Ποιος ήταν αυτός που παρακίνησε τους Σκοπελίτες να επαναστατήσουν ενάντια στους Τούρκους; Πώς καταστράφηκε ο τουρκικός στόλος που έπλεε το 1824 ενάντια στο νησί; Πού πραγματοποιούνταν οι εκλογές των αντιπροσώπων που θα παρίσταντο στις Εθνοσυνελεύσεις κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821; Πού στεγαζόταν το Κοινό της Σκοπέλου επί Τουρκοκρατίας και αργότερα η πρώτη Δημαρχία; Τι έτρωγαν οι Σκοπελίτες τον 19ο αιώνα; Ποιες ήταν οι αριστοκρατικές και ποιες οι φτωχικές συνοικίες της πόλης; Ποιοι βασιλείς επισκέφτηκαν το νησί; Τι σχέση έχει ο Ίωνας Δραγούμης με τη Σκόπελο; Πού λειτουργούσαν τα πρώτα σχολεία; Πού έθαβαν τους νεκρούς; Πότε καλλιεργήθηκε η πρώτη δαμασκηνιά τύπου «αζέν» που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του νησιού;
Τα ερωτήματα αυτά απαντώνται στο νέο βιβλίο του π. Κωνσταντίνου Καλλιανού, που παρουσιάζει με γλαφυρό και εύληπτο τρόπο την ιστορία της Σκοπέλου. Όπως δηλώνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα στον τίτλο και στον πρόλογο η έρευνα περιορίζεται στη Χώρα του νησιού επειδή «παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αξίζει της προσοχής και πάνω απ’ όλα της ευαισθησίας μας». Το χρονικό πλαίσιο επεκτείνεται από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα που αποτελεί πεδίο έρευνας του συγγραφέα για περισσότερες από τρεις δεκαετίες και μας έχει χαρίσει πολλά και ενδιαφέροντα άρθρα.
Μολονότι το κείμενο είναι γραμμένο σε πολυτονικό, η γραφή είναι άμεση και οικεία. Το λιτό και απέριττο ύφος, χωρίς εξεζητημένους καλλωπισμούς, κερδίζει αμέσως τόσο τον αμύητο όσο και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη και το σύγγραμμα διαβάζεται εύκολα χωρίς αυτό να μειώνει σε τίποτα την επιστημονικότητά του. Είναι εντυπωσιακό ότι ο π. Καλλιανός κατορθώνει να γράφει απλά για επιστημονικά θέματα γιατί ο ίδιος διακατέχεται, όπως δηλώνει ξεκάθαρα στον υπότιτλο του βιβλίου του, από νοσταλγία, ένα συναίσθημα που δίνει παλμό και ζωντάνια στο κείμενο και το κάνει να απέχει κατά πολύ από ένα ψυχρό σύγγραμμα.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 5 κεφάλαια. Ξεκινά με ένα σύντομο πρόλογο, την «Προσημείωση» (2 σελίδες) στην οποία ορίζει, όπως προαναφέρθηκε, τον τόπο και τον χρόνο της έρευνάς του, καθώς και τον στόχο του: αφενός να παρουσιάσει πολλά και άγνωστα ιστορικά στοιχεία που προέρχονται από αδημοσίευτες ή αθησαύριστες πηγές και αφετέρου να αποτελέσει το ερέθισμα για μελλοντικούς ερευνητές ώστε να ασχοληθούν συστηματικά. Το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί ένα σύντομο γενικό πλαίσιο για τη Χώρα της Σκοπέλου με τίτλο «Στην Χώρα της Σκοπέλου. Μία επίσκεψη» (2 σελίδες). Το δεύτερο κεφάλαιο «Το λιμάνι και οι ταρσανάδες» περιλαμβάνει πλήθος στοιχείων για το ναυτικό, το λιμάνι και τα ναυπηγεία του νησιού με αναλυτική βιβλιογραφία (12 σελίδες).
Το κυρίως μέρος του βιβλίου αποτελεί η ενότητα «Οι ενορίες – μαχαλάδες» (52 σελίδες) που χωρίζεται σε 13 υποκεφάλαια και βρίθει σημαντικών πληροφοριών. Με κέντρο την κάθε εκκλησία της ενορίας υφαίνει το κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό πλαίσιο των κατοίκων. Παράλληλα, διανθίζει την περιγραφή του κάθε μαχαλά με ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία και ταυτίζει ξεχασμένα σήμερα τοπωνύμια της πόλης που αναφέρονται σε παλαιότερες πηγές. Στο κείμενο αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για την περίοδο της Επανάστασης του 1821 και για την πολιτική οργάνωση τόσο την περίοδο της Τουρκοκρατίας όσο και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Επιπλέον, μαθαίνουμε πολλά για την κοινωνική και οικονομική ζωή των Σκοπελιτών τον 19ο αιώνα, για τις εκκλησίες, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα νεκροταφεία και το Αγροκήπιο και τη Γεωργική Εταιρεία Σκοπέλου. Επίσης, πληροφορούμαστε για τους σπουδαίους επισκέπτες που επισκέφτηκαν ή έζησαν στο νησί.
Τέλος κλείνει με μια λακωνική «Επισημείωση» με σύντομες ευχαριστίες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το Παράρτημα (7 σελίδες) στο οποίο παρουσιάζονται ανέκδοτες ή αθησαύριστες διηγήσεις που σχετίζονται με το κείμενο, όπως το θαύμα του Αγίου Μερκουρίου, το καταστατικό της ίδρυσης της Γεωργικής Εταιρείας Σκοπέλου και τέλος η ίδρυση του Ι. Ν. Αγ. Μιχαήλ Συνάδων και του Ι. Ν. Παναγίας Φανερωμένης στη Χώρα της Σκοπέλου.
Ο διττός στόχος του συγγραφέα πράγματι επιτυγχάνεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Οι πληροφορίες είναι ακριβείς και στηρίζονται σε βιβλιογραφικές παραπομπές, οι οποίες καταγράφονται επιστημονικά και σχολαστικά σε 175 συνολικά υποσημειώσεις. Ο π. Καλλιανός είναι γνήσιος μελετητής της περιόδου 17ου – 19ου αιώνα, και το γεγονός ότι στηρίζεται σε δευτερογενή βιβλιογραφία που έχει εκδοθεί από το 1866 έως το 2019 φανερώνει την σε εύρος μελέτη του και τη βαθιά γνώση του θέματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως προκαλούν οι πρωτογενείς πηγές από τις οποίες αντλεί τις πληροφορίες του, οι οποίες καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα όπως ημερολόγια πλοίων, συμφωνητικά ναυπηγήσεων πλοίων και προικοσύμφωνα, εφημερίδες του 19ου αιώνα, Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία όπως της Μονής Μεγίστης Λαύρας, του Συμβολαιογραφείου Σκοπέλου, του Επισκοπικού Επιτρόπου Σκοπέλου – Αλοννήσου, του Λιμενικού Ταμείου, της Δημαρχίας Σκοπέλου και ιδιωτικά αρχεία, Διηγήματα του Νιρβάνα και του Παπαδιαμάντη, το Ημερολόγιο του Ίωνα Δραγούμη και προφορικές πληροφορίες Σκοπελιτών.
Κλείνοντας αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην ίδια την έκδοση. Το βιβλίο περιλαμβάνει 49 φωτογραφίες που συμπληρώνουν την αφήγηση του κειμένου και προσθέτουν σημαντικά στοιχεία. Η άριστη φιλολογική επιμέλεια από την συνάδελφο Ελένη Σπηλιώτη και η εξαιρετικά προσεγμένη εκτύπωση του βιβλίου με τον πίνακα της Ξένιας Μαρλίτση στο εξώφυλλο και τις τρεις διαφορετικές κομψές βινιέτες στο τέλος των ενοτήτων αποδεικνύουν ότι οι εκδόσεις του Κέντρου Μελετών Νήσου Σκοπέλου δεν υπολείπονται σε τίποτα από άλλους εκδοτικούς οίκους.
Μοναδική παράλειψη θεωρώ την απουσία βιβλιογραφικού καταλόγου, καθώς το βιβλίο αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα επιστημονικό σύγγραμμα, το οποίο αποτυπώνει τη μεγάλη έρευνα του συγγραφέα και την ευρύτητα των γνώσεών του σε συνδυασμό με την επιστημονική μέθοδο.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια ιστορική περιήγηση στη Χώρα της Σκοπέλου με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που μπορούν να δώσουν το έναυσμα, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας εύχεται, στους νέους ερευνητές να ασχοληθούν περισσότερο με την ιστορία του νησιού. Ο π. Κωνσταντίνος Καλλιανός προσεγγίζει την έρευνα με αυτογνωσία και ταπεινότητα και ελπίζει ότι οι μελλοντικοί μελετητές θα επισημάνουν τις όποιες ελλείψεις και θα εμπλουτίσουν το κείμενο. Άλλωστε, όπως επισημαίνει και ο ίδιος «μην το λησμονούμε, πως η ιστορική έρευνα είναι ένα μεγάλο ψηφιδωτό που καλείται να το συμπληρώνει ο κάθε καλοπροαίρετος και έντιμος ερευνητής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου