Τὸ ἐρέθισμα γιὰ νὰ γράψω τὸ σημείωμα αὐτὸ μοῦ τὸ ἔδωσε μιὰ ἀνακοίνωση κι ἕνα ὄνομα.
«7 νέοι καλλιτέχνες ἐκθέτουν τὰ ἔργα τους στὸ cinemarian, σὲ ἓνα εἰκαστικὸ τριήμερο... 14, 15 καὶ 16/11...».
Εἶδα λοιπόν, ὅτι μεταξὺ τῶν ἑπτὰ αὐτῶν νέων, καὶ γιὰ μένα
προσωπικὰ ἄξιων
καλλιτεχνῶν, ὑπάρχει καὶ ἕνα κορίτσι,
τὸ ὁποῖο τιμᾶ τὴν πατρίδα
του, τὴ Σκόπελο καὶ φυσικὰ τὴν ἴδια τὴν Τέχνη.
Πρόκειται γιὰ τὴν Πολυξένη Μαρλίτση τοῦ Εὐαγγέλου καὶ τῆς Κοκκίτσας,
τῆς ὁποίας τὸ τάλαντο ποὺ τῆς χάρισε ὁ Θεὸς εἶναι καὶ ἐπαινετὸ καὶ ξεχωριστό.
Γιατὶ ἀγαπάει ὅ,τι κάνει καὶ -τὸ κυριώτερο-
αὐτὰ ποὺ ζωγραφίζει
εἶναι κομμάτια
τοῦ ψυχισμοῦ της,
σημάδια τῆς καρδιᾶς της, ὥστε ὁ κάθε ἀναγνώστης τῶν εἰκόνων της, δηλαδή, τῶν εἰκαστικῶν ἐκθεμάτων της
νὰ προσπαθήσει
νὰ
χαρτογραφήσει τὸν μέσα της κόσμο, ποὺ εἶναι τόσο
πλόυσιος, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εὐαίσθητος καὶ τρυφερός.
Ἡ Ξένια, ὅπως τὴ γνωρίζουμε
στὸν τόπο μας,
δὲν εἶναι ἐπαγγελματίας
στο χῶρο της, ἀλλὰ κινεῖται μὲ ἱεραποστολικὸ ζῆλο καὶ τρόπο ὑπέυθυνο, ὥστε νὰ ὑψώνεται στὰ χερια της ἡ ζωγραφικὴ κι ὄχι νὰ γίνεται ἀντικέιμενο
προς θέα ἤ αὐτοεπίδειξη. Γιατὶ τότε δὲν ὑπηρετεῖται ἡ Τέχνη καὶ δὲν διακονεῖται, ἀλλὰ
μεταβάλλεται σὲ ἐμπορεύσιμο εἶδος, δίχως ἔμπνευση καὶ τὸ κυριώτερο,
δίχως τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τὴν ἐνισχύει.
Ἡ Ξένια ἄρχισε ἀπὸ τὰ μικρά της
χρόνια νὰ ζωγραφίζει
τοπία τοῦ τόπου της, ἀλλὰ καὶ νὰ «ἱστορεῖ» κάποιες εἰκόνες, ἀπὸ αὐτὲς δηλαδὴ ποὺ ἔβλεπε στὶς ἐκκλησιές τοῦ νησιοῦ καὶ ὄχι μόνο. Κι
εἶχαν τὴ χάρη τους ἐκεῖνα τὰ πρωτόλεια ἔργα της,
γιατὶ ἕνα μικρὸ κορίτσι τὸ νὰ κλείνεται
στὸ σπίτι καὶ νὰ δημιουργεῖ, εἶναι κάτι τὸ ἐπαινετὸ ἀπὸ τὴ μιά, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη
φανερώνει τὸ πλούσιο μεταλλεῖο ποὺ κρύβει μέσα
της. Κάτι ποὺ ἄρχισε νὰ φαίνεται μὲ τὶς σπουδές της, τόσο στὴ Σχολὴ Ἁγιογραφίας τῆς Ἱ. Μ.
Δημητριάδος, ὅσο καὶ στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τῆς Ἀθήνας. Καὶ μπορεῖ οἱ Σχολὲς αὐτὲς νὰ τῆς ἔδωσαν τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια καὶ τοὺς κώδικες ἐκείνους βάσει τῶν ὁποίων θὰ μποροῦσε πιὰ νὰ
δημιουργήσει, ὅμως ἐκείνη προσπάθησε νὰ βρεῖ τὸ δικό της, τὸ προσωπικό ὕφος,
προβάλλοντας ἔτσι, μὲ κόπους πολλοὺς καὶ προσπάθειες,
τὸ δικό της
χαρακτήρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κατάφερε νὰ συμμετάσχει σὲ ἐκθέσεις ζωγραφικῆς εἰπράττοντας
τοὺς δίκαιους ἐπαίνους γιὰ τὰ ἔργα της, τὰ ὁποῖα ἀποπνέουν μιὰ νοσταλγία, ἀλλὰ καὶ μιὰ χαρμολύπη.
Ἔτσι ἡ σειρὰ ἔργων της «Ἡ Σκόπελος τῆς Μνήμης» (ἐγὼ θὰ πρόσθετα καὶ τῆς τιμῆς), ποὺ ὑπῆρξε καὶ ἡ πτυχιακή
της ἐργασία, γίνεται
ὁ θεμέλιος
λίθος στὴν ὅλη της
διαδρομή, καθὼς τῆς καθορίζει πιὰ τὸ προσωπικό της ὕφος καὶ τῆς χαρίζει τὴ σφραγίδα τὴν ἀναμφισβήτητα
δική της: τὴ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς. Τῆς δωρεᾶς τῶν ἀνθρώπων τῶν δικῶν της, στοὺς ὁποίους βρῆκε ὄχι μονάχα τὴ θεματική, ἀλλὰ περισσότερο τὰ βιώματα ἐκεῖνα ποὺ πλάθουν μέσα της εἰκόνες. Εἰκόνες
φορτισμένες μὲ μνῆμες καὶ γεγονότα πασπαλισμένα πότε μὲ χρυσόσκονη,
πότε μὲ γκρίζο
χειμωνιάτικο φόντο. Εἰκόνες τοῦ Πατέρα καὶ τῆς Μάνας, τοῦ παπποῦ καὶ τῆς γιαγιᾶς, τοῦ θείου Τζών, τοῦ Δημητράκη... Ὅλα τοῦτα τὰ πρόσωπα, καὶ ἄλλα ἀκόμη, ἀνεβαίνουν στὴν ψυχή της
κι ὕστερα γίνονται
μὲ τὰ χρώματα ποὺ τὰ συνθέτει καὶ καταθέτει στὸ μουσαμᾶ εἰκόνες, πότε
χλωμές, πότε φωτεινές, ὅμως πάντα τυλιγμένες σ᾿ ἕνα θάμβος
περίεργο, ἀλλὰ καὶ ἱερὸ συνάμα, γιατὶ ἡ ἀπόσταση τοῦ χρόνου φέρνει αὐτὸ τὸ ἀναγκαῖο, θὰ τὸ ἔλεγα, σὐθαμπο. Γιατὶ μὴ λησμονοῦμε καὶ κατι τὸ κορυφαίο καὶ ἀναμφίβολα
ξεχωριστό: Ὁ καλλιτέχνης εἶναι καὶ ἄνθρωπος. Καὶ μιὰ ἀπό τὶς ἀνθρώπινες λειτουργίες του εἶναι κι ἡ εὐαισθησία, ἡ ὁποία στὴ συνέχεια
παράγει τὸ βούρκωμα τῶν ματιῶν. Τὸ λυτρωτικὸ ἐκεῖνο
βούρκωμα...
Μὲσα, λοιπόν, ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σύθαμπο ἀγναντεύει ἡ Ξένια τοὺς δικούς της ἀνθρώπους καὶ μετὰ μᾶς τοὺς παραδίνει ζωγραφισμένους. Ζωγραφισμένους κι ἀρυτίδωτους,
μὲσα στὴν ἀνοιχτὴ θαλασσιὰ ἐπιφάνεια νὰ ταξιδεύουν
μέσα στὸ Χρόνο μαζὶ μὲ τὶς θύμησες,
μαζὶ μὲ τὴν γοητεία ποὺ ἀσκοῦν πάνω της τὰ ἱερὰ καὶ πάντα
ζωντανὰ μέσα της πρόσωπα τῶν δικῶν της ἀνθρώπων:
Ζώντων ἤ κεκοιμημένων.
Γι᾿ αὐτὸ κι οἱ πίνακες αὐτοὶ ἀφήνουν σ᾿ ὅποιον τοὺς προσέξει μὲ σεβασμὸ καὶ φιλοτιμία μιὰ νοσταλγία καὶ μιὰ χαρμολύπη περίεργη. Νοσταλγία τῶν προσώπων
καὶ χαρμολύπη
γιὰ τὶς στιγμές, τὰ γεγονότα ποὺ πέρασαν μὲν ὡστόσο
παραμένουν μέσα στὶς ζωγραφιὲς φωτεινά, ἀνόθευτα κι ἁγνά.
Εἶναι τιμὴ, στ᾿ ἀλήθεια, γιὰ τὴ Σκόπελο αὐτοὶ οἱ νέοι καλλιτέχνες. Τιμή, γιατὶ
στεφανώνεται ἡ «μικρὰ τους πατρίδα» μὲ τὴν προσφορά
τους. Ποὺ εὐχόμαστε νὰ ἔχει καλὴ κι εὐλογημένη
συνέχεια.
(Ὑπόμνημα στὶς εἰκόνες: Εἰκ. 1. Μὲ τὴ Μητέρα τους τὰ δύο ἀδέλφια: ἡ Ξένια καὶ ὁ
Δημητράκης. Εἰκ. 2. Πάλι μὲ τὴ Μητέρα τους τὰ παιδιά.
Μόνο ποὺ διακρίνεται κι ἡ ὀρφάνεια... Εἰκ. 3. Μὲ τὸ θεῖο Τζών, τὸν τρυφερὸ καὶ ἄκακο Τζών).
1 σχόλιο:
Τα βιώματα αναπτυγμένα στο χρώμα της απουσίας, εκπληκτική η δουλειά σου Ξένη.........καμαρώνω
Δημοσίευση σχολίου