Γράφει
η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Η
Επιστολογραφία ως φιλολογικό είδος
φαίνεται πως ανήκει οριστικά στο
παρελθόν. Οι πολύ ενδιαφέρουσες επιστολές
που μας έδωσαν άνθρωποι του πνεύματος
και της τέχνης, οι χρησιμότατες πληροφορίες
τους για άλλους ομοτέχνους τους, η άποψή
τους για θέματα πνευματικά κοινωνικά
ή πολιτικά ανήκουν πλέον στο παρελθόν.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει συρρικνώσει
το είδος στα βιαστικά ηλεκτρονικά
μηνύματα. Πάει πια η αλληλογραφία που
αντάλλασσαν μεταξύ τους σημαντικοί
άνθρωποι με θησαυρούς απόψεων, γνωμών,
εξομολογήσεων και πληροφοριών. Επιστολές
λογοτεχνήματα ή λογοτεχνικά δοκίμια,
κείμενα που δεν γράφονται πια.
Από
την ξεχασμένη εποχή της ακμής, ακόμη,
της επιστολογραφίας, ο Διονύσης Σέρρας,
λόγιος και ποιητής από τη Ζάκυνθο, φέρνει
στο φως τα ανέκδοτα Γράμματα του Μαρίνου
Σιγούρου προς τον Αλ. Καββαδία, τα οποία
βρίσκονταν στα χέρια του Νίκου Γρυπάρη.
Οι επιστολές, εννέα τον αριθμό, γράφτηκαν
όλες το έτος θανάτου του Σιγούρου, στο
διάστημα δυόμισι μηνών, από 14-6-1961 έως
30-8-1961, και απευθύνονταν στον φοιτητή
τότε Καββαδία, ο οποίος είχε αρχίσει
την έρευνα γύρω από την επτανησιακή
γραμματεία και επ’ αυτής ζητούσε
πληροφορίες από τον Σιγούρο. Ο αριθμός
των επιστολών, σε ένα τόσο σύντομο
χρονικό διάστημα αποτελεί, εκτός των
άλλων, και δείκτη του ενδιαφέροντος από
την πλευρά του Σιγούρου. Για κάθε μία
από αυτές τις επιστολές υπάρχουν
σημειώσεις χειρόγραφες του Γρυπάρη,
σχόλια και υπομνηματισμοί για περαιτέρω
επεξεργασία και πρέπει να ζητήθηκαν
από τον ίδιο για να τις μελετήσει και
να τις εκδώσει. Ο αδόκητος θάνατός του,
όμως, εμπόδισε την έκδοση και οι επιστολές
παρέμειναν στα χέρια της χήρας, Ευρυδίκης
Γρυπάρης, μέχρι την παράδοσή τους στον
Σέρρα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ο
χρόνος έτρεξε, η έκδοση επετεύχθη τώρα.
Ο
Σέρρας, ως συστηματικός μελετητής,
εμβριθής ερευνητής και άξιος επιστήμων,
κάνει μια λεπτομερή περιγραφή αυτών
των επιστολών, του τόπου κατοικίας του
συντάκτη τους, στο Ακρωτήρι
Ζακύνθου, και του
παραλήπτη τους, στην Νέα
Ελβετία, στην Αθήνα.
Και εκτιμά ότι οι επιστολές αυτές
συγκροτούν «ψυχοπνευματικό γέννημα ή
αποτύπωμα της τελευταίας περιόδου ή
των στερνών ημερών της ζωής του Μαρίνου
Σιγούρου», ότι τα «μιλήματα» αυτά είναι
γενικότερου ενδιαφέροντος, συνιστούν
μια «εύγλωττη μαρτυρία για το ήθος και
το ύφος ή για τη σκέψη και τη στάση ζωής»
του συντάκτη τους, εφόσον το ενδιαφέρον
του πολυμαθούς Σιγούρου δεν περιορίζεται
στο επιστημονικό μόνο επίπεδο αλλά και,
όπως προκύπτει από τις επιστολές,
εξαπλώνεται με μια σχέση μοναδική,
πολυφωνική και πολυσύνθετη σε πολλά
θέματα παλαιά και σύγχρονα της Επτανησιακής
Σχολής, καθώς και της ευρύτερης
νεοελληνικής και ιταλικής πνευματικής
ιστορίας και λογοτεχνικής ζωής.
Στις
επιστολές αυτές αναφέρεται με τη σειρά:
στον Ιταλό νεοελληνιστή Nicola
Catone, τον Νικόλαο Σοφιανό,
τον Λεοπάρντι, τον Κωνσταντίνο Σολδάτο,
τον Γεώργιο Καλοσγούρο. Παραθέτει δύο
ποιήματα της συλλογής του Άσβηστη
Φλόγα (και εξ αφορμής
γίνεται λόγος για τον Μαρκορά, τον
Σολωμό, τον Πολυλά, την Δενδρινού), στη
συνέχεια μιλάει για τον Μαρτελάο, τον
Φάνη Μιχαλόπουλο (που επικρίνει το
βιβλίο του για τον Σολωμό) και τη σχέση
του Σολωμού με τη γλώσσα. Συνεχίζει με
τον Γρ. Ξενόπουλο, δίνει οδηγίες για τη
συγγραφή μιας «Ιστορίας της Επτανησιακής
Λογοτεχνίας», προβαίνει σε εκτιμήσεις
για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και τον
αδελφό του Σπύρο, μιλά για τον Αντ.
Μάτεση, το περιοδικό Νουμάς,
τη δημοτική γλώσσα, πάλι για τον Πολυλά,
για τη διατριβή, την οποία θα εκπονήσει
ο Σπ. Καββαδίας με θέμα «Καθαρεύουσα
και Διον. Σολωμός», αναφέρει ακόμα τον
Λορέντζο Μαβίβη και, τέλος, κάνει λόγο
για τον δεκαπεντασύλλαβο, τον Έκτορα
και Ανδρέα Σιγούρο και τον Στέφανο
Μαρτζώκη. Χαρακτηριστικός όλων των
επιστολών είναι ο τρόπος με τον οποίο
παραπέμπει, γράφει, σχολιάζει. Γιατί
εκείνο που ιδιαιτέρως εκτιμά και τονίζει
ο Σέρρας είναι το πλήθος και η πολυσημία,
η όλη «εικόνα» και ο «χαρακτήρας» αυτών
των επιστολών. Αν, μάλιστα, βρεθεί και
το συμπλήρωμά τους, δηλαδή οι απαντήσεις
σ’ αυτές τις επιστολές ή τα τιθέμενα
ερωτήματα, θα φωτίσουν καλύτερα το
περιεχόμενό τους.
Η
έκδοση του παρόντος βιβλίου θα μπορούσε
να θεωρηθεί επετειακή, αφού συμπληρώνονται
εκατόν τριάντα χρόνια από τη γέννηση
του Σιγούρου και, παρά ένα, σαράντα από
το θάνατο του Γρυπάρη. Έτσι τιμώνται
και οι δύο για την προσφορά τους, η οποία
μπορεί να είναι χαμηλόφωνη, αλλά, όπως
λέει ο Σέρρας, είναι «πολυεπίπεδη» και
άπτεται όλων των πεδίων του πνεύματος
και μεταξύ αυτών και της επιστολογραφίας
που έχει, επίσης, δικαιωθεί και από «την
πένα» του πολυσχιδούς και πνευματώδους
Διονύση Ρώμα. Πολύ ενδιαφέρον και το
απόσπασμα που παραθέτει από τα γραπτά
του Α. Ρώμα: «Δεν υπάρχει
τίποτε, νομίζω, συγκινητικώτερο και πιο
διαφωτιστικό για την ‘‘μικρή ιστορία’’
από τα παλιά κιτρινισμένα γράμματα. Δεν
είναι ανάγκη να φωτίζουμε καμμιά σκοτεινή
πτυχή της ιστορίας… το γράμμα μιας
μάνας στην ξενητεμένη κόρη της είναι
αρκετό για να μας μεταδώση τη λεπτή
νοσταλγική μυρωδιά μιας εποχής που
πέρασε… Η ελαφρότερη κουβέντα, το πιο
ανόητο κουτσομπολιό χρωματίζει ξάφνου
τόσο έντονα τον λησμονημένο αποστολέα
… σε βαφτίζει κυριολεκτικά μέσα στο
κλίμα» [Εδώ βρίσκουμε
μια ανάλογη παρατήρηση του Γιώργου
Σεφέρη προς τον Γιώργο Θεοτοκά με αφορμή
τη μόδα των Ημερολογίων
της εποχής τους, στην οποία θίγει τη
σημασία των απλών καθημερινών καταγραφών:
«Το ημερολόγιο δεν είναι όλες οι στιγμές
μας, μήτε η πεμπτουσία της ζωής μας, αλλά
το σημάδι , σχεδόν τυχαίο, μιας οποιασδήποτε
στιγμής κάθε τόσο, κι όχι πάντα της
σπουδαιότερης… ‘‘Γιατί θες να
διαγράψεις μια στιγμή του εαυτού σου;’
Ρωτώ» (Μέρες
Γ΄, σελ. 177)].
Με
την ίδια λογική «η μικρή» αλλά όχι
αμελητέα «ιστορία» των δύο αλληλογράφων
έχει βαρύνουσα σημασία για τον σημερινό
αναγνώστη. Εντυπωσιακή είναι η παράθεση
των επαινετικών επιθέτων / τίτλων που
συσσωρεύει ο Σέρρας για τον «άξιο
μνημοσύνης αποστολέα, τον εμβριθή
Ζακυνθινό, επτανησιολόγο, ποιητή,
πεζογράφο, κριτικό, φιλοσολωμικό
μελετητή, καλλιεπή δημοτικιστή, βιβλιόφιλο
κλπ. Μαρ. Σιγούρο». Και με τις ευχαριστίες
του σε κάθε συνεπικουρήσαντα και ειδικά
στην Φανή Καζαντζή και Θεοδόση Πυλαρινό,
εξαιρετικά μέλη της πανεπιστημιακής
μας κοινότητας, κλείνει την εμβριθέστατη
εισαγωγή του.
Ακολουθούν
οι σελίδες με φωτοτυπημένο δείγμα
ερωτήσεων του Νίκου Γρυπάρη προς τον
Σπυρ. Καββαδία και έπονται οι επιστολές,
με τόπο και ημερομηνία αποστολής σε
έντυπη πλέον εκδοχή. Παράλληλα παρατίθεται
και η ίδια η χειρόγραφη επιστολή, καθώς
και ο φάκελος σε φωτοτυπημένη φωτογραφία.
Σ’ αυτήν, ο σημερινός αναγνώστης, πέραν
της τυπικής μορφής και του ενδιαφέροντος
περιεχομένου της, θα βρεθεί καταπρόσωπο
με την επιμελημένη και καλλιγραφημένη
επιστολή, δείγμα γραφής παλαιάς, την
οποία όλοι μας, πλέον, έχουμε ξεχάσει.
Για κάθε επιστολή ο επιμελητής παραθέτει
τα δικά του σχόλια, διορθώνει και
ενημερώνει για τυχόν λάθη και αβλεψίες.
Από τις επιστολές αυτές ο σημερινός
αναγνώστης θα αποκομίσει στοιχεία και
θα συγκεντρώσει πληροφορίες, τις οποίες
είναι σίγουρο ότι αγνοεί, όπως ότι ο
πρώτος Πολυλάς είναι προτιμότερος του
ύστερου, διότι η «τελευταία γλωσσική»
εργασία του «είναι «σχεδόν η άρνηση
του ξεκινήματός του» και ότι «η Επτανησιακή
Σχολή τιμά κι’ αναγνωρίζει τον πρώτο
Πολυλά». Και μια νόστιμη πληροφορία για
να κλείσουμε, η οποία σχετίζεται με τον
στρατηγό Καλλέργη, τον ήρωα του Συντάγματος
της 3ης
Σεπτεμβρίου 1843, του οποίου σύζυγος ήταν
η Σοφία, το γένος Ράπτη, «μία
των ωραιοτάτων και επιφανεστάτων
Ελληνίδων, δια την χείρα της οποίας
φονικότατοι προ έξ ετών είχον γίνει
πόλεμοι και χωρία εκάησαν και κατεστράφησαν
και εβυθίσθη εις πένθος η Κορινθία».
Ήτοι, η Ελένη της Σπάρτης επανέκαμψε
στην συγχρονότερή μας Ελλάδα. Το βιβλίο
διαβάζεται ευχάριστα και απολαυστικά
και από τις σημειώσεις του. Ο άνθρωπος
του σπουδαστηρίου αλλά και όποιος άλλος
με πνευματικά ενδιαφέροντα θα απολαύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου