Γράφει
η Τατιάνα
Ε-Γ. Καρύδη,
Κοινωνική
Λειτουργός, Προϊσταμένη Κοινωνικής
Υπηρεσίας Γενικού Νοσοκομείου Κέρκυρας
Ποιος
είναι αυτός ο άνθρωπος -αναρωτήθηκα-
και προσπάθησα, εν μέσω αυτής της
σοκαριστικής του πιρουέτας και χορευτικού
παραληρηματικού στροβιλίσματος, να
θυμηθώ... Μα, ποιος είναι τέλος πάντων;
Τι
γνώμη έχω σχηματίσει γι' αυτό τον άνθρωπο,
που του έχουν δώσει ένα βήμα να μιλάει
σ' εμένα, που πληρώνω ήδη αρκετά και
πληρώνω κι αυτόν για να είναι εκεί; Κι
επειδή πληρώνω κανονικά τις εισφορές
μου όλες, δικαιούμαι και να κρίνω αυτό
που πληρώνω, και να μη θέλω αυτό το
ευτελές προϊόν. Επίσης δεν επιτρέπω να
μου θίγουνε τα Ιερά και Όσια. Χωρίς
θεατές, υπάρχει κανάλι;
Ένας
πολύ μέτριος, «επαΐων και ειδήμων» επί
παντός επιστητού, που δεν λέει τίποτα
λέγοντας πάρα πολλά λόγια, ντυμένος μια
εικόνα πνιγμένη από ένα ύφος μπλαζέ και
περισπούδαστο. Κάποια άλλη φορά προσπάθησα
να δώ την εκπομπή του και θυμάμαι
εξοργισμένη να γυρίζω κανάλι, επειδή
ανάμεσα σε «νιοραντιές» (συχωρέστε μου
τον κερκυραϊσμό, αλλά είναι η καταλληλότερη
λέξη), δεν ήταν σε θέση να διευθύνει μια
συζήτηση. Ενώ είχε καλέσει συνομιλητές,
μιλούσε μόνος του... αυτοθαυμαζόμενος,
με αμφιβόλου ποιότητας ευφυολογήματα,
ερωτώντας και απαντώντας μόνος του, μ'
ένα μανιακό ρυθμό, τόσο που… κουράστηκα.
Αυτό, λοιπόν, είναι το πιο έντονο που
θυμάμαι. Ότι αλλάζω πάντα αντανακλαστικά
κανάλι.
Έλεγα
πως δεν αξίζει ν' ασχοληθεί πλέον κανείς
με αυτό το μέγεθος ανθρώπου και ούτε να
τον κρατήσουμε πια αυτόν τον αδαή στην
αιωνιότητα, και στην επικαιρότητα που
τόσο απελπισμένα εκλιπαρεί, αν δεν ήταν
τόσο ενδιαφέρουσα η περίπτωση ως προς
την παθολογία του προσώπου. Είναι
εντυπωσιακό το πόση θλίψη κρύβεται πίσω
από αυτό το αυτάρεσκο ύφος, και πόση
αλήθεια μοναξιά, όταν θα βρεθεί χωρίς
μάρτυρες απέναντι στο γυμνό εαυτό που
είναι τόσο αξιοθρήνητα λίγος. Πονάει η
αληθινή εικόνα.
Όλα
ξεκινάνε από την άγνοια του εαυτού και
από τους παραμορφωτικούς καθρέφτες.
Μπροστά
μας ένας γελωτοποιός, μια καρικατούρα,
με μιαν άνεση να σκύβει, να χειρονομεί
μιλώντας σ'
έναν αόρατο βουβό συνομιλητή, και να
θυμίζει κάτι από εκείνον τον τυφλό
επηρμένο Φαρισαίο, που δεν ήταν «ώσπερ
οι λοιποί των ανθρώπων» και που κυρίως
έλεγε «Είμαι
σπουδαίος! Δοξάστε με!». Μια άνεση
παραπάνω απ' ό,τι θα ήταν αβίαστη και
φυσιολογική. Είναι πνιγμένη άνεση μέσα
σε μια γραβάτα αυταρέσκειας που δηλώνει
ακριβώς ως υπεραναπλήρωση το έλλειμμα
που αγωνιά να κρύψει.
Υπάρχει
εδώ και παντού μια μαγική λέξη: «Τα
Όρια». Τα Όρια είναι πολύ σπουδαία για
να υπάρχουν στη διαπαιδαγώγηση του
παιδιού από πολύ τρυφερή ηλικία, κι αν
αυτά δεν υπάρχουν ο μικρός τυραννίσκος
των τριών ετών -του εγωκεντρισμού,
παραμένει αιωνίως τριών… ετών!
Αναρωτιέται
κανείς, ποιοι γονείς ήταν οι γονείς που
έθρεψαν αυτό τον τιτανομέγιστο εγωτισμό,
αυτή την γελοιώδη τυφλότητα. Το παιδί
των τριών ετών δικαιούται να νομίζει
ότι αγγίζει το σύμπαν, αγγίζει τη φωτιά
χωρίς να καεί, ανεβαίνει στην ταράτσα
και δεν υπάρχει όριο στο να πετάξει. Το
τρίχρονο εγωκεντρικό ανθρωπάκι δοκιμάζει
τη δύναμή του και εδώ, λοιπόν, οφείλει
να μπει το Όριο από το γονιό, που αυτό
το Όριο υπάρχει μόνο όταν τηρείται. Το
Όριο δυσαρεστεί, αλλά όντως ανακουφίζει
το παιδί και γεννιέται επίσης τότε ο
Σεβασμός. Το κύρος του γονιού προκύπτει
από την έμπνευση που το προκαλεί και
μια σειρά από Αξίες κτίζονται τότε.
Αλλιώς, πέφτει ο γονιός στα γόνατα και
γίνεται υποζύγιο, θρέφει ένα τυραννίσκο,
που ανεβαίνει στη ράχη και δεν υπάρχει
όριο σε αυτά που απαιτεί και που θα
ικανοποιηθούν. Αλλιώς, αυτό το τρίχρονο
θα κλωτσήσει τη ράχη που το κουβαλά κι
αυτό θα γίνει ανεκτό και επίσης αξίωμα
και παράσημο. Ώστε αυτό το παιδί θα
στερηθεί την ψυχοσυναισθηματική
ωριμότητά του. Θα μεγαλώνει μόνο το σώμα
και ο ναρκισσισμός. Θα συνθλίβει ότι
μπορεί στο διάβα του για ν' ανέβει όλο
και πιο ψηλά. Ψηλά όμως υπάρχουν οι
Αληθινές Αξίες. Ψηλά θέλει να βρίσκεται
μόνος αυτός ο μικροσκοπικός εαυτός που,
όσο πιο μικρός, τόσο φουσκώνει. Πρέπει
να καταλάβει το σύμπαν. Πρέπει να είναι
αυτοθεός. Αυτός ο ναρκισσισμός, ο χωρίς
όριο, έριξε τον Εωσφόρο από πολύ Ψηλά.
Ο
Εγωτισμός είναι Τυφλότητα και είναι
επίσης παραμόρφωση της εικόνας εαυτού.
Έχει ανάγκη να δει τον εαυτό του
φαντασιωσικά μεγάλο. Να μην υπάρχει
τίποτα και κανείς πιο μεγάλος. Θα έχει
φλερτάρει με την ιδέα ότι, υπό άλλες
συνθήκες και εποχές, γιατί να μην ήταν
αυτός ο Ποιητής! Κάτι που δεν φτάνει,
είναι κάτι που επιθυμεί να βεβηλώσει,
γιατί ακριβώς είναι Ψηλά. Κι έτσι να
δείξει την εικόνα της «ισοτιμίας», της
«οικειότητας». Και τι λέει; Αυτά που
βλέπει αυτός, αφού μόνον αυτά μπορεί να
δει. Και τώρα απέκτησε ένα τίτλο κάτω
από τη σκιά του Ποιητή, ως... «κριτικός»
όχι της Ποίησης, άρα «ανώτερος» από τον
κρινόμενο... Αν δεν έχεις τίποτα δικό
σου, ψάχνεις να βρεις στόχους να
χτυπήσεις, κι όσο πιο Υψηλούς, τόσο
«μπορεί και να ψηλώνεις..» Απελπισμένη
ανάγκη... κι ευτελισμός του προσώπου,
που δεν μπορεί να βρει τον εαυτό του
στον καθρέφτη... Και τελικά είναι
αξιολύπητη αυτή η εικόνα, καθώς «ο
βασιλιάς είναι γυμνός».
Ακούει
κανείς και νοιώθει έναν απίστευτο
αποτροπιασμό από τις ομοβροντίες
ημιμάθειας, ανακατεμένες με «μαγειρική»
κατάλληλη των γεύσεων που αυτός
καταλαβαίνει, για μια πραγματικότητα
που είναι η μόνη που βλέπει, και είναι
αυτή η ίδια που γνωρίζει από τον εαυτό
του κρίνοντας. Η χαμέρπεια είναι δικό
του υλικό και συστατικό στοιχείο, και
γι' αυτό, αυτή την «ποιότητα» οφείλει
να έχει ο κόσμος όλος. Με αυτό το υλικό
έρχεται αυτός ο άνθρωπος και με αυτά τα
αχρεία χέρια πάει ν' αγγίξει το Μέγα
και το Υψηλό, για ν' «αποδείξει» ότι το
Μέγα και το Υψηλό είναι εκεί κάτω στο
μπόι του, κι ο ίδιος είναι εκεί πάνω. Και
πώς να μπει κανείς να ψάξει αυτό το
εσωτερικό σκοτάδι και την απόγνωση που
κρύβεται πίσω από το κραυγαλέο;
Είναι
φανερό ότι επιχειρεί μια «οικειότητα»,
για να ευθυγραμμιστεί μ Εκείνον, ως να
είχε τη συνάφεια, τη συγγένεια και τη
σχέση. Όλη αυτή η εξυπναδίστικη ευτράπελη
παιγνιώδης ελαφράδα ήταν σκηνή ηθοποιίας
εντελώς μέτρια, που απροσδόκητα του
έδωσε ένα νόημα ζωής. Μεμιάς έγινε
«σπουδαίος!» Μα αυτό ακριβώς ήθελε
απελπισμένα: Μια κάποια δημοσιότητα,
αφού στο χώρο που κινείται είναι ουραγός
και υπάρχουν -δυστυχώς γι' αυτόν- και
κάποιοι που είναι όντως δημοσιογράφοι.
Αναρωτιέται
κανείς, ακούγοντας τα ανήκουστα αυτά
αμετροεπή φορτία που αδειάζει αυτό το
στόμα, αναρωτιέται κανείς το «γιατί»
επέλεξε τον Ποιητή. Μα, γιατί θα ήθελε
να φαντασιωθεί πως είναι ποιητής! Για
να μιλήσεις για τον ΠΟΙΗΤΗ πρέπει να
είσαι τουλάχιστον ποιητής. Γι' αυτόν
τον ποιητή του ψεύδους που τόλμησε να
επιχειρήσει ν αγγίξει με χέρια άγαρμπα
εκείνο το Φως που δεν μπορούσε να πιάσει
μένει μόνο η αξιολύπητη όσο και κραυγαλέα
εικόνα της ματαιοδοξίας που δεν κατανοεί
το γελοίον του πράγματος... Αφού η Αξία
δεν αγγίζεται και δε χωρά στον πνιγμένο
αυτάρεσκο λαιμό της επηρμένης μεταξωτής
αμάθειας.
Ακούει
αυτό τον τοξικό παραληρηματικό λόγο
και δεν σκέφτεται καθόλου τον Ποιητή,
αφού ο Ποιητής είναι εκεί στον Παρνασσό
του Μεγάλος. Δεν σκέφτεται κανείς τον
Διονύσιο Σολωμό, τον δικό μας, τον Εθνικό
Σολωμό, τον πανανθρώπινο. Αναρωτιέται
για το περίεργο ανθρωπάκι που είναι
κουρδισμένο και μιλάει ανερμάτιστα, με
αμετροέπεια, άγνοια, αναρωτιέται ΓΙΑΤΙ
μιλάει; Επειδή ο Ποιητής δεν είναι εδώ
να τον σβήσει από το χάρτη μ' ένα Λόγο.
Μα ο Ποιητής ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ! Και είπε μια φορά
-ό,τι κι αν είπε είναι επίκαιρα πάντα-
«Νέοι
συμμαθητάδες! Μάθετε την επιστήμη και
την αρετή δίχως να υπερηφανεύεσθε -και
δεν θα υπερηφανευθείτε, αν αληθινά
μάθετε την επιστήμη και την αρετή. Αλλά
μη παραχαμηλώσετε ποτέ την κεφαλή, διότι
θα βρεθούν πολλά άτιμα και αχρεία χέρια
έτοιμα να σας την πλακώσουν»
(Διον.
Σολωμός, Πανεπιστήμιο Παβίας 1816)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου