Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ
ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Επιθυμία μου, χρόνια τώρα,
ήταν να βρεθώ στην Κέρκυρα στην λιτανεία του Πρωτοκύριακου. Είχα πολλές φορές
παρακολουθήσει όλα τα άλλα πρετσεσία του προστάτη του νησιού, ιδιαίτερα αυτό
της 11ης Αυγούστου, αλλά ποτέ το οικογενειακό τού Φθινόπωρου. Και
αυτό γιατί κάθε που το αποφάσιζα, κάποια υποχρέωση προέκυπτε, συνήθως συνέδριο,
και πάντοτε ανέβαλα το ταξίδι μου, αν μπορώ να ονομάσω «ταξίδι» την μετακίνησή
μου σ’ ένα από τα άλλα Επτάνησα και μάλιστα στους Κορφούς. Φέτος, όμως, το
κατόρθωσα και αληθινά το χάρηκα ιδιαίτερα.
Στο βορειότερο νησί του Ιονίου, όπως ίσως
γνωρίζετε, ο Άγιος «βγαίνει», κατά την δική μας έκφραση, τέσσερις φορές το
χρόνο, αλλά όχι την ημέρα της μνήμης του, στις 12 Δεκεμβρίου. Οι λιτανείες
αυτές γίνονται από τους εκεί συμπατριώτες μας σε ανάμνηση ισάριθμων θαυμάτων
του «Υπέρμαχου της Πρώτης Συνόδου» και κρατούν και αυτές την μοναδική
μεγαλοπρέπεια των νησιών μας. Βάζοντάς τες σε χρονική σειρά η πρώτη γίνεται την
Κυριακή των Βαΐων, η δεύτερη το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, μαζί με τον
Επιτάφιο, στην οποία ο Άγιος χοροστατεί, ως Ιεράρχης, η τρίτη στις 11 Αυγούστου
και η τελευταία, όπως ήδη αναφέραμε, την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου, γι’ αυτό
λέγεται και Πρωτοκύριακο.
Η λιτανεία αυτή τελείται σε μνήμη της
διάσωσης του νησιού από την επιδημία της πανούκλας, η οποία αποδεκάτισε τον
πληθυσμό του το 1673 και το σταμάτημά της αποδόθηκε στον Πολιούχο, όπως εμείς σε παρόμοιες περιπτώσεις
αποδώσαμε την σωτηρία της Ζακύνθου από πανώλη στους Αγίους Πάντες, τους Αγίους
Τεσσαράκοντα, τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Χαράλαμπο, θεσπίζοντας ανάλογες
περιφορές των εικόνων τους.
Πραγματοποιήθηκε, λοιπόν, φέτος η επιθυμία
μου και το ξεκίνημα του τελευταίου φθινοπωρινού μήνα με βρήκε στην Κέρκυρα, για
τον ποθούμενο συνεορτασμό. Είχα την τύχη μάλιστα αυτή τη φορά να αισθανθώ παντελώς
οικείος, μια και δύο καλοί και πολύτιμοι φίλου δεν με φιλοξένησαν απλά,
αλλά μου παραχώρησαν ένα σπίτι τους στο
κέντρο της πόλης και στο επίκεντρο του εορτασμού, στην Πλακάδα σχεδόν του
Αγίου, απέναντι από την εκκλησία της Παναγίας των Ξένων και έτσι γιόρτασα και
εγώ σαν γνήσιος και καθαρόαιμος Κορφιάτης.
Μα δεν ένοιωσα μόνο πούρος Κερκυραίος την
σημαντική αυτή για το νησί ημέρα, αλλά βίωσα για μια ακόμα φορά τα κοινά μας,
νομίζοντας πως δεν βρίσκομαι σε ένα άλλο νησί του Ιονίου, αλλά στο δικό μου.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την στιγμή του
πρωινού της Κυριακής, σαν ξύπνησα και άνοιξα τα παράθυρα. Μια χαρούμενη κίνηση
υπήρχε στην κεντρική οδό, από ένα πλήθος που μιλούσε τραγουδιστά, όπως και σε
μας και η πρώτη κουβέντα που άκουσα ήταν τα «χρόνια πολλά». Αληθινά νόμισα πως
ήταν το πρωινό της 17ης Δεκεμβρίου και έβγαινα στο μπαλκόνι μου,
στην «Φωσκόλου», περιμένοντας να περάσει ο δικός μας Άγιος.
Μετά αντίκρισα τα κόκκινα πανιά, που
κρέμονταν στα μπαλκόνια και τα παράθυρα. Ίδια εικόνα με την δική μου γειτονιά,
άλλο αν εκεί πάνω τα λένε «δαμάσκο» και εμείς «πεύκια». Προπάντων, όμως, ήταν ο
Άγιος, που πέρασε, όπως και ο δικός μας, τιμητικά τοποθετημένος κάτω από το
βελούδινο μπαλντακίν(ο), που και εκεί άκουσα να το ονομάζουν «ουρανό».
Κοινή η ιστορία, κοινή η πορεία, κοινός και
ο πολιτισμός των Επτανήσων. Σημαντικό μάλιστα πως η ίδια κεντρική ιδέα
εκφράζεται πανομοιότυπα σε κάθε νησί, με τις απαραίτητες βέβαια και
δημιουργικές παρεκκλίσεις του καθενός, οι οποίες εκφράζουν την διαφορετικότητα
της ίδιας αισθητικής.
«Σκόλες» στην λιτανεία της «Κέρκυρας»,
«καπίτο(υ)λα» στις δικές μας. Το ίδιο ακριβώς νόημα, εκφρασμένο με άλλη λέξη. «Μπάσματα»
η γιορτή της απόδοσης εκεί πάνω, «Μπασίματα» σε μας, αλλά και στις δύο
περιπτώσεις η μπάντα να παίζει μέσα στο ναό. Μυρτιές σε μας ή πιο σωστά
μερτίες, δάφνες σε κείνους, αλλά η δοξαστική τιμή του Αγίου η ίδια.
Πίνοντας, δε, καφέ και συζητώντας με φίλους
μετά την λιτανεία, στο πολυθρύλητο Λιστόν, έμαθα πως και οι Κερκυραίοι, όπως και
εμείς, την περίοδο των εξετάσεων, πήγαιναν στον χώρο που φυλάσσεται το Σκήνωμα
του Αγίου τους – ίδια ακριβώς θέση με του δικού μας - και πέταγαν τα βιβλία
τους για να τους δείξει «η Χάρη του» το κεφάλαιο που θα πέσει στο διαγώνισμα!
Ακριβώς αυτό που κάναμε και εμείς παιδιά και ο μακαρίτης ο ηγούμενος μας
φώναζε: «Γλυκιάρικα, δεν πάτε καλύτερα να διαβάστε…!!!». Και αυτό δεν είναι
κοινή επίδραση, αλλά η ίδια ακριβώς αντίδραση, η οποία εκφράζει κοινές
ανησυχίες.
Να, γιατί τα Επτάνησα πρέπει να μείνουν
ενωμένα και αδιαίρετα. Είναι τα δάχτυλα του ίδιου χεριού!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου