© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Σπύρου Καρυδάκη, ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΥΒΡΗΣ


ΤΟ ΠΕΤΣΙΝΟ ΨΑΡΙ

Κίτρο μεγέθυνση Κίτρο λιποψυχία
Κίτρο ανελέητο Κίτρινο έναυσμα
Μάχης.

Τ' ασημωμένα βουνά η αγιοσύνη
Ο αδόκητος Άδωνης που οδηγεί τις ανοίξεις
Άραγε βλέπουν το λάθος; Βλέπουν
Οι επαύλεις πώς πλέει στον κήπο τους πελιδνή
Πλώρη; Αυτό
το νησί θ' αποδημήσει.

Υπάρχουν τρύπες απ' όπου προβάλλει
Ένα πέτσινο ψάρι. Υπάρχει
Ένα βατράχι μεσ' στη λάσπη που διαλαλεί
Το μέλλον: Ισοστασία.

Αυτό ερμηνεύει τα φύλλα, το αυροχαρές
Ψιθύρισμα πάνω από τους ψόγους
Της μιας και μόνης βροχής. Συλλαβισμός
Κι ανάβρα. Στροβιλισμός
Των νύξεων από ξύλο - όλες οι ώρες
Ήσαν μονάχα μία: Άδης τριπύρινος
Όπως καρδιά κούρου θεού ανθρωποκτόνου.

Γιατί η φύση δεν έχει μαθητές
Αλλά μονάχα ελλείψεις.


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Περίλυπη είναι η ψυχή μου
Για το γλυπτό θάμβος κι όπως
Θρασύνονται τα μαύρα νερά.
Ήταν μια μέρα λιτανείας
Ένα λειψό καθρέφτισμα
Κι ένας καρπός της μοίρας.
Οπλές καπνού δείχνουν το μέρος.

Κι εσύ λοιπόν Ελευθερία
Που ήσουν γερόντισσα και μάνα
Πριν χιλιάδες χρόνια
Και τώρα μονάχα άγουρη παρθένα
Άραγε ποιον θ' ανασηκώσεις πάλι
Μέσα στο δρύινο φως;

Εσύ ήσουν λοιπόν που επέβλεπες
Τους υψηλούς γκρεμούς;
Και η λάσπη των ανθρώπων;
Και το παμπάλαιο δέρμα
Που άλλοτε φόρεσες κι εντός του μεγαλώνεις;
Το ελάχιστο κηρύσσει έναν λόγο διδύμων
Και το πολύ σπιθίζει
Διασπαθιζόμενο.

Χείμαρρε από θειάφι
Έντομο από χρήμα
Και θειάφι, ξεπούλα τα κομμάτια.
Άλλοτε δόλος ενός παιδιού
Τώρα ψυχοστασία. Και οι στρατιώτες μου
Σφαγμένοι στο βουνό.


ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ

Αυτό το σκοτεινό είναι σταλμένο
Απ' αυτόν που μελωδεί η σάρκα του παννύχιους ύμνους.
(Στην κατοικία του στρατηγεύει ο άνεμος του Νότου
Που φέρνει τον κόκκινο πηλό και τις ακρίδες

Και φέρνει το πολύ βουητό και στημονίζει
Ιστούς από βροχή κυκλοτερούς κι ανοίκειους.)
Αυτό το σκοτεινό συμπίλημα οστράκων
Γραμμένων με ονόματα που λαχταρίζουν σαν εντόσθια

Σφαγμένων πετεινών, δε θ' ανεβάσει
Την κόρη από τις ρίζες του ακηράτου
Πνεύμονα της θαλάσσης: Αλλ' ω! άπλωσ-

Σέ μου το χέρι: Απ' όσα δέντρα
Ξέρω με τ' όνομά τους, έχω φτιάξει
Αυτόν τον λόγγο, για να χάψει την καρδιά σου.


[Από το "Ζάκυνθος, Λογοτεχνικό Ιστορικό και Λαογραφικό Ημερολόγιο 2001" (Επιμέλεια: Διονύσης Ν. Μουσμούτης), εκδ. εξερευνητής, σ. 281-283]

Κυριακή 10 Μαΐου 2009

Παύλου Φουρνογεράκη, ΚΟΚΚΙΝΗ ΜΗΤΡΑ (ποίημα)


Νυστέρι δακρύζει
Τη χαρά
Της Ζωής

Άρρεν και θήλυ
Βυζαίνουν
Ανάσες

Του Όντος εικόνα
Της μάνας
Το βλέμμα

Βελόνα που ράπτει
Μ΄ ομφάλιο
Λώρο

Το κόκκινο στέφος
Ξανοίγει
Στο γήρας

Λευκή φιγουρίτσα
Πλησιάζει
Τη γη

Λουλούδια του Μάη
Το φιλί
Της ζωής.


Ζάκυνθος 10-5-2009

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

Γιώργη Παυλόπουλου, [ΜΙΚΡΗ ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ]


ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ

Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.

Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.

Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.


ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη

Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Διηδάμεια
κατέβαινε απ' το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
τής άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευόταν παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.


ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.


[Από την ποιητική συλλογή "Τ' αντικλείδια", εκδ. στιγμή 1988]



ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ

Στην Ανθή

Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω

Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;

Μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;

Μπορώ της λέω

Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;

Αυτό κι αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;

Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.


ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ

Μια Κυριακή απόγιομα
ένας νεκρός φαντάρος
μπήκε στον κινηματογράφο
πέντε μ’ εφτά.

Κάθησε μόνος σε μιαν άκρη
στο πίσω μέρος του εξώστη
χωρίς κανένας να τον βλέπει
κι έκλαιγε ήσυχα στα σκοτεινά.

Το έργο ήταν αισθηματικό
κάποτε το’ χε ξαναδεί
μαζί μ’ ένα κορίτσι
πάνε σαράντα χρόνια.

Μια Κυριακή απόγιομα
πέντε μ’ εφτά
πριν φύγει για το μέτωπο.


Η ΜΝΗΜΗ

Η μνήμη πεταλούδα
πάνω στον καθρέφτη
δεν ξέρει αν κοιτάζει
το είδωλό της ή μιαν άλλη
όμοια πεταλούδα.


ΟΙ ΑΓΡΑΦΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Τα λόγια που έλεγε
στις ωραίες γυναίκες
έμοιαζαν με ποιήματα
που δεν τα έγραψε ποτέ.

Οι άγραφοι στίχοι του
σπανίως τις άγγιζαν.

Μα σαν περάσουν τα χρόνια
θα τους θυμηθούν - το ήξερε
και γριούλες πια
θα λένε πως κάποτε
υπήρξαν κι αυτές ωραίες.


Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ

Ένας ταξιδιώτης
αποκοιμιέται πάνω στ' άλογό του
και βλέπει στ' όνειρό του
πως τάχα το ταξίδι του
είναι ένα όνειρο
που το βλέπει κοιμισμένος
πάνω στ' άλογό του.


ΣΤΙΧΟΣ ΕΝΥΠΝΙΟΣ

Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα
τίποτε όμως δεν θυμόμουν
εκτός από ένα στίχο μονάχα:
Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα.

[Από την ποιητική συλλογή "Λίγος άμμος", εκδ. Νεφέλη 1997]



ΤΟ ΔΙΑΦΑΝΟ ΜΕΤΑΞΙ

Από το ένα μέρος οι δυό μας
να έχουμε δοθεί σαν άλλοτε στον έρωτα.
Κι από το άλλο μέρος οι δυό μας πάλι
ασάλευτοι τώρα να κοιτάζουμε.
Κοιτάζαμε τα διψασμένα σώματα
πού ήμαστε κάποτε
κοιτάζαμε την ηδονή τους καί ποθούσαμε
και λιώναμε να σμίξουμε μαζί τους.
Όμως ανάμεσά μας ένα μετάξι διάφανο
σχεδόν αόρατο μας χώριζε για πάντα.
Γύρισε τότε και μου έδωσε με δάκρυα στα μάτια
ένα φιλί που έκοβε τα χείλια σαν μαχαίρι.
Το πήρα και αρχίζοντας να σχίζω τον αέρα
μας φάνηκε τάχα πως περάσαμε
και πέσαμε στην αγκαλιά τους
και σμίξαμε τους άλλους εαυτούς μας.

Κι Εκείνη επήγε μέ τον Άλλο
κι εγώ επήγα με την Άλλη.


Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ


Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.

Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.

Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.

Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.

Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.

Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.

Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.

Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.

Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.

Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.

Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.

Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.

Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.

Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

[Από την ποιητική συλλογή "Που είναι τα πουλιά;", εκδ. Kέδρος 2004. Από την ίδια συλλογή προέρχεται και το χειρόγραφο του Ποιητή στην αρχή της εδώ ανάρτησης.]

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Διονύση Σέρρα, ΘΥΜΗΣΗ


Στον φιλικό "εγκάτοικο" του Πύργου
Γιώργη Παυλόπουλο (1924-26.11.2008)


Τώρα

διαβαίνοντας σ' αυγής σιωπή
τις πύλες της σκιάς ή της Αλήθειας

μη λησμονείς
(με φίλους άκακους ή κι άδικους μαζί)
το φως χυτό
απ' τα κλειδιά και τ' αντικλείδια σου

όπως εδώ
(για τις παγίδες μας)
σαν φύλακας καλός
απλά να μάς θυμίζεις -

Αλλιώς

με πινελιές εφτάχρωμες
ανείδωτα ζωγράφιζε
της Ηδονής τα σωθικά

ή της Αγάπης το λιτό
κι ατέλειωτο τοπίο -

αυτό
που τόσο σ' άρεσε (ισόβια)
με συλ-
λαβές της αντοχής

σαν όνειρο ζωής να εικονίζεις.


Ζάκυνθος, 28.11-9.12.2008

[Περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 131, Κέρκυρα Απρίλιος-Ιούνιος 2009, σ. 61]

Παύλου Φουρνογεράκη, ΟΠΤΑΣΙΑ (ποίημα)


Εμβαζέ λευκό
Παρθενίζει μηρούς
Σε ύψος μηνίσκου

Συρραφές τριαντα-
Φυλλένιων πετάλων
Μωβίζουν τις
Θηλές των χυμών σου

Πασχαλινές έλξεις
Η ζωγραφιά των χειλέων
Ηβίζουν καμπύλες
Στον αστερισμό του Ταύρου

Χειραποσκευή σε λευκώλενο
Του Μάη
Λαμπυρίζει φυλαχτά
Αισθημάτων

Κι ο Κριός φωτο-αιωνίζει
Τη στιγμή
Της αστραπής των βλεφάρων


Ζάκυνθος, 4-5-2009

[Το ζωγραφικό έργο είναι της Κοραλίας Παπαθανασοπούλου]

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Νίκου Γκάτσου, [ΣΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ ΤΗΝ ΑΥΛΗ...]


Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ'' άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ' ένα πηγάδι μ' αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν' ανοίξει ο πικραπήγανος
N' αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.


[Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση "Αμοργός" ]

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

Αχιλλέως Παράσχου, Ο ΜΑΪΟΣ


Δρέψατε πάλιν, ερασταί ευδαίμονες, ναρκίσσους
Eις του Mαΐου τους φαιδρούς κ' ευώδεις παραδείσους,
Kαι την παρθένον στέψατε, ήτις ως άνθος κλίνει·
Eγώ δεν κόπτω, δι' εμέ απέθανεν Eκείνη!

Δεν κόπτει ο ανέραστος μυρσίνης κλώνα πλέον·
Xλευάζει την οδύνην του το άνθος το ωραίον.
Eκ τάφου μόνον δύναται κυπάρισσον να δρέψη,
Έν άλλο μνήμα με αυτήν, το στήθος του να στέψη...

Eίναι ανθέων εορτή, η πρώτη του Mαΐου,
Tο άσμα της νεότητος, η άνοιξις του βίου.
Φευ· την καρδίαν μου αυτή η εορτή ξεσχίζει,
Kαι άλλην πρώτην εις εμέ Mαΐου ενθυμίζει.―

Tον Mάιόν σας, ερασταί τρισόλβιοι, χαρήτε,
Πριν νέφη φθινοπωρινά ερχόμενα ιδήτε...
Oίμοι, δι' όλους ο αυτός επροωρίσθη βίος·
Mίαν στιγμήν με έρωτα, και μόνοι αιωνίως!

Mόνοι! αλλ' όχι και χωρίς ανάμνησιν καμμίαν·
Tυφλοί, μ' ενθύμησιν φωτός εις νύκτα αιωνίαν.
Eις μίαν της καρδίας μας γωνίαν επιζώντες,
Ως υπνοβάται βαίνομεν κ' υπάρχομεν απόντες!

K' εγώ ηγάπησα ποτέ, κ' εγώ αντηγαπήθην,
Aλλά την ελησμόνησα, αλλά ελησμονήθην.
Δεν είναι ο βίος Mάιος αιώνια, δεν είναι·
Mαραίνονται κ' αι ανθηραί του έρωτος μυρσίναι,
Kαι η νεότης μας πετά ως αστραπή ταχεία,
Ως ώρα σταθερότητος εις στήθη γυναικεία!...

[Το ποίημα αυτό του Αχιλλέως Παράσχου (1838-1895) προέρχεται από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 440]

Νίκου Παππά, ΤΟΠΙΟ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ


Είναι Μάιος αθηναϊκός.
Τα κορίτσια αλαφρώνουν την ατμόσφαιρα με τη χαρά των
τ' αγιοκλήματα κάνουν βαθειές τις αναπνοές μας.
Ένας εξαίσιος ουρανός
περισσότερο κυανός απ' τα όνειρά μας
ένας θαυμάσιος ψίθυρος απ' το τίποτα.

Μια πεταλούδα αγροτική πλανήθηκε στη λεωφόρο
ένας διαβάτης έχασε το δρόμο του
όλα τα όνειρα περπατούν σαν χαμένα
όλοι οι νόστοι μας πετούν σαν αφρικανικά πουλιά.

Πού θα μάς πάει το εαρινό τοπίο;
Ποιο σκοπό θα τραγουδήσουμε μαζί με το γαλανό παιδί;
Ποιο δέντρο θα μάς κοιμίσει με τον ίσκιο του;
Μάς κρατά απ' το χέρι η έκθαμβη κατάπληξη
ξυπνούν τα δέντρα μέσα από διάσημα πορτραίτα,
είναι τόσο υδάτινος σαν ένας κόμπος ο όρθρος.
Έρχεται το πρωί από τα όργια της νύχτας
ρόδινος σαν παιδική ντροπή ο Λυκαβηττός
σα να κοιμήθηκε με τα τσοπανόπουλα της Πίνδου.
Ξένε στρατιώτη με τα παράσημα
κύτταξε βαθειά ως την ψυχή του το τοπίο
μπορεί να μην το ξαναδείς ποτέ...


[Το ποίημα αυτό του Νίκου Παππά (1906-1997) προέρχεται από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 438]

Κωστή Παλαμά, [Μ' ΟΛΑ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑ ΤΟΥ ΜΑΗ...]


[.......................]
Γύφτισσες ήρθανε ντυμένες
φανταχτερά γιορτής φουστάνια,
γύφτισσες ήρθαν και κρεμάνε
χοντρά γυαλιστερά γιορντάνια,
με κόκκινα φορέματα ήρθαν,
με κίτρινα μακριά μαντήλια.
ω λάγνα μάτια, ω κόρφοι, ω χείλια!
Κ' ήρθαν ανθοστεφανωμένες
μ' όλα τα λούλουδα του Μάη,
κι άνθια κρατώντας και στα χέρια,
ντέλφια χτυπάνε και κουδούνια,
και κύκλους πλέκουν και χορεύουν
και τραγουδάν το Μάη το Μάη,
κι ανάμεσό τους αρχινάει,
ξεχωρισμένη από τις άλλες,
τρικυμισμένο ένα χορό,
λυγιέται, σέρνεται, πετάει,
κορίτσι δεκοχτώ χρονώ
στο μανιωμένο το χορό,
και του χορού βασίλισσα είναι,
κι άφρισμα, λάγγεμα, τρεμούλα,
η γυφτοπούλα, η μαγιοπούλα!

Κ' ήρθαν οι γύφτισσες, οι γύφτισσες,
οι γύφτισσες που τραγουδάνε:
-Τώρα είν' η άνοιξη κι ο Μάης,
τώρα το καλοκαίρι, τώρα
κι ο ξένος βούλεται να πάη,
στον τόπο του να πάη, και τρέχει,
νύχτα σελώνει τ' άλογό του,
νύχτα το καλλιγώνει, βάνει,
χρυσά τα πέταλα τα βάνει,
βάνει και τα καρφιά ασημένια.
Καταραμένοι κ' εσείς γύφτοι,
που να γυρίσετε δεν έχετε
κανένα τόπο, και πατρίδα,
γύφτοι, καμιά δεν σας προσμένει,
ο Μάης ο μήνας σάς προσμένει,
ο Μάης ο ρήγας σάς καλεί,
ελάτε, γύφτοι από τη Δύση
και γύφτοι απ' την Ανατολή,
και μ' όλα του τα περιβόλια
σάς κράζει ο Μάης ξεφαντωτής
στην τρίμερη και στη μονάκριβη
γιορτή της γύφτισσας ζωής!
[.........................]


(Απόσπασμα από το έργο "Δωδεκάλογος του Γύφτου" ]

Γεωργίου Σουρή, ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΑΪΟΝ


Όταν ερχόσουν άλλοτε με λούλουδα και μύρα,
και τι και τι δεν σούψαλλε των παλαβών η λύρα!
Μα τώρα πια επέρασε και η δική σου φούρια,
και ψάλται καλλικέλαδοι σού μένουν τα γαϊδούρια.


[Από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 564]

Βασίλη Ρώτα, ΔΙΑΚΟΣΙΟΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1944 ΣΤΟ ΣΚΟΠΕΥΤΗΡΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


Η αυγή κι η μέρα θάνατος κι εμείς πουλιά πετούμενα
κι από παντού ξεχύνονταν ελπίδας μοσχοβόλημα,
σάμπως να χλόιζε ο γιαλός σπαρμένος αγρολούλουδα
κι ο ήλιος ετραγούδαγε τη λευτεριά στα πέρατα.


[Από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 490]

Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη, ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΥΣ 200 ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ


Στην κορυφή της Αρετής φτασμένοι,
το θάνατο νικήσαμε᾿ και τώρα,
με λούλουδα του Μάη στεφανωμένοι
πάνω από χρόνια και φυλή και χώρα,
με την Ελλάδα μέσα μας ακέρια,
χορό Ζαλόγγου σέρνουμε στην πλάση.
Κι' απλώνουμε στον άνθρωπο τα χέρια
στην κορυφή της Αρετής να φτάσει.


[Από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 353]

π. Παναγιώτη Καποδίστρια, [ΦΩΣ ΜΑΓΙΟΚΑΤΑΛΗΚΤΟ]


Φως κεραμιδί
μαγιοκατάληκτο
να τιτιβίζει
ενώ η Ελπίδα
κρυπτογραφεί αγάπες
και μελωδίες.

Χελιδονάκια
σε πήλινο καβούκι
πολυόμματα
και η Ροντρίγκεζ
ελπίδες ν' αναπλάθει
απ' τ' αποφόρια.


(Μεσσηνία, 3.5.2000)
[Είναι το 5ο ποίημα από την ενότητα "Τα χάριν υγείας μικρά", δημοσιευμένο στην ποιητική συλλογή, Παναγιώτη Καποδίστρια, Έσχατος Φίλος, ιδίοις αναλώμασιν, 2001, σ. 71]

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Η Πρωτομαγιά των χωρισμένων

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Γνώριμο, θλιβερό το τοπίο… Χρόνια τώρα την Πρωτομαγιά γίνονται χωριστές κομματικές συγκεντρώσεις και πορείες. Στα διόδια των εθνικών δρόμων υπήρχε συνωστισμός χιλιομέτρων από τα αστικά κέντρα προς την εξοχή, απεναντίας οι χώροι στάθμευσης γύρω από το κέντρο της πόλης μας άδειοι!

-Μα τι έγινε, κατέβηκα για να συμμετάσχω σε μια ενιαία πορεία, σήμερα Πρωτομαγιά, γιατί έχει δύο συγκεντρώσεις; Υπάρχει και άλλη συγκέντρωση, για ποιο λόγο δεν είμαστε όλοι μαζί; Είναι πρώτη φορά που κατεβαίνω στην Εργατική Πρωτομαγιά, θυμάμαι μικρούλα στην πατρίδα μου που πηγαίναμε με τον πατέρα μου…. Μπήκα στην πορεία του ΠΑΜΕ γιατί νόμιζα ότι πρόκειται περί ενιαίας πορείας. Μετά σκέφτηκα πού πάμε μόνοι μας με το ΠΑΜΕ, και γύρισα πίσω να καταλάβω τι γίνεται. Δεν τιμούμε σήμερα όλοι μαζί τους εργάτες που πλήρωσαν με τη ζωή τους αγώνες για οκτάωρο εργασίας ή ξεχάσαμε ότι καταστρατηγούνται τα εργατικά δικαιώματα και χειροτερεύουν για όλους οι όροι διαβίωσης;

Τα είπε όλα χύμα αγανακτισμένη συνάδελφος με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο παρθενικό πολιτικά, μελαχρινό της προσωπάκι. Στα φοιτητικά της χρόνια η Πρωτομαγιά ήταν μόνο γιορτή της Άνοιξης που την προσκαλούσε σε ερωτική μέθεξη με την ανθισμένη φύση…

Δυνατή μουσική Θεοδωράκη, επαναστατική, επετειακή, αντηχούσε από τα μεγάφωνα του ΣΥΡΙΖΑ στην ιστορική πλατεία και αντιλαλούσε από τα απέναντι κτίρια αφού λιγοστά ήταν τα εμπόδια που συναντούσε στο διάβα της, λιγοστοί και οι συγκεντρωμένοι. Οι καμάρες του τραπεζικού κεφαλαίου τυλιγμένες στα πανό των συνθημάτων για την εργατιά, την οικολογία, το ρατσισμό, την ανεργία… έστω για λίγες ώρες!

Από την πλατεία του ποιητή είχε ξεκινήσει η πορεία με τα κόκκινα πουκάμισα και τις σημαίες. Τα συνθήματα από τον τηλεβόα με το ίδιο περίπου περιεχόμενο. Στη συνάντηση οι δύο πλατείες όρθωναν το ανάστημά τους, ποια θα φαινόταν πιο ισχυρή, πιο δυναμική! Τα συνθήματα των χωρισμένων με διαφορετική διατύπωση: Τιμή και μνήμη στους πεσόντες εργάτες, καλύτερη ζωή στους αδύνατους.

Στάθηκα στη μέση, χαιρετούσα, και τις δύο πλατείες.


-Γεια σου πρώην σύντροφε, μου φώναξε ο Νιόνιος με το κόκκινο καπέλλο. Σάστισα! Πρώην, σύντροφος, συμπατριώτης, γείτονας, συνάδελφος, συμμαθητής, σύντεκνος, εξάδελφος, αδελφός, συνάνθρωπος, πρώην… Οι συγκεντρώσεις των χωρισμένων! Όλοι οι χωρισμένοι είναι πρώην με τα νυν προβλήματα, ίδια με τα πρώην.

Έψαξα γι άλλες συγκεντρώσεις, μα δεν υπήρχαν άλλες πλατείες. Το ΛΑΟΣ δεν τόλμησε τη ρατσιστική του συγκέντρωση. Η ΝΔ κυβερνά, δεν τιμά, ούτε διεκδικεί. Μόνο μασουλά. Το ΠΑΣΟΚ ονειρεύεται κι οι σιελογόνοι του αδημονούν την ώρα της αναρρίχησης στο Μέγαρο με τα κρυφά σεντούκια. Οι ηγεσίες διέταξαν κι ο λαός «ετάχθη εις την υπηρεσίαν» των αφεντικών του. Τον έπεισαν για το οικονομικό αδιέξοδο. Το κράτος δεν έχει λεφτά, οι τράπεζες δεν έχουν λεφτά, οι τραπεζίτες βγαίνουν στη ζητιανιά, το κράτος δανείζεται λεφτά, ο λαός πρέπει να συνδράμει το κράτος στα λεφτά. Κι ο ιερέας δωρίζει στο κράτος λεφτά. Μα πού τα έδωσε ο αφελής τόσα λεφτά! Μόνο ο λαός δεν έχει λεφτά…

«Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς» σε ζωντανή εκτέλεση, ο επίλογος της φετινής εργατικής Πρωτομαγιάς. Πότε θα γίνουμε χίλιοι δεκατρείς για να διώξουμε αυτούς τους δυο τρεις κλέφτες, τραπεζίτες κι εμπόρους της πολιτικής ; Ως πότε ο λαός θα γίνεται υποχείριο κομματικών ηγεσιών που βασιλεύουν παραμυθιάζοντας, διαιρώντας και μοιράζοντας διαζύγια στους χωρισμένους;

Είναι και η άλλη Πρωτομαγιά, η γιορτή των λουλουδιών, μας προσκαλεί ανθοντυμένη και μοσχοβολημένη. Δυσπρόσιτος, ανηφορικός, ελικοειδής ο νεροφαγωμένος δρόμος προς την κορυφή του Σκοπού. Πώς στολίστηκαν οι κορυφές κι οι κάμποι στα ψηλά και τα χαμηλά! Κι η Σταυροειδής μετά τρούλου Σκοπιώτισσα, πώς ενώνει υπερβατικά στη μινιμαλιστική όψη της ανακαίνισής της, σε υλικά Θεάς Αρτέμιδος! Πόσο διαφορετικός, ενωτικός φαντάζει ο κόσμος εκεί ψηλά!

Η χωρισμένη της διπλανής παρέας ζωγραφίστηκε στον καθρέφτη και δεν μας έκρυψε τη θλίψη της από τον πρόσφατο χωρισμό, προστέθηκε κι η μοναξιά της. Η κατάμεστη ταβέρνα μοσχοβολά ποικιλία γεύσεων και στα τραπέζια σερβίρονται τα ίδια εδέσματα σε αριστερούς, δεξιούς, κεντρώους, οικολόγους, πράσινους, μαρξιστές, άθεους και πιστούς.

Αλήθεια, πόσα κοινά έχουν οι άνθρωποι για να βαδίζουν χωρισμένοι το μαγιάτικο μονοπάτι της ζωής !

Ζάκυνθος 2-5-2009

Γιάννη Τσακασιάνου, ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΤΙΚΟ


Ο Μάϊς γελά κι' όλα γελούν τα ταίρια ολόγυρά μας᾿
τι μάϊ θα κάναμε κι' εμείς, πουλί μου, 'ς τη φωλιά μας᾿
Μεσ' 'ς το περβόλι της καρδιάς -'ς τον κόρφο σου- γυρμένο
να μοσκοπλέω 'ς τη δρόσο σου, να ζω και να πεθαίνω!
Άστρα, ουρανό τα 'μάτια σου, ετιαίς μου τα μαλλιά σου,
κρίνους, μοσκαίς, τριαντάφυλλα τα ροδομάγουλά σου.
Τώνα μας χέρι 'ς τάλλο μας... με τάλλο μου σφιγμένη
να ζώσω τη μεσούλα σου, κι' άφωνοι, μαγευμένοι,
να σμίγωμε τα χείλη μας... -αταίριαστο ταιράκι!-
και να μού σιάζης τα μαλλιά με τάλλο σου χεράκι.
Και κάποια ζηλιαρότριχα 'δική σου να ξεχύνη
να μάς ταιριάζη τα φιλιά..., να κάνη μάϊ κι' εκείνη!
Αχ! τέτοιο μάϊ 'πεθύμησα, τέτοι' άνοιξι ζηλεύω᾿
του περβολιού της νειότης μας τα ρόδα να μαζεύω.
'Σ ένα φιλί ξεβλάστησε και κόσμος και θεότη,
κ' η γρηά μας πλάσι με φιλιά πλάθει καινούργια νειότη.
Για ιδές.... γλυκοφιλόσμιχτα μεσ' 'ς το καινούργιο στρώμα
όλα γιορτάζουν άνοιξι, μονάχα εμείς ακόμα!
Μπουμπούκι μου, έλα, μη ξεχνάς τη διάβα τουκαιρού μας!
κάμε ν' ανθίση και για μάς το δέντρο του μαγιού μας!
Φτάνει το κρυφοκύτταγμα, γλυκειά μου χελιδόνα,
έλα να κάμουμ' άνοιξι πριν μπούμε 'ς το χειμώνα.

[Γιάννη Τσακασιάνου, Άπαντα, Αθήναι 1926, τ. 1, 122]

Λορέντζου Μαβίλη, ΠΑΤΡΙΔΑ


Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ' αγέρι
'Σ την πλάση μυστικής αγάπης γλύκα,
Σα νύφ' η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα
Λάμπει εν ώ σβυέται της αυγής τ' αστέρι.

Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
Εδώ βουΐζει μέλισσα, εκεί σφήκα.
Τη φύση 'ς την καλή της ώρα εβρήκα,
Λαχταρίζει η ζωή 'ς όλα τα μέρη.

Κάθε μοσκοβολιά και κάθε χρώμα,
Κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κ' ελπίδα

Να σού ξαναφιλήσω τ' άγιο χώμα,
Να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
Όμορφή μου, καλή, γλυκιά Πατρίδα!


[Λορέντζου Μαβίλη, Τα Ποιήματα, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1990, σ. 63. Με τη φιλολογική επιμέλεια του Γιώργου Γ. Αλισανδράτου]

Γιάννη Τσιλιμίγκρα, ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ


Ποιος θα μάς το έλεε, Λόρα μου, άνοιξη εσύ ανθισμένη,
όπως αιώνια ο έρως μας κι' η νειότη μας δε μένει;
Θυμάσαι εκείνη τη βραδειά που υψώνοντας το χέρι
και δείχνοντάς μου αγέλαστη ένα στα ουράνια αστέρι,
μού έλεες - "πόσο είναι η ζωή όμορφη, αγαπημένε,
κρίμα πως θα πεθάνουμε, μια μέρα, ακούω, να λένε".
Και σούπα - "μη τα ξαναπείς λόγια που πίκρα κλειούνε,
τα γερατειά πεθαίνουνε, τα νειάτα πάντα ζούνε.
Της άνοιξής μας τη στιγμή τη θεία αυτή ας χαρούμε
μιαν άλλη ώρα σαν αυτή στον κόσμο δε θα βρούμε.
Στου Μάη τη γλύκα και το φως μεθάει η φαντασία
και τραγουδεί στα στήθεια μας ολότρελλη η καρδία.
Απάτες αν ο κόσμος κλει εμάς και τι μάς γνοιάζει;
Μόνο χαρές στη νιότη μας ο Μάης δίνει και τάζει.
Κι' αν κρύβη πίκρες η ζωή λίγο γι' αυτό μάς μέλλει
στα είκοσι χρόνια γίνεται και το φαρμάκι μέλι.
Μα ήρθε ο βρυκόλακας καιρός που όλα χαλάει κι αλλάζει᾿
κάνει τα πόδια πέτρινα, στάχτη στην κόμη βάζει.
Των λυπηρών χαιρετισμών ο Οχτώβρης να! ήρθε, νά τος!
με προμηνύματα πικρά κι αισθήματα γιομάτος.
Ώρα μοιραία και σκοτεινή, ώρα ενός πόνου απείρου,
το θάψιμο και του στερνού να ιδούμε εμείς ονείρου.
Δίνει ευτυχίες χωρίς να πη ο Μάης για ποιαν αιτία,
κι' ο Οχτώβρης όμοια, αναίτια, τρώει, φθείρει την καρδία.
Ω,! Λόρα της ζωής μου εσύ άνοιξη ευωδιασμένη,
ποιος για τ' αηδόνι θάλεγε σαράκι πως θα γένη!"

Μάης 1936

[Από τον τόμο: Γιάννη Τσιλιμίγκρα (1872-1947), Ποιήματα, (Επιμέλεια Δημοσθένη Ζαδέ), Αθήνα 1973, σ. 150]

Διονύση Καρατζά, ΤΑΞΙΔΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ (7 ποιήματα)


Ο ΔΡΑΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Τις Κυριακές με παίρνει απ' το χέρι
και με πηγαίνει στο πάρκο της χαράς.
Μαζί παίζουμε το τρενάκι του θανάτου.
Μερικές φορές παίζουμε κι έναν γύρο αγάπη
σε αξόδευτο κενό.
Στην επιστροφή μ' αφήνει σε μισάνοιχτη πόρτα
και μόνος μου ραγίζω σαν τελευταία ώρα.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Ακίνητη μείνε με χαμόγελο ημέρας,
κοιτώντας ευθεία στην καρδιά μου.
Εγώ θα έχω τον νου μου στο όνειρο
μην πάρει φως και γίνει χρόνος
και χαθείς.


Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ

Ποιος σκαρφάλωσε στη νύχτα μου
και τρύπωσε στα όνειρά μου;
Και μέσα στην καρδιά μου τώρα τι γυρεύει;
Τόση πρόνοια και επιμέλεια εκ μέρους μου πήγαν στράφι!
Ν' αποκοιμήθηκαν οι λέξεις μου
και να 'ρθε αποφασισμένη η σιωπή,
ή να ξύπνησε ξαφνικά ο εαυτός μου
και ψάχνει στα σκοτάδια τις αλήθειες;


ΚΑΚΟΣ ΚΑΙΡΟΣ

Όλη τη βροχή την πέρασα με νύχτα.
Δεν έκλεισα μάτι απ' το πολύ σκοτάδι.
Φοβόμουνα μην τρέξει στην καρδιά μου μοναξιά
και παγώσω αξημέρωτος.


ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΦΩΣ

Έρχεται ποίηση, μού είπες,
φυλάξου απ' το θαύμα.
Κι εγώ που ήξερα από έρωτα,
έμεινα γκρεμισμένος στη σιωπή τρεις ημέρες.
Ύστερα πιάστηκα από τον λόγο σου
και σώος σήκωσα βαθιά το φως.
Θυμάμαι τα χρώματα
και σού γράφω συνεχώς.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Έλεγα:
έζησε σαν σύννεφο.
Πήρε το σώμα του ανέμου
και πρόλαβε το φως της δύσης.
Μετά, σε ώρα δισταγμού, έπεσε βροχή
και χάθηκε σε χώμα καρπερό.
Οι άλλοι πίστευαν πως κάθε έρωτα ανθίζει.
Τώρα λέω:
Όταν βρέχει, γυρίζει σπίτι του
σφυρίζοντας κλέφτικα.


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Για τον επαναπατρισμό της θάλασσας
θα κόψω τα κύματα πλάγια
σαν ταξίδια εσωτερικού.
Κι ανάμεσα στους ανέμους θα ρίξω έρωτες
για να κρατάει ο νόστος τον σκοπό του.

Διονύση Σέρρα, ΕΑΡΙΝΟ ΣΤΕΦΑΝΙ [αποσπάσματα]


1

Με Μάη μάγια
ώς παράδεισου κορφές
ήλιους ξανοίγεις.


12

Μ' άγια του Μάη
και όνειρου λιόσημα
βυθούς χρυσουργείς.


[Διονύση Σέρρα, Οι κήποι της απόδρασης, εκδ. Γαβριηλίδης 2007, σ. 29 και 31]

Σάββατο 2 Μαΐου 2009

π. Παναγιώτη Καποδίστρια, ΟΡΓΙΟ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ


Πρώτης Μαΐου
όργιο πανίερο
με σκουρκουρίτσες
μυγάκια πεταλούδες
φιδάκια δυσπιστίας

σαλιγκαράκια
αγιόκλημα ευσεβές
κόκκινα τσόφλια
κουνούπια και λαμπρίτσες
πουλιά ευκολόπιστα

κι αν λίγο σκύψεις
πάνω απ' τις βουές θα δεις:
Μαινάδες Φαύνοι
Σιληνοί κλίνουν γόνυ
μπροστά στον Αναστάντα.


[Γράφτηκε την 1η Μαΐου 2008. Ανέκδοτο ακόμη σε βιβλίο. Πρωτοδημοσιεύτηκε στον Ίσκιο του Ήσκιου, εδώ.]

Διονυσίου Σολωμού, ΔΕ Μ' ΑΓΑΠΑΣ


Όσα λούλουδα είν' το Μάη
μαδημένα ερωτηθήκαν
κι όλα αυτά μ' αποκριθήκαν
πως εσύ δε μ' αγαπάς.

[Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ από το: Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και Πεζά, (επιμέλεια-Εισαγωγή Στυλιανός Αλεξίου), εκδ. στιγμή, Αθήνα 2007, σ. 312]

Διονυσίου Σολωμού, ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΕ ΡΩΣΣΗ ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ (1.5.1824)


Του πατέρα σου, όταν έλθεις,
δε θα ιδείς παρά τον τάφο᾿
είμαι ομπρός του και σού γράφω,
μέρα πρώτη του Μαϊού.

Θα σκορπίσουμε το Μάη
πάνου στ' άκακα τα στήθη,
γιατί απόψε αποκοιμήθη
εις τον ύπνο του Χριστού.

Ήταν ήσυχος κι ακίνητος
ως την ύστερη την ώρα,
καθώς φαίνεται και τώρα
που τον άφησε η ψυχή.

Μόνον, μία στιγμή πριν φύγει
τ' Ουρανού κατά τα μέρη,
αργοκίνησε το χέρι,
ίσως για να σ' ευχηθεί.

[Το ποίημα δημοσιεύεται εδώ από το: Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και Πεζά, (επιμέλεια-Εισαγωγή Στυλιανός Αλεξίου), εκδ. στιγμή, Αθήνα 2007, σ. 117]

Παναγιώτη Μωραΐτη, ΧΑΡΑΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ


Θέλω να χορέψω. Θέλω να γευτώ.
Στη φυκιάδα χάμου να ερωτευτώ.
Νότες, η καρδιά μου με τρελό ρυθμό.
Βρέχει γύρω μ' άστρα. Μύρια σ' αριθμό.
Περ' ανάβει ο φάρος. Φεύγει η νυχτιά.
Καραβίσια φώτα στην αστροφεγγιά.
Άρωμα του πεύκου. Γεύση του φιλιού.
Όλα τρεμοπαίζουν. Μέση του Μαγιού.
Πόσα κρύβει ο χρόνος! Τ' αύριο σιωπά.
Κάλεσ' το μ' ελπίδες. Θα 'ρθει χαρωπά.
Όλα τα συμβάντα της ζωής μας δες,
σ' όλους τους ανθρώπους ίδια είναι μαθές.
Μόνο αν τα βλέπεις με το ροζ γυαλί,
τότε θα σού στρώσουν πλουμιστό χαλί.
Σου 'σβησ' η ελπίδα; Νιώθεις πια στεγνή;
Σίμωσε κοντά μου με μια προσμονή
σχέδια να πούμε, τ' αύριου χαρές
δράση και ζωντάνια, σκέψεις λυγερές.

[Από την "ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (1950-2006)" του Συμποσίου Ποίησης (Επιμέλεια Σ. Λ. Σκαρτσής), Εκδόσεις περί τεχνών, Πάτρα 2006, σ. 101 εξ.]

Μαριέττας Σκιαδοπούλου-Καβάσιλα, ΜΙΚΡΑ ΕΝΤΟΜΑ


Σε ικετεύω Πανάγαθε
φύλαγε τα τζιτζίκια και τ' αηδόνια
για να ομορφαίνουν οι μέρες και οι νύχτες,
φύλαγέ μας από την ύπουλη σκέψη που εξοντώνει
τα καναρίνια και τους κορυδαλλούς,
τα σπουργίτια και τους κοκκινολαίμηδες,
τα ρούβελα και το τρυποκάρυδο,
τις μικρές πυγολαμπίδες
που σπιθίζουν τις νύχτες του Μάη,
τους γρύλλους του καλοκαιριού
που στοιχειώνουν της τηλιές,
φύλαγέ μας.
Να υπάρχει τουλάχιστο
ξημέρωμα στον κόσμο για τα μικρά έντομα
που είμαστε.

[Από τό βιβλίο "Ο ουρανός του Μάρτη", Αθήνα 1993 και την συγκεκτρωτική έκδοση "Ποιήματα (1978-1998)", εκδ. Έψιλον, Κέρκυρα 1999]

Διονύση Σέρρα, [ΜΑΗ ΜΗΝΑ ΜΑΣ ΔΟΞΑΣΕΣ...]


Ε΄

[...]

Και κει πέρα
σ' ένα λόφο μικρό
που το πράσινο φως
γλυκά σε συνεπαίρνει
και σε αφομοιώνει αθόρυβα
λαχτάρισες
στο κάλεσμα του κανονιού και του πόνου
- και αργότερα της πείνας
και του λυγμού της μάνας -
και Μάη μήνα μάς Δόξασες
και μάς Λευτέρωσες,
Διονύσιε Σολωμέ.

[...]

Και κει
στο μεθύσι του Λεύτερου Λόγου
στη μουσική πανδαισία των στίχων και των νερών
στο πάντρεμα Φύσης - Ψυχής - Ιστορίας και Δόξας
στο αγνάντεμα του αψεγάδιαστου ορίζοντα
κάθε Μάη μήνα,
όποια στιγμή προσκυνήματος και ανάγκης,
χτυπώντας γερά τις χορδές
της αγέραστης λύρας σου,
ποθούμε και ονειρευόμαστε,
Ποιητή,
της φυλακής μας το γκρέμισμα
[...]


[Απόσπασμα από την "Ωδή στο Διονύσιο Σολωμό", Ζάκυνθος 1978, σ. 20-22]

Νίκου Γρυπάρη, ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (απόσπασμα)

ΙΙ
Οχτώβρη μήνα, σκυθρωπό θάμπος στα μύχια της ψυχής,
ρεμβώδες πρώτο βλέφαρο στα ρίγη του χειμώνα.
Ο Μάης με τα τριαντάφυλλα και συ με της ψιλής βροχής
τις διαμαντόπετρες κεντάς στη Ζάκυθο κορώνα.

[Από την "ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (1950-2006)" του Συμποσίου Ποίησης (Επιμέλεια Σ. Λ. Σκαρτσής), Εκδόσεις περί τεχνών, Πάτρα 2006, σ. 33]

Νίκου Καρούζου, ΦΕΓΓΑΡΟΣΚΟΝΗ ΘΕΡΜΑΙΝΕΙ ΑΠ' ΤΗΝ ΚΑΛΚΟΥΤΑ (απόσπασμα)


Της Μαίρης


Η όσφρηση προς το Μάιο τα δοξάρια φυλλοβόλα
ο χρόνος είναι: ήτανε -
ο χρόνος (ας τον ανατιμήσουμε) είν' ωσάν ησυχαστής
από ψυχρότητα λάβρος μαστιγωτικός
η ελπίδα τερματίστηκε.

[...]

[Από τη συλλογή "Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας", στο Νίκου Καρούζου, Τα Ποιήματα, Β΄ Τόμος (1979-1991), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1994, σ. 34]

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

Δ. Π. Παπαδίτσα, ΜΑΪΟΣ ΣΕ ΑΡΧΑΙΟΤΟΠΟ


Τα λόγια μου ήταν έμφυτα
τά ’παιρναν της λιακάδας τα θροΐσματα

Μάης από τη μια πέτρα στην άλλη
φύσημα στο ρυάκι απ’ τ’ άλλο ρυάκι
Μάης στων χεριών τα ευρήματα
στις αρτηρίες που ακούγεται η ζωή

Τίποτα δεν ρωτούσα
δυό χιλιοστά η απόσταση απ’ τη μίμηση άστρων
κάθε χορτάρι μίμηση τού τί έχεις δει
και τί έχεις πιάσει

Μα εμένα αποβραδίς
με χώριζε σε ψυχικά υλικά ο Πλωτίνος

Σε τύλιγα αβαρής

Το άγγιγμα στο γόνατό σου είναι χρώμα
και το σεργιάνι απ’ τον Κεραμεικό ώς τ’ αυτί σου
ήταν ο δίχως σπλάχνα φίλος
που θα μ’ακούει από αύριο αλλιώς
όπως μας άκουγε ένας θάμνος στην Ηφαίστου
και ύστερα πλάι ξανά στους Τρίτωνες
ο θάμνος μες στον γυάλινο αρχαιότοπο

Ήταν η αίσθηση έμφυτη
κι όπως εγώ, μια βυσσινιά με τύλιξε.

              
1982

[Από το ποιητικό βιβλίο, Δ. Π. Παπαδίτσα, Η ασώματη, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1983, σ. 39.]

π. Παναγιώτη Καποδίστρια, ΕΣΠΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ


Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο 
Δ. Σολωμός

α΄
Έναστρος κάμπος
ασημένια λιόφυτα
λάμψη αλλότρια.

Ποιος ανατέμνει
τη μαραμένη φλόγα
του Μαρτελάου;

Πυρσός ο λόγος
στ’ αλωνάκι του Στράνη
φυσάει λεβάντες.


β΄
Λυγμοί του πεύκου
μάρτυρες αυτήκοοι
γιορτής φονικής.

Η Ζωοδόχος
μητέρα θρηνωδούσα
των σκοτωμένων.

Η Αλετροπόδα
ομόηχη αδελφούλα
των σαλεμένων.

γ΄

Νια Παρασκευή
κι ο Σολωμός θεάται
στο Κοιμητήρι.

Φαρμακωμένες
ψυχούλες τρεμάμενες
ψίχαλα του Ύμνου.

Εσπέρα Μαγιού
βολτάρει στο Ψήλωμα
αλύπιος δήθεν.


δ΄
Μοσκιές κι αιμανθοί
ολάνθιστοι αθάνατοι
στον ίσκιο του Ήσκιου

και κοπελλούλες
μ’ άσματα γάμου χρυσά
τα σκουλαρίκια.

Λάμνισσα μάνα
πάντα θα διακονεύεις
την αθωότη.


(1996-1997)


[Από την ποιητική συλλογή: Παναγιώτη Καποδίστρια, Ενύπνιο μετά τρούλλου, εκδ. Μπάστα 1999, σ. 30-32]

Οδυσσέα Ελύτη, Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ


ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ

Η Πρωτομαγιά


Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:

Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

Θα 'λεγες, έτοιμα όλα τους να πάνε
στο χορό των μεταμφιεσμένων του 'Αδη.



[Από το ποιητικό έργο "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου". Βλ. Οδυσσέα Ελύτη, Ποίηση, εκδ. Ίκαρος 2002, σ. 487 Το κολάζ είναι του ίδιου του Ποιητή.]

Γιάννη Ρίτσου, [ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ ΜΟΥ ΜΙΣΕΨΕΣ...]


VI

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.


[Από τη σύνθεση "ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ". Βλ. τη συγκεντρωτική έκδοση του Ρίτσου, Ποιήματα (Α' τόμος, 1978, σ. 168]

Διονυσίου Σολωμού, [ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ ΡΟΔΟΦΑΙΝΕΤΟ Η ΜΕΡΑ...]

[Απόσπασμα από τη "Νεκρική Ωδή για τον ανεψιό του Ποιητή", από το: Διονυσίου Σολωμού, Ποιήματα και Πεζά, (επιμέλεια-Εισαγωγή Στυλιανός Αλεξίου), εκδ. στιγμή, Αθήνα 2007, σ. 123]

Του Μαϊού ροδοφαίνετο η μέρα
που ωραιότερη η φύση ξυπνάει
και την κάνουν λαμπρά και γελάει
πρασινάδες, αχτίνες, νερά.
Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι
παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι.
Ασπροεντύματα, γέλια και κρότοι,
όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά.
Ναι, χαρείτε του χρόνου τη νιότη,
άνδρες, γέροι, γυναίκες παιδιά.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Χριστός ανέστης, Μαρξ

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Χριστός ανέστη, χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, χρόνια πολλά! μεταξύ συναδέλφων αμέσως μετά τις διακοπές, και μετά η ηλεκτρονική αλληλογραφία στα εισερχόμενα :
«Χρόνια πολλά, μετά την εβδομάδα Εβραϊκής μυθολογίας» προσυπόγραψε τεχνοκράτης «επαναστάτης- άθεος» και προώθησε το μήνυμα σε πολλούς αποδέκτες.
Ο «μύθος» σκηνοθετήθηκε και η παράσταση παίχτηκε και αυτό το Πάσχα από ερασιτεχνικούς και επαγγελματικούς θιάσους στα πάμπολλα εκκλησιαστικά χριστιανικά «θέατρα». Το μοτίβο το ίδιο, επαναλαμβανόμενο κάθε χρόνο με τους ίδιους ή διαφορετικούς ερμηνευτές σε ένα εθιμικό τελετουργικό που προεκτείνεται στην κουζίνα του σπιτιού, στην ένδυση αλλά και στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης και του χωριού. Η Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών με το πένθος και την κορύφωση της Σταύρωσης και στο τέλος το ελπιδοφόρο «Χριστός ανέστη».
-Χριστός ανέστης Μαρξ, χαιρέτισε χαμογελαστή χωρική με τη γεροντική καμπουρίτσα και τις καλλίγραμμες ρυτίδες στο φουαγιέ του νεόδμητου θεάτρου. Χρόνια τώρα μάθαινε να μεγεθύνει τον κόσμο της και το χρόνο της μέσα από την αφήγηση των μύθων και την απομυθοποίηση της πραγματικότητας.
-Επίσης-επίσης! απάντησε απαξιωτικά ο ηλικιωμένος «μαρξιστής» με τα μακριά μαλλιά και τ΄ άσπρα γένια που κατέφθασε με Land Rover για να δει το Μαρξ στο … Σόχο.
-Χριστός ανέστη και όχι ανέστης (δίχως το τελικό σίγμα) είναι το σωστό, παρατήρησε αυστηρός φιλόλογος απευθυνόμενος στη φιλική συντροφιά του. Είναι (το ανέστη) γ΄ ενικό πρόσωπο αορίστου β΄ του ρήματος ανίσταμαι και η σύνταξη έτσι απαιτεί, ο Χριστός είναι υποκείμενο….

Υπόσταση, περίσταση, κατάσταση, παράσταση, διάσταση, επανάσταση, μετάσταση, ανάσταση. Πόσος δρόμος δύσβατος, ανηφορικός, μαρτυρικός σε αγκαθωτό πέτρωμα που ματώνει τα λεπτά πέλματα και λυγίζει τη σκέψη και τη βούληση… Και τι χαρά, όταν ο χορευτής κρατηθεί δυνατός στις μύτες των πουέντ και αποφύγει την ακούσια πτώση.
Δεύτε λάβετε το Φως της Ανάστασης! Αισιοδοξία από το λαμπερό φως στη γκρίζα εποχή της κρίσης. Την είχε προβλέψει άλλωστε κι ο Καρλ Μαρξ, την κρίση. Ο καπιταλισμός οδηγεί σε κατάρρευση οικονομική τους ανίσχυρους, ηθική τους ισχυρούς.
Συνομιλία με το Αρχέγονο Φως από τη Μεγάλη Έκρηξη που διαχέεται, δημιουργεί και καταλαμβάνει χρόνο και χώρο. «Πανταχού παρόν και τα πάντα πληρούν», ορατό με τα ματωμένα καρφιά του προσωπικού πάθους κατά την πορεία της ζωής στο πλάτωμα της αγάπης.
Ορατό στους προσωπικούς μύθους του καθενός, στα παραμύθια της γιαγιάς, στο στεφανωμένο βάθρο του κάθε αγώνα για την επικράτηση του καλού. Φωτίζει τον ακούραστο γονιό, τον φιλόπονο μαθητή, το γλυκόλογο δάσκαλο, τον ξάγρυπνο φρουρό της πόλης, τον ανιδιοτελή και οξυδερκή πολιτικό, τον υπεύθυνο επιστήμονα, τον προλετάριο που παλεύει κι επαναστατεί εναντίον όλων εκείνων που του κλέβουν τη ζωή για να ζήσουν πιο πλούσιοι στο πορτοφόλι μα και τόσο άδειοι στην ψυχή. Καθέναν που δεν απέφυγε την πτώση κι επιχειρεί ξανά και πάλι την ανάβαση, την κάθαρση, την πολυπόθητη ανάσταση.
Η αναπαράσταση των Παθών και της Ανάστασης είναι αφορμές υπενθύμισης του τρόπου ύπαρξης και ζωής. Χωρίς σταύρωση δεν υπάρχει ανάσταση, και αυτές δεν γίνονται εφάπαξ. Σταύρωση και ανάσταση επαναλαμβάνονται στα δράματα, στα λάθη, στους αγώνες και στις νίκες της ζωής.
Χριστός ανέστη στο μύθο; Ας είναι, είναι χαρούμενο μήνυμα. Ο Μαρξ «αναστημένος» το επανέλαβε στο Σόχο. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, γιατί έτσι καταλαγιάζει ο πόνος του, αναλαμβάνει και αντλεί δυνάμεις για ν΄ αντισταθεί στο κατεστημένο της ανισότητας, να βελτιώσει τους όρους της διαβίωσής του, προετοιμάζει τη δική του ανάσταση.
Οι μεγάλοι πολιτισμοί στηρίχτηκαν στους μύθους και ο δικός μας πολιτισμός κινδυνεύει στους δαιδαλώδεις σκοτεινούς αριθμητικούς υπολογισμούς των τεχνοκρατών, των δολοφόνων των μύθων.
Ασύλληπτη ερμηνεία από το μυθικό ήρωα του θεάτρου Άγγελο Αντωνόπουλο. Νόμιζες ότι είχες μπροστά σου τον ίδιο το Μαρξ κι ετοιμαζόσουν να βγεις στο δρόμο να καταργήσεις σύνορα κρατών και κοινωνικές τάξεις, ν΄ ανέβεις στη χώρα του ιδεατού, να νιώσεις την προσωπική και κοινωνική ανάσταση. Έμοιαζε με το λευκοντυμένο ιερέα στο μικρό ξωκλήσι που ανασταίνει το Χριστό με την αηδονοφωνούσα εκστατική δοξολογία που συνεπαίρνει τους πιστούς στη θεία κοινωνία της συγχώρεσης και της αγάπης.
-Αχ, γιατί έφυγε τόσο γρήγορα ο Μαρξ; Ακούστηκε από το διπλανό κάθισμα, ανάμεσα στα παρατεταμένα χειροκροτήματα .
-Μα τέλειωσε η ψυχαγωγία και η διδασκαλία. Ο χριστιανός και ο μαρξιστής βαπτίζεται στον Ιορδάνη της δράσης.
Αληθώς ανέστης Μαρξ, παραμονές Πρωτομαγιάς!

Σαρακηνάδο 30-4-2009

ΥΓ. Στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αρκαδίων στις 29-4-2009 ο Άγγελος Αντωνόπουλος ερμήνευσε με ιδιαίτερη επιτυχία τον ομώνυμο ρόλο στο έργο του Howard Zinn «O Μαρξ στο Σόχο», η σκηνοθεσία είναι της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου.

Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Πατριάρχης Βαρθολομαίος: "Ευτυχώς, που απέθανεν ο Θεός, και ο θάνατός Του έγινε ζωή και ανάστασις ιδική μας!"


+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ


Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω προσφιλή και επιπόθητα,

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Σκυθρωπή είχεν ακούσει κάποιαν ημέραν του ΙΘ΄ αιώνος η ανθρωπότης από το στόμα του τραγικού φιλοσόφου ότι: «ο Θεός είναι νεκρός! Τον σκοτώσαμε... Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες του... ο Θεός θα μείνη νεκρός! Τι άλλο είναι οι εκκλησίες παρά οι τάφοι και τα μνήματα του Θεού;»[1]

Και επίσης, ολίγας δεκαετίας αργότερον, από το στόμα ενός νεωτέρου ομολόγου του, ότι: «Ο Θεός απέθανε! Σας αναγγέλλω, κύριοι, τον θάνατον του Θεού!»[2]

Αι διακηρύξεις αυταί των αθέων φιλοσόφων ετάραξαν τας συνειδήσεις των ανθρώπων. Σύγχυσις πολλή επηκολούθησεν εις τον χώρον του πνεύματος και της λογοτεχνίας, της τέχνης και της ιδίας κάποτε της Θεολογίας, όπου, εις την Δύσιν κυρίως, ήρχισε να γίνεται λόγος ακόμη και περί «Θεολογίας του θανάτου του Θεού».

Η Εκκλησία βεβαίως δεν είχε ποτέ και δεν έχει καμμίαν αμφιβολίαν ότι ο Θεός απέθανε. Τούτο έγινε το 33 μ.Χ. επάνω εις τον λόφον Γολγοθά της Ιερουσαλήμ, επί Ποντίου Πιλάτου του Ρωμαίου Ηγεμόνος της Ιουδαίας. Αφού έπαθεν ανήκουστα Πάθη, εσταυρώθη ωσάν κακούργος και, περί ώραν ενάτην της Παρασκευής, είπε «Τετέλεσται!» και παρέδωκε το πνεύμα! Αυτό είναι μία αναντίρρητος ιστορική πραγματικότης.

Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, ο αληθινός Θεός, απέθανεν «υπέρ πάντων» των ανθρώπων[3]! Αφού ανέλαβεν όλα τα ιδικά μας: σώμα, ψυχήν, θέλησιν, ενέργειαν, κόπον, αγωνίαν, πόνον, λύπην, παράπονον, χαράν, τα πάντα, παρεκτός αμαρτίας, ανέλαβε, τέλος, και το μεγαλύτερον ζήτημά μας, τον θάνατον, και μάλιστα εις την πιο βασανιστικήν και ταπεινωτικήν εκδοχήν του, δηλ. τον Σταυρόν. Μέχρις εδώ συμφωνούμεν με τους φιλοσόφους.

Θα δεχθούμε ακόμη και το ότι αι εκκλησίαι, οι ναοί, είναι «οι τάφοι», «τα μνήματα» του Θεού! Όμως!... Εμείς γνωρίζομε, ζούμε και προσκυνούμε τον θανόντα Θεόν, ως «νεκρόν ζωαρχικότατον»! Ολίγον μετά την φοβεράν Παρασκευήν, εις την πρωϊνήν αμφιλύκην της «Μιας των Σαββάτων», της Κυριακής, συνέβη αυτό, δια το οποίον έγινεν όλη η δια σαρκός και πάθους και Σταυρού και καθόδου εις τον άδην οικονομία του Θεού:

Η Ανάστασις!... Και αυτό, η Ανάστασις, είναι μία εξ ίσου αναντίρρητος ιστορική πραγματικότης!.. Και η πραγματικότης αυτή έχει αμέσους και σωτηρίους επιπτώσεις εις όλους μας. Ανέστη ο Υιός του Θεού, ο Οποίος είναι συνάμα και Υιός του Ανθρώπου! Ανέστη ο Θεός με όλον το πρόσλημμα της ανθρωπότητος: το Σώμα που έλαβεν από τα άχραντα αίματα της Υπεραγίας Θεοτόκου και την αγίαν Ψυχήν Του. Ανέστη εκ νεκρών, «παγγενή τον Αδάμ αναστήσας ως φιλάνθρωπος»!...

Ο Τάφος του Ιησού, το «καινόν μνημείον» του Ιωσήφ, είναι πλέον δια παντός κενός! Αντί δια μνημείον νεκρικόν, είναι μνημείον νίκης κατά του θανάτου, είναι πηγή ζωής! Ο νοητός Ήλιος της Δικαιοσύνης ανέτειλεν «εκ του τάφου ωραίος», χαρίζοντας φως ανέσπερον, ειρήνην, χαράν, αγαλλίασιν, ζωήν αιώνιον! Ναι, οι ναοί είναι οι «τάφοι» του Θεού! Αλλά Τάφοι κενοί, ολοφώτεινοι, γεμάτοι από «οσμήν ζωής»[4], από εαρινόν μύρον πασχάλιον, ωραίοι, ερατεινοί, καταστόλιστοι με μυρσίνες δοξαστικές και με άνθη χειροπιαστής ελπίδος, τάφοι ζωοδόχοι και ζωοπάροχοι!

Ο θάνατος του Θεού ανέστρεψε τας δυνάμεις του άδου, ο θάνατος ευτελίστηκε πλέον εις απλούν επεισόδιον που εισάγει τον άνθρωπον από τον βίον εις την Ζωήν. Αι εκκλησίαι, οι «τάφοι» του Θεού, είναι αι διάπλατοι θύραι της αγάπης του Θεού, οι ορθάνοιχτες είσοδοι του Νυμφώνος του Υιού Του, που «ως Νυμφίος προήλθεν εκ του Μνήματος» και οι πιστοί εισερχόμενοι, «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν· και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον Ευλογητόν των πατέρων, Θεόν και υπερένδοξον»[5]!


Ευτυχώς, λοιπόν, που απέθανεν ο Θεός, και ο θάνατός Του έγινε ζωή και ανάστασις ιδική μας! Ευτυχώς που υπάρχουν τόσα «μνήματά» Του εις τον κόσμον, τόσοι άγιοι ναοί, όπου ημπορεί να εισέλθη ελεύθερα ο πονεμένος, ο κουρασμένος και απαρηγόρητος άνθρωπος, να αποθέση το φορτίον του πόνου του, της αγωνίας του, του φόβου και της ανασφαλείας του, να «ξεφορτωθή» τον θάνατόν του!

Ευτυχώς που υπάρχουν αι εκκλησίαι του Εσταυρωμένου, Αποθανόντος, Αναστάντος και αιωνίως Ζώντος Χριστού, όπου ο απελπισμένος άνθρωπος των ημερών μας, ο καταπροδωμένος από όλα τα είδωλα, όλους τους «χαμοθεούς» που έκλεψαν την καρδιά του, την οικονομίαν δηλαδή, την ιδεολογίαν, την φιλοσοφίαν, την μεταφυσικήν και όλας τας υπολοίπους «κενάς απάτας»[6] του παρόντος αιώνος «του απατεώνος»[7], ευρίσκει καταφύγιον και παραμυθίαν και σωτηρίαν.

Από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, την Μητέρα Εκκλησίαν που βιώνει εις το πλήρωμά τους το Πάθος, τον Πόνον, τον Σταυρόν και τον Θάνατον, αλλά εξ ίσου και την Ανάστασιν του Θεανθρώπου, απευθύνομεν προς όλα τα τέκνα της Εκκλησίας εγκάρδιον πασχάλιον χαιρετισμόν και ευλογίαν, μαζί με ασπασμόν αγάπης Ιησού Χριστού του εκ νεκρών Αναστάντος και αιωνίως Ζώντος και ζωοποιούντος τον άνθρωπον.

Εις Αυτόν η δόξα, το κράτος, η τιμή και η προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας. Αμήν!

Άγιον Πάσχα 2009

+ Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος
διάπυρος προς Χριστόν Αναστάντα ευχέτης πάντων υμών



[1] Φρειδερίκος Νίτσε.
[2] Ζαν Πωλ Σάρτρ.
[3] Β΄ Κορ. 5: 14.
[4] Β΄ Κορ. 2: 16.
[5] Τροπάριον ζ΄ ωδής Κανόνος του Πάσχα.
[6] Πρβλ. Κολ. 2: 8.
[7] Ακάθιστος Ύμνος.
Στη φωτό: Ο Πατριάρχης κατά την Τελετή της Ανάστασης, Πάσχα 2009 στο Φανάρι (φωτό Νίκου Μαγγίνα, από το Φως Φαναρίου).

Σάββατο 18 Απριλίου 2009

Παύλου Φουρνογεράκη, ΑΓΚΑΘΙΝΟ ΣΤΕΦΑΝΙ (ποίημα)


Ταπεινωμένος Θεός
Υπερυψούται
Λαβωμένος

Καπνοί τσιγάρων
Τα θυμιάματα
Των καθισμάτων

Οσμές καφεΐνης
Τα βαθιά ντεκολτέ
Της πλατείας

Χριστιανοί σταυρωτές
Χρονίζουν το χρόνο
Στην περιφορά του Άχρονου.

Κι Εκείνος
Υποκλίνεται
Αναστάσιμος


(Ζάκυνθος 17-4-2009)

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος για την Ανάσταση

"Μη φοβείσθε υμείς", είπε ο άγγελος Κυρίου στις μυροφόρες, τις οποίες είχε κυριεύσει "τρόμος και έκστασις" προ του κενού τάφου. "Οίδα γαρ ότι Ιησούν τον εσταυρωμένον ζητείτε. Ουκ έστιν ώδε. Ηγέρθη γαρ καθώς είπεν" (Ματθ. 28:6).

Σε λίγο, ο ίδιος ο αναστάς Χριστός, "λέγει αυταίς μη φοβείσθε". Και στη συνέχεια, στον κύκλο των πτοημένων και φοβισμένων μαθητών Του, τόνισε: "Τι τεταραγμένοι εστέ και διατί διαλογισμοί αναβαίνουσιν εν ταις καρδίαις υμών;" (Λουκ. 24:38).

Και δείχνοντάς τους τα σημάδια της σταυρώσεως στα χέρια και στα πόδια, τους βεβαίωσε με την παρουσία Του για το θαυμαστό γεγονός της Αναστάσεώς Του.

"Μη φοβείσθε!". Το μήνυμα της Αναστάσεως κηρύσσει διαχρονικά την ελευθερία από κάθε αιτία φόβου. Η νίκη του Χριστού συνέτριψε την κυριαρχία των διαμονικών δυνάμεων, γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπων και αποκατέστησε τις σχέσεις τους. Την οντολογική σημασία του Σταυρού και της Αναστάσεως αποκάλυψε, με τρόπο μοναδικό ο Απόστολος Παύλος: Ο Ιησούς έγινε άνθρωπος και αποδέχθηκε το Πάθος "για να καταργήσει με τον θάνατό του αυτόν που εξουσίαζε τον θάνατο, δηλαδή τον διάβολο, και με αυτό τον τρόπο να απελευθερώσει όσους ο φόβος του θανάτου τούς είχε καταδικάσει να είναι δούλοι σ' όλη τους τη ζωή" (Εβρ. 2:14-15).

Ο αναστάς Χριστός είναι πλέον η αρχή της νέας ανθρωπότητος, "απ' τους νεκρούς πρωταναστημένος, ώστε να γίνει σε όλα εκείνος πρώτος" ("εστίν αρχή, πρωτότοκος εκ των νεκρών, ίνα γένηται εν πάσι αυτός πρωτεύων" - Κολασ. 1:18-22).

Με την Ανάσταση του Χριστού έχει αρχίσει μια νέα μορφή υπάρξεως για τους ανθρώπους. Η βεβαιότητα της Αναστάσεως, η πεποίθηση ότι δόθηκε σ' Αυτόν "πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης" (Ματθ. 28:19) ελευθέρωσε τους μαθητές από κάθε είδους φόβο και αγωνία. Και τους μεταμόρφωσε σε τολμηρούς και γενναίους κήρυκες της νέας εν Χριστώ ζωής.

"Μη φοβείσθε!". Στην εποχή μας έχουν πληθύνει οι φόβοι που απειλούν τη ζωή μας. Τον τελευταίο μάλιστα καιρό έχουν ενταθεί και από τη γενικότερη ταλαιπωρία που προκαλεί η παγκόσμια οικονομική κρίση. Νέοι και παλαιοί φόβοι κυκλώνουν τη σκέψη μας και σφίγγουν την καρδιά μας.

Μέσα σ' αυτή λοιπόν τη βαριά ατμόσφαιρα έρχεται η εορτή της Αναστάσεως να καλέσει κάθε πιστό σε μία πορεία ελευθερίας από τον φόβο:

Από τον φόβο αυτών που μας εχθρεύονται, από τον φόβο που δημιουργεί η αδικία και η σκληρότητα της κοινωνίας μας. Από τον φόβο της πολύμορφης αμαρτίας που διεισδύει στην ύπαρξή μας και την αλλοτριώνει. Από τον φόβο του πόνου, της ανέχειας, της ασθένειας, της μοναξιάς, των κινδύνων και θλίψεων που απειλούν τη ζωή μας. Από τον φόβο των πιεστικών προβλημάτων της καθημερινότητος. Από τον φόβο του αγνώστου, της αποτυχίας, της αβεβαιότητος για το μέλλον.

Και το κορύφωμα του μηνύματος της Αναστάσεως του Χριστού είναι η ελευθερία από τον φόβο του θανάτου, του δικού μας και των αγαπημένων μας, φόβο που συνθλίβει την ανθρώπινη ζωή. Η εορτή της Αναστάσεως δεν αναγγέλλει απλώς, αλλά μας προσκαλεί να μετάσχουμε στην ελευθερία που μας χάρισε ο Χριστός.

Η ελευθερία αυτή, βεβαίως, στηρίζεται στην πίστη. Η Εκκλησία, αναφωνώντας δοξολογικά το "Χριστός Ανέστη!", δεν καταφεύγει σε επιχειρηματολογίες για να επιβάλει την αλήθεια που κηρύσσει. Οσοι πιστοί! "Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν...".

Αρκεί, βεβαίως, όπως επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος, να μένουμε στην πίστη, θεμελιωμένοι και σταθεροί "και μη μετακινούμενοι από της ελπίδος του ευαγγελίου" (Κολασ. 1:23).

Η Ανάσταση του Χριστού διαλύει τον φόβο διότι συναρμόζεται με μια εκπληκτική δύναμη, και, ιδιαίτερα αυτή την ολόλαμπρη εορτή, καλούμεθα να νιώσουμε "τι το υπερβάλλον μέγεθος της δυνάμεως αυτού (του Θεού)" (Εφεσ. 1:19).

"Τη δύναμή Του αυτή την έδειξε με το να αναστήσει τον Χριστό από τους νεκρούς και να τον βάλει να καθήσει στα δεξιά Του στον ουρανό, πάνω από κάθε αρχή και δύναμη και κυριότητα, πάνω από κάθε τι που ανήκει όχι μόνο στον τωρινό αλλά και στον μελλοντικό κόσμο" (στιχ. 20-21).

Αυτή η ελευθερία από τον φόβο, δώρο του Αναστάντος, πρέπει να διαμορφώνει τη στάση της ζωής μας: "Υμείς επ' ελευθερίαν εκλήθητε, αδελφοί" με τη σαφή όμως προσθήκη: "μόνον μη την ελευθερίαν εις αφορμήν τη σαρκί αλλά δια της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις" (Γαλ. 5:13).

Ο Χριστός, η ενυπόστατη και ένσαρκη αγάπη του Θεού, με τη θυσία Του στον Σταυρό και τη νίκη της Αναστάσεως, διατράνωσε τη μοναδική δύναμη της αγάπης, που ελευθερώνει τον άνθρωπο από κάθε μορφή φόβου.

Οσοι είναι ενωμένοι μαζί Του εν πίστει και αγάπη αξιώνονται να ζουν την αλήθεια που αποκαλύπτει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: "Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον. Οτι ο φόβος κόλασιν έχει (περιέχει τιμωρία), ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη" (Α' Ιω. 4:18).

Ας χαρούμε, λοιπόν, αδελφοί μου, ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες του Πάσχα, την ελευθερία από κάθε μορφή φόβου, βαθαίνοντας την πίστη μας και την αγάπη μας στον νικητή του θανάτου και Κύριο της ζωής μας.
Ακόμη, ας θυμίσουμε και στους φοβισμένους αδελφούς μας, ότι "Χριστός Ανέστη!".

Το Αναστάσιμο Μήνυμα 2009 του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου Β΄

Αγαπητά μου παιδιά,

Χριστός Ανέστη!

Με το χαρμόσυνο αυτό μήνυμα της ζωής και της ελπίδος χαιρετίζει αιώνες τώρα η Εκκλησία τους πιστούς της.

Ο σαρκωμένος Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Ιησούς Χριστός νίκησε τον θάνατο, χαρίζοντας νέες προοπτικές, δίδοντας νόημα και πνοή στα οράματά μας, υπενθυμίζοντας την υπεροχή του φωτός έναντι του σκότους.

Μέσα σ' αυτό το σκοτάδι, η αμαυρωμένη από την αμαρτία εικόνα εκάστου ανθρώπου αλλοιώνεται και ταυτίζεται με την απώλεια και το μίσος. Αυτή την εικόνα έρχεται και μεταμορφώνει ο Αναστημένος Χριστός.

Μεταμορφώνει όλους μας και τον καθένα χωριστά. Μας προσκαλεί να υπερβούμε τα τείχη του εγωισμού και της προσωπικής αυταρέσκειας, δείχνοντάς μας το φωτεινό μονοπάτι του εμείς και όχι του εγώ.

Μέσα σ' αυτό το φως το άτομο συναντά την προσωπική του έκφραση, που δεν είναι άλλη από την συνάντηση του Θεού με την προσφορά μας στο πρόσωπο κάθε άλλου, κάθε ξένου, ανεξαρτήτως γλώσσας, χρώματος, θρησκείας και πολιτισμού.

Η πατρίδα μας βιώνει σήμερα αυτή την πρόκληση. Καλείται να αποδείξη την μακραίωνη ιστορία της, τόσο στην κοινωνική ανάπτυξη, όσο και στην οικογενειακή και προσωπική.

Τα σύννεφα της επερχόμενης οικονομικής κρίσης μπορεί να σκεπάζουν τις προοπτικές και το μέλλον πολλών αδελφών μας, βαθύτερη κρίση, όμως, ζούμε, όταν συνεχίζουμε την προκλητικά αδιάφορη στάση μας προς τον άλλο.

Αναρωτηθήκαμε αν ο αναστάσιμος αυτός χαιρετισμός "ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ" σημαίνει ανάσταση και για τον διπλανό μας; Εκεί, αδελφοί μου, ας δείξουμε την μεγαλοψυχία μας.

Εκεί ας δείξουμε τη διαχρονικότητα του ελληνικού πνεύματος. Εκεί ας δείξουμε την ουσιαστική πίστη μας στον Θεό και όχι την επιδερμική μας προσέγγιση σ' ένα όμορφο έθιμο.

Με αυτές τις απλές σκέψεις σας εύχομαι ολόψυχα να συναντήσετε τον αναστημένο Χριστό στο πρόσωπο του άλλου.
Χριστός Ανέστη!
Χρόνια Πολλά!

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Related Posts with Thumbnails