Γράφει
ο ΤΑΚΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΣ
Παρακολουθούμε
χρόνια την πολυεπίπεδη, εκλεπτυσμένη
και πυκνή πνευματική προσφορά στον τόπο
μας του αγαπητού π. Παναγιώτη Καποδίστρια.
Μνημονεύουμε, σε αυτούς τους δύσκολους
καιρούς ιδιαίτερα, την πορεία της
ακριβής ποιητικής τέχνης του. Ζηλεύουμε
αυτές τις τρυφερές, άγρυπνες και φίνες
«ψιλοβελονιές» της ποίησής του, παρ’
όλο που δεν είμαστε πάντοτε αλληλέγγυοι
των «κοσμολογικών μύθων» που την ορίζουν,
προσπαθώντας οι ίδιοι, φυσικά, να
καταργήσουν το μικρό και το εφήμερο.
Παραμερίζουμε όμως το «ποιος έχει το
δικαίωμα δια να ομιλεί» και διατηρούμε
ακέραιη τη θέλησή μας να
συναντάμε τη συγκίνησή μας, στη θέαση
των στίχων του. Οι «μύθοι», εξάλλου,
παραμένουν έως και σήμερα οι εκ των
πλησιέστερων συγγενών των από αιώνων
«κοσμοθεωριών», όσο και εάν ο άνθρωπος
πίστευε ότι τους εγκατέλειψε ενωρίς,
αντικαθιστώντας τα Τοτέμ που λάτρευαν
οι πρωτόγονες φυλές με ανθρωπόμορφα
όντα που κατ’ αυτόν κινούσαν τη φύση
και τη ζωή του και αυτά με τη σειρά τους
με φυσικά αίτια και φιλοσοφικούς
στοχασμούς, αργότερα δε και με ‘‘έγκυρες’’
επιστημονικές ανακαλύψεις.
Στις
μέρες μας, το ίδιο συμβαίνει με την
ανίχνευση για πρώτη φορά των περίφημων
βαρυτικών κυμάτων. Αυτά, με την εξαίσια
μουσική τους, μας ταξίδεψαν 1,2 δις έτη
φωτός μακριά από τη Γη μας. Τα γέννησε
η εκτός ορίων σύγκρουση και συγχώνευση
δύο μελανών υπέρπυκνων οπών, που δεν τη
χωράει ο ανθρώπινος νους και την οποία
ωστόσο είχε προβλέψει, προς δόξα της
επιστήμης, ο Αϊνστάιν πριν εκατό περίπου
χρόνια. (Δυστυχώς, οι γλώσσες πεθαίνουν
ενώ οι μαθηματικές αλήθειες είναι
παντοτινές!). Αυτές, λοιπόν, ενώ είχαν
διάμετρο μόλις 150 χιλιόμετρα η κάθε μία,
χωρούσαν αντίστοιχα μάζα 30 και 35 φορές
μεγαλύτερη από την μάζα του δικού μας
ήλιου και κατά την σύγκρουση κινούνταν
σπειροειδώς η μία προς την άλλη με τη
μισή ταχύτητα του φωτός! Από τη σύγκρουση
αυτή, παρήχθη ενέργεια μεγαλύτερη από
όση παράγουν στον ίδιο χρόνο όλα τα
άστρα του ορατού σύμπαντος. Τα κύματα
αυτά παραμορφώνουν και καμπυλώνουν τον
χωρόχρονο στο γνωστό μας σύμπαν. Ωστόσο,
τελολογικά, τι αξία έχουν όλα αυτά, όταν
οι ειδικοί θριαμβολογούν λέγοντας ότι
«Είναι μακράν η πιο ισχυρή έκρηξη που
έχει καταγράψει ο άνθρωπος μετά τη
Μεγάλη Έκρηξη»; Αυτό το «..που έχει
καταγράψει ο άνθρωπος…» μας προβληματίζει
και αποδεικνύει πως το γοητευτικό
ταξίδι της επιστήμης, από το απόλυτα
μικρό σωματίδιο στο απόλυτα μεγάλο
χωρίς όρια σύμπαν, φαίνεται να μην έχει
τέλος και παραμένει ένας ανεξόφλητος
λογαριασμός, όπως άλλωστε και η ίδια η
ποίηση της καρδιάς μας.
Εμείς,
λοιπόν, αφήνοντας πίσω τα όποια κοσμολογικά
μοντέλα και με τη σεμνότητα που αρμόζει
στην περίσταση, θα συνεχίσουμε να
διατηρούμε τη βασική υλιστική μαρξιστική
κοσμοθεωρία, η οποία ορίζει ότι: Ο χώρος
και χρόνος είναι οι βασικές μορφές της
ύλης, δηλαδή του «είναι». Ένα «είναι»
έξω από το χρόνο είναι ένας παραλογισμός
τόσο μεγάλος, όσο ένα «είναι» έξω από
το χώρο. Άρα, η αντικειμενική ύπαρξη της
ύλης, που δεχόμαστε, προϋποθέτει την
αντικειμενική ύπαρξη του χώρου και του
χρόνου, που με τη σειρά τους οι ίδιοι
αντανακλώνται στη συνείδησή μας.
Θεωρώντας, λοιπόν, ότι «το πνεύμα είναι
μια ανώτερη μορφή της ύλης», βρισκόμαστε
αντίθετοι με τον ιδεαλισμό εκείνο, που
φτάνει στο σημείο να αρνείται την
αντικειμενικότητα της ύλης και δέχεται
ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι προϊόντα
της συνείδησης του ανθρώπου. Ο «ακραίος»
αυτός ιδεαλισμός φυσικά δεν αφορά και
δεν διατρέχει την ποίηση του π. Παναγιώτη
Καποδίστρια. Ο ίδιος, εξάλλου, στο έργο
του «Ο Μαντατοφόρος της ανάστασης (Δύο
κείμενα κι ένα ποίημα για τον Ρίτσο)»,
αναφέρει ότι παρ’ όλες τις αντιρρήσεις
που θα μπορούσε σαν αναγνώστης να
εκφράσει για την διαπιστωμένη παράδοση
του Ρίτσου στην ευκολία (ή καλύτερα:
παγίδα) της πολιτικοποίησης κάμποσων
ποιημάτων του, συμμερίζεται και καλύπτεται
από την απάντηση που έδωσε γι' αυτό το
θέμα ο ίδιος ο ποιητής της ρωμιοσύνης:
«Είναι λάθος να χωρίζουμε την ποίηση
σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη
σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο
χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν
απαγορεύσεις (…). Η καταπίεση, η σκλαβιά,
οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα
αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση,
ένας θάνατος (…). Μια αναμέτρηση μ’ αυτή
τη μορφή θανάτου είναι η πολιτική ποίηση
(η τουλάχιστον η δική μου πολιτική
ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο
«αταξικό γαλάζιο», όπως γράφω σ’ ένα
ποίημα μου για τον Νερούντα».
Ωστόσο,
πώς να ενοποιήσει κάποιος τις διαφορετικές
εκδοχές του τί είναι ποίηση, όπως για
παράδειγμα: «Η ποίηση πρέπει να είναι
ένας οδηγός μάχης», με την ποίηση του
«ιδιωτικού οράματος» της γενιάς του
’80, η οποία φυσικά, όση προσπάθεια και
καλλιτεχνική αξία κι αν εμπεριέχει,
εκφράζει μιαν εποχή ιδεολογικής
αποπολιτικοποίησης που παραμερίζει
τις περισσότερες φορές τα κοινωνικά
οράματα και τα αντικαθιστά με μια
αδιέξοδη, προσωποκεντρική, υπαρξιακή
εσωστρέφεια και υποκειμενισμό; Ακόμη,
τι σχέση μπορεί να έχει ο πρώτος ορισμός
με τον απόλυτο φορμαλισμό με τον οποίο
οριοθετεί σίγουρα «μεγαλόπρεπα» και
πρωτότυπα την ποίηση, μια απλή ινδιάνικη
φυλή: «Ποίηση είναι όταν δύο λέξεις
συναντιούνται για πρώτη φορά»;
Ό,τι
και να συμβαίνει, όσοι θέλουμε να
ξορκίζουμε τη ρήση, ‘‘η ποίηση είναι
η μορφή που παίρνει η ζωή στους ανθρώπους
που δεν ζουν’’, ταξιδεύουμε με την
ενότητα «ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΠΑΤΡΙΔΩΝ» του π.
Παναγιώτη, η οποία ανασύρει οδοιπορώντας
την υπόγεια σχέση των πραγμάτων. Άλλωστε
κι εμείς επιζητούμε, όχι ελπίζουμε επί
ματαίω, την οριοθέτηση μιας υπαινικτικής
επικοινωνίας με την "μυσταγωγική"
κοινότητα των περιηγητών. Αν είναι
αλήθεια, λοιπόν, πως «στα ταξίδια
αναζητούμε με πάθος τις νοσταλγίες
μας», τότε οι αληθινές ιστορίες του
ποιητή που αφορούν στους τόπους, την
τέχνη και τα πρόσωπα, γίνονται η
χειροπιαστή όψη των πραγμάτων. Ό,τι
δηλαδή αναστατώνει τον νου και φέρνει
τις ζωές μας σε μόνιμη τρικυμία.
Ιδιαίτερα
στο ποίημα της σελίδας 67, «ΕΓΚΟΙΜΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ», της προαναφερθείσας
ενότητας, ο ποιητής έχει κάνει τις
επιλογές του και δεν υπήρξε άδηλος.
ΕΓΚΟΙΜΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ
1.
Ὂχι
δίπλα στό φρέαρ ὡς συνήθως
ἐδῶ
θά κοιμηθῶ στήν ὀρχήστρα
καί
σέ ὃποιον ἀρέσω -
ἐδῶ
πλάι στή θυμέλη
ἐνώπιον
τοῦ λαοῦ παντός
καί
τοῦ φίλου Αἰσχύλου
στό
κοῖλο ἐσεῖς κοιτᾶτε με
χαλάλι
ξυπνάω
αὒριο ἐμπαθής
μά
καί θεραπευμένος.
2.
Τόν
Ὠτακουστή συλλάβετε πάραυτα.
Νά
μήν έκπέσουν
τῶν
Μυστηρίων καί τῶν πάνω κερκίδων
τά
Πειστήρια.
Ἂσε
τίς ντροπές
τί
ἀρχαῖος τί νέος ἲδιος ψίθυρος.
Ἀντιπροτείνω
εἰς ἐπήκοον ὃλων τ᾽ Αὐτονόητα.
(Σεπτέμβριος
2008)
Εδώ
φαίνεται ο ποιητής να επιζητεί τη βοήθεια
και της Τέχνης για να θεραπεύσει την
ψυχή και τα πάθη του. Επιλέγει, καθόλου
τυχαία βέβαια, το κατάλληλο περιβάλλον,
ψυχολογικό και συναισθηματικό για να
συναντήσει την «υπερατομική, ονειρική
εμπειρία». Είναι το θέατρο της Επιδαύρου,
το Ιερό Φρέαρ και η παράσταση Αρχαίας
Τραγωδίας, ενός έργου του Αισχύλου.
Απόλυτα
νόμιμη η επιλογή του αυτή! Το αρχαίο
θέατρο της Επιδαύρου είναι περίβλεπτο,
εμβληματικό και φιλοξενεί την αρχαία
θεατρική παράδοση. Είναι συγχρόνως
αναπόσπαστο μέρος του ιερού του Ασκληπιού,
που με τη σειρά του υπήρξε το σημαντικότερο
θεραπευτικό κέντρο της αρχαιότητας.
Το Ιερό αυτό στην κοιλάδα της Επιδαύρου
οργανώθηκε γύρω από το Ιερό Φρέαρ. Ο
ασθενής, αφού εξαγνιζόταν με το νερό
του ιερού πηγαδιού, πραγμάτωνε «εγκοίμηση»
στο έδαφος, προκειμένου να είναι σε
επαφή με τη χθόνια κατοικία του θεού. Ο
Θεός εμφανιζόταν στον ύπνο του ασθενή,
έβγαινε δηλαδή στη ζωή, στο φως και του
υποδείκνυε τον τρόπο της εξειδικευμένης
γι' αυτόν ατομικής θεραπείας. Αυτονόητο
θεωρείτο τότε το γεγονός ότι: εάν επέρχετο
η ίαση, ο ασθενής είχε δει το σωστό
όνειρο. Από την άλλη μεριά ο αριστοτελικός
ορισμός της τραγωδίας καταλήγει ….
''στην των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν''.
Τέλος δε, και ο Αισχύλος υπήρξε όχι μόνο
ο μέγιστος των αρχαίων Ελλήνων τραγικών
ποιητών, αλλά και ιδιαίτερος αναλυτής
των κοσμογονικών αρχέτυπων μύθων.
Εγκοίμηση
πραγματώνει και ο ποιητής για να ιαθεί
ψυχικά, μέσα από την Τέχνη και το Αρχαίο
Πνεύμα. Όχι «δίπλα στο φρέαρ ὡς συνήθως»,
αλλά στο ιερό της Τέχνης θα εκτεθεί,
παίρνοντας ο ίδιος ενεργό μέρος στα
μυστήριά της, «ἐδῶ θά κοιμηθῶ στήν
ὀρχήστρα ….. ἐδῶ πλάι στή θυμέλη».
Φυσικά, γνωρίζει ότι εκεί λογοδοτεί,
όμως δεν δειλιάζει «καί σέ ὃποιον
ἀρέσω», απέναντι του «λαοῦ παντός»
και του «φίλου Αἰσχύλου». Επιμένει και
δεν τον πειράζει που θα εκτεθεί, «στό
κοῖλο ἐσεῖς κοιτᾶτε με / χαλάλι».
Παραμερίζει ο ποιητής την ταραχή και
τον φόβο, τολμώντας να ξανακτίσει τον
κόσμο και την ποιητική του. Είναι ώριμος
πια, γνωρίζει ότι, επικοινωνώντας με
την Αρχαία Τέχνη και με τους μύστες της
τέχνης γενικότερα, βρίσκει τις πηγές
από τις οποίες θα αντλήσει τη συγκίνηση
και τα δάκρυά του. Αυτά που στάθηκαν από
αμνημονεύτων χρόνων το απαραίτητο
έναυσμα κάθε δημιουργίας. Η διαδικασία
αυτή θα του επιτρέψει να θεραπευτεί, να
έλθει σε αυτόν η κάθαρση και να ξυπνήσει
συν - κινημένος:
«ξυπνάω
αὒριο ἐμπαθής
μά
καί θεραπευομένος».
Ωστόσο,
το τόλμημα είναι δύσκολο, ο Ωτακουστής
ποιητής δεν πρέπει να δειλιάσει και να
κάνει πίσω, φοβούμενος μήπως δεν τα
καταφέρει. Να υποχρεωθεί πρέπει, να
παραμείνει στην ορχήστρα. Εάν φύγει,
δεν θα πραγματοποιηθεί το μυστήριο, να
γίνει δηλαδή και ίδιος με την σειρά του
Μύστης της Τέχνης, ώστε:
«Νά
μήν έκπέσουν
τῶν
Μυστηρίων καί τῶν πάνω κερκίδων
τά
Πειστήρια».
Σε
πιάσαμε, μπήκες και εσύ στα μυστήρια
της Τέχνης, επικοινώνησες με την Τέχνη
του Αισχύλου, σου εδόθη η κάθαρση, αλλά
αυτό δεν αρκεί, πρέπει να δημιουργήσεις
την δική σου Τέχνη, να πεις τον δικό σου
ψίθυρο. Τότε θα είναι αυτονόητο (κατ’
αντιστοιχία του αυτονόητου της ίασης
στο Ιερό Φρέαρ) ότι έγινε η αυτοΐασή
σου, αφού έχεις δημιουργήσει πλέον και
εσύ τέχνη και μάλιστα σε αντιστοίχιση
με την Αρχαία, στο βαθμό που ξύπνησες
όχι μόνο θεραπευμένος, αλλά ονειρογέννητος
και συγκινημένος.
«Ἂσε
τίς ντροπές
τί
ἀρχαῖος τί νέος ἲδιος ψίθυρος.
Ἀντιπροτείνω
εἰς ἐπήκοον ὃλων τ᾽ Αὐτονόητα.»
Επιλέγουμε
τελικά, σε αυτή την έστω διαγώνια
προσέγγιση των στίχων της συλλογής
«Ανακαλυπτήρια», να μοιραστούμε τα
αναγκαία «Aντικλείδια» με τη φίλη,
φιλόλογο Τίνα Πέττα. Γνωρίζουμε ότι ο
δημιουργός λειτουργεί όσο σμιλεύει το
έργο του, η συγκίνηση ύστερα αφορά
ιδιαίτερα στον αναγνώστη, εκεί που
προορίζεται να κατοικήσει το έργο του.
Φυσικά δεν είμαστε αφελείς, οι λέξεις
παραμένουν καστρόπορτες άδυτες, όσο
και να πασχίζουμε εμείς να βρούμε τα
έκδηλα των χρησμών τους. Αυτό το ανείπωτο
της ποίησης παραμένει ο πυρήνας της
ερωτικής μας σχέσης μαζί της.
Ας
ορίσουν, λοιπόν, τον επίλογο αυτής της
πρωτόλειας εργασίας μας τα παρακάτω
λόγια της αγαπητής Τίνας, που αφορούν
ιδέες, μουσικές και νοήματα αυτής της
ποιητικής συλλογής.
Ανακαλυπτήρια
ψυχής με επάρκεια ευαισθησίας και
γλώσσας
«στίχους
διαφυγόντες από το ποίημα
ενθυμού
Κι’
αν τόσους πια θυμάσαι,….
Αρκεί.
Εμένα
ξέχνα με.»
''Στίχοι
διαφυγόντες'' φτεροκοπούν σαν πουλιά
και ταξιδεύουν ώς εμάς.
Ο
ποιητής αναζητά εναγωνίως επικοινωνία
μέσα στην παροδικότητα του βίου. Ο χρόνος
δεν αρκεί για να ολοκληρωθεί αυτή. Η
αγάπη ίσα που ψηλαφίζει τις πληγές
φευγαλέα «και όπου φύγει» και ο ποιητής
εγκλωβισμένος αναζητά την ψυχή του.
Αποκρίνεται στα καλέσματα με τη φωνή
που δύναται να έχει, «καναρινίζει»
Τρέφει
τον πόθο για «όλα τ’ άλλα».
Δύσκολη
του πόθου η εκπλήρωση με αφές μόνο,
αισθήσεις «ανεφάρμοστες» ή «τεθλασμένες».
Προσπαθεί
ν’ ανασυνθέσει έναν κόσμο πολυκερματισμένο,
σε κομμάτια όμως πολυεδρικά, που ιριδίζουν
χρώματα και μας «οιακίζουν» από τα
μέγιστα στα ελάχιστα. Ταυτόχρονα,
ανασυνθέτει επώδυνα τον εαυτό του. Με
το τραγούδι του αντιπαλεύει τη σιωπή.
Τραγούδι αυτοπεριοριζόμενο, συγκρατημένο
«ασθμαίνον» από αγωνία, στακάτο στη
μουσική του.
Στίχος
με πλούσιους εσωτερικούς ρυθμούς, λιτός
αρμονικός σαν να κυλά μέσα σε ρείθρο
συγκρατώντας την κανονικότητα του
ρυθμού του.
Στίχοι
που αναπνέουν στο φως, φως που διαχέεται
και ανακλάται μέσα στη λευκότητα.
Εκεί
οι σκιές αναφλέγονται, μαζί και οι
τελευταίες μας αυταπάτες «ενώ τραχύς
ο πόνος μέχρι τ’ ωμέγα».
Ο
πόνος ενεδρεύει, «στάζει τη μέρα, στάζει
στον ύπνο μνησιπήμων πόνος» (Σεφέρης,
Τελευταίος Σταθμός)
Όμως
ο ποιητής μένει παρών προσφέροντας την
ποίηση σαν τελευταία ελπίδα και καταφύγιο.
Μας παρηγορεί παρηγορούμενος, μας
«αγγελίζει τη χαρά» μέσα από την Τέχνη.
Υ.Γ.
Όσοι
αγαπάμε τις ακριβές λέξεις της ποίησης,
αγαπάμε και τους ποιητές. Αποστρεφόμαστε
τους διχασμένους τόπους: «τί ἀρχαῖος
τί νέος ἲδιος ψίθυρος»!
Ζάκυνθος,
Μάρτης 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου