© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Ευσταθίου Λιανού Λιάντη: ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ VOX POPULI ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

φων κραυγς κ πόλεως, φων κ ναο, φων Κυρίου
Ησ. 66, 6

1. Εισαγωγικά

Το Vox Populi είναι η έκφραση της συνείδησης του λαϊκού στοιχείου στο σώμα της Εκκλησίας, μη θεσμοποιημένη αλλά ικανή να καθορίζει την εγκυρότητα συνόδων, τη δογματική αρτιότητα κρατικών αποφάσεων και την αναγνώριση της αγιότητας των προσώπων. Εάν επιθυμούσαμε να βρούμε το αντίστοιχο του Vox Populi στην κοσμική κοινωνία, αυτό θα ήταν η κοινή γνώμη, με δύο, όμως, βασικές διαφορές: η κοινή γνώμη α) διαμορφώνεται βραχυπρόθεσμα και β) μεταβάλλεται εύκολα, ενώ το Vox Populi έχει το ιδίωμα να αναπτύσσεται σε βάθος χρόνου, ακόμα και σε διάστημα πολλών γενεών, πραγματώνοντας αυτό που οι Ιταλοί λένε Pensiamo in secoli (σκεφτόμαστε με την προοπτική των αιώνων) και, αφού παγιωθεί, να εμμένει αμετάβλητο σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες.
Η καθοδήγηση του πληρώματος της Εκκλησίας, του αγίου έθνους, στάθηκε διαχρονικά το ζητούμενο από τρεις παράγοντες· τη θεσμική εκκλησιαστική έκφραση, την κρατική εξουσία και τη «χαρισματική εκκλησία», η οποία εκφραζόταν από ισχυρές και θεολογικά σημαίνουσες προσωπικότητες. Και οι τρεις προσπαθούσαν τη διαμόρφωση τάσεων άλλοτε ορθοδόξων και άλλοτε αιρετικών. Η λαϊκή συνείδηση είχε την ισχύ να περιθωριοποιεί την επίσημη εκκλησιαστική ή κρατική θεολογία και να επιβάλει ως κυρίαρχη τη «χαρισματική». Η έκπτωση του Αρειανισμού παρά την αυτοκρατορική εύνοια όπως και η επικράτηση του Μονοφυσιτισμού στις ανατολικές βυζαντινές επαρχίες παρά την κρατική καταστολή είναι δύο παραδείγματα επιβολής της λαϊκής βούλησης στον χριστιανικό κόσμο. Ο λαός ζητούσε κατανόηση και διασάφηση των θεολογικών εννοιών και στήριζε αυτόν που του τις προσέφερε.
Στην παρούσα εισήγηση θα εξετάσουμε τους τρόπους και τους παράγοντες διαμόρφωσης του Vox Populi στην Ανατολή από την εδραίωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως και την εφεύρεση των σύγχρονων τρόπων μαζικής πληροφόρησης. Στην ανάλυσή θα μας βοηθήσουν ιστορικά παραδείγματα κινημάτων και προσώπων και κειμενικές αναφορές της χριστιανικής γραμματείας.

2. Αρειανισμός: Από τη βασιλική στην Πατερική μετριοπάθεια

Η αρειανική έριδα ήταν η «παιδική ασθένεια» της νομιμοποιημένης βυζαντινής εκκλησίας. Εξαιτίας της διαμορφώθηκαν ο τύπος της Οικουμενικής Συνόδου και η σχέση της εκκλησίας με την αυτοκρατορική εξουσία, ενώ, στη διάρκειά της δοκιμάσθηκε το μέτρο επηρεασμού της εκκλησιαστικής συνείδησης του λαού από τους προαναφερθέντες τρεις παράγοντες, που τον επιζητούσαν.
Η πρώτη πολιτική προσπάθεια αντιμετώπισης της διχοστασίας στο εκκλησιαστικό σώμα ήταν η σύγκλιση από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο της Συνόδου της Νικαίας, μίας εκκλησιαστικής συγκλήτου, που καλούνταν να επιλύσει τη δογματική διαφορά μεταξύ τριαδικών μονοθεϊστών και αυστηρών μονοθεϊστών (Αρειανών). Η βούληση της αυτοκρατορικής Αυλής, που είχε ισχυρές αρειανικές επιρροές, ήταν η εξεύρεση συμβιβαστικής πολιτικής λύσης, η οποία θα ικανοποιούσε και τις δύο μερίδες. Ήδη στην επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας και τον Άρειο ο Μ. Κωνσταντίνος τους καλούσε να ομονοήσουν γιατί: « δ γιώτατος λας ες μφοτέρους σχισθες, κ τς το κοινο σώματος ρμονίας χωρίσθη». Έτσι, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, παρότι κατοχύρωσε την ομοουσιότητα της Αγίας Τριάδος δεν καταδίκασε προσωπικά τον Άρειο. Οι ακόλουθες διώξεις των Αρειανών επισκόπων οφείλονταν στην απείθεια προς τις αποφάσεις της Συνόδου λόγω, όμως, της αυτοκρατορικής τους κατοχύρωσης.
Σε αυτό το πρώτο στάδιο η φιλο-αρειανική Αυλή φαίνεται να λαμβάνει υπόψιν τη λαϊκή βούληση, που, κατά τις ιστορικές μαρτυρίες, έκλινε προς τον Τριαδισμό. Ο Θεοδώρητος γράφει ότι: «ο κλήρος είχε πολλούς που μετείχαν στον αιρετικό ρύπο (λυμή) αλλά το μεγαλύτερο μέρος του λαού υπεράσπιζε τα ορθά δόγματα». Όμως, οι υποστηρικτές του Αρειανισμού, έχοντας ισχυρή πολιτική και εκκλησιαστική στήριξη και παρουσία, κατάφεραν να αδρανοποιήσουν τις αποφάσεις της Συνόδου, επιβάλλοντας τη θεολογία τους ως την επίσημη ανακτορική θεολογία σχεδόν σε όλην τη διάρκεια της δυναστικής παρουσίας των Νεο-Φλαβίων και των Βαλεντινιανών.
Για μισόν και πλέον αιώνα ο ανώτατος κλήρος των δύο παρατάξεων συγκρουόταν, μέχρι τη στιγμή που η αυτοκρατορική εκλογή του Θεοδοσίου αφαίρεσε την κρατική κάλυψη από τους Αρειανούς. Ήταν η εποχή, που ο κατευναστικός Μέγας Βασίλειος προσπάθησε, χρησιμοποιώντας έναν τύπο πολιτικής θεολογίας, να συμβιβάσει τους μετριοπαθείς των δύο πλευρών. Η εκκλησιαστική συνείδηση του λαού αποδέχθηκε τη θεολογική πρόταση του Βασιλείου απομονώνοντας διττά τους ακραίους, όπως φαίνεται και από την επισκοπική καταλλαγή στην Αντιόχεια: «Οτω δοθέντων τν ρκων, λας εχεν μόνοιαν κα οκέτι πρς λλήλους διεκρίνοντο». Ενώ η εντυπωσιακή αλλαγή του Vox Populi στην Κωνσταντινούπολη από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο απέδειξε τη σημασία της ποιμαντικής παρέμβασης ενός «χαρισματικού» επισκόπου, ο οποίος επεξήγησε λογικά αυτό που φαινόταν ακατανόητο.
Ο Αρειανισμός εξαλείφθηκε σταδιακά από την Ανατολή, αποδεικνύοντας ότι δεν κατάφερε να ριζώσει στη λαϊκή βάση του πρώιμου Βυζαντίου, μεταφερόμενος, όμως, και καθορίζοντας το Vox Populi της γοτθικής Δύσεως. Το ενδιαφέρον του λαού για τη λογική κατανόηση της Θεολογίας της εποχής φαίνεται και από τη σκωπτική παρατήρηση του Γρηγορίου Νύσσης στον Λόγο περί θεότητος Υιού και Αγίου Πνεύματος: «Εάν ρωτήσεις για κέρματα ο άλλος θα φιλοσοφήσει για το γεννητό και το αγέννητο. Εάν ρωτήσεις για την τιμή του ψωμιού, ‘Μείζων ο Πατήρ’ σου αποκρίνεται ‘και ο Υιός υποχείριος’. Εάν ρωτήσεις αν το λουτρό είναι έτοιμο θα σου απαντήσει ότι ο Υιός δημιουργήθηκε εξ ουκ όντων».  

3. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος και η προσπάθεια διαμόρφωσης της δημόσιας ηθικής

Στον απόηχο των μεγάλων δογματικών συγκρούσεων έλαμψε η προσωπικότητα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενός εξαίρετου εκκλησιαστικού ρήτορα, που επικέντρωσε τη διδασκαλία του στη διαμόρφωση της δημόσιας ηθικής, και αντιτάχθηκε στην αίρεση με κοινωνικά κριτήρια. 
Ήδη το ξεκίνημα του Χρυσοστόμου στην Αντιόχεια προϊδέαζε για την κατοπινή κοινωνική του δραστηριότητα. Στην εξέγερση των ανδριάντων θέλησε να πατρονάρει κατευναστικά την αντίδραση εναντίον του Αυτοκράτορα επιρρίπτοντας την ευθύνη σε αλλοεθνείς ταραχοποιούς και καλώντας τον δήμο των Αντιοχέων να μετανοήσει. Η εξέγερση για τον Χρυσόστομο ήταν βλασφημία αμφισβήτησης του βασιλέως, που διοικούσε με θεία επίνευση. Βέβαια, στην Κωνσταντινούπολη τα πράγματα μεταβλήθηκαν όταν ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος με την αυτοκρατορική εξουσία χωρίς, όμως,  και τότε να πολιτικοποιήσει τη διαμάχη.
Ο Χρυσόστομος αντιμετωπίσθηκε από τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης ως ένα απόκοσμο φαινόμενο. Τον περιέβαλλαν με δέος και θαυμασμό δίχως, μολοντούτο, να πείθονται στις προτροπές του. Ο ίδιος πολύ συχνά στους λόγους του μέμφεται τους ακροατές του για αυτήν ακριβώς τη στάση τους. Ήταν ένας άγιος ερημίτης στο μέσον της πόλεως. Οι άνθρωποι συνωστίζονταν για να τον ακούσουν να κηρύττει εναντίον των θεαμάτων αλλά έπειτα επέστρεφαν στον ιππόδρομο.
Στους λόγους του χρησιμοποιούσε αισθητική ορολογία για να δείξει την αγάπη των πιστών για το κήρυγμά του, λέγοντας: «μου δείξατε τον ακόρεστο έρωτά σας», «η καρδιά σας θερμαινόταν και ο πόθος αύξανε», «η πλησμονή (του λαού) γινόταν ηδονή». Αλλ’ ανικανοποίητος για τη βιωτή τους, τους μεμφόταν για τη χλιαρή πίστη τους και τη σπάνια παρουσία τους στους ναούς, όπως στην περίπτωση ενός λόγου του την ημέρα των Θεοφανείων, όπου έλεγε: «Εσείς από όλα αυτά δεν μπορείτε να δείτε ούτε ένα μέρος, έρχεσθε εδώ μία φορά και αυτήν ως πάρεργο κι από τη συνήθεια της γιορτής και όχι από ψυχική ευλάβεια…».
Οι ιστορικοί και βιογράφοι του Χρυσοστόμου σημείωσαν σε, τουλάχιστον, δύο περιπτώσεις την αποτυχία των αντιπάλων του να στρέψουν τον δήμο εναντίον του χρησιμοποιώντας τη συκοφαντία. Ο λαός αντιλαμβανόταν την ηθική του ακεραιότητα και δεν πειθόταν από αυτού του είδους την πολεμική· χωρίς, όμως, να πείθεται να αλλάξει τον αστικό τρόπο διαβίωσης με τον ασκητισμό του άστεως, τον οποίον επαγγελόταν ο Επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης. Η ρωμαϊκή πόλη απέδιδε σεβασμό στην έρημο αλλά δεν δεχόταν να γίνει η ίδια έρημος.
Ο ιερός Χρυσόστομος δύο φορές εξορίσθηκε από την Κωνσταντινούπολη και δύο φορές η λαϊκή βούληση ανάγκασε την ανάκλησή του, έστω και αν τη δεύτερη το πλήρωμα της Εκκλησίας τον υποδέχθηκε νεκρό με τιμές Αγίου. Στην περίπτωση του Χρυσοστόμου η εκκλησιαστική συνείδηση του λαού στήριξε τον χαρισματικό ποιμένα και αναγνώρισε την αγιότητα του χωρίς να αφομοιώσει την ασκητική του διδαχή.

4. Εικονομαχία. Τα δύο Voces Populi

Από όλες τις θεολογικές διαμάχες που αναπτύχθηκαν στη Χριστιανική Αυτοκρατορία της Ανατολής ως πολυπλοκότερη και πλέον διχαστική εμφανίζεται αυτή της Εικονομαχίας. Για τους ιστορικούς υπήρξε ένας δισεπίλυτος γρίφος κυρίως όσον αφορούσε τα αίτια της απαρχής της αλλά και το ανώδυνο τέλος της, ενώ η διοικητική ικανότητα και η εξ αυτής λαοφιλία των εικονομάχων ηγεμόνων δυσχέρανε τα συμπεράσματα των κατοπινών θεολόγων.
Στην περίπτωση της εικονομαχίας παρατηρούμε ότι αναπτύχθηκαν δύο Voces Populi, δύο εκκλησιαστικές εκφράσεις του πληρώματος. Από τη μία ήταν η εικονόφιλη και φιλομόναχη συνείδηση του ελλαδικού χώρου και της Μικράς Ασίας και απέναντί της η εικονοκλαστική, «μεταρρυθμιστική» βούληση των ανατολικών επαρχιών και μεγάλου μέρους του αυτοκρατορικού στρατού.
Ο εισηγητής της εικονομαχίας, Αυτοκράτορας Λέων Γ΄, επιθυμώντας να μετρήσει την αντίδραση του δήμου στην εκκλησιαστική μεταρρύθμιση που ετοίμαζε επέλεξε μία πρώιμη μορφή «δημοσκόπησης» με την αποστολή του σπαθάριου Ιουλιανού να κατεβάσει την εικόνα του Χριστού από την Ιερά Χαλκή Πύλη. Το πλήθος βλέποντας αυτήν την ενέργεια αντέδρασε βίαια φονεύοντας τον Ιουλιανό και λιθοβολώντας τον εικονομάχο Πατριάρχη Αναστάσιο. Έτσι, ο Λέων αντιλήφθηκε ότι η άμεση επιβολή του σχεδίου του ήταν αδύνατη και επέλεξε τη σταδιακή εφαρμογή του. Εν τέλει, η πολιτική του ικανότητα ήταν αυτή που κατάφερε να εισφέρει στην εικονομαχική παράταξη ικανή μερίδα του στρατού και των δημόσιων λειτουργών καθώς και σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας.
Ο υιός και διάδοχος του Λέοντος, Κωνσταντίνος Ε΄, ο επονομασθείς Κοπρώνυμος, ακολούθησε επιθετικότερη  πολιτική από αυτήν του πατέρα του αλλά το γεγονός της θριαμβευτικής υποδοχής στην πρωτεύουσα του σφετεριστή του θρόνου στρατηγού Αρτάβασδου το 743 κατέδειξε ότι, τουλάχιστον στην Κωνσταντινούπολη, η λαϊκή πλειοψηφία εξακολουθούσε να παραμένει εικονόφιλη. Το κλίμα αυτό φαίνεται να είχε μεταβληθεί έντεκα χρόνια αργότερα, όταν το πλήθος των Κωνσταντινουπολιτών διέσυρε και φόνευσε τον Ηγούμενο της εικονόφιλης Μονής Αγίου Αυξεντίου, Στέφανο.
Το τέλος της πρώτης φάσης της εικονομαχίας είχε και πάλι τη λαϊκή επιβεβαίωση, μιας και η Αυγούστα Ειρήνη, επέλεξε να επανεισάγει την τιμή των εικόνων με την εκλογή ενός εικονολάτρη Πατριάρχη, παρουσία του λαού. Έτσι, στο ανάκτορο της Μαγναύρας κλήθηκαν οι αξιωματούχοι και ο λαός, που επεφήμησε την εκλογή του Ταρασίου στην επισκοπική καθέδρα. Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι από την εποχή του Κωνσταντίνου Ε΄, σημαντικοί εικονόφιλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, με εξέχοντα τον Ιωάννη Δαμασκηνό, συνέθεσαν έργα προς υπεράσπιση της τιμής των εικόνων, μέσω των οποίων ο λαός κατανόησε τη θεολογία της απεικόνισης των ιερών προσώπων.
Η δεύτερη περίοδος της εικονομαχίας ήταν μία προσπάθεια επανάληψης της πολιτικής των Ισαύρων, κατεύθυνση προς την οποία πίεζαν οι στρατιωτικοί, έπειτα από την αποτυχία των εικονόφιλων αυτοκρατόρων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους εξωτερικούς εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την ιστορική φάση υφίστατο, πλέον, παγιωμένη η εικονόφιλη εκκλησιαστική συνείδηση στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, γεγονός που αποδείχθηκε από την αναίμακτη και απόλυτη παύση της εικονομαχικής έριδας με την οριστική αναστήλωση των εικόνων το 843 υπό την ηγεμονική καθοδήγηση της Αυγούστας Θεοδώρας.
Κλείνοντας αυτή την ενότητα συμπεραίνουμε ότι η εικονομαχία ήταν η θεολογική πρόταση ενός Αυτοκράτορα και των εκκλησιαστικών του συμβούλων, η οποία βρήκε ανταπόκριση σε μερίδα του λαού, που, έστω, ενδόμυχα είχε συγγενείς προβληματισμούς. Όταν αυτή η θεολογική πρόταση αντιμετωπίσθηκε και απαντήθηκε με πειστικό τρόπο από τους εικονόφιλους Πατέρες και Ομολογητές, έχασε το λαϊκό της έρεισμα, το οποίο μετατοπίσθηκε στη λογική ερμηνεία της πατερικής θεολογίας.

5. Θεσμοποιημένη και «λαϊκή» αγιότητα

Στο τελευταίο μέρος της εισήγησης θα αναφερθούμε συνοπτικά σε ένα φαινόμενο, που συνδέει το βυζαντινό παρελθόν της Ανατολικής Ορθοδοξίας με το σύγχρονο παρόν της· και αυτό είναι η αναγνώριση της αγιότητας των κεκοιμημένων προσώπων και ο θεσμοποιημένος ή λαϊκός χαρακτήρας της.
Ήδη ο πολύς Μανουήλ Γεδεών στο έργο του για τις Αγιοποιήσεις διαχώρισε τη λαϊκή ευσέβεια προς τις ιερές προσωπικότητες από την αναγνώριση ή απόδοση αγιότητας από θεσμικούς παράγοντες. Η άποψη αυτή συγγενεύει επιστημονικά με τη βεμπεριανή κοινωνιολογική διαδρομή από το χάρισμα στην κανονικοποίηση. Στην πράξη αποδεικνύεται ότι το χάρισμα, η απόδοση από τον λαό αγιολογικής τιμής, πάντοτε οδηγούσε στην αγιοκατάταξη· αντίθετα η αγιοκατάταξη προσώπων από τη θεσμική εκκλησία δεν οδηγούσε πάντα στην αποδοχή τους από τον λαό.
Στην πρώτη κατηγορία απαντώνται άγιοι όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Νεκτάριος Πενταπόλεως αλλά η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Μάρτυρος Φανουρίου. Για τον Άγιο Φανούριο δεν υπήρχε καμία αναφορά στα βυζαντινά συναξάρια και τις αγιολογικές συλλογές· εμφανίσθηκε ξαφνικά «όπως η Αφροδίτη από τη θάλασσα» έγραψε ο Louis Petit, όταν στα τυχαίως ανευρεθέντα ερείπια εκκλησίας της Ρόδου το 1350, ο Επίσκοπος Νείλος διάβασε σε μία τοιχογραφία αγίου το όνομα Φανούριος. Η επανακαθιέρωση του ναού από τον Νείλο στο όνομα του Αγίου Φανουρίου και η αποδιδόμενη σε αυτόν θαυματουργική απελευθέρωση τριών Κρητών ιερέων από τα δεσμά των πειρατών, εισήγαγε τη λατρεία ενός αβιογράφητου Αγίου. «Ούτος γαρ εν αδήλοις αθλήσας καιροίς άδηλος ην ναός τε και τουνομα αυτού πάσιν…» σημείωνε ένας παλαιός μελετητής. Ο λαός συνδύασε το όνομά του με τη φανέρωση προσώπων και πραγμάτων και τον ανήγαγε σε λαοφιλή Άγιο.
Παρά τη δημοφιλία του η ελλαδική εκκλησία στα τέλη του 19ου αιώνα απαγόρευσε τον εγκαινιασμό ναών στο όνομά του, θεωρώντας τον ανύπαρκτο, κάτι που επανέλαβε τη δεκαετία του 1920 ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης. Όμως, ο λαός συνέχιζε να τον τιμά, με συνέπεια το 1947 να ανοίξει ένας θεολογικο-ιστορικός διάλογος μεταξύ του Μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ, του Θεοδότου Χουδαβέρδογλου και του Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, που ως αποτέλεσμα έφερε την αναγνώριση από την Εκκλησία της Ελλάδος της ύπαρξης του Αγίου Φανουρίου και την απόδοση αγιολογικής τιμής προς αυτόν.
Μείζονα παραδείγματα στην κατηγορία των αγιοκατατάξεων χωρίς τη συνηγορία του Vox Populi υφίστανται εκείνα της συναρίθμησης στις αγιολογικές δέλτους βυζαντινών αυτοκρατόρων, των οποίων η βιωτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει αυτήν την ενέργεια. Μεταξύ αυτών ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός, ο Κωνσταντίνος Γ΄ και ο Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος. Πιθανή ρωμαϊκή/παγανιστική επιβίωση της «θεοποίησης» των νεκρών αυτοκρατόρων η τακτική αυτή φαίνεται να ασκείτο μέχρι και τον 10ο αιώνα. Παρά τη βούληση της εκκλησίας ο λαός δεν τίμησε τους πολλούς αγιοποιηθέντες αυτοκράτορες, των οποίων η μνήμη σταδιακά εξαφανίσθηκε από την υμνολογία και τη λατρευτική ζωή.   
Η Σύνοδος των Επισκόπων της κάθε τοπικής Εκκλησίας είναι αυτή που, αφουγκραζόμενη τη λαϊκή ευσέβεια, το Vox Populi, επικυρώνει επίσημα την αγιολογική τιμή ενός προσώπου, ή, ακόμα, -κατά την άποψη του μακαριστού, λόγιου Μητροπολίτη Πατρών Νικοδήμου Βαλληνδρά- αυτή που μπορεί να προτείνει την αγιότητα προσώπων προς το πλήρωμα των πιστών. Ακόμη, όμως, και στη δεύτερη περίπτωση πάλι ο λαός είναι αυτός που με την πάροδο του χρόνου θα αποδεχθεί ή θα απορρίψει την αγιότητά τους.

6. Επίλογος. Η μαζική ενημέρωση ως νέος παράγοντας επηρεασμού του Vox Populi

Σε όσα είπαμε παραπάνω αναφερθήκαμε στους τρεις παραδοσιακούς παράγοντες διαμόρφωσης του Vox Populi: τη θεσμική διοίκηση της Εκκλησίας, την πολιτική εξουσία και τη «χαρισματική» εκκλησιαστική έκφραση. Σε αυτούς τους τρεις παράγοντες προστέθηκαν ήδη από τον 19ο αιώνα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που με την απεμπλοκή τους από τον κρατικό έλεγχο άσκησαν και ασκούν έναν νέο, αυτόνομο τύπο εξουσίας.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ Χριστιανισμού και ΜΜΕ απεικονίζεται στην αντίληψη του κοινού για την τεχνολογία, την κοινωνία και την κοινωνική πρόοδο και το μέτρο της αφομοίωσης αυτών των εννοιών από την Εκκλησία. Η χριστιανική ρητορική διαμόρφωσε τον τρόπο, που τα σύγχρονα ορθόδοξα έθνη κωδικοποίησαν τους τρόπους μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης και τον τρόπο που καθιέρωσαν την επικοινωνιακή τεχνολογία στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα.   

Όπως οι τρείς παραδοσιακοί παράγοντες στην ιστορική πορεία του Ανατολικού Χριστιανισμού συμπλέκονταν και δανείζονταν στοιχεία, πρόσωπα και πρακτικές, έτσι, σήμερα, και τα ΜΜΕ συν-επιδρούν και συγκαθορίζουν τη συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος. Παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης εμφανίζονται συχνά σε αντίθεση, δανείζονται πολιτικές και ρητορικές φόρμες και στρατηγικές πληροφόρησης, αλληλοπεριχωρώντας το ιερατικό με το κοσμικό στοιχείο και τροφοδοτώντας τη σύγχρονη εκκλησιαστική και πολιτισμική παραγωγή. 

Ιωάννη Σ. Πέτρου: ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ


[Εισήγηση στο περί Χριστιανισμού - Ορθοδοξίας Συνέδριο της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, Θεσσαλονίκη 13 Μαΐου 2014]

             Καταρχάς τι είναι ο δημόσιος χώρος;  Είναι απαραίτητο να τον προσδιορίσουμε για λόγους συνεννόησης. Είναι ο χώρος επικοινωνίας, συνάντησης και δράσης των ανθρώπων. Δεν είναι ο χώρος άσκησης εξουσίας. Ίσως θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τη διάσταση αυτή με τον όρο σφαίρα άσκησης της δημόσιας εξουσίας. Επομένως ο δημόσιος χώρος είναι ο χώρος στον οποίο διασφαλίζεται η ελευθερία δράσης, έκφρασης απόψεων και διαλόγου. Με την κλασική του μορφή ο χώρος αυτός προϋπέθετε υλική και άμεση σχέση συνάντησης ή έστω τη χρήση κλασικών επικοινωνιακών μέσων. Τα τελευταία είκοσι χρόνια ο χώρος αυτός διευρύνθηκε μέσω της ανάπτυξης του κυβερνοχώρου και της διαμόρφωσης διαφόρων μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. 
            Στο δημόσιο όμως αυτό χώρο, όπως περιγράφηκε αμέσως προηγουμένως, οι χριστιανικές Εκκλησίες και γενικά οι γνωστές θρησκείες είναι ελεύθερες να κινηθούν, να εκφράσουν όποιες αντιλήψεις θεωρούν ότι ενδιαφέρονται να προωθήσουν, χρησιμοποιώντας μάλιστα κάθε μέσο παραδοσιακό ή σύγχρονο της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, διαφημίσεις για την προβολή του έργου τους, εντυπωσιακές εικόνες και γενικά οτιδήποτε θα μπορούσε κατά τη γνώμη τους να συμβάλει στην προώθηση όσων θα ήθελαν να εκφράσουν όταν απευθύνονται  στους πιστούς τους και την κοινωνία. Το ίδιο ισχύει και για οποιονδήποτε πολίτη θέλει να διατυπώσει αντιλήψεις χρησιμοποιώντας θρησκευτική γλώσσα ή να μεταφέρει ή να προωθήσει ειδήσεις θρησκευτικού περιεχομένου.
            Αυτά όλα δείχνουν ότι δεν υπάρχει καταρχάς κανένα εμπόδιο, (για ορισμένους αναγκαίους, βέβαια, περιορισμούς θα γίνει λόγος παρακάτω), να δραστηριοποιηθεί κανείς είτε θρησκευτικός θεσμός ή συλλογικότητα ή άτομο στο δημόσιο χώρο, με τη διευρυμένη έννοια που αναφέρθηκε παραπάνω, και να εκφραστεί ελεύθερα. Ιδιαίτερα οι εξελίξεις των τελευταίων είκοσι χρόνων έδωσαν τη δυνατότητα να κινούνται οι θρησκείες ελεύθερα σε όλη την Ευρώπη, αλλά και γενικά στον αναπτυγμένο κόσμο. Με βάση το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης είναι ελεύθεροι όλοι να εκφράζονται και θρησκευτικά στο δημόσιο χώρο. Πού βρίσκεται λοιπόν το ζήτημα που θέτουν άλλοτε φανερά και άλλοτε καλυμμένα οι θρησκευτικοί θεσμοί και ορισμένοι που εκπροσωπούν τις αντιλήψεις και τις αξιώσεις τους;
            Πριν απαντηθεί το ερώτημα αυτό είναι απαραίτητο να υπομνηστεί με μια σχετικά σύντομη αναφορά τι σημαίνει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το νόημα και το περιεχόμενο του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος διατυπώνεται με σαφήνεια στο άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948), που έχει ως εξής: "Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται η ελευθερία για την αλλαγή της θρησκείας ή πεποιθήσεων, όπως και η ελευθερία να εκδηλώνει κανείς τη θρησκεία του ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, μόνος ή μαζί με άλλους, δημόσια ή ιδιωτικά, με τη διδασκαλία, την άσκηση, τη λατρεία και με την τέλεση θρησκευτικών τελετών".
            Παρόμοια διάταξη περιλαμβάνεται και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (άρθρο 9 παρ. 1). Στην περίπτωση όμως της Σύμβασης συμπληρώνεται με μιαν άλλη διάταξη μέσω της οποίας διευκρινίζεται ότι το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας δεν μπορεί να ασκείται με τρόπο καταχρηστικό. Συγκεκριμένα λέγεται ότι δεν μπορούν να υπάρχουν άλλοι περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος πέραν των μέτρων που προβλέπονται από το νόμο στο πλαίσιο της δημοκρατικής κοινωνίας για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξης, υγείας και ηθικής και την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων (άρθρο 9 παρ.2). Αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας πρέπει να ασκείται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μην παραβιάζονται η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια τάξη, υγεία και ηθική και τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των άλλων.
Αναγνωρίζοντας οι χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη σπουδαιότητα του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας μαζί με την ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης έχουν περιλάβει σχετική διάταξη στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ευρωπαίου Πολίτη που έχει ενσωματωθεί στην ισχύουσα από το 2009 Συνθήκη της Λισσαβόνας[1].
            Η συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας σημαίνει ότι ισχύουν ή πρέπει να ισχύουν τα εξής: Πρώτο, το κράτος δεν έχει επίσημη θρησκεία, πρέπει να αντιμετωπίζει όλες τις θρησκείες και τις θρησκευτικές κοινότητες, μεγάλες ή μικρές, πλειοψηφικές ή μειοψηφικές, ισότιμα και να διασφαλίζει την απόλαυση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών ανεξάρτητα από το θρησκευτικό τους πιστεύω. Δεύτερο, κάθε θρησκευτική κοινότητα είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίζει και να σέβεται την ύπαρξη των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων. Επίσης, όλες οι θρησκευτικές κοινότητες μπορούν ελεύθερα να εκφράζουν και διαδίδουν τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους. Απαγορεύεται μόνο ο λεγόμενος καταχρηστικός προσηλυτισμός, εκείνος, δηλαδή, που πραγματοποιείται με τη χρήση μη θεμιτών μέσων. Τρίτο, η θρησκεία είναι «ιδιωτική» ή προσωπική υπόθεση με την έννοια ότι δεν μπορεί να επιβάλλεται από το κράτος. Έτσι, ο πολίτης είναι ελεύθερος να προσδιορίσει τη θρησκευτική του ταυτότητα και να την αλλάξει κατά βούληση ή και να μην έχει θρησκευτική ταυτότητα.
            Οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις των τελευταίων είκοσι ετών μέσω των αλλαγών που επήλθαν μετά το 1989 στην Ανατολική Ευρώπη έδωσαν τη δυνατότητα στις χριστιανικές Εκκλησίες και τις άλλες θρησκείες να δρουν ελεύθερα στο δημόσιο χώρο σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.
            Πρόσφατα κάναμε μια έρευνα στα Συντάγματα όλων των χωρών της Ευρώπης (Δυτικής και Ανατολικής). Το Διαδίκτυο μας πρόσφερε αυτή την άνεση για την πραγματοποίηση της έρευνας. Με βάση αυτήν διαπιστώθηκε ότι όλες οι χώρες της Ευρώπης στα ισχύοντα Συντάγματά τους περιλαμβάνουν διατάξεις που διασφαλίζουν την ελευθερία της σκέψης, έκφρασης, θρησκείας και συνείδησης. Στην πραγματικότητα έχουν περιλάβει αυτές τις διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω για τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία πεποιθήσεων, όπως αυτές προβλέπονται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επίσης, είτε έμμεσα μέσω της ερμηνείας είτε με ρητή αναφορά[2], δεν επιτρέπεται η χρήση τους κράτους για την επιβολή και προώθηση θρησκευτικών, ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων.
            Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την άποψη ότι η θρησκεία σε όλες τις χώρες της Ευρώπης είναι «ιδιωτική» ή προσωπική υπόθεση των πολιτών, άρα δεν μπορεί να είναι κρατική υπόθεση ή να επιβάλλεται με τη χρήση της κρατικής εξουσίας. Ως προσωπική επιλογή των πολιτών ασκείται ελεύθερα ατομικά και συλλογικά στο δημόσιο χώρο.
            Παρά ταύτα διαβλέποντας οι θρησκείες τη δυσκολία να γίνουν αποδεκτές θέτουν το ζήτημα της λειτουργίας τους στο δημόσιο χώρο. Αυτό όμως σημαίνει ότι προσπαθούν να παραβιάσουν ανοικτές πόρτες. Είναι ελεύθερες να δρουν στο δημόσιο χώρο, αλλά δεν είναι υποχρεωτική η αυθεντία τους. Είναι δεδομένο ότι ιδίως στη δεκαετία του ’80 και του ’90 έγινε πολλή συζήτηση για τη δυνατότητα να εκφράζονται όλες οι απόψεις στο δημόσιο χώρο. Η δυνατότητα όμως αυτή δεν συνοδεύεται από «αυθεντία», αλλά από ελεύθερη εκτίμηση και αποδοχή ή απόρριψη όσων λέγονται και διαδίδονται μέσα στο διευρυμένο δημόσιο χώρο.
            Αυτό επίσης είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί να αναπτυχθεί εδώ αναλυτικά λόγω χρόνου, αλλά έχει συζητηθεί διεξοδικά με τη συμβολή μάλιστα σπουδαίων στοχαστών από το χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας. Η κατάληξη αυτής της συζήτησης είναι ότι στο πλαίσιο της σύγχρονης δημοκρατίας και της πλουραλιστικής κοινωνίας υπάρχει δυνατότητα συνεννόησης στη βάση της διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της θεώρησής τους ως βάσης διαλόγου και συνάντησης πέρα από τις επιμέρους για διαφόρους λόγους θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, πολιτικούς, επιδιώξεων, συμφερόντων κ.ά. διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στην κοινωνία. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, αλλά και του υπάρχοντος εκ των πραγμάτων θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες, οι θρησκείες είναι ελεύθερες να δρουν στο δημόσιο χώρο, δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν τη βάση ευρύτερης συνεννόησης επί των ζητημάτων της κοινωνίας, ούτε μπορούν να επιβάλλουν τις απόψεις τους με τρόπο υποχρεωτικό στους πολίτες. Μπορούν όμως να συμβάλουν στη θετική λειτουργία της κοινωνίας εάν επιλέξουν να λειτουργούν προς την κατεύθυνση αυτή.    
            Οι χριστιανικές Εκκλησίες και οι θρησκείες γενικά στις χώρες που υπάρχει κατοχυρωμένη η θρησκευτική ελευθερία δεν έχουν «κανονιστική αρμοδιότητα». Δεν μπορούν δηλαδή να επιβάλουν τίποτε στους ανθρώπους. Είναι ελεύθεροι να αποδεχθούν ή όχι αυτά που υποστηρίζονται από αυτές. Επομένως, η βασική διάσταση που αφορά τις θεσμικές τοποθετήσεις και τη διατύπωση θρησκευτικών αντιλήψεων επί διαφόρων θεμάτων είναι ελεύθερη στο δημόσιο χώρο, και μάλιστα το διευρυμένο πλέον μέσω της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων. Εφόσον όμως δεν έχουν πια «κανονιστική αρμοδιότητα» δεν μπορούν οι αντιλήψεις αυτές να επιβληθούν, και έχουν μόνο το ρόλο της ηθικής παραίνεσης. Αν γίνονται δεκτές ή όχι και σε ποιο βαθμό θα απαιτούσε μεγάλη ανάλυση που ο χρόνος δεν μας επιτρέπει να εξετάσουμε μέσα από μια λ.χ. τυπολογία της αποδοχής. Καταρχήν θα μπορούσε να πει κανείς ότι η λογική επιχειρηματολογία, η ανανέωση, η σαφήνεια, η συνέπεια λόγων και πράξεων, η προσαρμογή στα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας και όχι η προβολή απλώς μιας θρησκευτικής αυθεντίας θα μπορούσαν να διευκολύνουν τη διεύρυνση της αποδοχής. Πάντως το σημαντικό είναι ότι οι θρησκείες δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το κράτος για να επιβάλουν τις όποιες απόψεις τους. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τη θρησκευτική ελευθερία και θα συνιστούσε επιστροφή σε μια μορφή «θεοκρατίας».
            Προηγουμένως έγινε λόγος για τη διεύρυνση του δημόσιου χώρου με τον  κυβερνοχώρο. Τίθενται λοιπόν κάποια ερωτήματα σε σχέση με αυτόν.  Μπορούν ελεύθερα να εκφραστούν θρησκευτικοί φορείς, θρησκευτικές αντιλήψεις και πρόσωπα χρησιμοποιώντας ποικίλα ηλεκτρονικά μέσα; Πώς αντιμετωπίζει κανείς το ζήτημα της αντικειμενικότητας σε σχέση με την προβολή θρησκευτικών αντιλήψεων, γεγονότων και δράσεων; Τι γίνεται με την αρνητική χρήση των θρησκευτικών αντιλήψεων, όχι μόνο από όσους είναι αντίθετοι προς τη θρησκεία γενικά ή προς συγκεκριμένη/ες  θρησκεία/ες, αλλά και σε σχέση με τη διάδοση φανατικών και πολλές φορές ψευδών θεωριών/μυθοπλασιών που αναφέρονται στη θρησκεία ή τη χρησιμοποιούν ως μέσο για την πραγματοποίηση δικών τους σκοπών; Αυτοί που ενδιαφέρονται για τη διάδοση τέτοιων αντιλήψεων χρησιμοποιούν ιδίως το διαδίκτυο για να τις «πολλαπλασιάσουν».
             Το διαδίκτυο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) αλλά και άλλων μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας έδωσε τη δυνατότητα σε ανθρώπους που διαφορετικά δεν είχαν πρόσβαση με λόγο στο δημόσιο χώρο να τοποθετούνται βγάζοντας πολλές φορές ένα πρόσωπο αποκρουστικό, με απειλές και καλλιεργώντας φοβίες, εχθρότητες, αποκλεισμούς και αντιπαράθεση με άλλους. Πριν από μερικά χρόνια ήταν  περιορισμένες οι δυνατότητες για κάτι τέτοιο, γιατί μπορούσε να γίνει μέσα σε ιδιαίτερους θρησκευτικούς κύκλους, ή να χρησιμοποιηθούν έντυπα μέσα. Αν μάλιστα στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχε "πολλαπλασιασμός" αυτών με τη δημοσίευση αντιλήψεων και γεγονότων από μέρους των κλασικών ΜΜΕ, τότε η διάδοση των αρνητικών αντιλήψεων ήταν σχετικά περιορισμένη. Στα κλασικά ΜΜΕ, η δομή και η λειτουργία τους δεν επέτρεπε να δημοσιοποιηθούν και να προβληθούν απόψεις που ήταν ιδίως φανατικές, μισαλλόδοξες κ.λπ. Αντίθετα τώρα με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τη δυνατότητα καθενός να αναρτήσει οτιδήποτε στο διαδίκτυο εμφανίζονται προβλήματα που δεν υπήρχαν στο παρελθόν. Αυτό σημαίνει ότι αν δει κανείς τις υποθέσεις αυτές από άποψη νομική ή τις προσεγγίσει με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίσει τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργούνται, τότε είναι υποχρεωμένος να επισημάνει ότι είναι πολύ σημαντικό, βέβαια, το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά υπάρχει και η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησής του που αναφέρθηκε προηγουμένως στο πλαίσιο της αναφοράς στο άρθρο 9 παρ.2 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών)[3], ιδίως μάλιστα όταν μπορεί να θίγονται ή δυσφημίζονται πρόσωπα, να στρέφονται εναντίον θεσμών, συλλογικοτήτων ή ιδίως να καλλιεργείται η θρησκευτική μισαλλοδοξία και ο φανατισμός, που σαφώς αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία και τη συνοχή της. 
Οι θρησκευτικοί φορείς έχουν τη δική τους πρόσβαση και τα δικά τους μέσα. Δεν έχουν όμως πλέον τη δυνατότητα να πείσουν όλη την κοινωνία, όπως πιθανώς μπορεί να συνέβαινε πολύ παλιότερα. Γιατί οι απόψεις που εκφράζουν δεν γίνονται δεκτές ασυζητητί. Ούτε όλοι οι άνθρωποι παρακολουθούν τις απόψεις που εκφράζονται από τα εκκλησιαστικά μέσα, ούτε και όσοι τις παρακολουθούν τις αποδέχονται αυτονόητα. Υπάρχει η λεγόμενη a la carte θρησκευτικότητα. Είναι ελεύθεροι οι θρησκευτικοί φορείς να μιλούν στο δημόσιο χώρο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι γίνεται αποδεκτή και η «αυθεντία» τους. Την αιτία αυτής της κατάστασης πρέπει να την αναζητήσουν στον εαυτό τους και στον τρόπο διαμόρφωσης της επικοινωνίας τους, καθώς και στο ότι πρέπει να αναζητήσουν τρόπους πιο ουσιαστικής αναφοράς στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι δεν αρκεί η απλή επίκληση της θρησκείας για να λειτουργήσει θετικά στην κοινωνία. Αντίθετα, πρέπει να το επιδιώξει κανείς αυτό με συγκεκριμένους και συνεχώς ανανεούμενους τρόπους. Μάλιστα εκφράζοντας και  την αντίθεση προς διάφορους τυχάρπαστους που εμφανίζονται δήθεν να εμφορούνται από θρησκευτικές ιδέες, αλλά χρησιμοποιούν τις δυνατότητες των σύγχρονων μέσων για να εκφράσουν τα απωθημένα τους, το μίσος για άλλους, και την τυχόν έκφραση της επιθυμίας τους να αντιπαρατεθούν με άλλους. Θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό δημιουργούν μια ασφάλεια και συνοχή στις ομάδες τους και εμποδίζουν τις διαρροές. Την αρνητική αυτή διάσταση που πραγματοποιείται σε περιορισμένους κύκλους δεν παρακολουθεί και δεν τη γνωρίζει ο πολύς κόσμος.
Οι θρησκευτικοί φορείς δεν έχουν στην πραγματικότητα πρόβλημα πρόσβασης στο δημόσιο χώρο, αφού και διαφημίσεις χρησιμοποιούν για την προβολή του έργου τους, μάλιστα με υπερβολικό τονισμό της επιτυχίας τους και της αποτελεσματικότητας να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα[4].
Οι φανατικοί όμως «θρησκευόμενοι» που χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λένε διάφορες ανοησίες και ακρότητες, και σχολιάζουν υποτιμητικά πολλούς και πολλά. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει πρόσβαση για κάθε πικραμένο μέσω του διαδικτύου. Παριστάνουν τους σπουδαίους και τους γνώστες των πάντων. Φυσικά, ό,τι λένε το πληροφορούνται εκείνοι μόνο που ψάχνουν τις «βλακείες» στο διαδίκτυο. Παρά ταύτα δεν παύουν να δηλητηριάζουν σιγά-σιγά την κοινωνία, καλλιεργώντας φοβίες, αντιπαλότητες και αποκλεισμούς.
Το διαδίκτυο με τα μέσα διευκόλυνσης της διάδοσης και πολλαπλασιασμού αντιλήψεων και άλλων επιδιώξεων καθιστά πιο εύκολη τη διάδοση στην περίπτωση αυτή αντιλήψεων που σχετίζονται με τη θρησκεία ή την αρνητική χρήση θρησκευτικών αντιλήψεων για την επίτευξη μισαλλόδοξων σκοπών. Οι δράσεις αυτές εμπίπτουν στο κυβερνοέγκλημα (cybercrime) ως προς το περιεχόμενο. Αναφέρω τον όρο «περιεχόμενο», γιατί είναι η διάσταση που περιλαμβάνεται στη Σύμβαση της Βουδαπέστης  για το κυβερνοέγκλημα (2001) στην τυπολογία των εγκλημάτων με τη χρήση του διαδικτύου.
Το ζήτημα είναι ότι οι αναφορές στο θέμα της θρησκείας γίνονται κυρίως με διάφορες διακηρύξεις και οδηγίες που αναφέρονται στις διακρίσεις. Αντίθετα δεν υπάρχουν αναφορές στο θέμα της μισαλλόδοξης χρήσης της θρησκείας, της χρήσης της για τη συκοφαντική δυσφήμηση άλλων προσώπων ή ομάδων, για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων με τη χρήση θρησκευτικών κατηγοριών και αντιλήψεων με σκοπό την πρόκληση φοβίας. Οι θρησκευτικοί φορείς ενδιαφέρονται κυρίως να διασφαλιστούν από διαφόρων μορφών λεκτικής βίας ή προσβολής σε βάρος τους αλλά δεν είναι εξίσου ευαίσθητοι στο να καταδικάσουν τη χρήση από μέρους οπαδών τους ή ακόμη και στελεχών μισαλλόδοξες εκφράσεις και αντιλήψεις εναντίον άλλων που είτε έχουν σχέση είτε όχι μαζί τους. Ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία, η συκοφαντική δυσφήμηση, η διασπορά ψευδών ειδήσεων απευθύνονται συνήθως στην κοινωνία, όταν έχουν θρησκευτικό επίχρισμα και περιεχόμενο, και επιδιώκουν να προωθήσουν την «επικυριαρχία» των θρησκευτικών αντιλήψεων και επιδιώξεων. Για παράδειγμα θα μπορούσαν να αναφερθούν οι προβλεπόμενες από τον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα διατάξεις για την προστασία της Θρησκείας (άρθρα 198, 199 και 200), αλλά επειδή είναι παλιότερες διατάξεις δεν αναφέρονται στην υπόθεση της μισαλλόδοξης χρήσης της θρησκείας από μέρους των φονταμενταλιστών και φανατικών θρησκευομένων. Μάλιστα, ο Η/Υ προσφέρει πλέον πολύ εύκολα την επεξεργασία εικόνων που καθιστούν πιο «υποβλητική» την κατασκευή ψευδών ειδήσεων και μυθοπλασιών και τη συκοφαντική δυσφήμηση προσώπων και συλλογικοτήτων.
Το Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση της Βουδαπέστης για το κυβερνοέγκλημα (cybercrime) (2003) αναφέρεται στο ρατσισμό και την ξενοφοβία, αλλά παρότι η θρησκεία χρησιμοποιείται σε διάφορες μορφές εγκληματικής δράσης ή ώθησης σε εγκληματικές πράξεις δεν έχει περιληφθεί. Οι θρησκευτικοί φορείς, επίσης, αδιαφορούν για αυτές τις χρήσεις. Είναι απαραίτητο να περιληφθούν σε σύγχρονες διατάξεις και η παραπλανητική χρήση θρησκευτικών αντιλήψεων, καθώς και η καλλιέργεια μισαλλοδοξίας και φανατισμού με τη χρήση θρησκευτικών αντιλήψεων. Είναι σε πολλές περιπτώσεις το προστάδιο ανάπτυξης «ρατσιστικών» στάσεων. Ή είναι μια μορφή παραβίασης της προσωπικής ελευθερίας και διαβολής άλλων. Αυτό μπορεί να αφορά σε ανήκοντες με την ευρεία έννοια σε θρησκευτική ομάδα ή να μη ανήκουν και να είναι αδιάφοροι θρησκευτικά, αλλά οπωσδήποτε έχει σχέση η διαδικασία αυτή με την προσβολή και δυσφήμηση των προσώπων αυτών στην κοινωνία, στην εργασία, στον περίγυρό τους ή ακόμη και στον ίδιο το θρησκευτικό χώρο. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι η διεθνής τρομοκρατία χρησιμοποιεί τη θρησκεία για τους σκοπούς της. Το ίδιο ισχύει και για τις ρατσιστικές κινήσεις.
Οι χριστιανικές Εκκλησίες θα πρέπει να κατανοήσουν ότι οι μεγάλες θεωρίες και οι θεολογίες δεν έχουν άμεσο αντίκρισμα στη σύγχρονη πραγματικότητα , γιατί δεν κατανοείται ποια είναι η σχέση τους με αυτήν και ποιες συνέπειες έχουν στην ανθρώπινη δράση, δεν αποτρέπουν την αρνητική χρήση των αντιλήψεών τους από φανατικούς ή κατά τα άλλα οπαδούς τους. Πρέπει όμως να ξέρουν ότι αυτοί που χρησιμοποιούν με κάποιο δικό τους τρόπο τις αντιλήψεις τους, εύκολα μπορούν να στραφούν εναντίον τους.
Εδώ πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους μας ότι τέτοιου είδους χρήσεις του διαδικτύου δεν μπορούν να καλυφθούν μέσω της ελευθερίας της έκφρασης και της θρησκείας, γιατί περιέχουν προσβολές εναντίον της προσωπικότητας και ελευθερίας άλλων και προωθούν το θρησκευτικό φανατισμό και τη μισαλλοδοξία,  στην οποία οι θρησκείες μέσω της αρνητικής χρήσης τους καθίστανται «πρωταθλητές». Επομένως είναι υποχρεωμένες να παρακολουθούν, να αποτρέπουν και να καταδικάζουν τέτοιες χρήσεις της θρησκείας.
Από την άλλη μεριά είναι απαραίτητο να περιληφθούν μέσα στις απαγορεύσεις λόγω επικίνδυνου, υβριστικού, συκοφαντικού και παραπλανητικού περιεχομένου. Υπάρχουν αρκετές διατάξεις που αναφέρονται στην προστασία των θρησκειών, είναι απαραίτητο και οι κοινωνίες αλλά και οι πολίτες να προφυλαχθούν από εκείνους που χρησιμοποιούν τη θρησκεία για να στιγματίσουν, να συκοφαντήσουν, να προκαλέσουν φοβίες με φανταστικούς κινδύνους, να παραπλανήσουν, να προκαλέσουν μισαλλοδοξίες και να οδηγήσουν σε αποκλεισμούς και αντιπαραθέσεις χωρίς νόημα για την κοινωνία, αφού σέβεται το δικαίωμα τους να εκφράζονται θρησκευτικά. Απλώς δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το δικαίωμά τους αυτό "καταχρηστικά" ούτε να  επιβάλουν τις φοβίες και τις μισαλλόδοξες αντιλήψεις τους σε άλλους. Τα κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση της Βουδαπέστης και δεν την έχουν ακόμη κυρώσει με νόμο πρέπει να προβούν στην ψήφιση του σχετικού νόμου περιλαμβάνοντας και όσα προβλέπονται στο πρόσθετο πρωτόκολλο μαζί με την αναφορά στο θέμα της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Τέλος, είναι σημαντικό να αντιμετωπίζεται από όλους με μεγαλύτερη σοβαρότητα ο κίνδυνος για την κοινωνία που προέρχεται από τις προκλήσεις αυτές και να μη «πολλαπλασιάζονται» οι μισαλλόδοξες απόψεις και αντιλήψεις που χρησιμοποιούν ως όχημα τη θρησκεία, είτε μέσω των κλασικών ΜΜΕ είτε μέσω των νέων ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας (new media).     




[1] Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία μεταβολής θρησκεύματος ή πεποιθήσεων, καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεών του, ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή κατ' ιδίαν, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές".
[2] Ρητή αναφορά που απαγορεύει τη χρήση του κράτους για την προώθηση θρησκευτικών, ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων υπάρχει σε αρκετά ισχύοντα σήμερα Συντάγματα χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.
[3] Το Ελληνικό Σύνταγμα έχει μια γενική διάταξη που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση όλων των προβλεπόμενων σε αυτό δικαιωμάτων των πολιτών άρθρο 25 παρ. 3.
[4] Βλ. διαφήμιση της «Αποστολής» για την προσφορά της σε αστέγους που αναρτήθηκε στις 19-4-2014 στο in.gr

Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου: ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

  Βράδυ 12ης Μαΐου 2014 
στο Συνέδριο περί Εκκλησίας και Media της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας


Κατ' ἀρχάς σᾶς μεταφέρω τίς εὐχές τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος χάρηκε γιά τό παρόν Συνέδριο καί εὔχεται εὐόδωση τῶν ἐργασιῶν του.
          Τό θέμα τοῦ παρόντος Συνεδρίου-Σεμιναρίου εἶναι σοβα­ρότατο καί ἀναφέρεται στήν σχέση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης στόν σύγχρονο κόσμο. Ἔτσι, λοιπόν, ὑπάρχουν τρεῖς πραγματικό­τητες, ἡ Ἐκκλησία, τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης καί ὁ σύγχρο­νος κόσμος.
          Τελικά αὐτό τό θέμα εἶναι ἕνα μέρος τοῦ θέματος Ἐκκλησία καί κόσμος καί τά ἐρωτήματα πού τίθενται εἶναι πάμπολ­λα. Μερικά ἀπό αὐτά εἶναι: Τά ΜΜΕ χρησιμοποιοῦν τήν Ἐκκλησία θετικά ἤ ἀρνητικά;  Ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ τά ΜΜΕ γιά τήν ἀνάδειξη τῶν θεμάτων της καί τῆς παραδόσεώς της;  Ἐκκλησιο­ποιοῦνται τά ΜΜΕ ἤ ἐκκοσμικεύεται ἡ ἴδια ἡ  Ἐκκλησία ἀπό τήν χρήση τους;
          Δέν εἶναι δυνατόν νά δοθοῦν πλήρεις ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά, ἀλλά θά προσπαθήσω νά διατυπώσω μερικές σκέψεις.

1. Κοινωνία καί ἐνημέρωση
          Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἐξετασθῆ τό θέμα τῆς σχέσης τοῦ κόσμου μέ τά ΜΜΕ, γιά νά δοῦμε τήν δομή καί τόν τρόπο λειτουργίας τους, ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητά τους, γιατί αὐτό θά μᾶς βοηθήση νά δοῦμε καί τήν σχέση τους μέ τήν Ἐκκλησία.
          Ἡ κοινωνία καί αὐτό πού λέγεται κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἐνημέρωση. Σέ κάθε ἐποχή ὑπῆρχαν διάφοροι τρόποι ἐνημέ­ρωσης τῶν ἀνθρώπων. Στήν ἐποχή μας αὐτό γίνεται μέ τό τηλέφωνο, τό ραδιόφωνο, τήν τηλεόραση, τό διαδίκτυο, τίς ἱστοσελίδες, τά ἀτομικά μπλόκς κλπ.
       Προκύπτουν, ὅμως, διάφορα θέματα, ὅπως ἄλλωστε αὐτό γίνεται καί μέ ὅλα τά θέματα τοῦ κόσμου πού μᾶς περιβάλλει καί μέ τήν ἐπιστήμη. Καί στό θέμα αὐτό ἐπικρατεῖ ὁ δυϊσμός, ὅτι δηλαδή τό ἴδιο ἀντικείμενο μπορεῖ νά ἀπειλήση τόν ἄνθρωπο καί τήν κοινωνία, καί τό ἴδιο μπορεῖ νά τά εὐεργετήση.
          Ὑπάρχουν πολλά βιβλία πού ἀναφέρονται στά σοβαρά αὐτά ζητήματα, ἀλλά στήν μικρή αὐτή εἰσήγηση θά ἀναφέρω συνοπτικά δύο ἀπό αὐτά.
          Τό πρῶτο βιβλίο μέ τίτλο «Τό μήνυμα τοῦ μέσου» καί ὑπότιτλο «ἡ ἔκρηξη τῆς ἐπικοινωνίας» ἀποτελεῖται ἀπό συλλογή ἄρθρων ξένων εἰδικῶν μελετητῶν καί ἐπικοινωνιολόγων πού ἀναφέρονται στά σοβαρά θέματα τῆς ἐπικοινωνίας, καί τό βιβλίο αὐτό συνέθεσαν καί ἐπιμελήθηκαν οἱ Κώστας Λιβεριάτος καί Τάκης Φραγκούλης[1].
          Στήν εἰσαγωγή γίνεται μιά περίληψη τῶν ἐπί μέρους κεφαλαίων καί παρουσιάζονται ἀνάγλυφα οἱ σκέψεις τῶν συγγραφέων καί γίνεται λόγος γιά τό ὅτι στούς τελευταίους αἰῶνες στήν δύση ἔγινε «ἡ ἐπανάσταση τῆς ἐπικοινωνίας» πού εἶναι παρατεταμένη, καί στήν πραγματικότητα εἶναι «πιό καθολική ἀπό τή γαλλική τή ρωσική ἤ τή κινέζικη», ἀλλά καί «πιό μακρόχρονη ἀπό τή βιομηχανική» καί συγχρόνως εἶναι «ἐξίσου ἀμφιλεγόμενη μέ ἐκεῖνες». Μέ τήν ἐξάπλωση σέ ὅλο τόν κόσμο τῶν τηλεπικοινωνιῶν, ὑπερνικήθηκαν οἱ ἀποστάσεις στόν χῶρο καί τόν χρόνο, καί ἔγινε ὑπέρβαση τῶν γεωγραφικῶν, ἐθνικῶν καί φυλετικῶν ὁρίων, καί ἐπικοινώνησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στήν οἰκουμένη μεταξύ τους. Συγχρόνως, ὅμως, ἀμέσως μέ τήν ἔναρξη αὐτῆς τῆς ἐπαναστάσεως δημιουργήθηκαν κριτικές ἀντιδράσεις «πού ἐπισήμαναν τή γρήγορη παρακμή τῆς ἀστικῆς δημοσιότητας, τήν ἐνσωμάτωση τῶν μέσων ἐπικοινωνίας σέ οἰκονομικές, πολιτικές καί τεχνοκρατικές ἐξουσίες, τήν ἀδυναμία ἀληθινῆς ὁλοκλήρωσής τους μέσα στό δεδομένο κοινωνικό σύστημα, τήν ἀνεξέλεγκτη καί διαβρωτική ἐπιδρασή τους στήν ἐμπειρία, τή συνείδηση καί τήν κατάσταση τῶν πραγμάτων»[2].
          Τό συλλογικό αὐτό βιβλίο παρουσιάζει ἕνδεκα κείμενα καί μερικά ἀπο­σπά­σματα πού προσπαθοῦν νά ἀναλύσουν τό ὅλο θέμα καί τήν προβληματική τῶν συγχρόνων Μέσων Ἐνημέρωσης. Καίτοι τά κείμενα αὐτά γράφηκαν παλαιότερα καί δέν εἶχαν ὑπ’ ὄψη τους τήν σημερινή μεγαλύτερη ἔκρηξη τῶν Μέσων Ἐνημέρωσης, ἐν τούτοις θέτουν τά βασικά προβλήματα πού ἀπασχολοῦν αὐτόν τόν χῶρο.
          Τά πρῶτα πέντε κείμενα αὐτῆς τῆς συλλογῆς «θέτουν τό γενικό πλαίσιο τῆς σύγχρονης ἐπικοινωνίας, ἐξετάζουν τή σημα­σία, τή δομή καί τή λειτουργία της μέσα στήν κοινωνία καί τόν πολιτισμό»[3]. Δηλαδή, τό κεντρικό θέμα αὐτῆς τῆς ἑνότητας ἀναφέρεται στήν ἐπικοινωνία καί τήν σχέση της μέ τήν κοινωνία καί τόν πολιτισμό.
          Ὁ Charles Cooley (Κούλεϋ) ἀναπτύσσει τό θέμα «ἡ σημασία τῆς ἐπικοινωνίας»· ὁ  Robert Park (Πάρκ) καταγράφει «σκέψεις γιά τήν ἐπικοινωνία καί τήν κουλτούρα»· ὁ Harold Lasswell (Λάσγουελ) κάνει λόγο γιά τήν «δομή καί τή λειτουργία τῆς ἐπικοινωνίας στήν κοινωνία»· ὁ  Elihu Katz (Κάτζ) ἀναφέρεται στίς «δύο βαθμίδες στή ροή τῆς ἐπικοινωνίας»· ἡ Margaret Mead (Μήντ) ἀναπτύσσει τό θέμα «ὁρισμένες πολιτισμικές προσεγ­γίσεις στά προβλήματα τῆς ἐπικοινωνίας».
          Τά ἑπόμενα τρία θέματα ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή τοῦ ἀναγνώστου στά «πιό χαρακτηριστικά μαζικά μέσα, τόν τύπο, τό ραδιόφωνο καί τήν τηλεόραση, ἀναλύοντας, σέ ἱστορική καί θεωρητική προοπτική, ὁρισμένα καίρια γνωρίσματα καί ἀποτελέ­σματά τους: εἰδήσεις, διαφημίσεις καί ψευδογεγονότα, δημοσιό­τητα, δημοσιογραφία καί δημόσιες σχέσεις»[4]
          Ἔτσι, ὁ Walter Lippmann (Λίπμαν) ἀναπτύσσει τό θέμα «ἡ φύση τῶν εἰδήσεων»· ὁ Daniel Boorstin (Μπούρστιν) ἀναφέρεται στό κρίσιμο σημεῖο «ἀπό τήν συλλογή εἰδήσεων στήν κατασκευή εἰδήσεων: ἕνας κατακλυσμός ψευδογε­γονότων»· καί ὁ  Jurgen Habermas (Χάμπερμας) κάνει λόγο γιά τήν «ἀλλαγή τῆς πολιτικῆς λειτουρ­γίας τῆς δημοσιότητας: ἀπό τή συγγραφική δημοσιο­γρα­φία στά μαζικά μέσα».
          Καί τά ὑπόλοιπα τρία κείμενα τῆς συλλογῆς αὐτῆς «ἀναφέρονται στίς εὐρύτερες συνέπειες καί προοπτικές τῶν μέσων, συσχετίζοντας τήν τεχνολογική ἰδιοσυστασία τους μέ τό πολιτισμικό πλαίσιο καί τήν κοινωνική ἀλλαγή»[5].
         Συγκεκριμένα ὁ Bertolt Brecht (Μπρέχτ) ἀναπτύσσει τό θέμα «τό ραδιόφωνο ὡς μηχανισμός ἐπικοινωνίας: Λόγος γιά τή λειτουργία τοῦ ραδιοφώνου»· ὁ Marshall Mc Luhan (Μάκ Λούαν) ἀναφέρεται στό ὅτι «τό μέσο εἶναι τό μήνυμα»· καί ὁ Kingsley Widmer (Γουΐντμερ) ἐπεξεργάζεται τό θέμα «ἡ εὐαισθησία ὑπό τήν τεχνοκρατία: σκέψεις γιά τήν κουλτούρα τῶν κατεργασμένων ἐπικοινωνιῶν».
          Καί μόνο ἀπό τήν θεματολογία τοῦ βιβλίου αὐτοῦ φαίνε­ται ὅτι γίνεται ἀπό εἰδικούς μελετητές πλήρης ἀνάλυση τῆς σύγ­χρο­νης ἐπικοινωνίας, ἀφοῦ παρουσιάζεται ἡ ὅλη λειτουργία καί δομή της, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζονται στόν κοινωνικό χῶρο καί τόν πολιτισμό. Αὐτός εἶναι  ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἔκανα μιά μικρή ἀνάλυση τῆς θεματολογίας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.  
          Μιά σημαντική παρατήρηση εἶναι ὅτι σχετικά μέ τήν μετάδοση τῆς πληροφόρησης γίνεται λόγος γιά «ροή δύο βαθμίδων ἐπικοινωνίας» (Ἐλίχον Κάτζ), γιά «διφασική ροή ἐπικοινωνίας» (Μ. Σεραφετινίδου), γιά «ροή δύο βημάτων» (Οὐμπέρτο Ἔκο). Ἔτσι, κατά τόν Ἐλίχον Κάτζ «οἱ ἐπιρροές πού προέρχονται ἀπό τά μαζικά μέσα φθάνουν πρῶτα στούς "καθοδηγητές γνώμης" (opinion leaders), οἱ ὁποῖοι μέ τήν σειρά τους μεταδίδουν αὐτά πού διάβασαν καί ἄκουσαν στούς καθημερινούς συντρόφους τους, στούς ὁποίους ἀσκοῦν μιά ἐπιρροή». Αὐτό συμβαίνει κατ' ἐξοχήν μέ τά σύγχρονα μέσα ἐνημέρωσης πού ἀναμεταδίδουν τήν πληροφορία, ἤτοι τίς ἱστοσελίδες, τίς προσωπικές ἱστοσελίδες (blogs), τίς σελίδες κοινωνικῆς δικτύωσης (facebook, twitter κ.ἄ.) κλπ. Ὁπότε, τό πρόβλημα δέν εἶναι τόσο ἡ εἴδηση, ὅσο οἱ λεγόμενοι, ἐπίσημοι ἤ ἀνεπίσημοι, καθοδηγητές τῆς κοινῆς γνώμης, πού διαδραματίζουν τόν ρόλο τῆς παραπληροφόρησης.
          Ἐπίσης, εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ ἄποψη τοῦ Ντάνιελ Μπούρστιν ὅτι «τό νέο εἶδος τεχνητῆς καινοτομίας πού κατέκλυσε τήν ἐμπειρία μας» καί ἔχει σχέση μέ τήν σύγχρονη πληροφόρηση εἶναι τά «ψευδο-γεγονότα». Πρόκειται γιά ἀναληθῆ καί ἀπατηλά γεγονότα. Τό «ψευδογεγονός» ἔχει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά. Πρῶτον, «δέν εἶναι αὐθόρμητο, ἀλλά παρουσιάζεται ἐπειδή κάποιος τό ἔχει σχεδιάσει, σκηνοθετήσει ἤ ὑποκινήσει», δηλαδή μεταφέρει μιά εἴδηση, χωρίς νά ἔχη αὐτήν τήν ἔκταση ἤ χωρίς νά ἔχη γίνει κάτι οὐσιαστικό. Δεύτερον, «σκηνοθετεῖται πρωταρχικά (ὄχι πάντα ἀποκλειστικά) μέ ἄμεσο σκοπό νά μεταδοθεῖ ἤ νά ἀναπαραχθεῖ» καί «ἡ ἐπιτυχία του μετριέται ἀνάλογα μέ τήν εὐρύτητα τῆς μεταδόσεώς του». Τρίτον, «ἡ σχέση του μέ τήν βαθύτερη πραγματικότητα τῆς καταστάσεως εἶναι ἀμφιλεγόμενη». Καί τέταρτον, «συνήθως προορίζεται ν' ἀποτελέσει μιά αὐτοεπαληθευόμενη προφητεία», δηλαδή ἑτοιμάζεται μιά ἐκδήλωση γιά νά προβληθῆ στήν συνέχεια καί νά ἐπαινεθῆ.
         Τό δεύτερο βιβλίο εἶναι τοῦ Ζάν Γκισνέλ μέ τίτλο «Πόλεμοι στόν κυβερνοχῶρο», καί ὑπότιτλο «Μυστικές ὑπηρε­σίες καί Internet»[6]. Τό βιβλίο διαρθρώνεται σέ ἕνδεκα κεφάλαια καί θά παραθέσω τούς τίτλους τους πού δείχνουν τήν μεγάλη σημασία τους γιά τήν γνώση τοῦ συγχρόνου ἐπικοινωνιακοῦ χώρου, πού συνδέει τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους, ἀλλά ταυτόχρονα δεσμεύουν καί τήν ἐλευθερία τους.
          Στό βιβλίο ἀναπτύσσονται διεξοδικά καί τεκμηριωμένα τά θέματα: «Οἱ νέες μυστικές ὑπηρεσίες», «οἱ πρῶτοι μαχητές τοῦ κυβερνοχώρου», «κρυπτογραφία, τό σύνορο τῆς ἐλευθερίας», «Γαλλία, ὁ τελευταῖος τροχός», «ἡ μαύρη σημαία κυματίζει στό Internet», «οἱ πράκτορες ἐφορμοῦν», «ὁ χρυσός αἰώνας τῶν κυβερνοδιωκτῶν», «ὁ πληροφοριακός πόλεμος», «Internet καί οἰκονομική κατασκοπεία», «οἰκονομία, ἕνα νέο πεδίο μάχης», «Ὑπερβολικές προκλήσεις». Στό τέλος τοῦ βιβλίου ὑπάρχει καί  ἕνα σημαντικό παράρτημα πού εἶναι μιά «σύντομη ἱστορική ἀναδρομή στό Internet».
          Στό ἐνδιαφέρον αὐτό βιβλίο γίνεται λόγος γιά τήν ἱστορία τοῦ Internet, ἀφοῦ ξεκίνησε μέ τήν σκέψη νά «συνδέσουν τούς ὑπολογιστές ὁρισμένων ἀμερικάνικων ἐπιστημονικῶν ἐργα­στηρίων μεταξύ τους», ὅτι τό πρόγραμμα αὐτό χρηματο­δοτήθηκε ἀπό τό Πεντάγωνο πού εἶχε τά κατάλληλα μέσα καί στήν συνέχεια πέρασε στίς ἰδιωτικές Ἑταιρεῖες καί ἐπιχειρήσεις, ὁπότε σήμερα τό Internet ἔγινε πιό φιλικό στό εὐρύ κοινό καί εἶναι ἕνα εὔκολο μέσο ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τῶν χρηστῶν. Ἔτσι, ἡ πληροφόρηση γίνεται γρήγορα, εὔκολα, εἶναι προσβάσιμη σέ πολλούς, ὁπότε ὅλος ὁ κόσμος ἑνώθηκε σημαντικά, μέ τήν  ὑπέρβαση τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου.
         Ὅμως, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀλόγιστη χρήση τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας πληρώνει καί βαρύ τίμημα γι’ αὐτό, ἀφοῦ καταδυναστεύεται ἡ προσωπική του ἐλευθερία καί γίνεται αἰχμά­λωτος ἰδεῶν καί πραγμάτων. Στό βιβλίο αὐτό γίνονται εὐρύτερες ἀναλύσεις τοῦ θέματος, ὅπως ὅτι στόν κυβερνοχῶρο ἐξελίσσεται ἕνας μυστικός πόλεμος μιᾶς ἄλλης μορφῆς, ὁ λεγόμενος πληροφοριακός πόλεμος[7]·  ὅτι στίς ἡμέρες μας «ἡ ἐπεξεργασμένη πληροφορία» γίνεται ἕνα «μυστικό ὅπλο»[8]· ὅτι στόν πόλεμο αὐτόν γίνονται «ἐπιθέσεις στήν πνευματική ἰδιοκτησία»[9]· ὅτι ὑπάρχουν «πράκτορες»[10], ἀναδεικνύονται πειρατές[11], «κατάσκοποι»[12], παρατηρεῖται «οἰκονομική κατασκοπεία»[13], καί φυσικά, ὅπως σέ κάθε πόλεμο, ὑπάρχουν καί θύματα, πού εἶναι τελικά οἱ χρῆστες πού δέν κάνουν καλή χρήση τῶν Μέσων αὐτῶν Ἐπικοινωνίας.
Στό βιβλίο αὐτό ἔχει κανείς τήν δυνατότητα νά ἀποκτήση πολλές γνώσεις γύρω ἀπό τόν κυβερνοχῶρο καί νά δῆ «τούς σημαντικούς κινδύνους πού κρύβουν τά πλοκάμια τῶν δικτύων γιά τίς ἐλευθερίες μας».  Ἕνα βασικό συμπέρασμα εἶναι ὅτι «τό Internet καί τά δίκτυα θά ἀποτελέσουν τό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο, ἀπό ἐδῶ καί πέρα, θά ἀναπτύσσονται νέου τύπου συρράξεις, πού πρίν ἀπό μερικά χρόνια δέν μπορούσαμε κἄν νά φαντασθοῦμε. Ἡ κατασκοπεία καί ἡ κλοπή πληροφοριῶν, ὁ βιασμός τῆς προσωπικῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν καί ἡ συγκάλυψη τῶν ἐγκληματικῶν ἐπιχειρήσεων θά γίνονται πλέον μέσα ἀπό τά δίκτυα. Μέχρι καί πόλεμος μπορεῖ νά γίνει χωρίς νά τό καταλάβουμε καλά καλά. Ἡ γενική ψηφιοποίηση τῶν ἐπικοι­νωνιῶν δίνει τή δυνατότητα στίς ἀστυνομικές δυνάμεις, τίς ὑπηρεσίες πληροφοριῶν καί τό στρατό, νά διαθέτουν τέτοια τεχνικά μέσα παρέμβασης στή ζωή τῶν πολιτῶν, πού ἄλλοτε δέν τά εἶχαν κἄν φανταστεῖ. Οὔτε οἱ ἐπιχειρήσεις μποροῦν νά ξεφύγουν ἀπό τούς πειρατές, οἱ ὁποῖοι πλέον δέν εἶναι μόνον ἀφελεῖς νεαροί μέ ἀκμή στό πρόσωπο»[14].     
          Τό φαινόμενο αὐτό δέν εἶναι σύγχρονο οὔτε εἰσήχθη μέ τά σύγχρονα Μέσα Ἐπικοινωνίας, ἀλλά εἶναι τόσο παλαιό ὅσο καί ὁ ἄνθρωπος. Στίς ἡμέρες μας γίνεται περισσότερο ἐμφανές, λόγω τῶν ἰδιαιτέρων δυνατοτήτων πού ὑπάρχουν νά βλέπουμε τίς ἀλλαγές καί τίς συγκρούσεις. Πάντως, πάντοτε στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες παρατηρεῖται ἀνταγωνισμός, διαπάλη μεταξύ ἀνθρώπων, κοινωνικῶν ὁμάδων, διαφόρων ἐξουσιῶν, χωρῶν καί πολιτισμῶν.
          Ἤδη αὐτό τό εἶχε ἐπισημάνει στήν ἀρχαιότητα καί ὁ μεγάλος σοφός  Ἡράκλειτος πού ἔκανε λόγο γιά τόν πόλεμο, «τό γίγνεθαι», «τά πάντα ρεῖ». Τά ἀντίθετα, κατά τόν Ἡράκλειτο, βρίσκονται πάντα σέ μιά διαρκῆ δυναμική σχέση καί σέ μιά ἑνότητα. Τό «ταὐτόν» μπορεῖ νά ἐμφανίζεται σέ διαφορετικές μορφές καί νά βασίζεται: στήν ἀλληλεξάρτηση τῶν ἀντιθέτων, ἀφοῦ ἡ ὕπαρξη τοῦ ἑνός προϋποθέτει τήν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου, δηλαδή ἡ ἀρρώστια κάνει τήν ὑγεία νά φαίνεται κάτι τό εὐχάριστο· στήν ἀλληλοδιαδοχή, ἀφοῦ ἡ νύκτα διαδέχεται τήν ἡμέρα καί τό ἀντίστροφο, στήν ἀντιθετική ὄψη τοῦ ἰδίου πράγματος, ἀνάλογα μέ τήν στάση καί τήν ἀντίληψη κάθε ὑποκειμένου, ἀφοῦ τό θαλασσινό νερό εἶναι πόσιμο γιά τά ψάρια, ὄχι ὅμως γιά τούς ἀνθρώπους· καί στήν συνολική ἑνότητα παρά τήν φαινομενική πολλαπλότητα κάθε ζεύγους ἀντιθέτων, ἀφοῦ γιά τόν Θεό ὅλα εἶναι ὡραῖα καί ἀγαθά καί δίκαια[15].
          Μιά βασική φράση τοῦ Ἡρακλείτου εἶναι: «Καί πάντα κατ’ ἔριν γίνεσθαι». Τό  «γίγνεσθαι» εἶναι συνέπεια τῆς σύγκρουσης τῶν ἀντιθέτων, ἀφοῦ τά «πάντα» βρίσκονται σέ διαρκῆ κίνηση καί ἀλλαγή. Συγχρόνως, ὅμως, γιά τόν Ἡράκλειτο τό «Εἶναι» ἐμπεριέχεται στό «γίγνεσθαι» καί τό «Εἶναι» ἀποτελεῖ τήν ἁρμονική συναρμογή τῶν ἀντιθέτων, κατά τόν λόγο του «ἕν πάντα εἶναι»[16].            

2. Ἐκκλησία καί ἐνημέρωση
          Προηγουμένως ἀναλύθηκαν μέ συντομία τά σύγχρονα Μέσα Ἐνημέρωσης καί Ἐπικοινωνίας, τά θετικά καί τά ἀρνητικά τους σημεῖα, γιατί αὐτό ἔχει σχέση καί μέ τήν Ἐκκλησία. Οἱ σύγχρονες κοινωνίες δέχονται μεγάλες ἐπιρροές ἀπό τόν τρόπο δράσης τους. Ἔπειτα, οἱ ἀνταγωνισμοί δέν γίνονται μέσα σέ περιοριστικά πλαίσια, ἀλλά ἐπεκτείνονται σέ μεγάλες ἀπο­στάσεις. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι καί ὁμάδες πού θέλουν νά κυβερνοῦν τόν κόσμο καί νά ἐπικρατοῦν σέ αὐτόν. 
          Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὅσοι κινοῦν τά νήματα τῆς κοινωνίας ἐντάσσουν καί τήν Θρησκεία.  Ἔτσι, ὅσοι χειρίζονται τά σύγχρονα αὐτά Μέσα Ἐνημέρωσης, ἐκλαμβάνουν καί τήν Θρη­σκεία ὡς ἕνα σύστημα τῆς κοινωνίας, ὡς μιά κοινωνική ἐξουσία, ἤ ἔστω ὡς ἕναν πολιτισμό, ἀκόμη καί ὡς μιά κοινότητα πού ἐπηρεάζει τό κοινωνικό γίγνεσθαι καί τήν ἀντιμετωπίζουν ἀναλό­γως. Ἐμπλέκεται καί ὁ χῶρος αὐτός μέσα στόν μυστικό αὐτόν πόλεμο. Στήν καλύτερη μορφή θέλουν τήν Θρησκεία νά παίζη ἕναν ρόλο κοινωνικό, ἐξισορροπητικό, νά εἶναι ἕνα εἶδος κοινωνικῆς ὁμοιοστασίας, νά περιθάλπη τά θύματα τοῦ οἰκονομικοῦ πολέμου πού αὐτοί κάνουν, καί νά περιορίζη τά καταστροφικά ἀποτελέ­σματά του.
          Πολλές φορές παρατηροῦμε ὅτι θέλουν νά ἐντάξουν τήν Θρησκεία μέσα στό σύστημά τους καί αὐτό τό ἐπιχειροῦν μέ διαφόρους τρόπους, ἀσκοῦν πιέσεις, ἐκμεταλλεύονται τά ἀδύνα­τα σημεῖα της, καί δημιουργοῦν σκανδαλοθηρικά ζητήματα.
         Πάντως, εἶμαι ὑποχρεωμένος νά τονίσω ὅτι ὁ κόσμος πού χαρακτηρίζεται ὡς θρησκευτικός δέν εἶναι ἑνιαῖος. Εἶναι ἡ Θρησκεία, ὁ Χριστιανισμός καί ἡ Ἐκκλησία. Κάθε ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι διαφορετικό μέγεθος. Ἡ Θρησκεία, μέ τίς ποικίλες ἐκφράσεις τῆς λειτουργίας της στό σύστημα τῆς κοινωνίας, θέλει νά νέμεται τήν κοσμική ἐξουσία, νά συμμετέχη σέ αὐτήν ἤ τήν ἀρνεῖται καί μένει στό περιθώριο, καθώς ἐπίσης πολλές μορφές τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀσκοῦν μιά μορφή κοινωνικῆς ἐξουσίας.
          Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, στήν πραγματική ἔκφρασή της, λει­τουργεῖ διαφορετικά. Ζῆ καί ἐργάζεται στήν κοινωνία, χωρίς νά ταυτίζεται μέ αὐτήν, γι’ αὐτό δέν παραμένει σέ ἕναν μυστικιστικό κόσμο, ἀλλά καί οὔτε ἐκκοσμι­κεύεται. Ἐργάζεται μέσα στήν κοινωνία καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τήν κοινωνία καί τήν ἁγιάζει, χωρίς βέβαια νά καταργῆ τήν ἐλευθερία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ἀποβλέπει στήν μεταμόρφωση καί στήν ἀνατροπή τοῦ μεταπτωτικοῦ συστήματος. Ἀποβλέπει σέ μιά νέα κτίση.
          Ἀκολουθώντας τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλη­σίας ὑποστηρίζω, ὅπως τό ἔκαναν πολλοί ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ὅτι ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ ὡς πνευματικό Νοσοκομεῖο. Αὐτό τό βλέπουμε στήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη καί σέ ἄλλα ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα. Ἡ εἰκόνα τοῦ Νοσοκομείου δείχνει τόν τρόπο τῆς ἐργασίας τῆς Ἐκκλησίας. Τό Νοσοκομεῖο ἀσκεῖ κυρίως τήν θεραπεία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, διαθέτει γιατρούς, νοσοκόμους, φάρμακα καί πρό παντός θεραπευτική ἀγωγή, ἀλλά γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν διαφόρων λειτουργικῶν καί διοικητικῶν θεμάτων διαθέτει καί Γραφεῖα, ἔχει διοικητικούς ὑπαλλήλους καί βεβαίως χρησιμοποεῖ τά σύγχρονα Μέσα Ἐπικοινωνίας, τούς ὑπολογιστές, τήν γρήγορη ἀνταλλαγή πληροφοριῶν, τά ἐρευνητικά Κέντρα μέ τήν χρήση τῶν ὑπολογιστῶν. Γιά παράδειγμα, οἱ σύγχρονες βιοϊατρικές ἔρευνες δέν θά μποροῦσαν νά εὐωδοθοῦν ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ σύγχρονη τεχνολογία, γι’ αὐτό γίνεται λόγος γιά γενετική μηχανική.
          Ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία δίνει νόημα ζωῆς στούς ἀνθρώπους, ἀναπτύσσει τόν πολιτισμό μέσα στόν ὁποῖο ἐντάσσεται ὁ ἄνθρωπος καί ἀντιμετωπίζει ὅλα τά θέματά του, ἀλλά συγχρόνως χρησιμοποιεῖ καί τούς νέους τρόπους ἐπικοινωνίας, ὥστε νά πραγματοποιῆ τό γενικότερο ἔργο της, πού εἶναι διττό, ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως καί ἡ ποιμαντική τῶν ἀνθρώπων.
          Ἀπό μιά ἄλλη πλευρά ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας Θεαν­θρώπινος ὀργανισμός. Ὅπως τό ἀνθρώπινο σῶμα ἔχει ἐξωτε­ρικές, ἀλλά καί ἐσωτερικές λειτουργίες, πού δέν φαίνονται, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐξωτερική ζωή, λατρεία, ἐκδηλώσεις, φιλανθρωπία πού φαίνονται, ἀλλά καί ἐσωτερική ζωή πού δέν μποροῦν νά τήν δοῦν τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης, οὔτε τούς χρειάζεται.
          Ὁ Γουῶλτερ Λίπμαν ἔχει ἐπισημάνει ὅτι «οἱ εἰδήσεις δέν εἶναι ἕνας καθρέπτης τῶν κοινωνικῶν συνθηκῶν, ἀλλά ἡ καταγραφή μιᾶς ὄψης τῶν πραγμάτων πού ἔχει ξεπροβάλει. Οἱ εἰδήσεις δέν μᾶς λένε πῶς βλασταίνει ὁ σπόρος μέσα στόν χῶμα, μπορεῖ ὅμως νά μᾶς ποῦν πότε σκάει στήν ἐπιφάνεια τό πρῶτο βλαστάρι. Μπορεῖ ἀκόμα νά μᾶς ποῦν τί λέει κάποιος ὅτι συμβαίνει στόν σπόρο κάτω ἀπ' τή γῆ. Μπορεῖ νά μᾶς ποῦν ὅτι τό βλαστάρι δέν βγῆκε τήν ὥρα πού τό περιμέναμε».
          Ὁ Ντάνιελ Μπούρστιν θά τό δώση αὐτό μέ ἕνα παράδειγμα. Κάποιος πού θά δῆ τό μωρό μιᾶς μητέρας θά πῆ: «Πῶ! πῶ! τί ὄμορφο πού εἶναι τό μωρό σας!». Καί ἐκεῖνη θά ἀπαντήση: «Ἄ! αὐτό δέν εἶναι τίποτα· ποῦ νά δῆτε τήν φωτογραφία του!».
          Αὐτό σημαίνει ὅτι τά ΜΜΕ ἐνδιαφέρονται κυρίως γιά τό πότε θά σκάση τό βλαστάρι, ποιά εἶναι ἡ φωτογραφία, δηλαδή τό «φαίνεσθαι» τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἴδια τήν ζωή, τό «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου.  
          Ἡ Ἐκκλησία, πάντως, δέν ἀγνοεῖ καί τήν κοινωνική πραγματικότητα. Ἔτσι, ἡ Ἱερά Σύνοδος καί οἱ Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό πολύ καιρό ἔχουν συστήσει Γραφεῖα Τύπου καί Δημοσίων Σχέσεων μέ τά ὁποῖα ἐνημερώνονται οἱ ἴδιες γιά ὅ,τι γίνεται στήν κοινωνία καί τόν κόσμο, ἐνημερώνουν τούς δημοσιογράφους, τίς ἐφημερίδες καί ἄλλους φορεῖς γιά τό ἔργο πού ἐπιτελεῖ ἡ Ἐκκλησία, καί ἀντιμετωπίζουν διάφορα ἀρνητικά γεγονότα πού τίς ἀφοροῦν.
          Βέβαια, οἱ Ἱερές Μητροπόλεις καί οἱ Ἐνορίες χρησιμο­ποιοῦν μέ τρόπο θετικό τό διαδίκτυο στό διοικητικό, ποιμαντικό καί κατηχητικό τους ἔργο. Διαθέτουν ραδιό­φωνο, διαδίκτυο, τηλεόραση γιά νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς Χριστιανούς. Δηλαδή, συγχρονίζονται, ἀλλά καί ἐπιδιώκουν νά μήν ἐκκοσμικεύωνται. Εἶναι ἐνδεχόμενο νά παρατηροῦνται καί περιπτώσεις ἐκκοσμι­κεύσεως, ἀλλά ὁ Θεανθρώπινος ὀργανισμός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολύ δυνατός καί διορθώνει τυχόν παρεκκλίσεις.
          Ἐπί πλέον στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὑφίσταται, κατά τόν Καταστατικό της Χάρτη, Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τοῦ Τύπου, τῆς ὁποίας ἔχω τήν τιμή νά εἶμαι Πρόεδρος, ὅπου συζητᾶμε διάφορα θέματα τῆς ἁρμοδιότητάς μας, σέ θεωρητικό, ἀλλά καί σέ πρακτικό ἐπίπεδο. Προσπαθοῦμε νά ἐντοπίσουμε τά προβλήματα πού ὑπάρχουν στόν τομέα τῆς ἐνημέρωσης καί ἐπικοινωνίας, καί νά τά ἀντιμετωπίζουμε μέ τόν κατάλληλο τρόπο. Τόν τελευταῖο καιρό καταρτίζουμε ἕναν κώδικα λειτουρ­γίας τῶν Γραφείων Τύπου πού λειτουργοῦν σέ κάθε Ἱερά Μητρό­πολη. Σκοπός μας εἶναι νά μήν εἴμαστε ἀπομονωμένοι καί ξεκομμένοι ἀπό τήν κοινωνία, ἀλλά ταυτόχρονα νά μή χάσουμε τόν μυστηριακό, πνευματικό χαρακτήρα καί ἐκκοσμικευθοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία ἐργάζεται πάντοτε μέσα στήν ἱστορία. Ἐπίσης, ἐνδιαφε­ρόμαστε γιά τό πῶς θά μπορέσουμε νά ἐνημερώσουμε τούς ἀνθρώπους γιά τό ἔργο πού ἐπιτελεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί πῶς θά μπορέσουμε μέ ψυχραιμία, σοβαρότητα καί ὑπευθυνότητα νά χειριζόμαστε διάφορες κρίσιμες καταστάσεις, καθώς ἐπίσης πῶς θά ἀντιμετωπίζουμε περιπτώσεις κριτικῆς –καλόπιστης ἤ κακόπιστης– πρός τήν Ἐκκλησία, ἀπό ὑπαρκτά ἤ κατασκευασμένα γεγονότα.
         Γενικά, ὑποστηρίζω ὅτι τρεῖς δυνατές θέσεις μπορεῖ νά λάβη κανείς ἀπέναντι στά σύγχρονα Μέσα Ἐπικοινωνίας-Ἐνημέρωσης. Ἡ μία εἶναι ἡ «θεοποίησή» τους, ὅταν ἀπολυτο­ποιοῦνται καί τούς ἀποδίδονται θεϊκές ἰδιότητες, ὅπως ἔγινε πρόσφατα γιά τό Google. Ἡ  ἄλλη εἶναι ἡ «δαιμονοποίησή» τους, ὅταν θεωροῦνται ὡς δαιμονικά μέσα, πηγή ὅλων τῶν κακῶν πού ὑπάρχουν στήν κοινωνία. Καί ἡ τρίτη εἶναι ἡ καλή χρήση τους, τό νά θεωροῦνται ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐργαλεῖα γιά τήν καλή ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, μέ ἀπώτερο σκοπό νά κυριαρχήση ὁ ἄνθρωπος πάνω σ’ αὐτά καί σέ ὅλη τήν δημιουργία καί ὄχι νά γίνη δοῦλος τους.
Ἀπρίλιος 2014  





[1] Τό μήνυμα τοῦ μέσου, ἐκδόσεις Ἀλεξάν­δρεια, 4η ἔκδοση (ἀχρονολόγητη, ἡ τρίτη ἔκδοση 1991, Ἀθήνα.
[2] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 9.
[3] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 11.
[4] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 17.
[5] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 22.
[6] Ζάν Γκισνέλ Πόλεμοι στόν κυβερνο­χῶρο, ἐκδόσεις Στάχυ, Ἀθήνα 1997.
[7] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 42, σελ. 187.
[8] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 215.
[9] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 128.
[10] Ἔνθ ἀνωτ. σελ. 137.
[11] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 108.
[12] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 20.
[13] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 211.
[14] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 11-12.
[15] Κωνσταντῖνος Βαμβακᾶς, Οἱ θεμελιωτές τῆς δυτικῆς σκέψης, Πανεπιστημιακές Ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 2001, σελ. 242-243.
[16] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 245-247.

Related Posts with Thumbnails