

Όπως αναφέραμε, μεταξύ άλλων, στον πρόλογο της ανάρτησης του Α’ ΜΕΡΟΥΣ  αυτού του άρθρου μας τον περασμένο Ιούλιο, θεωρούμε αναγκαίο να επαναλάβουμε εισαγωγικά το λόγο για τον οποίο  δημοσιοποιούμε ένα μέρος της συγκίνηση μας για την  ποιητική ουσία ενός θεατρικού κόσμου,  τον οποίο  στο διάβα της ζωής μας  είχαμε την τύχη να συναντήσουμε. Με τη γραφή, που παραμένει ένας  τόσος αναγκαίος  σε εμάς δίαυλος ανθρώπινης επικοινωνίας,  επαναφέρουμε  και καταγράφουμε  μνήμες, διατηρούμε ζωντανές τις συγκινήσεις και  την ελπίδα  να κοιτάξουμε στα μάτια την «αιωνιότητα της σιωπής», όταν  ήθελε  μας συναντήσει.    
     Παρουσιάζοντας  σε συνέχειες  αυτή τη γραφή για το θέατρο  εκφράζουμε ευχαριστίες και πάλι  εκ των προτέρων στους ειδικούς,  για την ανοχή και για τα δάνεια που μας προσφέρουν, συνηγορώντας με το ήθος και τα λόγια του Βιζυηνού: ‘’Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον…’’

Ο Λίνος Καρζής.
Παράλληλα,  λοιπόν, με αυτά που περιγράψαμε στο πρώτο μέρος  της εργασίας μας, ζήσαμε  και τον απόηχο της «ελληνικής παράδοσης» στη σκηνοθεσία του αρχαίου δράματος από τη λεγόμενη «σχολή του Εθνικού θεάτρου».  Αυτή ξεκινάει στις αρχές του αιώνα,  κυρίως με τους Φώτο Πολίτη,  Δημήτρη Ροντήρη, ζεύγος Σικελιανού και αργότερα  με το Λίνο Καρζή. Οι ίδιοι παρ’ όλο που φέρουν μέσα τους την αρχική πλούσια ευρωπαϊκή παράδοση αποτελούν την «αρχέτυπη» Ελληνική εκδοχή στην κλασική σκηνοθετική ερμηνεία  του αρχαίου δράματος.  Η επίδρασή της φτάνει ζωντανή μέχρι τα φοιτητικά μας χρόνια τη δεκαετία του ’70.  Κλείνει τον κύκλο της λίγο αργότερα, κυρίως  με τις  παραστάσεις, του Αλέξη Σολομού και του Αλέξη Μινωτή. Πράγματι, βρεθήκαμε και εμείς θεατές, στην παράσταση  του «Προμηθέα δεσμώτη» την οποία ανέβασε το «Ελληνικό Λαϊκό θέατρο» και σκηνοθέτησε ο Αλέξης Σολομός το καλοκαίρι του 1977. Την καλλιτεχνική αυτήν εταιρεία ίδρυσε ο Μάνος Κατράκης το 1955 και είναι η πρώτη τραγωδία  που η εταιρεία αυτή ανέβασε. 


Ο Προμηθέας, ο οποίος  στην τραγωδία αυτή κλέβει τη φωτιά από τους θεούς για να τη δώσει στους ανθρώπους,  οδηγείται στο μαρτύριο από την εξουσία του Δία. Ο δεσμώτης,  ευεργέτης της ανθρωπότητας και ήρωας του πνεύματος, αντλεί τη  δύναμη  και το κουράγιο του απέναντι σε αυτή την άδικη και πανίσχυρη εξουσία, από τη συναίσθηση του χρέους και της υψηλής  προσφοράς του. 

Το να επιλέξει λοιπόν  αυτό το έργο ο Μάνος Κατράκης το βρίσκουμε απολύτως φυσιολογικό.  Είναι  και ο ίδιος καλλιτέχνης που πέρασε τη ζωή του αγωνιζόμενος για τα δίκαια του λαού του,  μέσα από τις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος, πληρώνοντας  φυσικά το ακριβό τίμημα.  Το «Ελληνικό Λαϊκό θέατρο», όπως ο ιδρυτής του  αναφέρει: «μετά από μια εικοσαετία δυσκολιών, αντιξοοτήτων και κατατρεγμών, συνεχίζει να αγωνίζεται αβοήθητο για την επιστροφή στις ρίζες των παραδόσεων του Λαού μας». 

Παραθετικά, αξίζει  να ανασύρουμε στη μνήμη μας και άλλες  σημαδιακές παραστάσεις που το «Ελληνικό Λαϊκό θέατρο» ανέβασε σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη στο θέατρο «Μπροντγουαίη» αυτή τη φορά. Ήταν  το θεατρικό  έργο «Ντα», του Ιρλανδού Χιούζ Λέοναρντ το 1978. Σε αυτή τη μελαγχολική κωμωδία ο Μάνος Κατράκης ερμήνευε εκπληκτικά τον ρόλο του  φτωχού κηπουρού πατέρα. Θα διακινδυνεύσουμε μια  υπερβολή: ναι, τον Κατράκη  στη θύμηση μας τον ταυτίζουμε με αυτόν το ρόλο.  Ποιος άλλος, όπως ελέχθη θα μπορούσε να φέρει, ολόκληρο το «αθέλητο χιούμορ μιας λαϊκής θυμοσοφίας» επί σκηνής;

Την ίδια χρονιά, το 1978,  είδαμε το  έργο «Οι τελευταίοι» του Μαξίμ Γκόρκι όπου πρωταγωνιστούσαν,  με έξοχες ερμηνείες, οι Κατράκης, Χέλμη, Φυσσούν, Καλαβρούζος. Η δράση του έργου αναφέρεται στα χρόνια που πραγματοποιήθηκε η πρώτη Μπολσεβίκικη  αιματοβαμμένη επανάσταση του 1905 στην Ρωσία. Είναι οι «Τελευταίοι», όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα, μιας τάξης που περνάει τις ύστατες στιγμές της, γιατί η σαπίλα της έφτασε στην κορύφωσή της κι έτσι κάθε βήμα τούς φυλακίζει ακόμα πιο πολύ στο αδιέξοδο των αδυναμιών τους, της δειλίας τους ή των δολοπλοκιών τους.

Η παράσταση αυτή στάθηκε για εμάς σημαδιακή. Είχαμε ζήσει την μετεμφυλιακή Ελλάδα, τη Δικτατορία, την τραγωδία της Κύπρου, παλεύαμε στις γραμμές του μόλις νομιμοποιημένου Κομμουνιστικού Κόμματος, έμπλεοι ελπίδων για έναν καινούριο κόσμο. Είμαστε ώριμοι να συναντηθούμε με τα έργα του Γκόρκι όπως  ήταν η «Μάνα», το μυθιστόρημα που έστεκε στη βιβλιοθήκη  σαν τη «Σύνοψη» και την «Καινή Διαθήκη» στο  εικονοστάσι της μάνας μας. Σκοτεινές ήταν και  οι μέρες του Γκόρκι στην τσαρική Ρωσία πριν και μετά την επανάσταση του 1905  που προαναφέραμε. Ο συγγραφέας, κυνηγημένος από τον Τσάρο, έγραφε και ανέβαζε  τα έργα του. Για αυτό εξάλλου  διάλεξε το ψευδώνυμο «Γκόρκι», που θα πει πικρός. Οι στροβιλισμοί της πολυτάραχης ζωής του Γκόρκι γεφυρώνουν το 19ο με τον 20ο αιώνα. Από μικρό παιδί  πεντάρφανος εγκαταλείπει τον απολύτως αυταρχικό παππού του, ο οποίος τον ανάσταινε, και  δουλεύει  για να ζήσει, όπως λέγεται, σε τσαγκαράδικο, μούτσος σε βαπόρι στο Βόλγα, χαμάλης στην Οδησσό, φούρναρης στο Καζάν, εργάτης στην Τιφλίδα… Μετά δε την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε σε ηλικία 19 ετών συνεχίζει να περιπλανιέται, να μελετά, να έρχεται σε επαφή με το επαναστατικό κίνημα και να αγωνίζεται δίπλα στο Λένιν για την επιτυχία της επανάστασης. Ο ίδιος θα  τιμηθεί και θα  φτάσει στα ύπατα αξιώματα μετά την επικράτησή της. Συγχρόνως, ταξιδεύει έξω από την Σοβιετική Ένωση και  έχει την πιο περίβλεπτη παγκόσμια αναγνώριση. Ο Αραγκόν,  τροφός μιας άγρυπνης μνήμης, θα αναρωτηθεί: «Το έργο του Γκόρκυ αγγίζει το κατώφλι της σύγχρονης εποχής σαν μια μεγάλη κι επίσημη εισαγωγή στο μέλλον… πώς να προχωρήσουμε χωρίς αυτό το Γκορκικό φως, που γεννήθηκε πάνω στον τοκετό ενός καινούργιου κόσμου, με την οδύνη που προκαλεί μια τεράστια κοινωνική έκρηξη, η πρώτη που έφερε στον κόσμο μια καινούργια κοινωνία, το πρώτο μοντέλο του μελλοντικού ανθρώπου»; Στην ίδια εποχή αναφέρεται και το έργο του Γκόρκι «Μικροαστοί» που είδαμε πολύ αργότερα, το 2000, στο θέατρο «Βεάκη», σε μετάφραση  Λυκούργου Καλλέργη με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον Κώστα Καζάκο.  Πολλοί «μεταμοντέρνοι» θεωρούν τον Γκόρκι, το έργο, τις ιδέες και την κοινωνία που αυτό υπηρέτησε, «ντεμοντέ». Ωστόσο ο Γκόρκι, όπως λέγεται, «έχοντας αφομοιώσει τους καλύτερους ‘καρπούς’ του ρομαντισμού, θαυμάζοντας τον κοινωνικό ρεαλισμό του Μπαλζάκ και του Φλομπέρ, το σατιρικό κριτικό δαιμόνιο του Γκόγκολ, τον ποιητικό ρεαλισμό του θεατρικού Τσέχοφ, ʹθεμελιώνει’ αριστοτεχνικά τον αληθινό σοσιαλιστικό ρεαλισμό».

Κλείνοντας αυτή την, δυστυχώς, εκτενή αλλά τόσο αναγκαία για εμάς  παρένθεση για τον Αλέξη Σολομό, το «Ελληνικό Λαϊκό θέατρο»  και τον Γκόρκι, επανερχόμαστε  στη «σχολή του Εθνικού θεάτρου».

Θυμόμαστε, λοιπόν, το καλοκαίρι του 1989,  να φτάνουμε στην Επίδαυρο για να παρακολουθήσουμε τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Στο  τελευταίο αυτό έργο του Σοφοκλή, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, σε μια από τις τελευταίες του παραστάσεις, ο εκ των κορυφαίων του Ελληνικού καθώς και  του παγκόσμιου θεάτρου,  Αλέξης Μινωτής.

Εδώ οφείλουμε να μνημονεύσουμε ελάχιστες, έστω, από τις θέσεις ενός τέτοιου μεγέθους καλλιτέχνη, για την προσέγγιση της αρχαίας τραγωδίας, ακόμη κι αν  κάποιος μπορεί να διατηρήσει ορισμένες επιφυλάξεις για αυτές. Ο Αλέξης Μινωτής, λοιπόν, την παραμονή της παράστασης «Οιδίποδας επί Κολωνώ», που έδωσε στο Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου το 1978 ξεκινάει τη συνέντευξή του με τη φράση: «Ανήκω στην οικογένεια των Λαβδακιδών. Έχω τόσες φορές ενσαρκώσει τον Οιδίποδα που αισθάνομαι να έχω ταυτισθεί με τον τραγικό ήρωα του Σοφοκλή. Το μέλλον της αρχαίας τραγωδίας  θα εξαρτηθεί από την παραγωγή των καταλλήλων ηθοποιών γιατί αυτό που βαραίνει σε αυτήν είναι ο ηθοποιός και όχι ο σκηνοθέτης.  Ο ηθοποιός  που ενσαρκώνει τον ήρωα και όχι  ο σκηνοθέτης που είναι ένα είδος μεσάζοντος μεταξύ σκηνής και κοινού. Για να επιζήσει η αρχαία τραγωδία πρέπει να παραμείνει στα κλασικά πλαίσια. Η τέλεια μορφή της δεν επιτρέπει σκηνοθετικές αλλοιώσεις. Δεν κερδίζει γενικότερα με την τάση της «μοντερνοποιήσεως» το αρχαίο θέατρο. Είναι ασέβεια ο ισχυρισμός ορισμένων σκηνοθετών ότι ερμηνεύουν με τον τρόπο τους τον Σοφοκλή. Ο Σοφοκλής δεν έχει ανάγκη ερμηνείας αφού τα μηνύματα του είναι σαφή και διαυγή». Επίσης, στο έργο του «Το Αρχαίο Δράμα και η αναβίωσή του» αναφέρει: «…Το «τραγικόν» είναι η βάση του ατέρμονα χρόνου, του ανελέητου νόμου της φθοράς και της εκμηδένισης και συνάμα της διάρκειας και της αναγέννησης στο σημερινό κόσμο, γιατί εκπροσωπεί  κυρίως την αιώνια ποιότητα της ουσίας»….    

Ωστόσο, τέτοιες παραστάσεις, όση αξία και σημειολογία και αν έχουν, δεν απαλύνουν το δυσάρεστο για εμάς γεγονός, ότι  δεν προλάβαμε επί σκηνής τα έργα και τις ημέρες των αρχικών πρωταγωνιστών της συγκρότησης της «σχολής του Εθνικού θεάτρου», που προαναφέραμε. Αξίζει λοιπόν να θυμηθούμε εδώ, το πώς περιγράφει το 2009 στο περιοδικό «Λέξη», ο  τόσο σημαντικός συγγραφέας  Μένης Κουμανταρέας,  μια παράσταση του Ροντήρη με πρωταγωνίστρια την Μαρίκα Κοτοπούλη, στο θίασο της οποίας προσελήφθη το 1925 για πρώτη φορά και ο Αλέξης Μινωτής: «Καλοκαίρι τοῦ ʼ49. Ὁ Ἐμφύλιος τελείωνε μέ τίς τελευταῖες μάχες στό Βίτσι καί στόν Γράμμο. Τήν ἴδια χρονιά τελειώνει καί ὁ Τρωικός Πόλεμος κατά Ροντήρη στό Ὠδεῖο Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ. Ὁ Παντελής Ζερβός, φρουρός στίς ἐπάλξεις τοῦ Παλατιοῦ τῶν Ἀτρειδῶν, παρατηρεῖ τίς φρυκτωρίες πού μεταφέρονται ἀπό κορυφογραμμή σέ κορυφογραμμή καί προαναγγέλλει τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἀγαμέμνονα στό κατάμεστο ἀρχαῖο θέατρο. Ἡ Μαρίκα Κοτοπούλη, σέ ἕναν ἀπό τούς τελευταίους τής ρόλους, περιμένει μπροστά ἀπό τό παλάτι τόν Ἀρχιστράτηγο καί σύζυγό της μέ ἀνάμεικτα αἰσθήματα. Ἀκόμα ἔχω μπροστά στά μάτια μου - ἤ μήπως εἶναι ἀπό τίς φωτογραφίες πού εἶδα στό μεταξύ; - τήν κοντή αὐτή γυναίκα μέ τήν κρεατοελιά στό μάγουλο ντυμένη μέ τό ὑπέροχο πτυχωτό φόρεμα τῆς βασίλισσας πού στή μέση δένει μέ μιά βαρύτιμη πόρπη. Κοστούμι τοῦ Ἀντώνη Φωκᾶ καί αὐτό. Ὅμως τί περίεργο. Ἅπαξ καί ἀνοίγει τό στόμα της, ἡ ἠθοποιός ψηλώνει, γίνεται γιγάντισσα. Καί τί φωνή! Μία φωνή πλούσια σέ ὑπόγειες ὑπεκφυγές καί ἀπειλές, πού σιγά σιγά μέ τήν πρόοδο τῆς δράσης γίνονται γόος καί θρῆνος. ….οἱ στίχοι τῆς μετάφρασης τῆς Ὀρέστειας ἀπό τον Γρυπάρη, ἔρχονται νά βροῦν στο πρόσωπο τῆς ἠθοποιοῦ τό ἀντίκρυσμά τους. Ποιητικό ὕφος και τονική ἀκρίβεια.
     Καθώς ἕνας πορφυρός τάπητας ξετυλίγεται και στρώνεται πάνω στά μάρμαρα τῆς ὀρχήστρας, ἐμφανίζεται ὁ Ἀγαμέμνων πάνω στό ἅρμα του. Τό μάτι τοῦ θεατῆ σήμερα, συνηθισμένο καί χορτασμένο ἀπό κινηματογραφικές ταινίες ἐποχῆς, δέν θά ξαφνιαζόταν. Ὅμως τότε ἡ εἰκόνα ἐκείνη, παρθένα ἀκόμη, μέ καθηλώνει. Εἶναι σά νά γυρίζει ὅλος ὁ στρατός τῶν Ἑλλήνων ἀπό την Τροία. Πάνω στο ἅρμα και πίσω ἀπό τόν νικηφόρο στρατηλάτη, σκλάβα καί μάντισσα μαζί, βρίσκεται ἡ Κασσάνδρα. Ἡ κατά τά ἄλλα ψηλόκορμη καί ἐπιβλητική Κάκια Παναγιώτου πού τήν ὑποδύεται λυγίζει κάτω ἀπό το βάρος τῆς ἱερῆς μανίας καί τῆς ἀπαίσιας προφητείας πού ξεστομίζει. Ὁποιαδηποτε σκηνή προφητείας και παραφορᾶς ἔχουμε δεῖ στό κατοπινό θέατρο, εἴτε γιά τίς γριές στρίγγλες τοῦ Μακμπέθ πρόκειται, εἴτε γιά τόν Κομαντατόρε στον Ντόν Τζιοβάνι, ἐκεῖ στον Αἰσχύλο ἔχουν τίς ρίζες καί τήν ἀφετηρία τους.
     Ἀπό τά παρασκήνια ἀκούγεται ἡ μουσική τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, μιά μουσική πού εἴτε χάθηκε, εἴτε ὁ συνθέτης, νεότατος τότε, δεν θέλησε νά τήν ξαναπαρουσιάσει.
     Μέσα σέ τρεῖς ὧρες ἡ Τριλογία ὁλοκληρώνεται γιά πρώτη φορά στό ρωμαϊκό θέατρο καί κάπου στίς κερκίδες διακρίνω τόν ἑαυτό μου δεκαοχτάρη και περιδεῆ νά βλέπει γιά πρώτη φορά ἀρχαία τραγωδία». Καταλήγει ο συγγραφέας.

Τι σύμπτωση! Κάπου στις ίδιες κερκίδες, τον Ιούνιο του 1971 διακρίνω κι εγώ τον εαυτό μου «δεκαοκτάρη και περιδεή» να βλέπει για πρώτη φορά αρχαία τραγωδία. Ο ΘΥΜΕΛΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ με σκηνοθετική ερμηνεία του Λίνου Καρζή ανεβάζει τους «ΠΕΡΣΕΣ» του Αισχύλου.

Θυμάμαι να ρίχνω γρήγορες λοξές ματιές στο εντυπωσιακό Ρωμαϊκό θέατρο και στις προσωπικότητες τις οποίες ξεχώριζα στις καλογυαλισμένες μαρμάρινες πρώτες σειρές του κοίλου. Ξεφύλλιζα επί ματαίω, το πρόγραμμα  της παράστασης, προκειμένου να βρω αναγνωρίσιμους ηθοποιούς και  συντελεστές της παράστασης. 

Ωστόσο, βρίσκομαι στο Ηρώδειο,  το οποίο μαθητής του Δημοτικού ακόμη, έβλεπα «άφωνος» πάνω από την Ακρόπολη στις κυριακάτικες  οικογενειακές εξορμήσεις στα αξιοθέατα της Αθήνας. Άφωνος, μέχρι να πιστέψω τα λόγια των συνοδών μου, που επέμεναν ότι το ογκώδες αυτό ρωμαϊκό θέατρο ήταν ίσως παράταιρο να βρίσκεται δίπλα στον εξαίσιου κάλλους ναό του Παρθενώνα.

Τα καλοκαίρια με το πλοίο «Μαρινέλα» φτάναμε, μέσω Ισθμού, στον Πειραιά με τη μητέρα μου, προκειμένου να επισκεφτούμε την οικογένεια του θείου Νίκου, ο οποίος είχε ήδη εγκατασταθεί στο Αιγάλεω μετά τα ακροτελεύτια δραματικά γεγονότα που συνέβησαν στην οικογένεια μας το 1955.

Όμως, ο τρίτος ήχος έχει ήδη ακουστεί από τα παρασκήνια και εγώ με τις μικρές μου δυνάμεις θα πρέπει να κάνω το μεγάλο βήμα. Να αφήσω πίσω τις σχολικές «παραδόσεις» της Αρχαίας Ελληνικής ποίησης και να γίνω άξιος «Θεατής» μιας σκηνοθετικής διδασκαλίας, του ακούραστου εργάτη της Δελφικής ιδέας Λίνου Καρζή.

Στο πρόγραμμα της παράστασης με δύο παραδείγματα αρχαίας τραγωδίας  που διαπραγματεύονται το ίδιο θέμα (τη νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών) ο σκηνοθέτης φανερώνει το ποιοτικό άλμα από τον προδρομικό Φρύνιχο στο μεγάλο τραγικό Αισχύλο. Συγκεκριμένα ο Λίνος Καρζής αναφέρει:  «Τὸ 476 π.Χ. μὲ χορηγία τοῦ Θεμιστοκλῆ, ὁ Φρύνιχος ἀνεβάζει τὶς «Φοίνισσες» στὰ Μεγάλα Διονύσια καὶ κερδίζει τὸν δραματικὸ ἀγῶνα…
     Οἱ γυναῖκες τῆς Φοινίκης ἀποτελοῦσαν τὸν Χορό, φτασμένες στὰ Σοῦσα νὰ πληροφορηθοῦν γιὰ τὴν τύχη τῶν δικῶν τους, στρατεμένων γιὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Ξέρξη, κατὰ τῆς Ἑλλάδας. Ἔλειπαν ὁλότελα εἰδήσεις.
     Μόλις μπαίνει ὁ Χορὸς στὴν ὀρχήστρα, εἰσορμοῦσε στὴ σκηνὴ ὁ ἀγγελιοφόρος, φέρνοντας ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα, τὸ μήνυμα τῆς καταστροφῆς τοῦ Περσικοῦ στρατοῦ. Κι’ ἀμέσως ἀκολουθεῖ ἕνας μεγάλος, ἀπ’ τὸ Χορόν, ὁλολυγμός, ἕνας ἔξοχος σὲ μελωδικότητα, ποὺ πέρασε στὰ στόματα τοῦ λαοῦ, βαρύτατος θρῆνος, κλείνοντας τὴν τραγωδία. ….. Ὁ θεατὴς δέχονταν τὴν ὡραίαν εἰκόνιση κἄποιου ὀδυνηρώτατου κοινωνικοῦ συμβάντος, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ εἰκόνιση μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν παρουσίαζεν ὁ Φρύνιχος, ἀντὶ νὰ ἐκμηδενίζει τὴν προσωπικὴ συνείδηση τοῦ Ἕλληνα θεατή, τὴν ἰσχυροποιοῦσε. Καὶ τοῦτο, γιατὶ ἀπ’ τὸ Φρύνιχον ἔλειπε ἡ θαυμαστὴ ἱκανότητα τοῦ θεοφόρου μύστη, ὅπως ὁ Αἰσχύλος, ν’ ἀπαγγιστρώνει τὸ θεατή ἀπ’ τὴν ἀτομική του συνείδηση, κατασταίνοντάς τον ἔτσι Κοινωνὸ τοῦ Παντός.
     Τέσσερα χρόνια ἀργότερα ἀπ΄ τὶς Φρυνίχειες «Φοίνισσες», ὁ Αἰσχύλος παρουσιάζει, στὰ 472, στὰ Μεγάλα Διονύσια, τοὺς «Πέρσες» νικώντας στὸ δραματικὸν ἀγῶνα.
     Ἡ Ἄτοσσα μητέρα τοῦ Ξέρξη, σὲ ἀγωνία ἀπ’ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπει, ἔρχεται νὰ πληροφορηθεῖ ἀπ’ τὸ Χορὸ καμμιὰ εἴδηση.
     Διηγᾶται τὰ φριχτὰ ὄνειρά της … καὶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ φτάνει Ἄγγελος ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα καὶ φέρνει τὴν τρομερὴ εἴδηση τῆς καταστροφῆς τοῦ Περσικοῦ στρατοῦ …Ὁ Χορὸς θρηνεῖ σὲ ἀπόγνωση καὶ συμβουλεύει τὴ Βασίλισσα νὰ φέρει στὸ μνῆμα τοῦ ἄντρα της Δαρείου ἐξιλαστήριες χοές. Ἡ Ἄτοσσα φεύγει γιὰ τὸ παλάτι παραγγέλνοντας στὸ Χορὸ νὰ προσπαθήσει νὰ πετύχει, παρακαλώντας τοὺς χθόνιους Θεούς, ν’ ἀφήσουν νἀρθεῖ στὸ φῶς ἡ ψυχὴ τοῦ μεγάλου μονάρχη Δαρείου γιὰ νὰ τοὺς συμβουλέψει τι πρέπει νὰ κάνουν γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ χώρα. Γυρίζει ἀπ’ τὸ παλάτι ἡ Ἄτοσσα μὲ τὰ δῶρα καὶ ὁ Χορὸς ψέλνοντας μιὰ θαυμάσια ἐπίκληση ἀνοίγει τὶς πύλες τοῦ Ἅδη καὶ παρουσιάζεται τὸ εἴδωλο τοῦ Δαρείου στὸ μνῆμα. Ἡ Ἄτοσσα τοῦ λέει τὴν τρομερὴ καταστροφὴ ποὺ οἱ θεοὶ προκάλεσαν.
     Μαθαίνουμε ἀπ’ τὴ φωνὴ τοῦ εἴδωλου τὴν αἰτία τῆς φοβερῆς καταστροφῆς. Ὁ Ξέρξης, ἀψηφώντας τοῦς φυσικοὺς καὶ Συμπαντικοὺς νόμους, ἔπραξε ὁ μωρὸς τεράστια καὶ ἀσυγχώρετην ἐνέργεια ἐνάντια στὴ Φύση καὶ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν δυνάμεών της Θεοὺς   καὶ ἔπρεπε νὰ τιμωρηθεῖ.
     Τὸ εἴδωλο, ὕστερ’ ἀπὸ ὅσα εἶπε, σηκώνοντας τὸ πέπλο ποὺ σκέπαζε, στὰ θνητὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου τὸ Σύμπαν, φεύγει γιὰ τοῦ Ἅδη … Ἀπ’ τὴ σύγκριση τῶν δυὸ τραγωδιῶν Φρύνιχου καὶ Αἰσχύλου προκύπτουν σημαντικὰ διδάγματα.
     Ὁ Φρύνιχος κρατάει μπρὸς στὰ μάτια του, καθὼς καὶ τοῦ θεατή, τὸ πέπλο ποὺ κρύβει τὸ Σύμπαν. Θνητὸς εἶναι, κατὰ τὸν φιλόσοφον Ἐπίχαρμο, καὶ θνητὰ βλέπει. Ὁ Αἰσχύλος, ἀντίθετα, σκίζοντας τὸ πέπλο ἀπ’ τὰ μάτια τοῦ θεατή, μὲ τὰ σκηνικὰ μέσα ποὺ αὐτὸς ἐφευρῆκε, ἀποκαλύπτει τὸ Σύμπαν στὰ ἔκπληκτα μάτια τῶν καθισμένων στὸ κοῖλον τοῦ ἀρχαίου θεάτρου, φέρνοντας, χωρὶς νὰ τὸ νιώθουν, ἀλλὰ νὰ τὸ συναισθάνονται μοναχά, τὴν ἀνάσα τοῦ Σύμπαντος, ταὐτισμένοι μ’ αὐτὸ γιὰ λίγο.
     Καὶ μιὰ ἄλλη φοβερὴ ὑπόδειξη μᾶς δίνει, μὲ τοὺς «Πέρσες» ὁ Αἰσχύλος. Ἐμεῖς οἰ σύγχρονοι, μὲ τὴ χρησιμοποίηση ἀπ’ τὴν ἐπιστήμη, τῆς ΤΕΧΝΙΚΗΣ, αύτῆς τῆς ἄγριας, ἐνάντια στὴ Φύση, Ἐριννύας, κιντυνεύουμε, ὥρα τὴν ὥρα, νὰ πληρώσουμε μὲ τὸ χαμὸ τοῦ ἀνθρώπινου γένους, τὴ φρικαλέα ΥΒΡΗ. 

"Όρνιθες" του Κουν.
Ωστόσο,  σε μία ευτυχή  συγκυρία, θα δούμε  ξανά τους «Πέρσες», 30 χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2000, στο Θέατρο  Τέχνης στη μετά Κουν εποχή.  Η παράσταση, με σκηνοθετική επιμέλεια του Γιώργου Λαζάνη και του Μίμη Κουγιουμτζή, βασίζεται εξ ολόκληρου  στην ιστορική παράσταση την οποία το Θέατρο Τέχνης και o Κάρολος Κουν, με διαφορετικούς ηθοποιούς βέβαια, παρουσίασαν σε παγκόσμια πρώτη το 1965, στο «Φεστιβάλ του Παγκόσμιου Θεάτρου» στο Λονδίνο. Στη συνέχεια, η παράσταση αυτή,  συνήθως μαζί με τους «Όρνιθες», παίχτηκε σε Παρίσι, Σοβιετική Ένωση, Γερμανία, Κύπρο,  Κωνσταντινούπολη και σε δεκάδες πόλεις της Ελλάδος, όπου και άφησαν εποχή. Παρενθετικά, για την περιλάλητη  επίσης παράσταση των «Ορνίθων» του Κουν, που ανέβηκε για πρώτη φορά  το 1959 στις 29 Αυγούστου, η  ηθελημένη μας  μνήμη ανακαλεί τις  πολλές γελοιογραφίες των εφημερίδων της δεκαετίας του ’60, οι οποίες παρίσταναν σε διάφορες  καρικατούρες  τον υπουργό Προεδρίας   Κ. Τσάτσο, συνοδευόμενο πάντοτε από μία όρνιθα. Αιτία στάθηκε  η λιτή ανακοίνωση, λίγες ημέρες μετά την πρεμιέρα της παράστασης, του υπουργείου Προεδρίας: «η δια σήμερον παράστασις της κωμωδίας του Αριστοφάνους «Όρνιθες» ματαιούται». Ήταν η «εθνικοφροσύνη» στους πέντε ουρανούς, οι κομουνιστές  παραθέριζαν από το 1936 στα ξερονήσια και ήταν κάπως δύσκολο, ακόμη και ένας  «φωτισμένος»  με υψηλή αστική μόρφωση  και κουλτούρα  υπουργός, να ανεχθεί επί σκηνής ένα  ορθόδοξο ιερέα να παριστάνει τον αρχαίο ιερέα και μάλιστα σε μια κωμωδία, όπου ο Αριστοφάνης απογοητευμένος από την κατάληξη του Πελοποννησιακού πολέμου, διακωμωδεί τους κόλακες  και συκοφάντες του Δήμου.

Στην ίδια περιδιάβαση, εάν είχε κάποιος την υπομονή να μελετήσει  τις διθυραμβικές κριτικές που γράφτηκαν σε κάθε χώρα όπου παίχτηκαν οι «Πέρσες», δε θα τις θεωρούσε υπερβολικές. Σίγουρα, συμφωνούμε και εμείς, ότι  ο Κουν  σε αυτή τη σκηνική παρουσία της τραγωδίας, ξαναδίνει το οικείο της πάθος, ώστε ο θεατής  να συλλάβει  ολόκληρο τον όγκο των συναισθημάτων μιας οδύνης και ενός οδυρμού που ξυπνάει μέσα του όχι λύπη, αλλά δέος και κατάνυξη˙ ότι αυτά στοιχειώνονται επίσης από το πάθος της επιβλητικής μουσικής υπόκρουσης και το γρυλισμό των παράξενων κρουστών του Γιάννη Χρήστου, από το εμπνευσμένο σκηνικό και τα κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, που, όπως λέει ο ίδιος, δεν τα ξεσήκωσε από τα ανάγλυφα της Περσέπολης αλλά προτίμησε να είναι  πιο ελεύθερα και να παρουσιάζουν μια ποιητική και φανταστική Περσία,  όπως τη φανταζόντουσαν  οι αρχαίοι του πέμπτου αιώνα και όπως την αναπαριστάνουν οι αγγειογράφοι από προσωπικές αναμνήσεις των μηδικών πολέμων. Το δικαίωμα αυτό αναφέρει ότι το παρέχει το γεγονός πώς ο Αισχύλος δεν επιμένει στα ιστορικά γεγονότα και βάζει στο στόμα των Περσών λόγια που θα ταίριαζαν μόνο στους Έλληνες. Ακόμη, να υπενθυμίσουμε ότι μαζί με τη Ρένη Πιτακή στο ρόλο της Άτοσσας και του Χρήστου Καλαβρούζου στο ρόλο του Δαρείου συμμετέχει, ως κορυφαίος στο χορό των Περσών, ο σπουδαίος Ζακυνθινός ηθοποιός και συνεργάτης,  μέχρι και σήμερα, του  Θεάτρου Τέχνης Θοδωρής Γράμψας. Αναδείξαμε αυτές μόνο τις παραστάσεις, επειδή θα πλατειάζαμε και όχι διότι οι υπόλοιπες παραστάσεις κλασικών τραγωδιών που είδαμε στάθηκαν για εμάς αδιάφορες. Η Αντιγόνη, του Σοφοκλή για παράδειγμα,  αυτό το έργο «των αντιθέσεων και των συγκρούσεων όπου οι χαρακτήρες είναι τα θέματα και τα θέματα είναι οι χαρακτήρες» από το Εθνικό Θέατρο το καλοκαίρι του 1995, μας βρίσκει στο άνω διάζωμα του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου. Εκεί, χαρήκαμε την κλασική σκηνοθετική ματιά  του Μίνου Βολανάκη με πρωταγωνιστές τους Καζάκο – Καραμπέτη  και τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Στην «Αντιγόνη», την οποία θα δούμε αργότερα, το 2001, ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής  της παράστασης Γιώργος Κιμούλης θα προσθέσει νέα ιδεολογικά στοιχεία.

Ο Γιώργος Κιμούλης σκηνοθετεί επίσης, το 2005, το έργο του Σοφοκλή, «Οιδίπους Τύραννος» με εμφανή πρόθεση να διδάξει, αδιαφορώντας για τις «συντηρητικές» παραδόσεις του 20ού αιώνα. Η πρότασή του δεν αξιολογήθηκε με θετικό πρόσημο από τους θεατρικούς κριτικούς, παρ’ όλο που είναι από παντού διάχυτη η ανάγκη να ξεπροβάλουν καινούργιοι δρόμοι προσέγγισης  της σκηνοθεσίας του αρχαίου δράματος.

Κατηγόρησαν την παράσταση για εντυπωσιασμό  και στυλ υπερπαραγωγής μέσα από τα σκηνικά  του Πάβελ Ντομπρζίσκι με την καμένη βιβλιοθήκη της Εφέσου, τη συνοδεία του χορού από έναν ορθόδοξο μοναχό, και το γεγονός ότι ο Νταλάρας, κορυφαίος του χορού, άφηνε βουβό το χορό και τραγουδούσε στη διαπασών, εν πολλοίς μόνος, τα με βαλκανικό ιδίωμα τραγούδια του Μπρέγκοβιτς. Από την κριτική δε γλύτωσαν, βέβαια, οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των ηθοποιών και οι ενδυματολογικές επιλογές επίσης. Εν μέρει επειδή εμείς δεν παρακολουθήσαμε την παράσταση σε ένα αρχαίο  θέατρο, αλλά στον ουδέτερο χώρο ενός πρώην λατομείου στο «Θέατρο Πέτρας», εν μέρει λόγω της ελλιπούς μας παιδείας αλλά και της λαχτάρας μας να ξεφύγουμε από την πεπατημένη, είδαμε με κάποια συμπάθεια αυτήν την παράσταση, πράγμα όχι αφύσικο αφού ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα όπως έχει διασωθεί: «οι μύθοι ήταν γνωστοί, τους διαλαλούσαν οι τελάληδες στους δρόμους άρα  έμενε ο τρόπος που θα τους παρουσιάζανε, έμενε ο τρόπος αφήγησης, δηλαδή η φόρμα που ήταν στην ουσία η ίδια η ιστορία και ο λόγος  φυσικά για να πάει κάποιος να δει μια παράσταση».

Θα  μπορούσαμε  και εμείς λοιπόν να προσθέσουμε, ότι  και των μύθων το περιεχόμενό εξελισσόταν ανά τους αιώνες μέχρι να μορφοποιηθεί σε ποιητικό έργο με τις υπογραφές και τις σφραγίδες των μεγάλων τραγικών μας. Το γεγονός αυτό μας δίδει το δικαίωμα να αναρωτηθούμε,  αν το περιεχόμενο  των μύθων θα μπορούσε, και μετά από αυτό το στάδιο,  να εξελιχτεί, να διανύσει άλλους δρόμους και νοήματα ώστε χωρίς αυτοσυγκράτηση  να  διευρύνει  το πλαίσιο της αφήγησης και της φόρμας,  για να υπάρξει  η  θεατρική πλημμυρίδα  του νέου   ποιητικού  κειμένου το οποίο ήθελε προκύψει.

Η «αιρετική» σκηνοθετική ματιά του Κιμούλη στον Οιδίποδα Τύραννο, ίσως, έφερε στο προσκήνιο την παράσταση της «Μήδειας», που είδαμε το 2013 στο θέατρο του Αττικού Άλσους, σε κλασική προσέγγιση από το «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου και ενσαρκωτή του ομώνυμου ρόλου το Γιώργο Κιμούλη. Η ανυπόγραφη κριτική σε ιστοσελίδα, η οποία αναφέρεται στην παράσταση, περιγράφει: «Μια παράσταση τίμια, καθαρή, μια «κλασική» πρόταση που παραπέμπει σε παλαιότερους χρόνους και στις καλές στιγμές του «Αμφιθεάτρου». Πέρα από τη σφικτή διδασκαλία που κράτησε τα απολύτως ουσιώδη, μετατρέποντας τους ήρωες σε σύμβολα, καθοριστική για το αποτέλεσμα υπήρξε η ερμηνεία του Γιώργου Κιμούλη. Ενδεδυμένος πορφυρό ποδήρη χιτώνα… χωρίς να θέλει να ενσαρκώσει τη γυναίκα και χωρίς να καταφύγει σε ευκολίες, τιθασεύοντας όπως δεν έχει ξανακάνει τη μανιέρα του σε μια εξαιρετικά σωματική, απολύτως ελεγχόμενη, ερμηνεία, έχτισε μια Μήδεια χωρίς φύλο, σύμβολο, αγγίζοντας τον τραγικό πυρήνα. Για πολλούς πραγμάτωσε την πιο ώριμη, πιο επεξεργασμένη ερμηνεία του τα τελευταία χρόνια. Κυρίως δε το Σάββατο, όπου «λύθηκε» εντελώς και έκανε το μισό θέατρο να τον χειροκροτεί όρθιο. Δούλεψε σκληρά και στην ομάδα και ως μονάδα. Οι Λυγουριώτες τον έβλεπαν αρκετά  πριν από την πρεμιέρα να δοκιμάζει μόνος τις δυνάμεις του -φωνή, σώμα- στην αρχαία ορχήστρα κάνοντας δοκιμές μέχρις εξαντλήσεως. Μετά τον Οιδίποδα η Μήδεια, μολονότι δεν τη σκηνοθετεί, ήταν ένα μεγάλο προσωπικό καλλιτεχνικό στοίχημα. Το κέρδισε».   

Ασφαλώς, θα προσπεράσουμε κοινοτοπίες και «μικρότητες»,  ότι δηλαδή ο πράγματι Μέγας Αισχύλος, πολιτικός αντίπαλος του εξορισμένου νικητή των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας Θεμιστοκλή, δε θα τον αναφέρει ούτε μία φορά στην τραγωδία του «Πέρσες» αλλά αποδίδει την νίκη γενικά στους Έλληνες.  Εξάλλου, το «η τέχνη, ανέκαθεν στρατευμένη» όπως προαναφέραμε, βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή του σε όλη την πορεία του θεάτρου, από τον πρωτόγονο άνθρωπο μέχρι και σήμερα. Το γεγονός αυτό όμως μας δίνει την αφορμή για να επιχειρήσουμε, μια σύντομη, κοινωνιολογική ματιά πάνω στις ρίζες, τις επιδράσεις και τις εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας. Αυτή την πορεία αναλύει με γλαφυρό τρόπο ο ιστορικός και κομμουνιστής διανοητής Γιάννης Κορδάτος στο βιβλίο του με τίτλο «ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΚΩΜΩΔΙΑ».

Εκεί λοιπόν ο συγγραφέας αναφέρει: «Οι πρωτόγονοι δεν καταλαβαίνουν, πως ό,τι γίνεται γύρω τους είχε την αιτία του σε φυσικούς νόμους. Η άγνοια φέρνει φόβο. …. Γι’ αυτό τα καλά  πνεύματα τα ευχαριστούσαν και τα υμνούσαν με τραγούδια και χορούς και τα πονηρά τα καλόπιαναν με ξόρκια, γητιές και μαγικές τελετουργίες. …
     Ο  K. Bucher, σε κείμενο του 1859, (συνεχίζει ο Γ. Κορδάτος) περιγράφει: «η καταγωγή της ποίησης πρέπει να ζητηθεί στη δουλειά. Το μυστικό της στιχουργικής βρίσκεται στην παραγωγική ενέργεια. Σε όλες τις βαθμίδες του πολιτισμού ο ρυθμός χρησιμεύει για ν’ ανακουφίζει το δουλευτή. Γι’ αυτό πρώτα βρέθηκε η μελωδία και ύστερα άρχισαν να φτιάχνουν στίχους». Συγχρόνως συνεχίζει ο Γ. Κορδάτος, αν οι άγριοι οργανώνουν πανηγύρια και τελετές που υμνούν την σεξουαλική ορμή τιμούν το αντρικό μόριο, το κάνουν κυρίως γιατί θέλουν να πληθαίνει η φυλή τους και να αναπληρώνονται τα πεθαμένα ή άχρηστα μέλη της ορδής. Έτσι εξηγούνται ότι τα φαλλικά διασώζονται στην αρχαία Ελλάδα και γίνονται μέρος της Διονυσιακής λατρείας και πρόδρομος της κωμωδίας. ….Επίσης οι πρωτόγονοι μη μπορώντας να εξηγήσουν τις εποχικές αλλαγές, πίστευαν πως η βλάστηση της άνοιξης, τα στάχια του σταριού, τα σταφύλια των αμπελιών, το πέσιμο των φύλλων και οι παγωνιές του χειμώνα είναι έργο θεϊκό.  Ο Διόνυσος λοιπόν  ήταν ο θεός που ενσάρκωνε όλες τις εποχικές μεταβολές και γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες τον φαντάζονταν πως πεθαίνει κι ανασταίνεται, δηλαδή «πάσχοντα», «θνήσκοντα», «αναγεννώμενο» θεό. Το γεγονός επίσης, ότι ο Διόνυσος παρασταίνεται να έχει συνοδούς ανθρωπόμορφα ζώα και ο ίδιος να παρουσιάζεται πότε με κέρατα και πότε με κληματόβεργες και άλλα τέτοια σημεία βλάστησης φανερώνει το πώς επιβιώνει ο πρωτόγονος τοτεμισμός δηλαδή η ζωολατρία και δεντρολατρία στην κατοπινή Διονυσιακή λατρεία. Σε αυτές τις πρώιμες εποχές είναι  φυσικό ο άνθρωπος «Κάφρος» πριν περάσει σε ανθρωπόμορφες θεότητες να λατρεύει και να παινεύει στα τραγούδια του τα πιο πολύτιμα αγαθά της επιβίωσης του, που ήταν τα ζώα και τα δέντρα».

Είδα τις  παραστάσεις των  κωμωδιών του  Αριστοφάνη σε διάφορες εκδοχές και πρέπει να ομολογήσω πως δε μελέτησα όσο χρειαζόταν, ώστε να μπορέσω να τις φέρω στην εποχή μας, να συγκινηθώ ξεκλειδώνοντας την αισθητική, τους κώδικες και τα νοήματα τους. Μια ανωριμότητα που με οδηγούσε σε απλουστευτικές απόψεις, ότι  δηλαδή  οι παραστάσεις αυτού του είδους είχαν προορισμό να μας κάνουν να γελάσουμε και να ξεχαστούμε. Καμιά φορά πήγαινα την τελευταία στιγμή στην παράσταση και με τη σκόνη της ημέρας επάνω μου. Φυσικά,  έφευγα απογοητευμένος και σιωπηλός, χωρίς να αισθανθώ το χιούμορ, ψελλίζοντας πως βρίσκω τον Αριστοφάνη συντηρητικό και αφελή. Ότι δεν αναδεικνύει, σκεφτόμουν, τα αίτια των προβλημάτων και δεν κατανοούσε τους γενικούς κανόνες της λειτουργίας και της εξέλιξης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και γι' αυτό βεβαίως δεν πρότεινε καίριες λύσεις παρά έδινε γιατροσόφια. Ασφαλώς, πλήρωνα το γεγονός ότι δεν είχα προσέξει τα λόγια του προοδευτικού «παιδαγωγού» Κώστα Γεωργουσόπουλου, ο οποίος, με τις «ακριβές» λέξεις του γίνεται, τις πιο πολλές φορές, ο αγαπημένος «εξάγγελος» και «ιχνηλάτης» μας στις πιο βαθιές πτυχές και συσχετίσεις της θεατρικής παιδείας και κριτικής. Στο πρόγραμμα της παράστασης «Ειρήνη» που είδαμε το 1995, με πρωταγωνιστή τον Θανάση Βέγγο, αναφέρει: «Η ιδιοφυΐα του Αριστοφάνη βρίσκεται όχι στη γενική του στάση απέναντι στα γεγονότα του καιρού του, αλλά στην ανατομία των συμπτωμάτων της αρρώστιας τους. Ξέρει να κάνει σωστή διάγνωση και περιγραφή, αγνοεί τα αίτια και το φάρμακο και καταφεύγει σε γιατροσόφια. Τα γιατροσόφια του όμως είναι από τα μεγαλοφυέστερα ποιητικά κατορθώματα. Η μοίρα των μεγάλων σατιρικών: «ακριβολόγοι στη συμπτωματολογία, ρομαντικοί στη θεραπευτική». Ίσως, να έχουν νόημα, για εμάς, και τα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου, όταν σκηνοθετεί το 2013 τον «Πλούτο». «Σκηνοθετώ σαν διαμαρτυρόμενος θεατής, διότι έχω σιχαθεί τον Αριστοφάνη όπως τον παίζουν πια στην Επίδαυρο και στις κουρασμένες τουρνέ τους οι δημοφιλείς καλαμπουρτζήδες μας. Για μένα, ο δημιουργός των Ορνίθων και της Λυσιστράτης έρχεται σαν ένας μεγάλος θυσιαστικός κλόουν, βαμμένος αστεία και φλογισμένος απ’ τον πυρετό του ουρανού βρίζοντας σαν ποιητής, σαρκάζοντας σαν ποιητής και πάνω απ’ όλα βάζοντας το κεφάλι του πάνω στον πάγκο του χασάπη σαν ποιητής – όπως ο Δικαιόπολης στους Αχαρνής του – προκειμένου ν’ ανατρέψει την παγωμένη  μας γλώσσα, την παγωμένη μας ζωή και να φιλοτιμήσει το λαό, που κατάντησε μια έντρομη και συγχυσμένη μάζα, ν’ αλλάξει, να ξαναβρεί τον εαυτό του, να κάνει τις δύσκολες επιλογές του και ν’ ανορθωθεί. … Αγάπησα πολύ τον Πλούτο. Αυτή η κωμωδία έχει ένα λυγμό μέσα της. Σαν ο Αριστοφάνης να ήθελε να γράψει τραγωδία, αλλά για κάποιο άγνωστο λόγο, σ’ αυτόν δεν επιτρέπονται τραγωδίες, παρά μόνον γελαστά και λαϊκότερα έργα. Καταπιάστηκα το 1975 με τους Αχαρνείς μετά από προτροπή του αλησμόνητου Καρόλου…..».

Αλησμόνητος στάθηκε και για εμάς ο Κάρολος Κουν και βλέποντας τις σκηνοθετικές διδασκαλίες του, μας κυριαρχούσαν πάντα οι ίδιες  σκέψεις και συναισθήματα. Ο Κουν εκπλήρωνε όλο το εν ζωή εύρος του ρόλου του σκηνοθέτη, χωρίς να αυθαιρετεί. Δε φαίνεται να ξεχνάει το κλασικό, ότι ο  σκηνοθέτης όσο και να χρησιμοποιήσει το ενδιάθετο ταλέντο του, την ιδεολογία του, τη ψυχή του, τις εμπειρίες αιώνων, και τα σκηνικά μέσα, είναι ο διαμεσολαβητής που μεταφέρει τις σκέψεις του συγγραφέα στο σημερινό θεατή, μειώνοντας τη χρονική απόσταση 2500 χρόνων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του αρχαίου δράματος. Συγχρόνως, εκφράζει και στοιχειώνει ολοκληρωτικά, την αρχή και το πρώτο βήμα, της μοντέρνας ανανεωτικής σκηνοθετικής ματιάς του ανεμοδαρμένου καιρού του. Ίσως, αφήνοντας πίσω μας μίζερες επιφυλάξεις, οι μεταμοντέρνες  σκηνοθετικές εκδοχές, όσο επικίνδυνες και ασεβείς να φαντάζουν, παραμένουν η μοναδική κατάλληλη προοπτική για τους σύγχρονούς μας σκηνοθέτες που θέλουν να πουν κάτι περισσότερο από τις μοντέρνες διδασκαλίες του  Καρόλου Κουν. Εξάλλου ο μεταμοντερνισμός γεννιέται,  όπως λέει ο Γκαροντί, από το μοντέρνο,  το οποίο είναι στην ουσία,  η έκρηξη  του πυρήνα του κλασικού.

Ήταν πολλές οι παραστάσεις που παρακολουθήσαμε στον «παράδεισο» του Θεάτρου Τέχνης και με συγκίνηση θυμόμαστε τα λόγια του, τυπωμένα συνήθως στα προγράμματα των παραστάσεων: «…Δε κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας….».

Ο Κουν, όπως λέγεται, υπήρξε ένας άνθρωπος του κόσμου, από Ουγγροεβραίο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, καθηγητής αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών και είναι φυσικό να γίνεται  παγκόσμιος. Όμως ο Κουν δε φοβάται, συναιρεί ακόμη και το ξένο ρεπερτόριο και το φέρνει στα ελληνικά μέτρα.  Ο Μάνος Χατζιδάκις αναφέρει: «Εκείνος υπήρξε ποιητής οραμάτων και φαντασμάτων με μια αριστοκρατική λαϊκότητα … Και τι μας ένοιαζε ο συγγραφέας; Ο κόσμος νόμιζε ότι ερχότανε σε επαφή με τον Ανούιγ, τον Τ. Ουίλλιαμς τον Ουάιλντερ κ.α. Εμείς ξέραμε καλά ότι του δίναμε προσωπικά βιώματα, γνησίως ελληνικά και μόλις αποσαφηνισθέντα εντός μας. Ο συγγραφέας τα έχανε με την  απουσία του έργου του αν τύχαινε καμιά φορά να δει την παράσταση. Μήπως ο Μπρεχτ του «Κύκλου με την κιμωλία» και η θερμότητα που ανέδιδε είχε καμία σχέση με τον ψυχοτριγωνομετρικό Μπρεχτ του «Μπερλίνερ  Ανσάμπλ»; Ναι, αλλά η κυρία Έλεν Βάιγκελ η γυναίκα του Μπρεχτ που απαγόρευσε την ανίερη συνέχεια μας δε μπορούσε να φανταστεί πόσο ανάγκη είχε ο Μπρεχτ από την παράσταση μας αυτή για να γίνει λαϊκός».

Πράγματι, και αυτό μπορούσε να συμβεί, αφού η κυρία Έλενα γνώριζε καλά τα σκηνοθετικά πιστεύω του συζύγου της, του «ψυχοτριγωνομετρικού» Μπρεχτ: ότι δηλαδή ο θεατής, για παράδειγμα, της τραγωδίας η οποία επιτελεί «…δι ελέου και φόβου την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό, παρασύρεται από την αληθοφάνεια αυτών που συμβαίνουν στη σκηνή, με αποτέλεσμα να ταυτίζεται με τους ήρωες, πράγμα που τον κάνει να τους συμπονά για την τραγική τους μοίρα. Ο Μπρεχτ αρνείται αυτήν την ταύτιση και θέλει το  θεατή να τοποθετείται απέναντι στους ήρωες κριτικά. Αυτό πιστεύει ότι μπορεί να επιτευχθεί με την τεχνική της «αποστασιοποίησης», που έχει στόχο ο θεατής να συνειδητοποιεί πως αυτό που βλέπει στην σκηνή είναι ένα «ψεύτικο» θέαμα και όχι η ίδια η πραγματικότητα. Και ο Λένιν άλλωστε έγραφε ότι η τέχνη δεν έχει την αξίωση ν’ αναγνωριστούν τα έργα της σαν πραγματικότητα. Για αυτό το λόγο ο Μπρεχτ επινόησε ιδιαίτερες τεχνικές παιξίματος και σκηνοθεσίας. Ένα ακραίο παράδειγμα τεχνικής της αποστασιοποίησης είναι αυτό που έκανε ένας μπρεχτικός σκηνοθέτης: τοποθέτησε πάνω στη σκηνή τη γεννήτρια που τροφοδοτούσε με ρεύμα την παράσταση. Συγχρόνως, ο Μπρεχτ, όπως και παλαιότερα ο σοβιετικός θεωρητικός και ηθοποιός του σοβιετικού θεάτρου Μέγιερχολντ, απαιτεί από τον ηθοποιό να μη βυθίζεται συναισθηματικά στο ρόλο του, αλλά να είναι κύριος του εαυτού του, να παρακολουθεί και να αναλύει ψυχρά τα αισθήματά του, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθεί το παίξιμό του μέσα στον καθρέφτη. Ο ίδιος αναφέρει: «Αισθήματα έχω, μόνο όταν έχω πονοκέφαλο - ποτέ όταν γράφω: γιατί τότε σκέφτομαι».  Ωστόσο,  ο Μπρεχτ χωρίς να το επιδιώκει, είχε βαθιά συναισθηματική επίδραση στους θεατές. Έμοιαζε, όπως λέγεται, με τον Κολόμβο ο οποίος ανακάλυπτε ηπείρους όπου δεν είχε πρόθεση να φτάσει. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η «Μάνα Κουράγιο», η παράσταση την οποία είδαμε το 1999 από το «Ανοικτό θέατρο». Η «Μάνα Κουράγιο» είναι μία γυναίκα, ένα «αρνητικό πρόσωπο» που ακολουθεί, με την καντίνα της, το στρατό στον Τριακονταετή Πόλεμο, όπου διασκεδάζει και προμηθεύει τους στρατιώτες με τα χρειώδη, συμβάλλοντας  έτσι στη συνέχιση του. Ζει από τον πόλεμο και πληρώνει το τίμημα, χάνοντας σε αυτόν τα τρία παιδιά της. Είναι το εμπορικό της ένστικτο που, παρά την προσωπική της τραγωδία, δεν την αφήνει να συνειδητοποιηθεί και έτσι σέρνει το κάρο με την πραμάτεια της πάνω στη  σκηνή, ακλουθώντας το στρατό, μέχρι  να πέσει η αυλαία.

Όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα της παράστασης, το έργο αυτό, όταν πρωτοπαίχτηκε το 1946 στην Ζυρίχη με την υπέροχη ηθοποιό Τερέζα Giehse, οι θεατές συγκινήθηκαν μέχρι δακρύων. Τότε ο Μπρεχτ εκνευρισμένος ξανάγραψε το έργο, δείχνοντας με έμφαση την κακή πλευρά του χαρακτήρα της Μάνας Κουράγιο. Τη νέα εκδοχή του έργου  σκηνοθέτησε και επέβλεψε ο ίδιος ο Μπρεχτ στο Βερολίνο με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του Έλεν Βάινγκελ, έξοχη και αυτή αλλά λιγότερο θερμή και μητρική από  την Τερέζα Giehse. Ωστόσο, και εδώ η συγκίνηση ήταν έμπλεη. Σχεδόν κανείς θεατής δεν θα προσέξει τον κακό χαρακτήρα του «συμβόλου», αναγκάζοντας τον ίδιο τον Μπρεχτ να αποδώσει το φαινόμενο στο αμβλυμμένο κριτήριο των θεατών που δεν είχαν  ακόμη απελευθερωθεί από τις συναισθηματικές τους συνήθειες.

Γενικότερα, η θεατρική  του Μπρεχτ είναι ο αντίποδας της  σκηνοθετικής άποψης του Στανισλάβσκι, οι παραστάσεις του οποίου στη Μόσχα, στις αρχές του αιώνα, «ήταν τόσο τέλειες, που ξεχνούσες πως βρισκόσουν στο θέατρο….». Επίσης, ο Αλέξης Σολομός αναφέρει στο σπουδαίο βιβλίο του «Η ηλικία του Θεάτρου» για την παράσταση του «Γλάρου» από το «Καλλιτεχνικό Θέατρο Μόσχας» του Στανισλάβσκι: «Λέω  ιστορική την παράσταση, γιατί απ’ αυτήν άρχισε  πραγματικά μια θεατρική κοσμογονία: το μοντέρνο  θέατρο, το θέατρο  ‘συνόλου’ κι ‘ατμόσφαιρας’  όπου οι ηθοποιοί δεν παίζουν αλλά  ζουν τους ρόλους τους». Πάνω σε αυτό, η Νέλη Αγγελίδου αναφερόμενη στο ρόλο της Άτοσσας που έπαιξε στην παράσταση των «Περσών» του 1965 που προαναφέραμε, θυμάται ότι: «ο Κουν ζητούσε κίνηση της ψυχής του ηθοποιού  που θα ήταν προϋπόθεση για να συγκινηθεί  ο θεατής μέσα στους αληθινούς  και εκσυγχρονισμένους όρους της τραγωδίας …. Ο Κουν  εισάγει την  μέθοδο Στανισλάβσκι, εμποτισμένη στα ιδιαίτερα ελληνικά χαρακτηριστικά».

Παρενθετικά, σήμερα που γράφουμε αυτές της γραμμές, αδυνατούμε να καταλήξουμε σε πιο βαθμό η παράσταση του «Γλάρου», που είδαμε το 1994, στο Θέατρο Διονύσια, είχε χρησιμοποιήσει το «σύστημα Στανισλάβσκι». Το έργο ανέβηκε σε σκηνοθεσία Γιούρι Λιουμπίμωφ, απόδοση Μάριου Πλωρίτη, σκηνικά Μπορόβσκι και μουσική Ντενίσωφ. Πρωταγωνιστούσαν οι Γρηγοριάδου, Δανδουλάκη, Κολοβός, Φέρτης και Φυσσούν. Το αναφέρουμε όμως, διότι στο πρόγραμμα αυτής της παράστασης υπάρχει μια ιστορική φωτογραφία την οποία και παραθέτουμε μαζί με το σχόλιο που την αφορά: Η φωτογραφία αυτή τιτλοφορείται συνήθως «Ανάγνωση του Γλάρου» από τον Τσέχωφ στους ηθοποιούς του Θεάτρου Τέχνης. Στην πραγματικότητα, έχει τραβηχθεί στις 15-05-1899, μετά την ειδική παράσταση, σε σκηνοθεσία Στανισλάβσκι – Ντάντσενκο, που δόθηκε για το συγγραφέα. Στη μέση, ο Τσέχωφ «διαβάζει». Δεξιά του, ο Κ.  Στανισλάβσκι (Τριγκόριν), αριστερά του  η Ό. Κνίππερ (Αρκαντίνα), όρθιος ανάμεσά τους, ο Β. Μεγερχόλντ (Τρέπλιεβ), όρθιος στην άκρη αριστερά ο Ντάντσενκο.

Τον συνεχιστή του Στανισλάβσκι στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας Όλεγκ Εφραίμωφ συναντήσαμε το 1986, όταν σκηνοθέτησε  το έργο «Πρόσωπο με πρόσωπο» του Μολδαβού συγγραφέα Αλεξάντρ Γκελμάν, με πρωταγωνιστές τους Καζάκο - Καρέζη στο θέατρο «ΑΘΗΝΑΙΟΝ». Εκεί περιγράφονται  οι δυσκολίες που υπήρξαν στην οικοδόμηση του «σοσιαλιστικού» ανθρώπου στο πλαίσιο της συμπεριφοράς του, μέσα στην  οικογένεια, όπως αντίστοιχα  και η δυσκολία να υλοποιηθούν τα πλάνα της σοβιετικής παραγωγής μέσα από τη διαδικασία των πριμ παραγωγικότητας. Το τελευταίο αυτό ζήτημα αναδεικνύεται  και στο έργο του ίδιου συγγραφέα «Πρίμ», όπως το είδαμε στην ομότιτλη σοβιετική ταινία στην Αθήνα. Εμείς δεν αντιλαμβανόμασταν, όσο χρειαζόταν τότε, αλλά ούτε και το έργο το αναδείκνυε πως, μετά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, η κατάργηση του νόμου της αξίας στη σοσιαλιστική  οικονομία, που αποτελεί τη βάση του σοσιαλιστικού συστήματος, επιδρά στο εποικοδόμημα, μέρος του οποίου είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις και αξίες. Δυστυχώς, δεν προσέξαμε ούτε τα λόγια του  Εφραίμωφ ο οποίος, όταν το 1970 μπήκε επικεφαλής του «Θεάτρου Τέχνης», το πρώτο πράγμα που είπε στους μαθητές του ήταν «Πίσω στον Στανισλάβσκι»! Λογική εξέλιξη και οι πλήρεις ανατροπές  λίγα χρόνια αργότερα στη Σοβιετική Ένωση, οι οποίες, παρά τα ουσιώδη προβλήματα στην απόπειρα  οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ξημέρωσαν άλλους καιρούς και μαρτύρια στην ανθρωπότητα.

Βεβαίως, δε μηδενίζουμε, γνωρίζουμε  ότι  το θέατρο Στανισλάβσκι ήταν ένα άλμα για την εποχή του, πριν την αυγή του 20ού αιώνα, και οι αξίες του είχαν τα θεμέλιά τους στους Τσέχωφ, Τολστόι, Γκόρκι εμπλουτισμένες από τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού.

Συναντήσαμε, όπως έχουμε αναφέρει  σε παλιότερο μας άρθρο, τον απόηχο του «ψυχοτριγωνομετρικού» Μπρεχτ του «Μπερλίνερ  Ανσάμπλ», όταν στις 22 Ιουλίου του 2009 το Βερολίνο, άλλοτε κέντρο του παγκόσμιου ιδεολογικού διχασμού, όχι μόνο μας φιλοξενεί αλλά ικανοποιεί μια ξεχωριστή μας επιθυμία: να συναντήσουμε τον Μπρεχτ στην «ανάσα των ζωντανών ανθρώπων». Φτάσαμε λοιπόν στο σταθμό της οδού Φρήντριχ, περάσαμε επί τόπου  τον ποταμό Σπρέε και δίπλα του ακριβώς,  στο «Φράγμα των Ναυπηγών», αντικρίσαμε το περίφημο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, το «Νέο Θέατρο» που ίδρυσε ο Μπρεχτ στον τομέα του Ανατολικού Βερολίνου, το οποίο συνεχίζει να ανεβάζει τα έργα του.

Επιτέλους! Θεατές  της τελευταίας παράστασης της σεζόν, στη μικρή σκηνή του θεάτρου στο ενοποιημένο πλέον Βερολίνο, του  έργου «Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ». Δίπλα, στην κεντρική σκηνή που ολοκλήρωνε και αυτή το ίδιο βράδυ τις παραστάσεις της με το έργο «Η Όπερα της πεντάρας», η αναζήτηση εισιτηρίου έγινε επί ματαίω. Αναγκαστικά λοιπόν θα μείνουμε με την ανάμνηση της παράστασης του έργου αυτού  στο θέατρο «Αθήναιον» σε διδασκαλία Ζυλ Ντασσέν το χειμώνα του 1993 στην Αθήνα. Θα άξιζε να αναφέρουμε εδώ  και την  πολύ  αξιόλογη παράσταση του έργου «Η Όπερα της πεντάρας» που είδαμε στις 22-02-2014 στο θέατρο Σαρακινάδου στη Ζάκυνθο από αξιόλογους μουσικούς και ηθοποιούς σε σκηνοθεσία του Γιάννη Ζαβραδινού.

Όλοι λοιπόν που αγαπάμε τον Μπρεχτ για ό,τι υπήρξε, για την αληθινή ζωή και τη συγκίνηση (ακόμη και εάν δεν την επιδίωκε) που γενναιόδωρα μας χάρισε, αξίζει  να προσθέσουμε σε αυτές τις  απλές και γεμάτες δάνεια προσεγγίσεις μας και τα  δικά του λόγια.

Στο «Μικρό όργανο για το θέατρο» αναφέρει: «Το θέατρο, όπως το βλέπαμε ως τώρα, δείχνει την κοινωνία που παρουσιάζεται στη σκηνή σαν κάτι το οποίο είναι αδύνατο να επηρεαστεί από την  κοινωνία που υπάρχει στην αίθουσα. Ο Οιδίποδας τιμωρείται, γιατί παρέβη τις αρχές που διείπαν την κοινωνία  του καιρού του. Επιφορτίζονται γι’ αυτό οι θεοί που ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Οι «μεγάλοι μοναχικοί» του Σαίξπηρ, που κουβαλάνε μέσα τους τα αστέρια της μοίρας τους, αρχίζουν αναπότρεπτα μάταιες και τρελές πορείες προς το θάνατο. Ετοιμάζουν  με τα ίδια τους τα χέρια το χαμό τους κι η καταστροφή τους ξεφεύγει από την κριτική… Πάντα ανθρωποθυσίες! Πάντα βάρβαρες απολαύσεις! Ξέρουμε, όμως πως οι βάρβαροι  έχουνε τη δική τους τέχνη. Καιρός να φτιάξουμε και εμείς τη δική μας!».

Το να φτιάξουμε τη δική μας τέχνη, είναι  ένας  δύσκολος και ανεξόφλητος λογαριασμός, προπαντός σήμερα που η ήττα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος είναι κάτι παραπάνω από γεγονός. Χαιρόμαστε, βέβαια, γιατί τη στιγμή, που γράφουμε αυτές τις γραμμές (Απρίλης του 2014), στις επτά φορτωμένες με αστέρια σινεφίλ ταινίες οι οποίες παίζονται στην Αθήνα, οι τέσσαρες ανήκουν στο Σοβιετικό κινηματογράφο (Αμλετ, Βασιλιάς Ληρ, Δον Κιχώτης, Τρία τραγούδια για τον Λένιν), οι δύο προέρχονται από τις άλλες χώρες του «υπαρκτού Σοσιαλισμού» και μία μόλις από την Ιαπωνία  με τίτλο  «Ρασομόν» του μεγάλου Ακίρα Κουροσάβα.

Ο Μάρκος Αυγέρης.
Φυσικά, χωρίς να πιστεύουμε στην αμετακίνητη μοίρα, αυτό παραμένει μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει  δυστυχώς τον κανόνα  που προαναφέραμε. Συγχρόνως, αφού αναζητούμε εκδοχές, εναγώνιο παραμένει το ερώτημα, αν το «Θέατρο της Αποστασιοποίησης» του Μπρεχτ μπορεί στην πράξη να εφαρμοστεί χωρίς κανένα περιορισμό. Για  όλα αυτά λοιπόν ας γυρίσουμε «σεμνά» στην αρχαία τραγική ποίηση που εξετάζουμε. Είναι και δικά μας τα παρακάτω λόγια  του κομμουνιστή διανοητή, Μάρκου Αυγέρη, για την αρχαία Ελληνική τέχνη της καρδιάς μας. «Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ποίησης, όπως κι όλης της ελληνικής τέχνης είναι η δίψα ζωής, ηδονή της ύπαρξης, η χαρά του εξωτερικού κόσμου… Στα περισσότερα απ’ αυτά τα δημιουργήματα γελάει η ευτυχισμένη συνείδηση ενός λαού στην εφηβεία του. Το ελληνικό πνεύμα ξεκινάει από το συγκεκριμένο και το θετικό, θρέφεται από το γνήσιο, από αυτό παίρνει το πέταμά του και σ’ αυτό ξαναγυρνάει … η αξεπέραστη δύναμη του είναι αυτή η ξαστεράδα του νου κι αυτή η λαγαρή όραση, που αναπλάθει ένα διάφωτο κόσμο, όπου έχει κανείς την αίσθηση πως καθρεφτίζεται και τρέμει η κρυστάλλινη και χρυσή ατμόσφαιρα του αττικού τοπίου».

Αφήνοντας  παράμερα το  ερώτημα του ποιητή Νίκου Καρούζου «Μπορείς να κόψεις ένα τριαντάφυλλο από την λέξη τριανταφυλλιά»; ομολογούμε ότι αυτό το απλό, ζεστό και γαλήνιο αττικό τοπίο, που αναφέρει ο Μάρκος Αυγέρης,  είναι  και για εμάς το μυστικό αινιγματικό αλφάβητό μας. Αυτό στοιχειώνει όπως αρμόζει μια τέχνη και μια φιλοσοφία,  που  μέσα στον ιστορικό χρόνο, κοιτάζει στα ίσια και μπολιάζει όλη την παγκόσμια πνευματική κληρονομιά.  Σε αυτό το τοπίο  αρθρώνεται  η ερωτική μας μελαγχολία, εκεί ξεκουράζεται, και τρέφεται  η ψυχή μας!

Σεπτέμβρης 2014
                                                                                                                 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ: Β. Π. Καραγιάννης, ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗΝ ΣΤΟΝ ΑΘΩ

ἔκδ. Περ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, Κοζάνη 2007, σ. σ. 72

ΓΡΑΦΕΙ Ο π. ΚΩΝ. Ν. ΚΑΛΛΙΑΝΟΣ

Σήμερα εἶχα τὴν τιμὴ νὰ λάβω τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλίας τοῦ Ἀντώνη Παπαβασιλείου. Μὲ φθινοπωρινὸ καιρὸ νὰ πολιορκεῖ τὸ ἀκόμα θερινὸ νησί μας. Ἔτσι, χάρηκα ποὺ ἡ προσφορὰ αὐτή, προσφορὰ ἀνεκτίμητη, ἦρθε στὰ χέρια μου, γιατὶ πάντα χαίρομαι τὸ λόγο τοῦ Βασίλη Καραγιάννη, τὸν παράξενο κάποτε, ἀλλὰ πάντα ἔξυπνο, αἰσιόδοξο καὶ ζωηρό. Ἔπειτα, νέα βιβλία ἦρθαν νὰ μὲ συντροφέψουν, ὁπότε, κακὰ τὰ ψέματα: μέσα στὰ τυπωμένα χαρτιά, καὶ στὰ λευκὰ ἀκόμα, κολυμπᾶμε. Καὶ κολυμπᾶμε, ἐπειδὴ μέσα στὰ ἰαματικὰ αὐτὰ ρεῖθρα τοῦ λόγου χαιρόμαστε τὴ συντροφιὰ τοῦ ἄλλου, τοῦ κάθε καλοῦ κι ἔντιμου συγγραφέα, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ διαλεγόμαστε μυστικά, ἰδίως σὲ στιγμὲς καὶ ὧρες μοναξιᾶς, γόνιμης μοναξιᾶς ὅπως θὰ τὴν ἔλεγε κι ὁ μεγάλος Δάσκαλός μας, ὁ Π. Β. Πάσχος.
Τὰ τέσσερα, λοιπόν, καλοτυπωμένα- ἄν καὶ θὰ τὰ προτιμοῦσα στὸ πολυτονικό, γιὰ νὰ στολιστοῦν «ἔτι καὶ ἔτι»- βιβλία τοῦ παλαιοῦ μου γνωστοῦ Β. Π. Καραγιάννη, ἀπὸ τὴν προσφιλῆ μου Λευκοπηγὴ Κοζάνης καταγομένου, ἔφθασαν σήμερα μὲ τὸ Ταχυδρομεῖο, μαζὶ μὲ τὶς πολύτιμες εὐχὲς τοῦ καλοῦ μου φίλου Ἀντώνη τοὐπίκλην Χρονιώτη καί, ἐξάπαντος,  μεσίτη προς τὸν Β. Π. Κ.
Ἀμέσως ξεχώρισα ἀπὸ τὰ βιβλία τό, «Ἁμαρτήματα κατὰ συρροὴν στὸν Ἄθω», ποὺ μὲ συγκίνησε γιὰ δυὸ λογους.
Ὁ πρῶτος γιατὶ μοῦ θύμισε τρεῖς γνωστούς μου, κεκοιμημένους σήμερα. Τὸν ποιητὴ Τ. Κ. Παπατσώνη, ἀγαπημένο μου ποιητὴ ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν σπουδῶν, τὸν ἀείμνηστο κύρ Νίκο Γαβριὴλ Πεντζίκη, τὸν ξεχωριστὸ φιλοαθωνίτη καὶ ἀκέραιο Ἄνθρωπο καὶ Λογο-Τέχνη,  καὶ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Μωϋσῆ, τὸν Ἁγιορείτη λόγιο καὶ πρὸ τινων μηνῶν κοιμηθέντα.
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ἐντελῶς προσωπικός. Γιατὶ σ᾿ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ «ὀλιγοήμερα ταξίδια», τοῦ συγγραφέα στὸ Ὄρος, ἀνταμώσαμε. Ἀνταμώσαμε λοιπόν,  στὴ Μονὴ τοῦ Ξηροποτάμου, σιμὰ στὴ φιάλη, ποὺ στηθηκε μὲ τὶς μέριμνες καὶ τὶς φροντίδες τοῦ συντοπίτη μου μοναχοῦ Καισαρίου Δαπόντε.  Πᾶνε πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ὅταν ἕνα θερινὸ πρωϊνὸ, μεσοῦντος τοῦ καλοκαιριοῦ, πραγματοποιήθηκε αὐτὴ ἡ ἀπογραμμάτιστη συνάντηση, στὴ δροσιὰ τῆς αὐλῆς τοῦ μοναστηριοῦ ἐκείνου: συναντηθήκαμε τυχαῖα, ἀλλὰ μᾶς ἕνωσε ἕνα ὄνομα:  τοῦ  Π. Β. Πάσχου συντοπίτη τοῦ Βασίλη κι ἐμένα Δάσκαλου καὶ πνευματικὸ (στὰ γραφτά μου) ὁδηγό.
Αἰτία δὲ αὐτῆς τῆς συνάντησης ἦταν ἡ ἀπόστολὴ ἀπὸ μέρους τοῦ Βασίλη τῆς «Παρέμβασης», τοῦ περιοδικοῦ δηλ. ποὺ ἐκδίδει καὶ στὸ ὁποῖο εἶχα τὴν τιμὴ νὰ συμμετάσχω μέ κάποια γραφτά μου, κυρίως γύρω ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ καλοῦ μου κυρίου Παντελή Π. Πάσχου.
Διαβάζοντας, λοιπόν, τὸ πολὺ καλὸ βιβλιαράκι τοῦ Βασίλη γιὰ τὸ Ὄρος διεπίστωσα ὅτι ἔχει μεγάλη συγγένεια μὲ τὸ «Ἄσκηση στὸν Ἄθω» τοῦ Παπατσώνη, ποὺ τὸν μνημονεύει στὴν ἀρχή (σελ. 9), ὡστόσο ὁ λόγος τοῦ σ. ἔχει μιὰ ἄνεση καὶ μιὰ ἐξομολογητικὴ διάθεση ποὺ σὲ συνεπαίρνει: «Ἔψαχνα σιωπηλὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ μέρη τοῦ τότε, Κυριακὴ ἀπόγευμα μετὰ εἴκοσι ἔτη. Μπορεῖ νὰ βρίσκονταν κάπου ἐκεῖ ἄνω ἤ κατω τῆς γῆς, ἀλλὰ εἰς τοῦς οὐρανοὺς σίγουρα» (σ. 36). Καὶ παρακάτω: «Ὁ ἑσπερινὸς μὲ τὸν εὐσταλὴ ἱερομόναχο καὶ τὸν εὐσταλέστατο μοναχὸ-συγγραφέα (δηλ. τὸν Γ. Μωυσή) ἔχει τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀρχοντιὰ τοῦ ἀπέριττου». (ὅπ. παρ.).
Ἀλλοῦ γίνεται πιὸ εἰλικρινὴς καὶ τίμιος: «Τὸ πρωΐ σὲ παρεκκλήσι μυστικὸ, στὸ βάθος ἡ λειτουργία. Πῆρα τὸ ἀντίδωρο, παρ᾿ ὅτι εἶχα φάει... καὶ παρὰ τὴν αὐστηρὴ διακοίνωση τοῦ τραπεζοκόμου ὅτι < δὲν πιστεύω τώρα νὰ πάρεις κι ἀντίδωρο>. Κι ὅμως πῆρα. Κι ὄχι μονάχα ἀπὸ κεῖ. Κι αὐτὸ νὰ ἦταν τὸ μόνο ἁμάρτημά μου στὸν Ἄθω!» .( σελ. 15).
Τὸ βιβλιαράκι διαβάζεται εὐχάριστα καὶ δὲν κουράζει, γιατὶ ὁ λόγος τοῦ σ. εἶναι ἀνεπιτήδευτος -λές καὶ σοῦ μιλάει- ἀλλὰ καὶ σταθερός. «Οἱ συγγραφεῖς εἶναι φίλοι τῶν ἀνθρώπων ἀκόμα κι ἐκείνων ποὺ δὲν τοὺς διαβαζουν, ἀφοῦ ἀπὸ κείνους ἤ ἰδίως ἀπὸ κέινους ἁλιεύουν θέματα...»( σελ. 38).
Ὁ Βασίλης ἁλίευσε πολλὰ στὶς ἕξι περιηγήσεις ποὺ παρουσιάζει. Περιηγήσεις μὲ τὴ συντροφιὰ ποὺ συγκινεῖ, ὅπως ἐκείνη τοῦ μεγάλου Νίκου Γαβριὴλ Πεντζίκη (σελ. 37-47), ποὺ μέσω τῶν βιβλίων του πορεύεται ὁ σ. πε(αι)ζο-γράφοντας. Ὅπως θὰ τὄθελε κι ὁ κὺρ- Νίκος δηλαδή.
Μόνο ποὺ τὸ γραφτὸ τοῦ Βασίλη γιὰ τὸν Ἀλ. Μωραϊτίδη, τὸ ὁποῖο ἔχει στόφα ἁγιορειτικῆς περιήγησης κι ἐπιγράφεται «Περὶ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδου κ. ἄ. περιέργων δαιμονίων»,  θὰ πρέπει ὁ ἀναγνώστης νὰ τὸ ἀναζήτήσει στὸ ἄλλο... ἁμαρτωλό βιβλιο τοῦ σ.  ποὺ ἔχει τὸν τίτλο, «Τὸ σκαληνὸ τρίγωνο τῆς ἁμαρτίας» (ἐκδ. Γαβριηλίδης, Ἀθ. 2013, σελ. 87-99). Ἀξίζει, νομίζω, τὸν κόπο. Γιατὶ σὲ φορτώνει ποικίλα κεράσματα καὶ διόλου... «σιδηροδρομικά» ( βλ. «Αμαρτήματα..., σελ. 65).

17- 9-2014 σκόπελος
      
Related Posts with Thumbnails