ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ
ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ, για τον ποιητή της ομώνυμης
συλλογής ποιημάτων, Παναγιώτη Καποδίστρια, είναι τα πνευματικά δώρα που
προσφέρει στον αναγνώστη του με την κρύφια «εντολή» να τα ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙ και να
εμπλουτίσει το εσώτερο σύμπαν του. Λόγος πυκνός, μας παραπέμπει με τον πρώτο τίτλο του, «Πανουργίες της Ιστορίας», σε πλούσιες
μορφές της τέχνης και κάποτε στην πρωταρχή της. Ποιος να είναι άραγε ο «σιωπηλός ερωδιός ο Αστροφόρος»;
Αναρωτήθηκα με την πρώτη ανάγνωση και ανέτρεξα στον Προοιμιακό Ψαλμό «…του ερωδιού η κατοικία ηγείται αυτών».
Αλλά ο Ποιητής τον χαρακτηρίζει Αστροφόρο, ο φέρων τα άστρα, ο πλασμένος για
τους ουρανούς. Με σπασμένη φτερούγα; Αυτός, ο αθήρευτος; Μεταμόρφωση στη «σκηνή του κόσμου», συμπαράσταση στον «βίο πάροδο», Άγγελος εξ Ουρανού, «συμπάσχων», στη σημαίνουσα γραφή του
γλωσσοπλάστη Ποιητή!
Και καθώς μια
«διαστροφή» με αναγκάζει να απαγγέλω τα ποιήματα, για να ακούω τη μουσικότητα
και τον ρυθμό του ποιητικού λόγου, σηκώνοντας το πέπλο του μυστηρίου από τα ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΗΡΙΑ, μέσα από «μουσικές εξαίσιες», γίνονται σιγά-σιγά
τα Αποκαλυπτήρια.
Και ιδού,
χώρες μακρινές παρελαύνουν μπροστά μου και γίνονται οικείες μέσα από την
λεπταίσθητη ποίηση του Παναγιώτη Καποδίστρια. Στάθηκα στον «Νείλο» να μιμηθώ τον «Ραμσή».
Είδα το «Σιδερένιο Βουνό» της Νότιας
Αφρικής. Άντεξα τις κακουχίες στο «Λορέντσο
Μαρκές» και το πικρό «Welcome to Soweto». Έπαιξα με τα
βότσαλα και τις λέξεις. Αγκάλιασα το «αλλόκοτο μελτέμι από το μέλλον» της
Πάτμου, για να ζηλέψει ο «Άνεμος
Αρχοντάρης». Μαζί με τους άλλους, κι εγώ,
«αρκούμαι σε θροΐσματα του θείου
δυσερμήνευτα». Ο «Χρόνος Μεγαλομάτης»
μού έκανε τη χάρη, το «Κάλλος» να μου
αποκαλύψει της Ζακύνθου.
«Ενώπιον του λαού παντός
και του φίλου Αισχύλου»,
κοιμήθηκα πάνω
στη θυμέλη της Επιδαύρου. Ίσως θεραπεύτηκα, ίσως ονειρεύτηκα, συγκλονίστηκα
όμως σαν είδα
«κι εγώ
τις ροές των χρωμάτων σου θηλάζοντας
όλος μάτια
με κάθε δάκρυ σε θωρώ Δομήνικέ μου».
Κρύφτηκα σε
μια γωνιά του Αγίου Πέτρου και θαύμασα Μιχαήλ Άγγελε μπροστά στην Πιετά σου, ν’ «αφήνεσαι περιπαθής στο χάδι της Μαρίας». Ανέβηκα
στην οροφή της Καπέλα Σιστίνα να συναντήσω τον «Οροφουργό» ν’ αγγίξω το χέρι του Θεού και να ρωτήσω «…πώς απέδωσε / τέτοιο άγγιγμα».
Λάτρεψα
στίχους από τα «Καβαφικά Πεντάστιχα»
«Το λιγομίλητο φως
της ποιήσεως»
«Ρούχο είναι το χάδι
και δείχνεις θεόγυμνος»
«παίγνιο των ανέμων
όσο κι αν ανθίστασαι»
«η λάμπα φέγγει σκότος
μνήμες ανεικόνιστες»
«ανάβεις άκαιρα κεριά
γι’ αυτό καίγεσαι όλος».
Και τι πικρό,
ω Αλεξανδρινέ μου, να… καίγεσαι ακόμα.
Λάτρεψα το
«Σολωμός αλύπιος»
«Απ’ τα λιόφυτα
κρέμεται τ’ αεράκι»
κι εγώ το άρπαξα, αιώνιο φυλαχτό, μη μου το
πάρει άλλος.
Και λάτρεψα το
«Κυρ-Αλεξάνδρου επιβίωση»
«Ακοινώνητος
και αγγελοκρουσμένος
ξεφτίδια όλος
μελαγχολικός
σαν παλτό φθαρμένο
στην αφάνεια».
Αυτός, ο
Άρχοντας του Λόγου, ο Άρχοντας της Ποίησης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
Να θυμηθώ, «τις λέξεις να φυλάξω στο σελοφάν της μη
λήθης», κι αν κάποια μου ξεφύγει, υπάρχει πάντα ο Ποιητής. Και τι περίεργο. Γιατί; «Απών Πανταχού», «εφόσον φύλο φύλο /
ξεφυλλίζεται το φως»; Στην αποβάθρα ώρες αναμονής ή προσμονής. «Η νύχτα στο βάθρο της», πόσο με ξάφνιασε μ’ αυτό το «αυταπατάται»!...
Άκουσα αυλούς
και κρόταλα, ψαλμούς του Δαβίδ, συγχορδίες του Παλεστρίνα και του Αρκάντζελο
Κορέλλι, Γρηγοριανό μέλος, «Στάσιμα στην
Αγιά Σοφιά», όπου ήσαν «όλοι
παρόντες»! Κάποιοι με αγκάλιασαν σφιχτά και μου ψιθύρισαν ότι «μένουν και ανθίστανται στα γεγονότα». Ήσαν οι «σκλάβοι κίονες»!... Γονάτισα
και δάκρυσα, ψάλλοντας βυζαντινούς ύμνους, ενώ άλλοι σκαρφάλωναν στα
παράθυρα να δουν έξω την Πόλη, «την
πάλαι Πόλη».
Εκείνος
προχωρούσε, «αρχαγγελικός και
ανυπόδητος». Ανυπόδητη κι εγώ ακολουθούσα ώρες ολόκληρες κι αναρωτιόμουν,
πώς θα περάσω «στο κατώι του χαμού»,
χωρίς την αρχαγγελική χάρη. Προσπαθώ, «κάνω
την πέτρα μου καρδιά». Τον βλέπω ν’
ανοίγει δρόμο «στην αιώνια λιακάδα», τρέχω
να προφτάσω να μπω, μα σταματώ απότομα καθώς ακούω «τον καλπασμό της αυγής». Και κρατώ την ανάσα μου, μήπως «ο
Έρως απών» φανεί κάποια στιγμή...
Περιπλανήθηκα ώρες πολλές στα δύσβατα ποιητικά μονοπάτια της «Αιώνιας Λιακάδας». Έπεσα,
σηκώθηκα, ξανάπεσα, αλλά δε χάθηκα ποτέ. Μόνη μου έγνοια να φτάσω στο τέλος της
ποιητικής αποστολής, για να κλέψω εκείνο το «Φιλί»,
σιγανά, όπως μου το είπα στο αυτί! Το έκλεψα και δεν έκανα καρδιά να… Φύγω!
1 σχόλιο:
Ἄν ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα ν᾿ άκουστεῖ κι ἡ μουσικὴ ποὺ πασπαλίζει μὲ τὴ λευκή της, τὴν εὐώδη ἄχνη τὸ γραπτὸ τῆς κ. Μαρίας, τότε θὰ εἴμασταν στὸ χῶρο τὸν ἀγγελικὸ τοῦ Οὐρανοῦ κι ὄχι τῆς στεγνῆς καὶ κατὰ πάντα ἄμουσης καθημερινότητας.
Τόσο ἡ προηγούμενη, τῆς κ. Ἀνθουλας Δαιὴλ βιβλιοπαρουσίαση, ὅσο καὶ αὐτὴ τῆς κ. Μαρίας, μὲ γοήτευσαν καὶ μὲ συγκίνησαν: Γιατὶ εἶναι ἀληθινές. Δηλαδή, ἀνθρωπινες καὶ φωτισμένες ἀπὸ τὸ Θεό. π. κ. ν. καλλιανος
Δημοσίευση σχολίου