Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Η γιορτή της μνήμης του Αγίου μας, στις 17 του Δεκέμβρη, είναι η δική μας, η οικογενειακή γιορτή του. Σε αντίθεση με αυτήν του Αυγούστου, που έχει πανελλαδικό χαρακτήρα, η επέτειος της κοίμησής του, κρατά ακόμα εκείνη την ζεστή και οικεία σχέση του Ζακυνθινού με τον Πολιούχο και Προστάτη του και όλα σ’ αυτήν θυμίζουν την μεγαλόπρεπη απλότητα του γνήσιου Επτανησιακού χώρου.
Ο Άγιος στο νησί μας, έτσι όπως απλά τον λέμε, δίχως την χρήση του ονόματός του, μια και είναι ο ένας και μοναδικός, είναι κυριολεκτικά η κορυφή της θρησκευτικής πυραμίδας και σ’ αυτόν προστρέχουμε πρώτα απ’ όλα σε χαρές και λύπες. Παρ’ ότι θεολογικά δεν ευσταθεί, έχει αντικαταστήσει σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις και αυτόν τον ίδιο το Θεό. «Άγιέ μου!», λέμε κάθε που υπάρχει ανάγκη, όπως οι άλλοι λένε «Θεέ μου!» ή «Παναγία μου!» και ο μοναδικός μας όρκος είναι το «μα τον Άγιο». Επίσης συχνά χρησιμοποιούμε τις εκφράσεις «δεν έμεινε Άγιος», «θα μας ξεχάσει και ο Άγιος» ή και αυτήν την πιο συνηθισμένη «ο Άγιος να βάλει το χέρι του», δίνοντας με τον τρόπο μας στη ιερή μορφή του όλα τα πρωτεία. Επίσης, όσο και αν σας φανεί παράξενο και παράδοξο, υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι δηλώνουν άθεοι, αλλά παρ’ όλα αυτά … πιστεύουν στον Άγιο, ο οποίος υπάρχει και είναι ολοζώντανος δίπλα μας και κοντά μας.
Τη νοοτροπία αυτή δύσκολα μπορεί να την καταλάβει ένας μη Ζακύνθιος ή πιο σωστά ένας μη Επτανήσιος, μια και τα ίδια συμβαίνουν και στην γειτονική Κεφαλονιά και στην όμαιμη Κέρκυρα, με τους δικούς της προστάτες, Γεράσιμο και Σπυρίδωνα, αντίστοιχα.
Θυμάμαι, που όταν είμαστε παιδιά, τις ημέρες των εξετάσεων, τον Φλεβάρη και τον Ιούνιο, καταφεύγαμε στο «Δωμάτιο του Αγίου», εκεί που στην εκκλησία του φυλάσσεται η ασημένια λάρνακα με το ιερό σκήνωμά του, για να μας δείξει το μάθημα, το οποίο θα έπεφτε. Ανοίγαμε τα βιβλία και τα πετάγαμε μπροστά του και είχαμε την πεποίθηση πως ο πολιούχος μας, τον οποίο αισθανόμαστε περισσότερο συμπολίτη και γείτονα (και έτσι τον ένοιωθαν και τον νοιώθουν όλοι οι Ζακυνθινοί) θ’ άνοιγε στην σελίδα που είχε επιλέξει ο καθηγητής μας για να μας εξετάσει και έτσι θα μας απάλλασσε από σκοτούρες και περιττά διαβάσματα, γενόμενος και αυτός συμμαθητής και καταλαβαίνοντας τον καημό μας.
Δεν ξέρω και δεν θυμάμαι αν κάποιες φορές άνοιγε το βιβλίο στην επίμαχη σελίδα και αν έτσι γράφαμε καλά. Μα ούτε και αυτό έχει σημασία. Η ουσία βρίσκεται στην ενέργεια, η οποία δείχνει την υπέρμετρη οικειότητά μας με την ιερότερη μορφή του τόπου μας και την ανάγκη να τον θεωρούμε δίπλα μας και κοντά μας, ολοζώντανο και συνοδοιπόρο.
Αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα κλείνουν και δύο εκφράσεις, οι οποίες συχνά μπαίνουν, σχεδόν ασυναίσθητα στα χείλη του κάθε Ζακυνθινού, όταν απευθύνεται στον Άγιό του και δείχνουν και οι δύο το πόσο συνδημότη τον αισθανόμαστε και τον πιστεύουμε.
Η πρώτη είναι η επίκληση «Άγιο μου Κορμάκι», την οποία όλοι ανεξαίρετα έχουμε χρησιμοποιήσει, όχι μονάχα σε δύσκολες περιπτώσεις, αλλά και στο αντίκρισμα της μορφής ή και της εκκλησίας του. Είναι η επαλήθευση της ένσαρκης παρουσίας του και η ανάγκη να τον έχουμε κοντά μας, φίλο και συγγενή, συνεργάτη και συνδαιτυμόνα. Επίσης μ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζουμε την ανάγκη μας για την αφθαρσία και τη νίκη του θανάτου, κάτι που για μας χαρακτηριστικά εκφράζεται στην μορφή του Αγίου μας.
Η δεύτερη είναι η φράση – επίκληση «ο Μεγάλος Αφέντης», η οποία λέγεται συχνά και δεν αναφέρεται στην ευγενική καταγωγή του και επειδή η φαμίλια των Σιγούρων ήταν γραμμένη στο Libro d’Oro (αυτό το υπερνικά και το ξεπερνά η αγιότητα), αλλά επειδή η μορφή του επίσκοπου της Αίγινας είναι για τον Τζαντιώτη η πιο ευγενική των αιώνων και του αξίζουν αιώνιοι τίτλοι και ευσεβής υποταγή. Με τον τρόπο αυτό ο πιστός δίνει στον Προστάτη του τα πρωτεία. Του παρέχει τα δεδομένα. Ενώνει γη και παράδεισο.
Συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, «βοήθεια μας ο Άγιος» και «αύριο με καλό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου