ΜΕ
ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ
ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Η
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών [6/11/15, ΜΜΑ], σε
συνεργασία με την
Πρεσβεία της Δανίας και το Ινστιτούτο
της στην Αθήνα,
γιόρτασε τα 150 χρόνια από τη γέννηση του
Carl
Nielsen [1865-1931] και
του Jean
Sibelius [1865-1957]
με ένα πρόγραμμα άκρως ενδιαφέρον, στην
ανάδειξη του οποίου συνέβαλε τα μέγιστα
η συμμετοχή του διεθνώς καταξιωμένου
βιρτουόζου του κλαρινέτου Σπύρου
Μουρίκη, επίλεκτου μέλους της Κρατικής
Ορχήστρας Αθηνών.
Το
πρώτο έργο, «Εισαγωγή
σ’ ένα δράμα»,
του Έλληνα συνθέτη Αντίοχου Ευαγγελάτου
[1903-1981], συνοδοιπόρου και διαδόχου του
Μανώλη Καλομοίρη στην ηγεσία της Εθνικής
Σχολής, ευτύχησε από την ερμηνεία του
Εσθονού αρχιμουσικού Μήκελ Κύτσον και
της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών που
έδωσαν έμφαση στις αντιθέσεις των
θεμάτων και ανέδειξαν τα δραματικά και
λυρικά μέρη με συναίσθημα και φαντασία.
Η Εισαγωγή γράφτηκε το 1937 και παίχτηκε
την άνοιξη του 1938 υπό τον Φιλοκτήτη
Οικονομίδη.
Ο
Carl
Nilsen [1865-1931],
Δανός βιολονίσταςi,
συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας,
έγραψε το
Κοντσέρτο
για Κλαρινέτο και Ορχήστρα, έργο 57
για τον συμπατριώτη του κλαρινετίστα
Aage
Oxenvad, ο
οποίος και το έπαιξε για πρώτη φορά το
1928. Το Κλαρινέτο έχει βαθιές ρίζες στην
Αρχαία Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Μέση
Ανατολή και τη Μεσαιωνική Ευρώπη. Το
μοντέρνο κλαρίνο αναπτύχθηκε την εποχή
του Μπαρόκ και ονομάστηκε chalumeau,
από την Ελληνική λέξη Κάλαμος, ήταν
λαϊκό όργανο, πρόγονος του σύγχρονου
κλαρινέτου. Τα έργα για κλαρινέτο είναι
περιορισμένα· τα σημαντικότερα κοντσέρτα
δεν ξεπερνούν τα δέκα.
Ο
Nilsel
άκουσε το
1921 την πρόβα ενός κουιντέτο πνευστών
σε έργα του Mozart
και μαγεύτηκε από τον ήχο τους. Σύντομα
έγινε φίλος του συνόλου για το οποίο
συνέθεσε ένα έργο. Επιθυμούσε όμως να
συνθέσει για το κάθε μέλος του κουιντέτου
ένα έργο ξεχωριστό. Ωστόσο, δύο μόνο
κατάφερε να συνθέσει. Το
κοντσέρτο για φλάουτο
[FS119], το
1926 και δυο χρόνια αργότερα το Κοντσέρτο
για Κλαρινέτο και Ορχήστρα,
το οποίο είχαμε την τύχη να το ακούσουμε
από τον Κερκυραίο δεξιοτέχνη
Σπύρο Μουρίκη.
Το παίξιμο του Μουρίκη διακρίνει φινέτσα,
κομψότητα, καθαρότητα. Το λαμπερό του
ηχόχρωμα και η φραστική του πλαστικότητα,
αντανακλούν τον εσωτερικό του πλούτο,
την τρυφερότητα και ευαισθησία, αλλά
και τη βαθιά μεθοδική μελέτη και ανάλυση
που προσεγγίζει τη μουσική γραφή και
κάνει την ερμηνεία του ασύγκριτη. Με
όλες αυτές τις αρετές ανέδειξε θαυμάσια
το έργο, έχοντας ισότιμους συμπαραστάτες
του τον αρχιμουσικό Μήκελ Κύτσον και
την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Ο
Jean
Sibelius, Φινλανδός
συνθέτης του ύστερου ρομαντισμού και
του πρώιμου μοντερνισμού, αναγνωρίστηκε
σαν εθνικός συνθέτης στην πατρίδα του
και ως ο μεγαλύτερος Φινλανδός συνθέτης
διεθνώς. Στην αρχή εμπνέεται από τους
Γερμανούς, γρήγορα όμως διαπιστώνει
ότι μπορεί να αντλήσει την έμπνευσή του
από τις πηγές των μύθων και των ηρωικών
θρύλων της πατρίδας του και δεν αργεί
να γίνει εθνικό σύμβολο της Φινλανδίας.
Ο Sibelius,
εκτός από
τις Επτά
Συμφωνίες, έχει
ένα πλούσιο συνθετικό έργο στο οποίο
συμπεριλαμβάνεται
και
το μοναδικό
του Κοντσέρτο
για βιολί
έργο
47, [1904],
το συμφωνικό
ποίημα Φινλανδία,
έργο 26, που
τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο, καθώς
και το χορωδιακό, Kullervo,
[1892], με το οποίο παίρνει ισόβια επιχορήγηση
από την κυβέρνηση, ενώ με το έργο του
Kalevala,
αναδεικνύει
την ανθρώπινη φωνή σε μία σύνθεση με
πάνω από εκατό τραγούδια για φωνή και
πιάνο. Στα αριστουργήματά του
συγκαταλέγονται και τα τελευταία έργα
του, Η Τρικυμία,
έργο 109, από το ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ,
και το συμφωνικό ποίημα Tapiola
εμπνευσμένο από τα πνεύματα του δάσους,
γραμμένα και τα δύο το 1926.
Τη
Συμφωνία
αρ. 2 σε ρε
μείζονα, έργο 43, από
τις δημοφιλέστερες,
άρχισε να
γράφει στην Ιταλία το 1901 και την ολοκλήρωσε
στη Φινλανδία.
Η πρεμιέρα της δόθηκε από την Helsinki
Philarmonic Society στις
8 Μαρτίου του 1902 υπό την διεύθυνση του
συνθέτη. Μετά την πρεμιέρα έκανε ορισμένες
αλλαγές και η αναθεωρημένη εκδοχή της
παρουσιάστηκε στις 10 Νοεμβρίου στη
Στοκχόλμη υπό τον Armes
Jarnefelt.
Η
Συμφωνία φαίνεται να έχει διαφορετικές
αναγνώσεις,
η κάθε μια από τις οποίες φωτίζει λεπτές
πτυχές της σύνθεσης. Ο αρχιμουσικός
Μήκελ Κύτσον με την Κρατική Ορχήστρα
Αθηνών, σε ένα συγκερασμό ερμηνειών,
ξεδίπλωναν μία μία αυτές τις πτυχές.
Ανέδειξαν την πατριωτική έξαρση που
εκφράζει ο συνθέτης, όντας ενταγμένος
με τους καταπιεσμένους συμπατριώτες
του που αναζητούσαν την ανεξαρτησία
τους από τον Σουηδικό και Ρώσικο ζυγό.
Μέσα από εσωτερική θλίψη, αναδείχθηκε
έξοχα ο θρήνος ενός ολόκληρου λαού από
τα φαγκότα, συνοδευόμενα από τα
κοντραμπάσα και τα βιολοντσέλα που
σκόρπισαν ρίγη συγκίνησης. Το τρομακτικό
άγγελμα του πένθους των χάλκινων πνευστών
ήρθε να κατευνάσει η γλυκιά παραμυθητική
μελωδία των εγχόρδων. Σαν βάλσαμο ήχησε
η μελωδικότητα της συμφωνίας, βαθιά
επηρεασμένης από τα Ιταλικά ακούσματα,
όπου λάμπει το μεσογειακό πνεύμα που
τόσο επηρέασε τους μεγάλους ευρωπαίους
συνθέτες, για να έρθει σαν αντίστιξη η
συγκλονιστική εσωτερικότητα της ψυχρής
πινελιάς του Βορρά. «Είναι
σαν ο Παντοδύναμος να σκόρπισε τα
κομμάτια από ένα μωσαϊκό του παραδείσου
και να μου ζήτησε να τα συνταιριάσω»,
εξομολογήθηκε ο συνθέτης. Αυτό το
συνταίριασμα των σκόρπιων ψηφίδων
του παραδείσου
πέτυχε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και
μας έδωσε τη χαρά της θέασής του.
-------------------------------------------------------------
i Προτιμούμε
να κάνουμε χρήση του όρου βιολονίστας
και βιολονίστα [από το γαλλικό Violonist]
και όχι βιολιστής και βιολίστρια και
τούτο γιατί αν και σήμερα σημαίνει το
ίδιο, στο παρελθόν ο όρος βιολιστής
σήμαινε το μουσικό που έπαιζε βιόλα.
Επίσης προτιμούμε την καθιερωμένη λέξη
πιανίστας και πιανίστα και όχι πιανίστρια
αφού κανένας γλωσσικός κανόνας δεν μας
εμποδίζει να κάνουμε χρήση του όρου
αυτού, καθ όσον και οι δύο λέξεις είναι
δάνεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου