© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008

Γιώργου Σεφέρη, [Η ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ NOBEL ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Στοκχόλμη 10 Δεκεμβρίου 1963 (στα ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά)]

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να - εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμα πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: "Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα" λέει ο Ηράκλειτος, "ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν".

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου (εννοεί τον Μακρυγιάννη), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: "...θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε..." Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριανταπέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη να αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτή τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:

να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,

για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νόμπελ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.


Giorgos Seferis' speech at the Nobel Banquet at the City Hall in Stockholm, December 10, 1963

(English)

I feel at this moment that I am a living contradiction. The Swedish Academy has decided that my efforts in a language famous through the centuries but not widespread in its present form are worthy of this high distinction. It is paying homage to my language - and in return I express my gratitude in a foreign language. I hope you will accept the excuses I am making to myself.

I belong to a small country. A rocky promontory in the Mediterranean, it has nothing to distinguish it but the efforts of its people, the sea, and the light of the sun. It is a small country, but its tradition is immense and has been handed down through the centuries without interruption. The Greek language has never ceased to be spoken. It has undergone the changes that all living things experience, but there has never been a gap. This tradition is characterized by love of the human; justice is its norm. In the tightly organized classical tragedies the man who exceeds his measure is punished by the Erinyes. And this norm of justice holds even in the realm of nature.

«Helios will not overstep his measure»; says Heraclitus, «otherwise the Erinyes, the ministers of Justice, will find him out». A modern scientist might profit by pondering this aphorism of the Ionian philosopher. I am moved by the realization that the sense of justice penetrated the Greek mind to such an extent that it became a law of the physical world. One of my masters exclaimed at the beginning of the last century, «We are lost because we have been unjust» He was an unlettered man, who did not learn to write until the age of thirty-five. But in the Greece of our day the oral tradition goes back as far as the written tradition, and so does poetry. I find it significant that Sweden wishes to honour not only this poetry, but poetry in general, even when it originates in a small people. For I think that poetry is necessary to this modern world in which we are afflicted by fear and disquiet. Poetry has its roots in human breath - and what would we be if our breath were diminished? Poetry is an act of confidence - and who knows whether our unease is not due to a lack of confidence?

Last year, around this table, it was said that there is an enormous difference between the discoveries of modern science and those of literature, but little difference between modern and Greek dramas. Indeed, the behaviour of human beings does not seem to have changed. And I should add that today we need to listen to that human voice which we call poetry, that voice which is constantly in danger of being extinguished through lack of love, but is always reborn. Threatened, it has always found a refuge; denied, it has always instinctively taken root again in unexpected places. It recognizes no small nor large parts of the world; its place is in the hearts of men the world over. It has the charm of escaping from the vicious circle of custom. I owe gratitude to the Swedish Academy for being aware of these facts; for being aware that languages which are said to have restricted circulation should not become barriers which might stifle the beating of the human heart; and for being a true Areopagus, able «to judge with solemn truth life's ill-appointed lot», to quote Shelley, who, it is said, inspired Alfred Nobel, whose grandeur of heart redeems inevitable violence.

In our gradually shrinking world, everyone is in need of all the others. We must look for man wherever we can find him. When on his way to Thebes Oedipus encountered the Sphinx, his answer to its riddle was: «Man». That simple word destroyed the monster. We have many monsters to destroy. Let us think of the answer of Oedipus.


[French]

Sire, Madame, Altesses Royales, Mesdames, Messieurs.

En ce moment je sens que je suis une contradiction. L'Académie Suédoise a en effet décidé que mon effort dans une langue fameuse à travers bien des siècles, mais peu répandue dans sa forme actuelle, était digne de cette haute distinction. Elle a voulu rendre hommage à ma langue et voilà que je lui adresse mes remerciements dans une langue étrangère. Veuillez bien accepter les excuses que je me fais à moi-même.

J'appartiens à un petit pays. C'est un promontoire rocheux dans la Méditerranée, qui n'a pour lui que l'effort de son peuple, la mer et la lumière du soleil. C'est un petit pays, mais sa tradition est énorme. Ce qui la caractérise c'est qu'elle s'est transmise à nous sans interruption. La langue grecque n'a jamais cessé d'être parlée. Elle a subi les altérations que subit toute chose vivante. Mais elle n'est marquée d'aucune faille. Ce qui caractérise encore cette tradition, est l'amour de l'humain; la justice est sa règle. Dans l'organisation si précise de la tragédie classique, l'homme qui dépasse la mesure doit être puni par les Erinnyes. Bien plus, la même règle vaut pour les lois naturelles. «Le soleil ne peut pas dépasser la mesure» - dit Heraclite - «inon les Erinnyes, servantes de la justice, sauront le ramener à l'ordre» - Je pense que qu'il n'est pas tout à fait improbable qu'un homme de science moderne trouve profit à méditer sur cet apophtegme du philosophe Ionien. Pour moi ce qui m'émeut, c'est de constater que le sentiment de la Justice avait tellement pénétré l'âme grecque qu'il était devenu une règle du monde physique. Et un de mes maîtres du début du siècle dernier s'écrie: «Nous sommes perdus, parce que nous avons été injustes.» Cet homme était un illettré; il avait appris à écrire à l'âge de trente-cinq ans. Mais dans la Grèce de nos jours la tradition orale va aussi loin dans le passé que la tradition écrite. Ainsi va la poésie. Je trouve significatif que la Suède tienne à honorer et cette poésie et la poésie en général, même si elle jaillit parmi un peuple restreint. Car je pense que la poésie est nécessaire à ce monde moderne ou nous vivons affligé, comme il est, par la peur et l'inquiétude. La poésie a ses racines dans la respiration humaine - et que serions-nous si notre souffle s'amoindrissait ? Elle est un acte de confiance - et Dieu sait si nos malaises ne sont pas dûs à notre manque de confiance.

On a observé, l'an dernier, autour de cette table, l'énorme différence qui existe entre les découvertes de la science d'aujourd'hui et la littérature; qu'entre un drame grec et un drame moderne, il n'y a pas grande différence. Oui, le comportement des hommes ne semble pas avoir changé. Et, je dois ajouter, qu'il a depuis toujours besoin d'entendre cette voix humaine que nous appelons la poésie. Cette voix, qui court à tout moment le danger de s'éteindre, faute d'amour, et qui sans cesse renaît. Menacée, elle sait toujours où trouver un refuge; reniée, elle a toujours l'instinct de reprendre racine dans des régions inattendues. Pour elle, il n'existe pas de grandes et de petites parties du monde. Son domaine est dans le cour de tous les hommes de la terre. Elle a le charme de fuir l'industrie de l'habitude. Je dois ma reconnaissance à l'Académie Suédoise d'avoir senti ces faits; d'avoir senti que les langues dites d'usage restreint ne doivent pas devenir des barrières dans lesquelles le battement du cour humain doit être étouffé; de constituer un aéropage capable:

To judge with solemn truth life's ill-appointed lot,

pour songer à Shelley l'inspirateur, dit-on, d'Alfred Nobel - cet homme qui a su racheter l'inévitable violence par la grandeur de son cour.

Dans ce monde qui va en se rétrécissant, chacun de nous a besoin de tous les autres. Nous devons chercher l'homme, partout où il se trouve.

Quand, sur le chemin de Thèbes, Oedipe rencontra le Sphinx qui lui posa son énigme sa réponse fut: l'homme. Ce simple mot détruisit le monstre. Nous avons beaucoup de monstres à détruire. Pensons à la réponse d'Oedipe.


Πηγή για τα παραΘέματα λόγου: α) Το κείμενο στα Ελληνικά από τον Τόμο "Ένας αιώνας Νόμπελ. Οι ομιλίες των συγγραφέων που τιμήθηκαν με το Βραβείο Νόμπελ στον 20ό αιώνα", (Επιμέλεια-Επίλογος: Θανάσης Θ. Νιάρχος), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001 β) Το κείμενο στην αγγλική και γαλλική γλώσσα από τον επίσημο διαδικτυακό Τόπο Nobelprize.org

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Γεωργίας Κουρτέση-Φιλιππάκη, [ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ]

Στην προσπάθειά μας ν' αναδείξουμε και να προτείνουμε προς ανάγνωσιν κάποιες από τις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εργασίες της αρχαιολόγου-προϊστορικολόγου Γεωργίας Κουρτέση-Φιλιππάκη, Επίκουρης Καθηγήτριας ΕΚΠΑ, οδηγούμαστε στον διαδικτυακό Τόπο του Περιοδικού Αρχαιολογία και Τέχνες, όπου απόκεινται αρκετές δημοσιεύσεις της κ. Κουρτέση-Φιλιππάκη, οι ακόλουθες:
Τεύχος 58, Μάρτιος 1996, με θεματική:
H Παλαιολιθική Εποχή στην Eλλάδα: εισαγωγή στην Παλαιολιθική Εποχή.









Τεύχος 59, Ιούνιος 1996, με θεματική:
H Παλαιολιθική εποχή στην Eλλάδα: η ιστορία της έρευνας





Τεύχος 60, Σεπτέμβριος 1996, με θεματική:
Η παλαιολιθική εποχή στην Ελλάδα: οι αρχαιολογικές θέσεις.




Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

π. Παναγιώτη Καποδίστρια, ΑΘΕΟΦΟΒΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

Και να, είκοσι αιώνων και βάλε, συμβατικά χρονολογούμενος ο Άχρονος. Συνάξεις επί συνάξεων ιδιάζουσες, οχλαγωγίες και ιαχές νεοφανών Σταυροφόρων, πρόλογοι επιλογικοί, λόγοι παρα-λογικοί... Λόγος για το Υ π έ ρ λ ο γ ο ν, ουδείς... Θα μπορούσε κάλλιστα Εκείνος, σχολιάζοντας όλ' αυτά τα (δήθεν) τεκταινόμενα, να μουρμουρίσει περίλυπος το γνώριμό μας ασμάτιο: "Φοβάμαι όλ' αυτά, που θα γίνουν για μένα, χωρίς εμένα"...

Καθώς ανεβαίνουμε ήδη τα σκαλιά της νέας χιλιετίας, η αλάνθαστη μέθοδος της α υ τ ο μ ε μ ψ ί α ς, η ευθύτατη οδός της Α λ ή θ ε ι α ς (ως μ η - λ ή θ η ς και ν ί κ η ς κατά κράτος του Θ α ν ά τ ο υ) είναι σαφώς η ασφαλέστερη και ειλικρινέστερη. Άλλωστε, κατά τον Ελύτη "η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται". Στην αιχμή, αν προτιμάτε, στροφή λοιπόν, και της δικής μου (ελλειμματικής και ανάξιας) προσωπικής διακονίας, δεν αντέχω πια τις τεθλασμένες μιας καθωσπρέπει, ευσεβοφανούς, μα ατελέσφορης σιγής και τολμώ απ’ το κελλάκι μου εδώ μακριά, σ’ ένα μικρό και άσημο χωριό στην νοτιοδυτική άκρη της ενταύθα πατρίδας, να τα πω κι ας πεθάνω, ελπίζοντας αταλάντευτα, ακόμη κι ακόμη, στην "μικράν ζύμην", η οποία είναι -πιστεύω- ικανή να μεταβάλει εντέλει "όλον το φύραμα".

Ως ένας εσμός, μια σύναξη συμπλεγματικών α-προσωπικοτήτων εμφανιζόμαστε, αγαπητοί, οι οποίοι, ευκαίρως ακαίρως και προς το συμφέρον μας, ιδιοποιούμαστε τ' όνομά Του το τιμιότατο "επί ματαίω", ά-φιλοι και ά-φυλοι εν πολλοίς, δίχως καν υποψία και ίχνος φ ό β ο υ. Ενός φόβου έτσι κι αλλιώς λυτρωτικού, μια και είναι ευνόητο, ότι δι' αυτού ο άνθρωπος επανεξετάζει τη στάση του έναντι παντός κινδύνου, κρατάει απόσταση ασφαλείας, συσπειρώνει δυνάμεις και πασχίζει για την Ανάσταση, με πάσα έννοια.

Δίχως φ ό β ο, λοιπόν... Όχι, ασφαλώς, επειδή εμπεδώσαμε ήδη, ότι "η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον", αλλ’ απλούστατα, δεν έχουμε τον... Θεό μας. Το αρχείο των συμπλεγμάτων μας πολυσέλιδο έως γαργαλιστικό. "Και διηγώντας τα να κλαις", κατά Σολωμόν. Τι όνειρα και χάρτινες φιλοδοξίες - ασπιρίνες χρυσωμένες, σε "καταφύγια ιδεών", σεσαθρωμένα προ πολλού... Τι "του βίου ναυαγοί" αναρριχόμαστε όπως-όπως και "αλλαχόθεν" στην κενότητα ενός (αντορθόδοξου) θρησκειότροπου φολκλόρ και την λαμπιρίζουσα ματαιότητα των οφικίων... Τέτοια, λοιπόν, έκρηξη μασκομανίας!... Τέτοιος έρως πια για τ’ ανούσια!... Σ’ έναν κόσμο μάλιστα, που δια-δικτυώνεται ολοένα, που κλονίζεται κλωνοποιούμενος, ιχνογραφώντας εν τω μεταξύ το δύσμοιρό του DΝΑ, αλλά ταυτόχρονα δεν παύει νάχει μονίμως καβαλήσει ετσιθελικά επί του τραχήλου των εσχάτης (για τους άφρονες αυτούς) κατηγορίας συν-ανθρώπων, κατά τρόπο διαρκώς ιμπεριαλιστικό έως και φασιστικό. Ενώ ..."ημείς άδομεν". Παρένθεση: Ο λαός μας έδώ θα μουρμούριζε κάποιες ευστοχότατες, πλην αθυρόστομες, παροιμίες, μα (ευτυχώς) κωλύομαι, λόγω των ημετέρων συμπλεγμάτων.

Τον γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε ("μάλλον δε γνωσθέντες υπ’ αυτού") -πόσο να πούμε;- τριάντα, πενήντα, άντε ογδόντα χρονάκια ο καθείς μας. Ή, καλύτερα, έ χ ο υ μ ε α κ ο ύ σ ε ι πολλά και διάφορα γι' Αυτόν. Ή, ακριβέστερα, φ λ υ α ρ ο ύ μ ε γι’ Αυτόν μεγαλόφωνα, μεγαλόστομα, φανατισμένα έως άκρας μισαλλοδοξίας, δίχως μάλιστα την άδειά Του, αυτόκλητοι συνήθως πρεσβευτές Του, μια και το προαπαιτούμενο δίπολο κλίση και κλήση έχει προ πολλού (και τεχνηέντως) μπει στην άκρη των μεριμνών μας. Και τι έγινε, αν εμείς, κατά την παραπάνω μέθοδο, αυτοανακηρυσσόμαστε ομφαλός των αιώνων; Σταγόνα στον βαθύ ωκεανό. Στιγμιαία μπουρμπουλήθρα ή μάλλον, μηδέν επί μηδέν... Κι όμως... Παλληκαρίζουμε οι ανόητοι, νταήδες για γέλια σε ξένον αχυρώνα, λογαριάζουμε -δυνάστες κι εξουσιαστές εφήμεροι- χωρίς τον Ξενοδόχο, αθλητές ντοπαρισμένοι σε μιαν ελεύθερη πτώση στο χάος του Απείρου και της Αιωνιότητας, δίχως πια την π α ρ α μ υ θ ί α της Π ρ ό ν ο ι α ς και της Α γ ά π η ς Του, δίχως πια την προοπτική της Δ ι ά ρ κ ε ι α ς πλάι Του. Τον ξαναπροδίδουμε αυτοπροδιδόμενοι, αλίμονο, και το χειρότερο: Το ευχαριστιόμαστε, επαιρόμενοι συχνότατα προς τούτο. Με μια παράδοξη μάλιστα αποστασιοποίηση από την παραδοχή της ήττας τού Θανάτου (του κάθε λογής και απόχρωσης θανάτου) δι' Εκείνου, παραμένουμε αμετανόητα off από τον συγκλονισμό της Ανάστασης, "τραγικοί απατημένοι απατεώνες", κατά την διατύπωση μακαριστού σήμερα δασκάλου. Όσο για τα έ σ χ α τ α, επαναπαυόμαστε νωχελικότατα, είτε σε μιαν ιδιότροπη (παρ)ερμηνεία τού "δος ημίν σήμερον", είτε (στην καλύτερη των περιπτώσεων) στην έκτακτη και για χάρη μας ευαισθητοποίηση του ε λ έ ο υ ς Του και πάλι, καταλήγοντας να υιοθετούμε υστερόβουλα μια νεόκοπη έκδοση της περί "αποκαταστάσεως των πάντων" θεωρίας.

Πού ο φόβος και το δέος, η αιδώς έστω; Πού η νοσταλγία της απωλεσμένης πατρίδας, του καταργημένου πολιτεύματος; Πού η μεταμόρφωση των παθών, το εκκαθαριστικό των λαθών και των πτώσεων; Πού, άραγε, η άσκηση στον ησυχασμό, στην καρδιακή προσευχή, στην μεταβολή του νοός, στην υποδοχή του ό π ο ι ο υ Άλλου ως αδελφού; Πού η συγνώμη και η απάθεια, η Χάρη και η Χαρά; Πού η γονυκλισία του νου και η ζύμωση δακρύων καυτών για το πρόσφορο της ερχόμενης Κυριακής; Πού η "μνήμη θανάτου" και η διδακτική εξάλλου με τους νεκρούς μας συναναστροφή; Πού η σώζουσα εντέλει μεγαλοπρέπεια της απλότητας; Έννοιες και λέξεις όλα ετούτα-καραμέλες ολοένα για την "μεγαλειότητα" της κληρικής μας "αυθεντίας", μα να παραμένουμε στο τέλος αγλύκαντοι; Να μεταχειριζόμαστε τη ζέση του Φωτός και μάλιστα του Ακτίστου, μα στην ουσία να τουρτουρίζουμε, αν δεν τσουρουφλιζόμαστε; Ν’ αντλούμε "ζωντανό νερό" για τους λοιπούς όλους, μα ν’ αφυδατωνόμαστε ολοένα μακρόθεν; Τόση πια σκληροκαρδία και διψυχία; Πώρωση, φίλε μου, πώρωση...

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν παύω ν' αποτείνομαι σ’ Εσέ. Που επιδέξια μού οδηγείς το αδέξιο δεξί μου χέρι χαράματα να Σε λογχίζω· να Σε μελίζω αργότερα· να συσσωματώνομαι ύστερα μ’ Εσέ αγαπητικά· να μην κατέχω τίποτα για να Σού αντιπροσφέρω, μονάχα τα δικά Σου απ' τα δικά Σου· να μιλώ και να ξέρεις το ψέμα μου· να σιωπώ και να ιδρύεις Εσύ στίχο-στίχο το επόμενο ποίημα εντός μου.

Γι' αυτό αποτείνομαι σ’ Εσέ! Γιατί όπου θέλεις κι όταν θέλεις κι όπως ξέρεις, οικονομείς τα πράγματα, ανακατώνεις παντεπίσημα τ’ ανθρώπινα, τα μόνιμα και τα σαφή, πιάνεις την Ιστορία απ' το μαλλί και της δίνεις να καταλάβει! Γι' αυτό ελπίζω ακόμη!... Γιατί

* υποστασιάζεσαι ως ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και ο Δήμαρχος Καρρέρ. Ζάκυνθος επί Κατοχής. Να τους επιβάλει ο Γερμανός Διοικητής να συντάξουνε, λέει, κατάλογο πλήρη των εβραϊκών οικογενειών του νησιού. Κι εκείνοι εντέλει, ν' αναγράφουν φαρδιά πλατιά στην αναφορά τα δικά τους μονάχα τα ονόματα!!!

* υποστασιάζεσαι ως ο "Παπούλης" μας, ο παπα Νιόνιος. Πράος, γλυκός και αγράμματος, να γνωρίζει απέξω την Καινή, να χειρίζεται την Αγάπη - γλώσσα μητρική του, νάχει πανεύκολα τα δάκρυα με το παραμικρό και να επιθυμεί, όταν του Ταξιδιού θαρχόταν η ώρα, όχι "άπασαν" την ιερατική του στολή, μα ένα μόνο πετραχήλι.
-Μα, Γέροντά μου, θάχει εκεί Συλλείτουργο, θα λάβεις μέρος και συ!...
-Ω, παιδάκι μου, ας αξιωνόμουνα του Παραδείσου κι ας μην ελάβαινα μέρος. Έτσι, με το πετραχηλάκι μου, ας μου δώσουνε σε μιαν άκρη να μοιράζω τ’ αντίδωρο και τίποτ’ άλλο...

* υποστασιάζεσαι ως η Κακή της γειτονιάς, η ανύπαντρη και καταρούσα, χιλιοβασανισμένη από μικρή και νύχτα-μέρα κλαίουσα (;), άρρωστη αγιάτρευτα ύστερα... Και λίγο πριν το τέλος:
-Είχες και μέρες στη ζωή σου καλές;
-Μονάχα όταν κοινώναγα!..., ομολογεί και πάντα κλαίει.

* υποστασιάζεσαι ως η κυρα Λένη, που μεριμνά περίσεμνη για το πάντοτε πρόσφορο, τις ευώδεις μερτούλες στο Κόνισμα της Παναγιάς και σαν ήσκιος η ίδια -ένα με το ύστερο σκοτάδι του πρωγιού- τηρεί το Καντηλάκι Της ακοίμητο, ανύστακτη και κείνη, ή εκτάκτως λιβανίζοντας τις πόρτες των γειτόνων.

* υποστασιάζεσαι ως πετροβολημένος συν-αδελφός κάτω απ' το πετραχήλι μου, να προσθέτει στάλα στάλα νεότητα έκτακτη στα γηρατειά του, να γδύνεται μπροστά μου τολμηρότατος απ' τον ολόκορμο "δερμάτινο χιτώνα" που φορούσε, και να λάμπει στο εξής ωραίος και αρυτίδωτος πια!!!

Γιατ’ είσαι Εσύ πίσω απ' το Ποίημα, στους παρακάτω στίχους (έκφραση αγνωστικισμού θα ισχυρισθούν οι θεολογούντες, μα ποιος τους λογαριάζει πια;), όταν κηρύσσει στεντορεία τη φωνή ο Ελύτης:

"Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει."

ή

"Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος· κι αν είδες, είδες."

ή

"Αν είναι να πεθάνεις πέθανε
αλλά κοίτα να γίνεις
ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη."

Γιατ' είσαι Εσύ, το Αίτιο το Ποιητικό πίσω από τους "φωνήεντες στεναγμούς", τα εύχυμα τα στιχηρά (ως το κόκαλο) του π. Βασιλείου Θερμού, όταν παραδέχεται:

«Σε ονομάζουμε "ο βασιλεύς της δόξης"
Όταν όμως προχθές "ενδεδυμένον άπασαν"
μπροστά στην Αγία Τράπεζα
μού πρότεινες "αλλάζουμε;"
κόντεψα να λιποθυμήσω.»

ή το "Εύλογο"

"Πώς να μην πεθάνης νέος, Κύριε;
Αφού τις νύχτες, κατάκοπος
μετά τις πορείες ξαγρυπνούσες
να κεντήσης τις ιερατικές μας στολές."

ή το έξοχο εκείνο

"Ξέρεις μόνο γιατί ελπίζω;
Γιατί δέχτηκες να κάμης Αίμα Σου
την χθεσινή μαυροδάφνη με τα συντηρητικά". -

[Περιοδικό ΔΙΑΒΑΣΗ, τεύχ. 47 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2004) 3-6]

Παύλου Φουρνογεράκη, α) ΧΩΡΟ-ΧΡΟΝΟΣ, β) ΚΑΤΑΛΗΨΗ


Χωρο-χρόνος

Ολόγυμνος χρόνος
Ο τόπος
Υψωμένο μέλλον
Η ομίχλη

Αρωματίζει η τραγιάσκα
Τον ιδρώτα
Στον κόκκινο κρίνο
Του κήπου

Αποξηραμένες ανθοδέσμες
Οι ρυτίδες
Υμνωδούν εμπειρία
Ζωής.




Κατάληψη

Λαβωματιές ξιφολόγχης σε θωρακικά σπλάγχνα
Η αλυσίδα στην πύλη,
Πόδια εγκάρσια σαν καρφιά σ' οστικά κατάγματα
Κ' η γνώση
Βοά σε βιβλιοστάτη παλάμη.
Πίδακες ακμής σε ιαματικές χαμάμ
Οιωνοσκοπούν περιελίξεις.

[Φωτογραφία: Νίκος Μόσχος]

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Γιώργη Παυλόπουλου, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ; [8 ποιήματα]

[Οκτώ ποιήματα από την ποιητική συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου, Πού είναι τα πουλιά; εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2004]
Η ΛΕΞΗ

Τυφλός από χρόνια
πάλευε μ' ενα μαύρο κάρβουνο
να γράψει μια λέξη
πάνω στο απόλυτο σκοτάδι.

Καμιά γραφή και καμιά φωνή
δε θα μπορούσε ν' αποδώσει
το φριχτό νόημά της.

Δε βρισκόταν σε κανένα λεξικό.

Στ' όνειρό του την έβλεπε
αχνά χαραγμένη
μέσα σε σπήλαιο ανερεύνητο
και φοβόταν πως οι άνθρωποι
κάποτε θα την ανακαλύψουν.

Ο ίδιος ουδέποτε τόλμησε να την προφέρει.
Μήτε ήξερε γιατί βασανιζόταν
να γράψει αυτή τη λέξη.


Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΚΑΜΑΡΗ

Η πλάτη μιας γυναίκας
η ωραία πλάτη μιας όμορφης γυναίκας
η μισοφωτισμένη πλάτη
μιας γυμνής γυναίκας στον καθρέφτη.
Το πρόσωπό της ακαθόριστο προς εμένα
και στο σκοτάδι του καθρέφτη
η νύχτα και η κάμαρη.


ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ

Η σκάλα που ανεβήκαμε μια νύχτα στο σκοτάδι
ο έρημος διάδρομος κι η σιωπή
το άγνωστο διαμέρισμα που μπαίναμε πρώτη φορά
- μάς είχαν δώσει το κλειδί -
κι ο έρωτας κρυφά για λίγες ώρες.

Μετά από τόσα χρόνια, τόσες κατεδαφίσεις
ακόμη ψάχνω να βρω
πού ήταν εκείνο το σπίτι.


Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Άξαφνα είδε στον ουρανό
μια μεγάλη μαύρη ακρίδα
να χώνεται γρήγορα
στην καρδιά του ήλιου
κι η Γη σκοτείνιασε.


ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ;

Στον Μιχάλη Πιερή

Πού είναι τα πουλιά;
Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια και σβουρίτζια και σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

Πού είναι ο κοκκινολαίμης;

Πού είναι τα παπιά;

Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;

Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι ο Καλαμοκανάς;

Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναιο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;

Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;


Η ΓΚΡΙΖΑ ΜΠΛΟΥΖΑ

Η γκρίζα μπλούζα που μού χάρισαν
που μού την έφεραν από την Πράγα
έχει μια στάμπα στο στήθος
γράφει τ' όνομά σου, Φραντς Κάφκα.
Μια μπλούζα της αράδας
για κουλτουριάρηδες τουρίστες.
Όμως μ' αρέσει κάποτε να τη φορώ κατάσαρκα
σαν είμαι μόνος.
Είναι το γκρίζο που μού πάει.
Γκρίζο της θλίψης και της ερημιάς
που τόσο ένιωθες Εσύ.


ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Σαν να ήταν στ' όνειρό του
όταν ήτανε παιδί
"Τό βρες τ' άλογο" του λέγαν
οι μεγάλοι κι οι μικροί.
Τ' άλογό του, τ' άλογό του
που ακόμη το γυρεύει
σαν να ήταν στ' όνειρό του.


ΟΙ ΤΡΕΙΣ

Αυτός που γράφει το ποίημα
κι εκείνος που θα το διαβάσει
μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο
με κάποιον άλλο που το ονειρεύτηκε.

Μέσα στο ποίημα βέβαια
έχουν χαθεί κι οι τρεις.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Γιάννη Πομώνη, ΠΥΞΙΔΑ [3 ποιήματα]


[Τρία ποιήματα, ως δείγμα γραφής, από τη νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Πομώνη, Πυξίδα, εκδ. Οδυσσέας, Οκτώβριος 2008]


Ρωμανικός

Το φως ζητούσε-
Τον κερνούσαν πρόκες

Μέγγενη αναμνήσεις
Βουκέντρα στο βάθος ιστορίας
Λεμόνι άνευρο, ο καθημερινός
Να επιμένει ιδρώτα, να πονά
Σε μια τοπολογία της πατρίδας
Που όλο και μικραίνει
Πυξίδα που έχασε βορρά της
τώρα βορά των άλλων
Η αλλοτρίωση ακόμα
συνεχίζει το τραγούδι της
Το έξω είναι ηδύ
Το έξω είναι τώρα εντός
Αγώνας μετ' αποχρώντος λόγου
Κερί χλωμό σε αίθουσα Βικτοριανή
Μια άρνηση είν' όλος, ένα όχι
Ρωμανικός ο κατακόρυφος
Παράταιρος
Τους μοιάζει παρδαλός
Τι να πιστέψει πια -
Τέσσερα χρόνια πεθαμένος


Στιγμή στιγμής

Ο μόχθος ο ατέρμων
Και η περιβάλλουσα σιγή

Αν είχες πει, αν το 'χες ξεστομίσει
Εκείνο το απλό νούφαρων "σ' αγαπώ"
Δεν θα 'ταν ένα κομμάτι πάγου
Σκοπός άχρηστα ακίνητος
- τι ωφελούνε τα ιερογλυφικά
στο laptop, στο χρηματιστήριο -
Και τώρα
Ετούτη τη στιγμή στιγμής
Που την περίμενε χρόνια ολάκερα
Το κατάλαβε γερά
Πως είναι μια μέντα ο κόσμος
Μια γραμμή
Ένα ηλιοβασίλεμα
Ένα ριγμένο φύλλο
Μία σιωπή μεγάλη
Μια απέραντη σιγή, δικαστηρίων


Σύμπλεγμα

Μια λέξη σαν
Χαρταετός σακάτης

Είμαι, σαν μια τουλίπα, ευαίσθητος
Και πλαστικός σαν το κερί
Αδύναμος ως άμυνα λειψή
Ή, κάποιο σύμπλεγμα κατόπτρων, ατελές
Και η λέξη να πονάει
Να χάνεται
Και πάλι να εμφανίζεται
Μα πάντα να πονάει
Την ιστορία περιγράφοντας
Πραγμάτων
Του κόσμου λίμνη κι αντιφέγγισμα
Και να μην είναι
Τίποτα παραπάνω από
Ένας χαρταετός σακάτης

Η άγνοια της νιότης στα κάγκελα των καταλήψεων

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης
Θλίψη και απογοήτευση προκαλεί το πρωινό θέαμα των αλυσοδεμένων εισόδων των σχολείων, εκεί που μεταγγίζεται η γνώση, θεμελιώνεται η ηθική, κι εδραιώνεται η ελευθερία.
Μια μικρή ομάδα παιδιών, συνήθως από εκείνα που δεν κατανοούν την αξία της γνώσης ή δεν ενδιαφέρονται για το είδος της παρεχόμενης εκπαίδευσης, εγκλωβίζονται σε κάγκελα (που σκοπός τους είναι να προστατεύουν όσους επιβουλεύονται έργο αγαθό), προκειμένου να υπηρετήσουν την οκνηρία και την άγνοια ή ακόμα περισσότερο την εμπειρία της αντιπαράθεσης με τη γενιά των μεγάλων. Κάπως έτσι θα μπορούσε να ερμηνεύσει κανείς τα πραγματικά αίτια, αν αναγνώσει τα προχειρογραμμένα «αιτήματά τους»: χαρτί και σαπούνι τουαλέτας, στέγαστρο για τη βροχή, καθαρότεροι χώροι, … Αυτά δε μπορούν να αποτελούν την αιτία μιας τόσο ακραίας, επαναστατικής διεκδικητικής συμπεριφοράς.
Οι καταλήψεις που άρχισαν στο τέλος της δεκαετίας του ΄80 είχαν διαφορετικό περιεχόμενο και παλμό. Τις αποφάσιζαν οι γενικές συνελεύσεις των μαθητών, ήταν μαζικές, ευρηματικές και πολλές φορές είχαν αποτέλεσμα. Σήμερα είναι ρετρό, ξεπερασμένες, άοσμες και αναποτελεσματικές. Αποφασίζονται και πραγματοποιούνται από μικρές εξωθεσμικές ομάδες μαθητών κι εξωσχολικών και στη συνέχεια αναζητούνται «αιτήματα» και υποστηρικτές. Η κατάληψη διαρκεί λίγες πρωινές ώρες και η πλειονότητα των μαθητών γεμίζει τα ταμεία των καφενείων της πόλης με τις ευλογίες και των γονέων τους. Μήπως θα έπρεπε αλήθεια σ΄ αυτούς να αναζητήσουμε τη φημολογούμενη υποκίνηση των καταλήψεων και όχι στους καθηγητές που μοχθούν για την αγωγή των μαθητών;
Ποια μέριμνα, φροντίδα, ενδιαφέρον δείχνουν οι γονείς για τα παιδιά τους όταν αυτές τις ημέρες της κατάληψης δε βρίσκονται έξω από το χώρο του σχολείου προκειμένου να αντιδράσουν, να αναπτύξουν διάλογο, να κινητοποιηθούν για τη λύση προβλημάτων; Γιατί να συνωμοτούν στη γελοιοποίηση ενός χώρου κι ενός έργου από τον οποίο προσδοκούν τον εξανθρωπισμό των απογόνων τους;
Είναι από όλους παραδεκτό, ότι διατηρούμε ένα κακό εξετασιοκεντρικό σύστημα εκπαίδευσης που συρρικνώνει τον ελεύθερο χρόνο των μαθητών γιατί επιβάλλει ένα αναγκαίο κακό, το φροντιστήριο. Όλοι διαμαρτύρονται και φωνασκούν στα λόγια και όχι στις πράξεις, και θεωρούν υπεύθυνους τους καθηγητές, ενώ στην πολιτική θα έπρεπε να αναζητήσουν τις ευθύνες.
Η φετινή χρονιά άρχισε με τις καλύτερες προοπτικές, γιατί έγινε έγκαιρα η στελέχωση των σχολείων και ο θεσμός της εσωσχολικής βοήθειας θα άρχιζε να λειτουργεί σε ικανοποιητικό χρόνο. Οι καταλήψεις αποτελούν τροχοπέδη για φθηνότερη εκπαίδευση με την πρόσθετη διδακτική στήριξη, για καινοτόμες δράσεις και προγράμματα όπως περιβαλλοντικά, αγωγής υγείας, πολιτισμού και άλλα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι αυτά που προσφέρουν βιωματική μάθηση, αρέσουν στους μαθητές και δίδουν μια άλλη μορφή στο σχολείο, δημιουργική κι ευχάριστη. Όταν συρρικνώνεται ο χρόνος λειτουργίας των σχολείων αυξάνεται και ο βαθμός άγνοιας των μαθητών και η αναγκαιότητα των φροντιστηρίων. Ο πραγματικός αγώνας επομένως γίνεται όταν προστατεύεται αυτός ο χρόνος και χρησιμοποιείται για την απόκτηση όπλου φοβερού, εκείνου της γνώσης, που κάνει ικανό τον άνθρωπο να σπάσει τις αλυσίδες και να αλλάξει το κατεστημένο.
Οι αδυναμίες των μεγάλων, δυστυχώς, μεταφέρονται στα παιδιά. Οι πολιτικοί βρίσκουν το καλλιεργημενο έδαφος της αδιαφορίας και της απάθειας για να ικανοποιήσουν ιδιωτικά συμφέροντα και σκοπούς και η γνώση αλυσοδεμένη βογκά στα κάγκελα της φυλακής που ανοίγει όταν κλείνει το σχολείο.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

Διονύση Φλεμοτόμου, ΕΚΔΡΟΜΕΣ ΜΕ ΤΟΥ ΕΡΜΗ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ [8 ποιήματα]

[Οκτώ ποιήματα από την ποιητική συλλογή του Διονύση Φλεμοτόμου, Εκδρομές με του Ερμή το ποδήλατο, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008]
ΜΠΑΡΟΚ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Ο έρωτας είναι κρατήρας.
Καταπίνει τη λάβα του.
Τελειώνει
όπου ξεκίνησε.

Μονάχα το βλέμμα μας
από την αναζήτηση της Αναγέννησης
πέρασε σε Μπαρόκ επιθυμία.


AΥΓΟΥΣΤΟΣ

Να λάμπει το γαλάζιο πολυέλαιο
γύμνια φορώντας
και να διχάζει αχθοφόρους ποταμούς
σε βράχους ήβης.


ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ

Σ' αυτήν την πόλη
τον κάθε χειμώνα
ακόμα και τα πράσινα μάτια
ξερνούν
μια θλίψη θανάτου.


ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ

Οι παλιές αγάπες
μοιάζουν με τα εκθέματα των μουσείων.
Υπάρχουν
εφ' όσον ερμηνεύονται με το σήμερα.


ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ

Την είδαν ανομβρία
μα ήταν απόλυτη άνοιξη
για την ηδονή
την οδύνη μας
και την αιώνια προπάντων
γέννησή μας.


ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Σήμερα το πρωί κατάλαβα
πως το κινητό μου τηλέφωνο
πρέπει ν' αγρυπνά ετήσια
γιατί στις κλήσεις
δεν έχει χρόνο η διάρκεια
ούτε διχάζει παράλληλα
τις προσκλήσεις η νύχτα.


ΜΠΡΟΣ Σ' ΕΝΑΝ VAN GOGH

Από τον ποιητή
μέχρι την δημιουργία
μεσολαβούν
θυσιαζόμενα μουσεία.


ΕΚΔΡΟΜΗ

Έλεγες εκδρομές
τις αποδράσεις μας προς τον ορίζοντα
ή τις ανόδους μας στα μέρη
που βλέπαμε το σπέρμα του φωτός
να ελεεί τους ελαιώνες και τα κυπαρίσσια.

Ο Κάλβος μαζί μας φιλικότατος
υπογράμμιζε περισσότερο τις ικεσίες των κίτρων
κι ο Κωνσταντίνος της Αλεξάνδρειας
αιτιολογούσε την αποκήρυξη
ακόμα εγκρατέστερα ερωτευμένος.
Όσο για τον μακρινό μου συνώνυμο
στην αγορά ζητούσε λέξεις εταίρες
και τις αγόραζε.

Γνώση του ύψους
σπουδή της απόστασης
φωτογραφήσεις των πλασμάτων
εικονίσεις του άπιαστου.

Ερμηνεύαμε το απλησίαστο
καταπίνοντας κουκούτσια καρπών
χωρίς να καθαρίσουμε το περιτύλιγμα.

Ύστερα ήρθαν οι σκιές των φίλων μας
και μας ανδρώσαν.
Μα σαν στο φως της επερχόμενης πανσέληνου
ξαπλώσαμε στην ήβη της θάλασσας την υγραμένη
μάθαμε των ωκεανών την μητρότητα
και της ξηράς την στέρεη
προϋποθέτουσα ζωές επιθυμία.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Παναγιώτη Καποδίστρια, ΦΩΤΟΕΙΔΗ ΝΕΡΑ




Με λογχίζει το φως
ο άκτιστος για την αύριο πόνος

σε ποια φωτοειδή νερά
δίνεις απόψε την ψυχή σου

ποιανού τέλους ατέλεστου
γίναμε πάλι διδακτοί.


ΦΩΤΟΜΑΧΙΕΣ

Στη Φωτεινή


Ένδοξος ήλιος
στις απόκρημνες φλέβες
του αποσπερίτη.

Ύπνος μάς πήρε.
Ο γέροντας αρτίστας
ήταν ο κλέφτης.

Λίθινα λόγια
και χνότα λασπωμένα
όλο αγκάθια.

Ρημάξαν όλα.
Τους κόμπους των μαλλιών της
ποιος τώρα πλέκει;

Πολύβουο φως
το μέσα μου σκοτάδι
μέτρα και κόψε.

Ολόαστρη θάλασσα
ο φόβος όταν πέφτει
άναρχη γνώση.

Εκ προμελέτης
των ωραίων ωρών μας
η αφαίμαξη.

Σπασμένο γέλιο
με το συμφέρον χρώμα
φωτομαχώντας.


ΟΚΤΩ ΕΚΔΟΧΕΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ

«Η γλώσσαν ευρών πυρ πνέουσαν, ζωγράφε,
Μόνην αφήκας ευλαβηθείς την φλόγα;»
Ιωάννης Ευχαΐτων


Άσμα του πόνου.
Πηγάδι που έχεις πνίξει
το πρόσωπό σου.

Ακούω σιωπές.
Ο νους ο διχασμένος
κάψα ιερή.

Δεν έχεις καιρό.
Ο παλμός των αιμάτων
μάσκα που καίει.

Πάντα ματώνει
το χρυσό και το γκρίζο
σπασμένο γυαλί.

Κοιμήσου τώρα.
Κάπως έτσι για πάντα
φυραίνει το φως.

Η πόρπη του ήλιου
θηλιά και τον έπνιξε
παντεπίσημα.

Πάλι το ξίφος
έχει την ευωδία
των ονομάτων.

Καλά είναι κι έτσι.
Με βγαλμένα τα μάτια
βλέπεις τα μέσα.


ΑΙΜΑΝΘΟΣ

«Σύμμετρος έστω της αρετής ο πόνος,
ίνα μη άμετρος γένηται της μεταβολής ο τρόπος»
Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης


Ώρα ενάτη
και κρούεις την καμπάνα
των προγραμμένων.

Ύστερα πάλι
πανσέληνος ο κόσμος
στο μέγα καύμα.

Μοιάζει το σώμα
αγγείο φιλάνθρωπο
πάγκαλο δέντρο.

Το ρούχο ξέρει
πώς ξενίζει τη φλόγα
χρόνους τριάντα.

Οι επισκέπτες
καθένας στο κλαρί του
έλκη του δέντρου.

Μετά τον ίσκιο
σού μένει στο μαντήλι
η πίκρα θρόμβοι.

Όλβιος λόγος
στημονίζει τα νερά
και την ψυχή μου.

Πού να την κρύψεις
τη θαλασσομαχούσα
την προσφυγιά σου;

Φιλέρημο άνθος
σπόνδυλοι των υδάτων
περίπου κήπος.

Ω κόνισμά μου
μυριστικό του Άδη
ξύλο που κλαίεις…

[ Προμετωπίδα: Georgia Lampert]

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

Γεωργίας Κουρτέση-Φιλιππάκη, ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

Η σύντομη, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα, μελέτη "Νέα στοιχεία παλαιολιθικής κατοίκησης στη Zάκυνθο" της Γεωργίας Κουρτέση-Φιλιππάκη, [Δρ του Πανεπιστημίου Παρισίων (Paris I - Sorbonne), Επίκουρης Καθηγήτριας σήμερα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης], συμπεριλαμβάνεται στο έγκριτο Περιοδικό Αρχαιολογία, τεύχος 60 (Σεπτέμβριος 1996) 77-80, στο ειδικό αφιέρωμα, με θέμα "H Παλαιολιθική εποχή στην Eλλάδα: οι αρχαιολογικές θέσεις".

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

Χαριτίνης Ξύδη, [ΟΚΤΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ]


ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ

Γυρίζω γύρω από μολύβια και χαρτιά
Κοινωνώ τους πρώτους χτύπους στη σελίδα
Αναζητώ απ’ της αφής τους τη φωτιά
Αρχή ξεκάθαρη κι όχι βαριά αλυσίδα

Μαγικός κόσμος του χαρτιού μου η φωλιά
Κι η αγκαλιά σου των ψεμάτων σου η φάτνη
Μες στον Νοέμβριο ν’ ανθίζει πασχαλιά
Κι από τον Αύγουστο να πέφτει η πρώτη πάχνη

Να κινδυνεύω να σωθώ από μια πλάνη
Την πιο κρυφή και ηττημένη ηδονή
Κάθε πρωί ξυπνώ αγκαλιά με μια αράχνη
Που την ταΐζω απ’ την παλιά μου την πληγή

Υπνοβατώ στο άγριο της νύχτας το μελάνι
Για ν’ αφορίσω της ημέρας τους λυγμούς
Και τραγουδώ για να ξορκίσω την πλεκτάνη
Γεννιέμαι ανάμεσα σε χίλιους πανικούς

Φτιάχνω ένα γέλιο δυνατό και θυμωμένο
Αθωωμένο απ’ το φως των αστεριών
Σε μια ολονύκτια πομπή θα περιμένω.
«περάστε θαύματα διαμέσου των σφυγμών!»

Μόνο φαντάσματα περνούν, λάφυρα, αιώνες,
Νίκες και ήττες, απ’ τους γρήγορους παλμούς
Κινούνται αργά, σαν χαλασμένα, σε κανόνες
Κι εγώ παράλυτη απ’ του φόβου τους τριγμούς.

Μα δεν μπορείς πια την αλήθεια να μου κρύψεις
Όλα είναι εδώ και φανερώνονται απλά
Κι αν είναι τώρα στον γκρεμό να καταλήξεις
Κάν’ το γενναία, πάρε κι εμένα αγκαλιά

Αυτή την ώρα στο κενό που θα βρεθούμε
Λέξεις μην πεις, μη βρεις περίτεχνες φωνές
Τις πιο μικρές μας σιγουριές ν’ απαρνηθούμε
Παλιών ερώτων τις ασφάλειες τις δειλές

Αιφνιδίασέ με με το βλέμμα σου εκείνο
Που κρατούσε αιχμάλωτη την πιο αθώα ματιά
Να θυμηθώ, πώς είναι μυστικά να λύνω
Και να τα’ αφήνω στου ανέμου την τροχιά

Αν είναι αυτό το υδατογράφημα της τρέλας
Κι ο πιο καυτός πυρήνας του φιλιού
Φίλα τα μάτια μου μπροστά στο Νότιο Σέλας
Στο μύθο μέσα του «μισού πορτοκαλιού»

Τώρα το ξέρεις, τώρα ξέρω και για μένα
Αυτή εδώ είναι η κορυφαία μας στιγμή
Τα πάθη όλα, τα λάθη όλα, κερασμένα
Στην άγρια χίμαιρα που φτιάξαμε μαζί

Έτσι τελειώνοντας αυτό μας το ταξίδι
Κυνηγημένοι απ’ των φθαρμένων τη φθορά
Μας κλείνει μέσα του καμπυλωτό κοχύλι
Ενός καινούριου ταξιδιού η διαφορά.


ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΠΝΙΖΟΥΝ

Μια βραδιά κοιμάται κι ασημίζει
Του φεγγαριού τα πάρκα
Βαριά όνειρα καπνίζει

Βουβός άνεμος θυμίζει
Παραμύθια ατέλειωτα

Και τα όνειρα καπνίζουν
-ένα τρένο που σφυρίζει-

Θαύματα κι οράματα
Το λιβάνι τους μυρίζει
Και φώτα αχαλίνωτα

Βιαστικός άγγελος δανείζει
Φτερά σε ερπετά.


ΠΑΤΑΡΙΑ

Πατάρια συρρικνώνονται
Αφορίζουν βάναυσα μια έγκυρη ευταξία
Όποιος τα επινόησε, ερμηνεύοντας μια άρια
Ανατέλλει σε μιας κλίμακας βουβής
Την αλίμνια απαξία

Βαριά και μολυβένια μυρωδιά
Πατάρια μες στο χώμα της βροχής
Εκεί όπου η πατριδογνωσία υφίσταται την καθίζηση
Των στέρεων σωμάτων της ευχής…

Και η λοχεία κρέμεται σαν άγκιστρο
Κόγχη περιτομής που θάλλει
Σαν έμβρυο ύψιστης μεταβολής

Πατάρια που θυσίασαν τις κρύπτες τους
Σαν έμβολα τυφλής ιέρειας
Στους οιωνούς μιας άριστης επιτομής της γης


ΣΠΑΘΙ

Είμαι ένα σπαθί που μπαινοβγαίνει στην αλήθεια
Έχοντας διανύσει μοίρες -360- θανάτων τραγικών
Γόρδιους δεσμούς και κύκλους κόβω από συνήθεια
Αυτοβιογραφώντας την πομπή παραπομπών


ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Το λευκό χρώμα
Δε με κάνει θεό
Θα ήθελε όμως
Κάποιος θεός
Να με υιοθετήσει;


ΜΕΛΑΣ ΧΥΜΟΣ

Πάνω στο σκουπόξυλό μου -μπορεί ρομφαία-
Νέμω σημάδια σε πλανόδιους ερωτιδείς
Υγρά σκούρα της κατάποσης
Του πιο ήπιου από τα μυστικά μου
-καταπίνω χρόνια μυστικά μαζί με τους σκουριά τους-
Εκεί στο μαύρο παιδικό μου σώμα
Εκεί στο μαύρο παιδικό μου χέρι
Εκεί στο μαύρο παιδικό μου φύλλωμα
Ορθώνεται ο μέλας χυμός, πίδακας ορχηστικός
Του πιο αχρείου παραληρήματος ο αγγελιοφόρος
Προστάτης του παροξυσμού μου
Διεποτίσθην από το προσωρινό του χαρακτήρα του
Και τώρα άλλο μέλημα δεν έχω
Από τη διαφύλαξη της κολάσεως
Του περιφλεγούς περιβλήματος

(Από το βιβλίο, Τα όνειρα καπνίζουν, εκδ. Γαβριηλίδης 2008)


ΔΙΗΜΕΡΟ

Φέρω δικέφαλους εφιάλτες στα κύτταρα...
Έχουν στα στόμια δυναμίτες...

Τα βέλτια αντιγράφω.
Δυστυχής η αυθορμησία!

Παράμετροι απόγνωσης
μου υπέδειξαν την παραχάραξη...

Φαρμακεία. Φαρμάκια...

Οι δράκοι βιάζουν λείψανα...

Ροζμαρί - σ’ αυτόν τον πειρασμό-
της κοιλάδας του στόματος σου.
Σαρκόφυλλο στόμα.
Σελασφόρο.
Αστέγνωτο.

Αφήνω τη σίγλη μου στην πλάτη σου.

Σοβράνος εσύ.
Σεληνοκεντρική εγώ.

Δειληνιάζω βαθυπελαγική.

Γιανγκίνι εσύ.
Θερίζουν οι εννοιοκράτες της πένας.

Ρίξε με στον ερυθρόστικτο πλανήτη σου.

Επιψαύεις τις εντομές μου
ρίχνεις μέσα τους ιχώρ.
Φύονται δακράκια.
Φίλα με με Τέχνη.

(Από το βιβλίο, Οι Τρομπέτες του Οκτώβρη, εκδ. Κώδικας 2008)


ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

- ραντεβού στο ανάλγητο μίσος
- εντάξει. Θα σε βρω εκεί. Περίμενέ με.

Το ρολόι σου πήγαινε πίσω.
Σε συνάντησα κάποια χρόνια μετά, τυχαία,
Στο σημείο μιας ασχημάτιστης ακόμα, άμορφης ανάγκης
Μάτια αδειανά. Ύφος γκρίζο.
Κανένα σοβαρό παράπτωμα παραφοράς
-βιολογικής τουλάχιστον-
Μόνο κάτι σκαλοπάτια στο συγυρισμένο βλέμμα σου
Και μερικά,
Κρυμμένα βράδια πανικού,
Στην εσωτερική τσέπη του σακακιού σου

Δεν μου έδειξες. Φοβήθηκες. Έκανες λάθος.
Τα τοποθέτησες με επιμέλεια μεν, στην αριστερή τσέπη δε…

Μετρονόμος που πηγαινοερχόταν με αφοπλιστική ακρίβεια,
Προδίδοντας ειδική νοσταλγία.

Αρπάχτηκα από τους σωρούς των παλμών σου-
πολύ κοντά στην καρδιά, βλέπεις , και οι δικές μου αδυναμίες-
Τρομαγμένη, γύρισα να φύγω , να σωθώ,
Από κείνο που ανακάλυψα πως έκρυβε η αριστερή σου τσέπη…
Την αφρόντιστη, και λανθάνουσα επιστροφή στη συνάντησή μας

Τι τύχη κι αυτή! Σαν περιεχόμενο…

(Από το βιβλίο, Το ράμφος, εκδ. Κώδικας 2008)

Παύλου Φουρνογεράκη, ΦΑΣΕΙΣ (ποίημα)


Απληστία, αδηφαγία, κορεσμός
Πλήξη
Σιγαλιά σε τζογαδόρου φρύδια
Κρίση

Σκόρπια κέρματα,
Άγχος
Ανεστραμμένης κούπας
Στην άκρη του θόλου

Πάγος, ύδωρ, ατμός
Φάση
Ψύχος, πείνα, δίψα
Τρόμος

Ανάπτυξη, ύφεση, απώλεια
Ρεύματα
Γωνίες εναλλασσόμενου
ημιτονοειδούς .

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008

Δέσποινας Καποδίστρια, ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ

[Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη,
τχ. 475, Ιανουάριος 2008, σελ. 90-93]

Συμπληρώθηκαν το 2007, είκοσι (20) χρόνια από τον θάνατο της Γαλλοελβετίδας μυθιστοριογράφου Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (Marguerite Yourcenar) που υπήρξε μία από της δημοφιλέστερες πεζογράφους του 20ου αιώνα, έχοντας ένα ευρύ κι απαιτητικό αναγνωστικό κοινό παγκοσμίως, και η πρώτη γυναίκα μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

Η ζωή και τα πρώτα της λογοτεχνικά βήματα

Η Μαργκερίτ ντε Κραιγιανκούρ γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1903 στις Βρυξέλες. Η Βελγίδα μητέρα της πέθανε κατά τη γέννησή της κι έτσι η Μαργκερίτ μεγάλωσε με νταντάδες και γκουβερνάντες στον επιβλητικό πύργο της οικογένειάς της στη Βόρεια Γαλλία. O πατέρας της, ο Γάλλος Μισέλ ντε Κραιγιανκούρ ήταν συνήθως απών, καθώς τον κρατούσε απασχολημένο η διπλωματική του καριέρα. Φρόντισε, όμως, ώστε η κόρη του να λάβει άριστη κατ’ οίκον μόρφωση, με έμφαση στα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά, γλώσσες τις οποίες η Μαργκερίτ έμαθε άπταιστα.
Σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών η έφηβη Μαργκερίτ θέλησε να εκδόσει το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, μια έμμετρη αναφορά στο μύθο του Ικάρου, υπό τον τίτλο Ο κήπος των χιμαιρών (1919). Για να υπογράψει το βιβλίο της αποφασίζει να αλλάξει το όνομά της: έγραψε σε χαρτάκια όλα τα γράμματα του επιθέτου της (Creyancour) κι αφού τα ανακάτεψε, σχημάτισε με κλήρωση το ψευδώνυμό με το οποίο έγινε ευρέως γνωστή (Yourcenar). Αντιθέτως, το μικρό της όνομα προτίμησε να το κρατήσει: «Είναι ένα όνομα που μου αρέσει», έλεγε, «γιατί δεν ανήκει σε καμία εποχή ούτε σε καμία κοινωνική τάξη. Υπήρξε το όνομα μιας βασίλισσας και μπορεί να είναι το όνομα μιας χωρικής»
[1]. Το 1929 επανέρχεται στα γαλλικά γράμματα με τη νουβέλα Αλέξης ή η συγγραφή του μάταιου αγώνα και ακολουθούν Η νέα Ευριδίκη (νουβέλα, 1931), Ο θάνατος οδηγεί τα υποζύγια (νουβέλα, 1934), Ο οβολός του ονείρου (μυθιστόρημα, 1934), Τα Διηγήματα της Ανατολής (νουβέλες, 1937) και Χαριστική βολή (μυθιστόρημα, 1939).

Η εδραίωσή της στον χώρο των Γραμμάτων

Το 1949 εγκαθίσταται μόνιμα στο νησί Μάουντ Ντέζερτ στην πολιτεία Μέιν των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά συνεχίζει να ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο. Στο Μάουντ Ντέζερτ, η Γιουρσενάρ θα γράψει το μεγαλύτερο μέρος του έργου που την έκανε παγκόσμια γνωστή, όπως, για παράδειγμα, τα κορυφαία μυθιστορήματά της Αδριανού Απομνημονεύματα (1951) και Έργο στα τυφλά (1968, στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Άβυσσος). Τους ήρωες αυτών των μυθιστορημάτων, τον Αδριανό και τον Ζήνωνα, τους επεξεργαζόταν ήδη από την ηλικία των είκοσι ετών. Με κύριο ήρωα τον Αδριανό, που δεν είναι άλλος από τον Αυτοκράτορα Αδριανό, η Γιουρσενάρ καταφέρνει στα Απομνημονεύματα να συνδέσει την μυθιστορηματική δράση με τις μεταφυσικές σκέψεις και την ιστορική πραγματικότητα. Ο Ζήνωνας του Έργου στα τυφλά είναι ο φιλόσοφος, αλχημιστής και γιατρός που κατά τον 16ο αιώνα αγωνίστηκε ενάντια στον σκοταδισμό, υποστηρίζοντας τις νέες ιδέες και τη γνώση.
Στη συνέχεια, η Γιουρσενάρ βρίσκει πηγή έμπνευσης στην ιστορία της δικής της οικογένειας κι έτσι γράφει την αυτοβιογραφική τριλογία Ο Λαβύρινθος του κόσμου, αποτελούμενη από τα βιβλία Ευλαβικές Αναμνήσεις (1974), Αρχεία του Βορρά (1977) και Τι; Η αιωνιότητα (1988, μετά θάνατον). Στο πρώτο ασχολείται με την οικογενειακή ιστορία της μητέρας της, στο δεύτερο με την ιστορία της οικογένειας του πατέρα της και τέλος, στο τρίτο βιβλίο, το οποίο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει πριν πεθάνει, περιγράφει τη ζωή της στο αυστηρό περιβάλλον του οικογενειακού πύργου και το εγχείρημα της κατ’ οίκον μόρφωσής της. Κυρίως, όμως, σκιαγραφεί την προσωπικότητα του πατέρα της και την σχέση πατέρα – κόρης γράφοντας για παράδειγμα: «Ο Μισέλ, για να ξεγελάσει τη νοσταλγία του για τη Ριβιέρα και τα καζίνο της, είχε αποφασίσει να περάσει μερικές μέρες στο Ενγκιέν, για να ξαναβρεθεί στο πράσινο, το πράσινο των δέντρων και το πράσινο της τσόχας»
[2] κι ακόμα, «Δεν ξέρω αν αγαπούσα ή όχι εκείνο τον ψηλό κύριο, που ήταν στοργικός χωρίς χαϊδολογήματα, που δεν μου απηύθυνε ποτέ εκδηλώσεις αγάπης και μερικές φορές μου έστελνε ένα καλοσυνάτο χαμόγελο»[3].
Στο έργο της Γιουρσενάρ συγκαταλέγονται, ακόμα, θεατρικά έργα, τα οποία ταξινομούνται σε Θέατρο Ι (Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, Η μικρή σειρήνα και Διάλογος στο τέλμα) και σε
Θέατρο ΙΙ (Ηλέκτρα ή η αφαίρεση των προσωπείων, Το μυστήριο της Άλκηστης και Ποιος δεν έχει τον Μινώταυρό του;)

Η Γαλλική Ακαδημία και το τέλος

Το 1980 η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Η εκλογή της ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, οι οποίες στηρίζονταν κατ’ αρχήν στην διάκριση, από πλευράς των συντηρητικών κύκλων, μεταξύ «ανδρικής» και «γυναικείας» λογοτεχνίας, και ύστερα στην προσωπική της ζωή, και κυρίως στην επί σαράντα χρόνια σχέση της με την Γκρέις Φρικ. Στις 22 Ιανουαρίου 1981, η Γιουρσενάρ γίνεται, τελικά, δεκτή στους κόλπους της Ακαδημίας και μένει στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα μέλος του ανώτατου αυτού πνευματικού Ιδρύματος.
Λίγα χρόνια αργότερα, στις 17 Δεκεμβρίου του 1987, η μεγάλη Γαλλοελβετίδα μυθιστοριογράφος πεθαίνει στο Μάουντ Ντέζερτ, αφήνοντας στους αναγνώστες της ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο, στο οποίο συνδυάζει, με την ευρηματική της γραφή, την λεπτότητα με τη διεισδυτικότητα, τον κοσμοπολίτικο αέρα με την ευρυμάθεια, και τις μεταφυσικές σκέψεις με το φιλοσοφικό στοχασμό. Ολόκληρο το προσωπικό της αρχείο, αποτελούμενο από πλήθος επιστολών, φωτογραφιών, αποκομμάτων και σημειώσεων, ταξινομήθηκε και δωρίθηκε από την ίδια στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, με τον όρο, όμως, να επεξεργαστεί μόνο όταν θα έχουν περάσει πενήντα χρόνια μετά το θάνατό της.

Γιουρσενάρ και Ελλάδα

Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ υπήρξε σπουδαία ελληνίστρια. Η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας και η αγάπη της για την ελληνική λογοτεχνία, την ώθησαν να μεταφράσει στα γαλλικά, σε συνεργασία με τον Κ. Θ. Δημαρά, ποιήματα του Καβάφη, τα οποία και παρουσίασε στην έκδοση Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη (1958). Η Ελλάδα ήταν πάντοτε ένας από τους αγαπημένους προορισμούς της και συνήθιζε να την επισκέπτεται κυρίως την περίοδο 1932-1939, χρόνια κατά τα οποία είχε συνδεθεί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, στον οποίο κι αφιέρωσε τα Διηγήματα της Ανατολής. Στα Διηγήματα της Ανατολής, εξάλλου, η Γιουρσενάρ πραγματεύεται στις τρεις από τις δέκα νουβέλες του βιβλίου ελληνικά θέματα: «Ο άνθρωπος που αγάπησε τις Νεράιδες», «Παναγία η Χελιδονού» και «Αφροδίσια η χήρα». Το 2003, έτος κατά το οποίο η Γαλλία γιόρτασε τα 100 χρόνια από την γέννηση της Γιουρσενάρ, η Ελλάδα συμμετείχε στους εορτασμούς με ημερίδα για τη ζωή και το έργο της μεγάλης συγγραφέως, οργανωμένη από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ το 2000 πραγματοποιήθηκε το συνέδριο «Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, συγγραφέας του 19ου αιώνα;», οργανωμένο από Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στη χώρα μας κυκλοφορούν εκτός από τα ήδη αναφερθέντα έργα της και τα:
Η Σμίλη του χρόνου, Με ανοιχτά τα μάτια, Anna Soror, Γράμματα σε φίλους κι όχι μόνο, Το στεφάνι και η λύρα, Με την επιφύλαξη της εξακρίβωσης, Μισίμα, Σαν το νερό που κυλάει και Φωτιές.


Επιλογή Βιβλιογραφίας

Yourcenar Marguerite, Nouvelles Orientales, éd. Gallimard, 1963
Yourcenar Marguerite, Quoi? L’Éternité, éd. Gallimard, 1988 (éd. posthume)
100 Σημαντικές γυναίκες του 20ού αιώνα, εκδ. Marie Claire, 2000
Οι πρωταγωνιστές του 20ού αιώνα, εκδ. Το Βήμα/Ιστορία, 2002
Lecherbonnier B. - Rincé D. - Brunel P. - Moati Ch., Littérature XXe siècle, (Introduction historique de Pierre Miquel), Collection Henri Mitterand, Nathan, 2004

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] [Ανωνύμου], «Μαργκερίτ Γιουρσενάρ», Οι πρωταγωνιστές του 20ού αιώνα, Το Βήμα/Ιστορία, 2002, σ. 14.
[2] Yourcenar Marguerite, Quoi? L’Éternité, éd. Gallimard (éd. posthume), 1988, (Η μετάφραση του αποσπάσματος είναι δική μας).
[3] [Ανωνύμου], «Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (1903-1987). Μια κοσμοπολίτισσα που λάτρεψε την Ελλάδα», 100 Σημαντικές γυναίκες του 20ού αιώνα, εκδ. Marie Claire, 2000, σ. 25.

Related Posts with Thumbnails