[Εκδ.
Τυπωθήτω - Λάλον ύδωρ, 2013]
Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Το
έτος 2013 έκλεισε για τον Τάσο Γαλάτη με
δύο ποιητικές συλλογές που είδαν το φως
της βιβλιαγαράς, η μία τον Οκτώβριο
(Νυχτερινή
Οξυγραφία)
και η άλλη τον Νοέμβριο (Το
φως του κόσμου).
Δυο σταθμοί για την ποίηση, για τη σκέψη
και την περισυλλογή, για τον άνθρωπο
που έχει χάσει την ψυχή του, τη μνήμη
του και την ουσία του. Η καθημερινότητα
λαβύρινθος και η Αριάδνη ποίηση δίνει
το μίτο στον ποιητή και για να αρχίζει
να ξετυλίγει τον κοσμικό και θρησκευτικό
μύθο και να συνδέει το τότε με το τώρα.
Ενδιάμεσα σκαλοπάτια η νεότερη αλλά
και η πρόσφατη ιστορία μας χαραγμένη
στην ψυχή και στη μνήμη που διαρκώς σαν
το ερπετό σέρνεται στις ανεξίτηλες και
τραυματικές πληγές της. Η «μνήμη όπου
και να την αγγίξεις πονεί» είπε ο Γιώργος
Σεφέρης και στον ίδιο μίτο δεμένοι
ποιητής και αναγνώστης επισκέπτονται
παλιές και σύγχρονες πληγές, διανοητικές
και βιωματικές, που τα κείμενα και η
εμπειρία διέδωσαν, ενώνοντας το χρόνο
σ’ ένα ενιαίο παρόν.
Για
την ώρα η Νυχτερινή
Οξυγραφία. Η
«οξυγραφία» είναι ειδική μέθοδος
χαρακτικής σε μέταλλο με τη βοήθεια
οξέος. Ως τίτλος ποιητικής συλλογής και
με τη δύναμη της μεταφορικής γλώσσας
σημαίνει τη δύναμη της εντύπωσης, της
χαρακιάς καλύτερα, της εμπειρίας σαν
τη χαρακιά βαθιά στο δέρμα, στην ψυχή
και στο μυαλό. Όσο για το «νυχτερινή»,
ίσως επειδή οι νυχτερινοί δρόμοι είναι
πιο οξυγραμμένοι, αν και, χωρίς να το
θέλω ο νους μου πάει και τη Νυχτερινή
Περιπολία
του Ρέμπραντ που και εκείνης η δραστηριότητα
δεν βρίσκεται πολύ μακριά από τα δικά
μας συμφραζόμενα, τηρουμένων πάντα των
αναλογιών.
Ο
Γαλάτης είχε την ατυχία να ζήσει την
παιδική του ηλικία σε φλεγόμενες εποχές.
Και όπως οι ψυχολόγοι αναζητούν την
ερμηνεία της συμπεριφοράς στα παιδικά
χρόνια, έτσι και ο αναγνώστης ζητά στην
«οξυγραφία» του το αποτύπωμα της ψυχής
του.
Η
συλλογή απαρτίζεται από πέντε ενότητες.
Η Πρώτη έχει τον τίτλο «σκιές». Είναι
ό,τι απόμεινε στη μνήμη από τον βασιλόφρονα
πατέρα του, που σίγουρα θα επιχειρηματολογούσε
εναντίον του εκ μητρός θείου, ο οποίος
ήταν «της ουτοπίας εραστής», στα
Δεκεμβριανά. Αν και «Ζουρτσάνοι» και
οι δύο, από το ίδιο χωριό, τους ενώνει ο
τόπος, αλλά τους χωρίζουν οι ιδεολογίες.
Πιο πέρα ο Γιαβρούμης που κάνει αγώνα
για επιβίωση, για να μάθει γράμματα, για
να κάνει οικογένεια και για να κάνει το
«χρέος» του προς την πατρίδα. Ο μάγκας
στην Κασταμονή, ο αρχάγγελος του Βοσπόρου,
ο Λεβέντης στο πιοτό ατράνταχτος, ο , ο,
ο... πρόσωπα που έχουν χαραχτεί στη μνήμη,
τα οποία όμως με ελαφρά κλίση της κεφαλής
προς τα πίσω οδηγούν στο '21 και με κίνηση
προς τα εμπρός πάλι στο '45 και από εκεί
στο σήμερα, όπου όλα μαζί και καθένα
ξεχωριστά γίνονται αφετηρία για νέες
πληγές.
«Τι
θα 'θελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;»,
να ένα ερώτημα που συχνά απευθύνεται
σε παιδιά που ονειρεύονται να γίνουν
κάτι. Ο Γαλάτης έχει γεμάτη την αποθήκη
του με ιδανικές μορφές, όμως αφήνει
αναπάντητο το ερώτημα, διότι όλες οι
φιγούρες του έχουν γίνει «σκιές». Και
από το ένα ποίημα στο άλλο βγαίνει στο
φως η επιθυμία να γίνει «ρακοσυλλέκτης»!
Γιατί; Γιατί μόνο έτσι θα περισώσει «από
τη χωματερή του αιώνα τα ξεσκλίδια του
'21, την Καλογραίζα του '45/ ράκη του
αλλοτινού κόσμου». Με
τα εναπομείναντα ιστορικών και τραυματικών
εποχών δηλαδή, «Μονάχα
τα δικά τους κουρέλια» είναι
ικανά να γεννήσουν ποίηση. Και πάλι με
εμμονή σκύβει και ψάχνει στους κάδους
να βρει τι; Μετά από έναν κατάλογο
αρνήσεων - όχι ετούτο, όχι εκείνο-
καταλήγει στην «αποκριά του Σαχτούρη»,
εκείνη με τα μάτια των ανθρώπων τα
ανεστραμμένα και τον «γυάλινο χαρτοπόλεμο».
Ό,τι αξίζει στη ζωή βρίσκεται πεταμένο
κι αυτό τον πονάει και δεν το αντέχει.
Αυτό ωστόσο μεταμορφώνεται σε στίχο.
Με
θλίψη βλέπει γύρω του μια τουρκογλωσσοφιλία
να κατακτά το χώρο. Πάει χάθηκε η γλώσσα
του Αισχύλου, του Θουκυδίδη, του
Μεγαλέξανδρου. Τώρα πια είναι της μόδας
τα τουρκικά. Πάει το «Ίτε,
παίδες Ελλήνων»
(τα τηλεοπτικά κανάλια πλήρη απτών
παραδειγμάτων). Ο «εξ Ανατολών κίνδυνος»
έχει μεταμφιεσθεί σε ιστορίες έρωτα
και παθών της γείτονος χώρας. Οι δικοί
μας απόμειναν «σκιές».
Στην
δεύτερη ενότητα με τον τίτλο ο
«Μαυροπόδαρος», σε εφτά ποιήματα, ένας
άνθρωπος κοιμάται στο παγκάκι, λέει ότι
είναι Πολωνός, αλλά μοιάζει Κούρδος ή
Πακιστανός, ίσως όμως και να είναι
Έλληνας κι έχει μαύρες τις πατούσες ...
γιατί περπάτησε στα καμμένα της Ηλείας.
Και από τον ένα εξόριστο της ανθρωπινής
ζωής στον άλλο, φτάνει στον ωραίο
Ξενοφώντα που εξόριστος και αυτός
κατέφυγε «με την αγαπημένη του Φιλησία»
και τους δυο γιους του εκεί, στην Ηλεία,
καμένος από την ιστορία του για να
γράψει την Ιστορία του. Και από τον πρώτο
στον δεύτερο και από εκείνον πάλι πίσω
στην Αθήνα, στο εγώ, όχι τώρα, αλλά τότε
που ήμουν ένας
ξυπόλυτος πιτσιρικάς / στα λιγνιτωρυχεία
της Καλογραίζας και του Πεζά».
Τεθλασμένος χρόνος και δρόμος μαύρης
ζωής.
Τρίτη
ενότητα με τίτλο «Τα σκυλιά της Κοραή»
κι ένα παράπονο για τα σκυλιά, αλλά και
για τους έρμους μοναχικούς που απλώνουν
το χέρι για να ζητήσουν βοήθεια και για
τον ποιητή που συμμερίζεται τον πόνο
τους. Και μετά μια εφτάψυχη γάτα που στα
μάτια της αναβιώνουν όλες οι επιφανείς
γάτες από κτίσεως κόσμου. Δαιδαλώδεις
οι διαδρομές της σκέψης, της μνήμης και
της θλίψης, «πάνω
από τα κουφάρια του Ετεοκλή και του
Πολυνείκη»
(ο εμφύλιος πάλι), πέρα από τον Τειρεσία
και την απαγχονισμένη Αντιγόνη, αγωνιά
και απελπίζεται που «κανείς
δε κατεβαίνει από τη Φυλή/ να διώξει
τους τριάκοντα, να ξαστερώσει ο τόπος...».
Και πάλι οι γλώσσες που δεν μιλιούνται
πια, ενώ ο Αίσωπος μιλούσε ακόμα και τις
γλώσσες των ζώων. Νεκρή γλώσσα τα Αραμαϊκά
«που
κάποτε μιλούσαν σε όλη την Ανατολή/ και
μ' αυτά δίδαξε την οικουμένη ο υιός του
ανθρώπου/ "ότι ουκ έστιν ο θεός νεκρών
αλλά ζώντων"».
Σωπαίνει η γάτα όταν τη φωνάζει, λέει,
«όπως
ακριβώς σωπαίνει όταν προσεύχομαι ο
Θεός».
Κι έτσι με αφορμή τη γάτα αναδύεται όλο
το παρελθόν, ο μύθος κι ο άνθρωπος πιο
πίσω, πάντα μόνος και ο Θεός πάντα
σιωπηλός.
Τελευταία
ενότητα η ομότιτλη της συλλογής,
«Νυχτερινή οξυγραφία», μια ιατρική
εξέταση (η «οξυγραφία» λοιπόν είναι και
εξέταση), να μπορούσε όμως, όπως δείχνει
πως όλα του σαρκίου είναι καλά, με τόση
ακρίβεια, να δείξει «ποιαν
αλήθεια κρύβουν οι νυχτερινές περιπλανήσεις
μου/ τα σκοτάδια μου, τα βάραθρα και οι
εφιάλτες» αλλά
δεν γίνεται· «καμιά
οξυγραφία δεν θα μπορέσει ν' αποτυπώσει
το πάλεμα της φρίκης και της ομορφιάς/
τη φλυαρία των χελιδονιών στο ανώφλι
μου/ το αιώνιο μουρμουρητό της θάλασσας
ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο». Και
να τος, χωρίς οξυγραφία: «Κούρος
λευκόθριξ/ με τους κουρασμένους
βοστρύχους»
και «τις
ανοικονόμητες καμπάνες»,
σταματημένος στην εικόνα του 1970, ενώ
οι κούροι του Ριάτσε διασχίζουν τους
αιώνες αγέραστοι. Ο χρόνος τρέχει κι ο
ποιητής αισθάνεται σαν «λίγο
προτού ανοίξουν τα πανιά τους οι τριήρεις/
για τον αφανισμό τους στα νερά της
Σικελίας».
Τώρα πια ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται
πως δεν πρόκειται ούτε για τη δεκαετία
του '70 ούτε για τα αρχαία Σικελικά, αλλά
για την πανωλεθρία του σαρκίου πιο κι
από την εκστρατεία στη Σικελία οδυνηρή.
Κάθε
πράγμα και τα ανάλογα του. «Η
ομορφιά είναι ανήμπορη να εξημερώσει
τη φρίκη». Το
ίδιο όμορφο φεγγάρι της Αττικής κρύβει
«της
Πάρνηθας
τις στάχτες, της Πεντέλης τις πληγές /
Λες
και δεν είχα πάρει τόσα χρόνια είδηση
ο αφελής τι σκοτάδια κρύβει η αθέατη
του όψη». Και
λέει ο Ελύτης: «Σαν
να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι
κεί ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που
ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι».
Τα
χρόνια περνούν, αλλά οι ποιητές έχουν
παρόμοιους καημούς. Η «αθέατη όψη» του
ενός και οι «αποτρόπαιοι κρότοι» του
άλλου, παρά τις θεμελιώδεις διαφορές
τους, κάνουν ορατό και ακουστό το αόρατο
και ανάκουστο.
Ο
Γαλάτης με την Νυχτερινή
Οξυγραφία
του έγραψε άλλο ένα επεισόδιο της
προσωπικής, κοινωνικής, ανθρώπινης
ιστορίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου