Γράφει
η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Οι
ιστορίες του Δημήτρη Κωστόπουλου,
συγκεντρωμένες όλες σε έναν τόμο με τον
τίτλο Ο Φονέας και ο φονιάς, είναι εν πρώτοις
αληθινές. Εν πρώτοις μόνο. Γιατί, πέρα
από αθλητικές είναι η ιστορία της
καθημερινής ζωής του νεότερου Έλληνα,
εκείνου που βγαίνοντας από ένα μεγάλο
πόλεμο και από έναν φριχτό εμφύλιο, ενώ
ακόμη ήταν ανεπούλωτες οι πληγές από
τη Μικρασιατική Καταστροφή, την επακόλουθη
προσφυγιά και τη φτώχεια του ελληνικού
κράτους, είχε να αντιμετωπίσει και άλλα
πολλά δεινά. Οι ιστορίες του, δηλαδή,
είναι βιώματα μιας παιδικής ηλικίας ή
νιότης που πέρασε διά πυρός και σιδήρου
και ανδρώθηκε στην ψυχροπολεμική περίοδο
και λίγο αργότερα στα χρόνια της
δικτατορίας για να καταλήξει στην
περίοδο της καταναλωτικής κοινωνίας,
με έσχατη απόληξη την πλήρη ανατροπή·
την παρούσα κρίση. Η άνοδος και η πτώση.
Η απελπισία, η ελπίδα και πάλι η απελπισία.
Η παλίντρονος απελπισία, με πειραγμένα
τα λόγια του Ηράκλειτου, επικεντρωμένη
στις λαϊκές συνοικίες. Ο Κωστόπουλος,
ας το πούμε από την αρχή, ξέρει να
αναμεταδίδει πολύ καλά και την ιστορία
και το ποδόσφαιρο. Η «αναμετάδοσή» του
δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους
επαγγελματίες του είδους.
Στην
πρώτη ιστορία, η περιγραφή της Ομόνοιας,
όπως ήταν πριν από την τελευταία της
αναμόρφωση, με «το σιντριβάνι του
Ζογγολόπουλου στη μέση» δίνει, πέρα από
τον τόπο, το χρονολογικό στίγμα. Για την
ακρίβεια ο τόπος είναι τα Νέα Σφαγεία,
κάπου στον Ταύρο. Ποδοσφαιρική ομάδα
ο Φωστήρας,
με τα χρώματα του Βυζαντίου, αφού οι
ιδρυτές ήταν από την Κωνσταντινούπολη.
Κύριο πρόσωπο των δρωμένων είναι ο
Λάκης, «Παιδί για όλες τις δουλειές και
τις κλοτσιές», που «διέσχισε όλη την
προπολεμική φτώχεια και ιστορία» με
μοναδική μνήμη μια μουτζούρα στη
φωτογραφία της εφημερίδας κοντά στις
γραμμές του τρένου: Ο Βενιζέλος όρθιος
να υπόσχεται στους πρόσφυγες σπίτια
και οικόπεδα. Ο Λάκης, μειονεκτικός στο
δέμας και όχι μόνο, θα προσκτηθεί το
χλευαστικό παρωνύμιο ο Λάκης ο «Τίποτας».
Και επειδή η φύση από τη μια και η κοινωνία
από την άλλη τον σημάδεψαν και δεν του
άφησαν άλλη επιλογή, με την απόρριψη
από τον περίγυρο συσσωρευμένη, θα γίνει
άθλιο όργανο μιας ανέντιμης εξουσίας
και θα «εξελιχτεί» σε Λάκης ο «Καρφής»,
καρφώνοντας στην αστυνομία, τι κάνει
ο καθένας και κυρίως, ποιος διαβάζει
Αυγή.
Σε αντάλλαγμα για τα καρφώματα των
συμπολιτών του έχει πάρει περίπτερο.
Έχει παντρευτεί και τη Λίτσα. Έχει γίνει
νοικοκύρης και οικογενειάρχης, αλλά η
Λίτσα θα ερωτευτεί ένα παλικάρι αντάξιό
της και όταν ο Λάκης αντιληφθεί τι
παίζεται πίσω από την πλάτη του, εκείνον
θα τον σφάξει κι εκείνην θα την πυροβολήσει.
Κι έτσι θα εξελιχθεί έτι περαιτέρω σε
Λάκης ο «Φονιάς». Σαν τον Ριχάρδο
Γ΄ του Σαίξπηρ, τηρουμένων
βέβαια των αναλογιών και των απέραντων
διαφορών, ο Λάκης ο οπαδός του Φωστήρα,
μια πιθαμή άνθρωπος, θα αποδώσει με το
δικό του τρόπο δικαιοσύνη. Και όλα αυτά,
ενώ στο ραδιόφωνο ο σπήκερ θα αναμεταδίδει
λαχανιασμένος τις φάσεις του αγώνα
Φωστήρας - Ολυμπιακός.
Στη
δεύτερη ιστορία ο χώρος είναι το
Περιστέρι, ο τέταρτος σήμερα δήμος της
Ελλάδας σήμερα και η ποδοσφαιρική ομάδα
του ο Ατρόμητος.
Το Περιστέρι, ένας κρανίου τόπος, είναι
η συνοικία που στέγασε τις προσφυγικές
ξύλινες παράγκες. Όταν φυσούσε ο αέρας
έπαιρνε και στέγες και ανθρώπους, το
καλοκαίρι οι λαμαρίνες έψηναν τους
ενοίκους και το χειμώνα οι βροχές τους
έπνιγαν. Και επειδή «Όταν ναυαγεί μια
μεγάλη ιδέα ξεκινάει μια μικρότερη: η
εκβιομηχάνιση της χώρας» ξεφυτρώνει
στις όχθες του Κηφισού το εργοστάσιο
του Λαναρά. Αργότερα, στα χρόνια της
δικτατορίας χτίζονται οι προσφυγικές
πολυκατοικίες, επιτέλους. «Αγκαλιά με
την υπερβολή, η απελπισία προσπαθούσε
να γίνει ελπίδα» και η συνοικία εξελίσσεται
και ο Ατρόμητος αλλάζει κατηγορία. Οι
απόφοιτοι του ΙΑ΄ Γυμνασίου, τα παιδιά
της τότε φτωχογειτονιάς είναι αστοί
σήμερα, με δάνεια και χρέη που δεν
φαίνονταν αλλά φάνηκαν. Κι επειδή «Τον
δρόμο τον βρίσκεις όπως ο επαρχιώτης
που καταλήγει στην Ομόνοια, όμως τον
χρόνο όχι», οι πρώην φτωχοί (του ’60 οι
εκδρομείς, που έλεγε ο Σαββόπουλος),
συναντήθηκαν για να δουν αγώνα και να
θυμηθούνε τα παλιά της γειτονιάς τους.
Όμως «Πατρίδα μας δεν είναι ένας χώρος
αλλά μια εποχή, εκείνη που είμαστε νέοι»,
λέει ο Κωστόπουλος. Και τώρα πια ο χρόνος
έχει κάνει τη δουλειά του και οι
«κουστουμαρισμένοι» στη ρεγιούνιόν
τους δεν θα ξαναβρούν τη χαμένη νιότη
τους αλλά την εξεγερμένη βαρβαρότητα
των γηπέδων. Θα πρόσθετα πως το παλιό
τραγούδι «βρε, πώς καταντήσαμε που
σαρανταρήσαμε» τους πάει γάντι, αλλά
με τον Χάροντα στο άλογο καβάλα τα
πράγματα είναι πιο σοβαρά για την παρέα
των νεοαστών.
Με
μεγάλο διασκελισμό θα φτάσουμε στη
Λισαβόνα. Εκεί ο Πεσσόα κυκλοφορούσε
στους δρόμους με όλα τα ετερώνυμά του,
και τα λίγα αυτοκίνητα «κυλούσαν από
τη Μαρκές ντε Πόμπαλ προς την Αβενίτα
Λιμπερταδόρες σαν σπασμένες χάντρες
ενός κομπολογιού». Εμβληματικά ονόματα
δρόμων ηρώων και ελευθερωτών. Εδώ, στη
Λισσαβόνα, θα γίνει το μεγάλο μπιγκ
μπαγκ στα αθλητικά μας γεγονότα. Είναι
η Ελλάδα του 2004, η Ελλάδα του Γιούρο
(Χέρια
ψηλά κι όλα τα φτάνω/ έλα να πάμε την
Ελλάδα πιο πάνω
και Σήκωσέ
το, το τιμημένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ να
περιμένω),
στο στάδιο Ντα
Λουζ,
το Φως θα λάμψει και θα πλημμυρίσει από
ελληνικές σημαίες και πρόσωπα βαμμένα
με ελληνικά χρώματα. Η Ιστορία όμως και
πάλι θα ξετρυπώσει πίσω από το εκκωφαντικό
ποδοσφαιρικό γεγονός για να μας δείξει
με ποιο τρόπο ο πρόσφυγας από τη Σμύρνη
βρέθηκε στην Αμερική και έκανε προκοπή
και περιουσία. Και την ευκαιρία θα δώσει
η 4η
Ιουλίου, ημέρα Ανεξαρτησίας της Αμερικής,
αλλά και ημέρα που το 2004 η Ελλάδα θα
κατακτήσει τον τίτλο της πρωταθλήτριας
της Ευρώπης. Στις κερκίδες του Ντα
Λουζ
γίνεται χαμός από τα εθνικά χρώματα και
τα τραγούδια της περίστασης. Το κορίτσι
με το μπλουζάκι «Σάκις», μοιάζει με
υπόσχεση ότι μετά τη Γιουροβίζιον, το
Γιούρο, έχει σειρά για να πανηγυρίσουμε.
Οι Έλληνες της Αμερικής γιορτάζουν της
δεύτερης πατρίδας την εθνική γιορτή,
ενώ στην Πορτογαλία το γήπεδο σείεται
από εθνικό ενθουσιασμό και στην Ελλάδα
πανηγυρίζουν έξαλλα όλοι. Η υποδοχή
στους «ήρωες» ποδοσφαιριστές γίνεται
σαν να γυρίζουν νικητές από όλες τις
εκστρατείες, σαν να κέρδισαν όλα τα
Νόμπελ και όλα τα Όσκαρ. Βασανισμένος
λαός που ξέσπασε, σαν όλες τις Αίτνες
και τους Βεζούβιους του πλανήτη, σε μια
έκρηξη χαράς. Σαν να ήθελε να αποτινάξει
από πάνω του αιώνες σκλαβιάς, μιζέριας
και καταπίεσης και να δώσει χαρά σε μια
γη αιματοβαμμένη, κατακαμένη από
εθνικές περιπέτειες και εμφύλιες
συμφορές. Πού να ήξερε τι έμελλε να
ακολουθήσει·
όμως «το μέλλον μας θυμόταν από τότε»,
λέει ο Κωστόπουλος. Δηλαδή, η μοίρα μάς
την είχε στημένη. Πάντως το γκόλ του
Άγγελου Χαριστέα έκανε τους απανταχού
Έλληνες να ουρλιάξουν από εθνική
συγκίνηση. Ο Κωστόπουλος πόντο πόντο
περιγράφει τον αγώνα και πόντο πόντο
τις αντιδράσεις των Ελλήνων στο σπίτι,
στο μπαρ, στο ταξί. Με μια τεθλασμένη
διαδρομή η αφήγηση μετακινείται από τη
Λισσαβόνα στην Αθήνα, από την Αθήνα στην
Αμερική και πάλι στη Λισσαβόνα. Και από
τον ενθουσιασμό πάλι πίσω στο ιστορικό
γεγονός και από εκείνο στο κοινωνικό
και πολιτικό σχόλιο. Δεν μας αφήνει
τελικά να χορτάσουμε τη «χαρά» της
περίστασης. Σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω
από το χαρμόσυνο γεγονός καιροφυλακτούν
τα ιστορικά γεγονότα που θέλουμε να
κάνουμε πως ξεχάσαμε. «Όταν
αλλάζεις τον τρόπο που βλέπεις τα
πράγματα, τότε τα πράγματα που βλέπεις
αλλάζουν» λέει ο Κωστόπουλος, μεταφέροντας
στον αναγνώστη του τη ρήση του Μαξ
Πλανκ. Και ακριβώς αυτό κάνει κάθε
στιγμή. Φωτίζει από αλλού τα γεγονότα.
Επιστροφή
στα κείμενα, στα γήπεδα, στις φτωχογειτονιές,
στα νέα παιδιά με τα καμένα όνειρα, τη
ματωμένη αθλητική φανέλα, την τραγική
Βασούλα, τα μαστουρωμένα κλεφτρόνια,
τους αποδεκατισμένους άντρες της Ελαφράς
Ταξιαρχίας, την Ποίηση της ήττας και
τον Μανόλη Αναγνωστάκη που δεν παραδέχεται
ότι η Ποίηση της γενιάς του είναι Ποίηση
της ήττας, του ήρωά του διηγήματος όμως
είναι, τον τροπικό κυκλώνα στο Μπαγκλαντές
με τους εκατό χιλιάδες νεκρούς. Στο
φόντο οι Beetles και οι Pink
Floyd, η Λίβερπουλ εναντίον
της Γιουβέντους, η κατάρρευση της
κερκίδας με τριάντα εννέα νεκρούς και
εκατοντάδες τραυματίες. Συμπέρασμα η
φράση του Αλμπέρ Καμύ, τερματοφύλακα
της Ρασίν Ουνιβερσιτέρ κάποτε: «Η μπάλα
δεν πάει ποτέ εκεί που περιμένεις».
Ούτε του Καμύ ούτε των ηρώων των διηγημάτων
η μπάλα πήγε εκεί που περίμεναν, πόσο
μάλλον όταν μερικές φορές «η μπάλα δεν
είναι στρογγυλή».
Ο
Κωστόπουλος έχει συμπλέξει το ποδόσφαιρο
και την ιστορία και αυτή η σύμπλεξη
μοιάζει σαν να θέλει να δείξει πως και
στη ζωή, όπως και στο ποδόσφαιρο τα
φάουλ, τα γκολ και τα πέναλτι έχουν τις
συνέπειές τους, μόνο που στη ζωή είναι
και τραγικές. Διατρέχοντας την επιφάνεια
(«Πώς μας ενώνει και
πώς μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή»
τραγουδούσε κάποτε ο Λουκιανός,
σχολιάζοντας με τον τρόπο του την
επιφάνεια του γεγονότος), εκείνη η
λαχανιασμένη, η ασθμαίνουσα φωνή του
ραδιοφωνικού σπήκερ ή του τηλεοπτικού
αναμεταδότη, μεταφερμένη έξω από το
γήπεδο είναι η φωνή μιας Ελλάδας με
πολύ μεγάλες και χαίνουσες πληγές, η
ανάσα της εποχής, οι κρυφές λαχτάρες,
τα βάσανα και το άγχος για μια αξιοπρεπή
έξοδο από τη μιζέρια.
Ο
Κωστόπουλος έχει τον τρόπο του να
μετατρέπει την αλήθεια σε μυθιστόρημα,
να μεταπλάθει το πραγματικό γεγονός σε
λογοτεχνικό, να εκμεταλλεύεται τα
πολιτιστικά δρώμενα, να παραπέμπει σε
συγγραφείς και βιβλία, να ανασύρει από
την πλατιά τοιχογραφία του ελληνικού
ποδοσφαίρου τα ονόματα των αθλητών που
μας συγκίνησαν, να τεκμηριώνει τις
πληροφορίες του, να προσκομίζει τα
πορτρέτα, όπως ο Ροσινιόλ (και το κέντρο
του), ο Τσιτσάνης και η Νίνου, ο Βενιζέλος,
ο Παττακός, τα εργοστάσια του Λαναρά
και της Πειραϊκής-Πατραϊκής, οι
διαφημίσεις, τα ονόματα οι δρόμοι, οι
ποδοσφαιρικές ομάδες, τα γήπεδα, τα
έκτροπα. Και όλα αυτά να τα συνθέτει σε
αφήγημα γοητευτικό για τον αναγνώστη.
Η Ελλάδα που αντιστέκεται,
να πάλι ένας στίχος του Σαββόπουλου που
τον επικαλείται, είναι η Ελλάδα των
απλών ανθρώπων που έγιναν αστοί και των
υποβαθμισμένων κάποτε περιοχών που και
αυτές αστικοποιήθηκαν. Και τα μεγάλα
ατού της αφήγησης, μεταξύ άλλων, η δύναμη
της περιγραφής, η ανατροπή της επιφάνειας,
ο ωμός ρεαλισμός και συχνά η ποιητική
διατύπωση. Ο συγγραφέας ανέσυρε από την
εφηβεία του τα όνειρα γιατί ξέρει ότι
«χωρίς τα όνειρα η εφηβεία θα ήταν
γεράματα», όπως πιστεύουμε πολύ καλά
πως ξέρει ότι πρέπει να φτάσουν τα
γεράματα για να καταλάβουμε ότι τα
όνειρα γεννιούνται για να διαψευστούν.
Λέει ακόμα πως «Από όλες τις μελαγχολίες
αυτή του έρωτα είναι που σκοτώνει τις
νύχτες»·
η άλλη πάντως σκοτώνει και τις μέρες.
Τελικά,
ποιος είναι ο Φονέας και ποιος ο Φονιάς;
Ο ασυναίρετος καθαρευουσιάνικος τύπος
ή ο συντμημένος δημοτικός; Στην πάλη
των τάξεων, των γενεών και των εποχών,
ας προσθέσουμε και αυτήν των γλωσσών.
Όλα στο ίδιο καζάνι βράζουν. Και ο χρόνος,
αυτός είναι ο φονιάς, τρέχει να προλάβει
τα νέα φονικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου