Ἄς εἶναι καλὰ ὁ Ἀντώνης ὁ Παπαβασιλείου ποὺ μὲ τὴ Βαρυχειμωνιὰ τοῦ Μωραϊτίδη, τὴν ὁποία μνημόνεψε, μοῦ θύμισε κι ἐμένα κάποιες τέτοιες μέρες,
λευκές, πάλλευκες μέρες, μὲ τὸ χιόνι ἕνα γόνα νὰ καπλαντίζει τὸ χωριό μας, νὰ χαρίζει σὲ μᾶς τὰ παιδιὰ εὐφροσύνη καὶ στοὺς μεγάλους συλλογές. Ναί,
συλλογές, γιατὶ
ξέρανε πολὺ
καλὰ
πὼς
αὐτὲς οἱ λευκές, ἀθῶες μπαμπακοῦλες ποὺ πέφτανε καὶ σωρεύονταν πάνω στοὺς δρόμους στὶς σκεπὲς καὶ τὰ δέντρα, μοναχα ζημιὲς θὰ προκαλοῦσαν.
Βγαίνανε τότε κάθε
τόσο οἱ
νοικοκυραῖοι
ἔξω
καὶ
κοίταζαν γύρω-γύρω τὸ
πυκνὸ
τὸ
χιόνι ποὺ
ἔπεφτε,
μονολογώντας:
-Βρέ,
τοίχους....Τίπουτα δὲ
φαίνιτι.
Κι ὕστερα ξαναγύριζαν σιμὰ στὴν παραστιά, στὸ μεντέρι καὶ κοιτώντας τὴ φωτιὰ ψιθύριζαν, λὲς καὶ κάνανε διάλογο μὲ τὰ ξύλα ποὺ καίγονταν ἀφήνοντας παραξενους ἤχους-φωνές, λές, τοῦ δάσους.
-Ἄχ, πᾶνι τὰ δέντρα, θὰ τὰ χαdακώς᾿ τὰ θλιάσματα...
Κι ὁ νοῦς τους ἦταν στὰ ἐλαιόδεντρα, ποὺ μπορεῖ τότε νὰ ἦταν ἀκόμα ἀτίναχτα, δηλαδή, νὰ μὴν εἶχε τελειώσει ἡ ἐλαιοκομιδή. Καὶ γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, ὁ καημὸς δὲν ἦταν τόσο γι᾿ αὐτά,
ὅσο γιὰ
τὰ
θλιάσματα, τὰ
μικρά, δηλαδή, τὰ
νέα ἐλαιόδεντρα
ποὺ
τώρα ἀναπτύσσονταν
κι ἦταν
τὸ
καμαρι τοῦ
κάθε ἐλαιοπαραγωγοῦ καὶ κτηματία.
Ὅμως
ἡ
πρόσβαση στὰ
χτήματα ἦταν
δύσκολη ἕως
κι ἀδύνατη.
-Ποῦ νὰ βγεῖς σαπάν...Πάει σὶ κουκούλουσι τοὺ χιόν΄!!
Καὶ περίμεναν νὰ καλωσυνέψει ὁ καιρός, ἐνῶ ἡ άγωνία ὅλο καὶ μεγαλωνε καθὼς συνέχιζε νὰ χιονίζει.
Ἄκουγες,
λοιπόν, στοὺς
καφενέδες τὴν
ἴδια
φράση ἀπὸ τοὺς νοικυραίους, ποὺ ἀγωνιοῦσαν, ἀλλὰ καὶ ἀντιμετώπιζαν τὸ ζήτημα μὲ στωϊκότητα.
-Βρέ,
τσ᾿
ρήμαξι τσ᾿
ἰλιές οὑ χιουνιᾶς !!! Ἀλλά, ἄς εἴμαστι καλά, τὰ δέdρα θὰ ξαναγίνει, δ΄
λειά θέλνει...
Πράγματι, μόλις
καταλάγιαζε ὁ
χιονιᾶς
κι ἄρχιζαν
νὰ
ἀκνοίγουν
τὰ
μονοπάτια γιὰ
τὰ
χτήματα, τότε ἄρχιζαν
δειλά-δειλά νὰ
ἀνηφορίζουν
κατὰ
τοὺς
ἐλιῶνες
οἱ
παλιοὶ
Κληματιανοί, πότε μὲ
τὰ
ζῶα,
πότε ποδαρόδρομο-αὐτοκίνητα
δὲν
ὑπῆρχαν τότε-νὰ δοῦν τὶς ζημιές. Κι ὅταν ἔβλεπαν τὰ πληγωμένα ἐλαιόδεντρα μονολογοῦσαν.
-Μανάλια
γίν’κανι τὰ
δέdρα!!!
Τὸ ἑπόμενο βῆμα ἦταν τώρα πιὰ τὸ λιάνισμα τῶν χοντρῶν κλαδιῶν ποὺ ἦταν καταγῆς. Ἄν
δὲ
τὰ
κλαδιὰ
εἶχαν
καὶ
καρπὸ
τὰ
μαδοῦσαν,
ἄν
ὄχι,
τὰ
καλύτερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ φόρτωναν γιὰ τὸ σπίτι, ὥστε νὰ ἔχουν φαῒ τὰ ζῶα (γίδες, πρόβατα, γαϊδούρια,
μουλαρια). Τὰ
ξύλα τὰ
βάζανε στὴν
ἄκρη
κι ὄχι
κατω ἀπὸ τὰ δέντρα, γιὰ
νὰ
μὴ
ξεραθοῦν
ἐκεῖ καὶ βγεῖ ἡ «κουπίδα» καὶ καταστρέψει τὶς ἐλιές.
Μεγάλη φροντίδα ὅμως δείχνανε γιὰ τὰ «θλιάσματα», ποὺ τὰ περιποιοῦσαν, ἔβαζαν παλούκια νὰ τὰ «στάσουν», τὰ κλάδευαν προσεχτικὰ μὲ ψαλίδι καὶ κοίταζαν νὰ τ᾿ ἀναστήσουν.
Ὅμως
πολλὲς
φορὲς
ἔκανε
τὸ
χιόνι «ἀπάν’-
ἀπανουτοῦ», τὸ ἕνα δηλαδή, μετὰ τὸ ἄλλο καὶ ὁ κόπος τῶν νοικοκυραίων ἦταν μεγάλος... Γιατὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι λάτρευαν τὰ χτήματα, τὰ δέντρα, τὴν καλλιέργεια, γιατὶ ζοῦσαν ἀπ᾿ αὐτά, πάντευαν κορίτσια, χτίζανε
σπίτια καὶ
πορεύονταν. Τότε ὅλ᾿ αὐτὰ ὅμως...
π.κ.ν.κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου