Στὴ
Μνήμη τὴν ἱερή τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ
παπποῦ, ποὺ γιόρταζαν...
Ποιός,
λοιπόν, σέ βεβαιώνει ὅτι αὐτό τό
ἐρείπιο πού ἀντικρύζεις τούτη τήν
ἀπόβραδη ὥρα εἶναι τό σπίτι σου;
Ἔχεις πειστήρια, παλιές φωτογραφίες,
κάποια ἀντικείμενα πού νά κλείνουν
μέσα τους τίς παλιές τίς θύμησες, τίς
βιωματικές ἐκεῖνες καί τρανές στιγμές
πού καθορίζουν τήν ἄμεση τή σχέση
σου μέ αὐτόν τόν σωρό ἀπό πέτρες
καί ξύλα; Κοιτάζεις, ψάχνεις καί
προσπαθεῖς νά στήσεις ἕνα σκηνικό
διάφορο ἀπ᾿ αὐτό πού βλέπεις. Ἔτσι,
ἐπιστρατεύεις ὅλες σου τίς δυνάμεις
καί πασχίζεις νά ξαναζήσεις κάποιες
χτεσινές, μακρυνές, ὧρες πού πέρασες
κάτω ἀπ᾿ αὐτά τά ξύλα, ἀπ᾿ αὐτές
τίς πέτρες: τούς μοναδικούς, δυστυχῶς,
μάρτυρες τοῦ περάσματός σου ἀπ᾿
αὐτόν τόν τόπο. (Ἀλήθεια, πῶς
ἀποκρυπτογραφεῖς τή γλώσσα τῶν ἄψυχων
ἀντικειμένων, ὅπως εἶν᾿ ὅλ᾿ αὐτά
ἐδῶ γύρω σου;)
Τό
σκηνικό στήνεται ἀνάμεσα σέ τοῦτο
τό σωρό καί παρουσιάζει τούτη τή
φορά, τά Πρόσωπα ἐκεῖνα πού ἀγάπησες
καί σ᾿ ἀγάπησαν. Πρόσωπα ἱερά, σιμά
σέ μιά μισοσκότεινη γωνιά τοῦ σπιτιοῦ.
Εἶναι χειμώνας καί γιορτή· ἡ γιορτή
τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί μιά σιωπή
ἁπλώνεται στό γύρω χῶρο, καθώς τά
Πρόσωπα ἐκεῖνα, τῆς Μάνας δηλαδή,
τῆς Γιαγιᾶς καί τοῦ Παπποῦ στέκουν
σιωπηλά, κρυσταλωμένα καί στοχαστικά
κοιτᾶνε τή φωτά πού μεγαλώνει στό
τζάκι.
Μοσχομυρίζουν
τά πεῦκα, ἀνεβαίνει, ὅπως τό λιβανωτό,
τό καμμένο ρετσίνι πού συνοδεύεται
ἀπό τό τρυφερό τό ἄρωμα τοῦ σκίνου
καί τῆς κουμαριᾶς.
Φωτίζονται
τά πρόσωπα ἀπό τίς φλόγες, παίρνουν
μιάν ὄψη χλωμή, ἁγιωτική, εὐλογημένη.
Ὅλοι κοιτᾶνε τή φωτιά πού χαρίζει
ζεστασιά, θαλπωρή, συντροφεύει τούς
λογισμούς, τρέφει τήν ψυχή μέ μιάν
ἰδιότυπη καλωσύνη...
Ἔχουν
τελειώσει οἱ ἐπισκέψεις τῶν λίγων
συγγενῶν πού ἦρθαν ἀπό νωρίς, ἐκεῖ
στό σύνορο τῆς μέρας μέ τή νύχτα, νά
ποῦνε τίς εὐχές γιά τόν Παπποῦ, γιά
τόν Πατέρα. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς
σιωπῆς, τῆς ἀναπόλησης καί τῆς
ἐπιβεβαίωσης πώς γιά φέτος ἡ γιορτή
τέλειωσε... Τοῦ χρόνου πάλι.
Πάνω
στή γκλαβανή ἀπομένει
τό τραπέζι στολισμένο, μέ τά λίγα
ποτήρια τοῦ ρακιοῦ, τά ἀμυγδαλωτά
πού περίσεψαν καί κατά κύριο λόγο
μέ τή στερνή τήν ἀτμόσφαιρα πού
δίνει στή γιορτή: ἔτσι ὅπως ἀντικρύζεις
τίς δειλινές τοῦ ἥλιου ἀκτίνες ν᾿
ἀποχαιρετοῦν τή μέρα.
Ἡ
φωτιά καίει, ἡ λάμπα χαμηλώνει, τά
στρωσίδια ἑτοιμάζονται... Ἔξω πήζει
τό σκοτάδι. Ὁ ρόχθος τῆς θάλασσας
πού ξεσπάει στά θεμέλια τοῦ νησιοῦ
ἀκούγεται τώρα πιό δυνατός. Συνοδεύει
τίς ἀναπνοές τῶν κοιμισμένων κι
ἀποσταμένων σωμάτων πού ὀνειρεύονται
ὅτι θά ξαναγιορτάσουν τοῦ χρόνου καί
πάλι. Αὐτή τή φορά ὅμως μέ τόν Πατέρα
μαζί. Ἔτσι, πιστεύουν, ἐλπίζουν,
αἰσθάνονται. Γιά νἄρθει ὁ ὕπνος στά
βουρκωμένα βλέφαρα.
Ἡ
βροχή ἄρχισε. Τή μπέρδεψες, θαρρῶ, μέ
τά δάκρυά σου...
Σάββατο,
6 Δεκ. 2003
π.
κ. ν. κ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου