[Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο Συμπόσιο με θέμα: «Πολιτισμικές εκφράσεις της Επτανησιακής ταυτότητας. 17ος–20ός αι.», στο πλαίσιο των Γιορτών Λόγου και Τέχνης (Λευκάδα, 8-9 Αυγούστου 2014). Αναδημοσιεύεται εδώ από τον διαδικτυακό τόπο της εφημερίδας ΕΡΜΗΣ, 24/9/2014.]
Σήμερα η Ζάκυνθος περνά μια κρίση στην οικονομική της ζωή καθώς και στην πνευματική της υπόσταση. […] Δεν γίνεται τίποτε, μα απολύτως τίποτε για την ανόρθωση της Ζακύνθου. Κατάντησε στις μέρες μας να συγκρίνουν το Κατάκολο και τους μωραϊτάδες με το Άνθος της Ανατολής! Εμείς οι ίδιοι κατηγορούμε το σπίτι μας, τεντώνουμε στο άπειρο τις αδυναμίες μας, αυτοκαταδικαζόμαστε, μοιρολατρούμε σαν ομφαλοσκόποι και δίνουμε με τη στάση μας το δικαίωμα στους ανίδεους ξένους μας, που δεν έμαθαν ποτέ τι σημαίνει Ζάκυνθος, να μας συγκρίνουν με το Κατάκολο! Κι όμως η Ζάκυνθος στάθηκε κάποτε η πνευματική και καλλιτεχνική πρωτεύουσα του νεοελληνισμού! […] Τον καιρό που οι άλλοι ναρκισεύουνται με τους αμανέδες εμείς δίνουμε στο Ρωμέικο έναν Παύλο Καρρέρ κι έναν Πλανύτερο […].
Ίσως μια τέτοια γλώσσα να ηχεί κάπως παράξενα όταν γίνεται αντικείμενο «ακαδημαϊκής» ανάλυσης, αλλά δεν νομίζω ότι ξενίζει όποιον έχει κάποια σχέση με το Ιόνιο: είναι κοινός τόπος. Εκείνο που θέλω σήμερα να εξετάσω είναι τα θεμέλια, οι ιστορικές αιτίες που έκαναν δυνατή μία τέτοια συμπλεγματική θέση περί ανωτερότητας του επτανησιακού κόσμου. Θα επιχειρήσω να μελετήσω ποια είναι η «δυτικότητα» που υπερπροβάλλουν οι Ιόνιοι, πώς αυτή συνδυάστηκε με την προσπάθεια απόδειξης της εθνικότητάς τους, ποιοι μηχανισμοί τη διαιώνισαν και πώς η δυτικότητα από ιστορική πραγματικότητα μετατράπηκε σε ψυχολογική ανάγκη και σύμπλεγμα. Παράλληλα, μελετώντας ποιες εκδοχές της δυτικότητας αποκλείστηκαν από τη συλλογική τοπική συνείδηση και μνήμη, επιμένοντας ιδιαίτερα στην κομβική στιγμή του 1797, θα προσπαθήσω να δείξω την ταξικότητα και την απόλυτη ιδεολογικοποίηση αυτής της μνήμης.
Η συζήτηση μπορεί να γίνει πιο εύκολη αν αντί για «ανωτερότητα» χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ιδιαιτερότητα». Πού εδράζεται λοιπόν η ιδιαιτερότητα αυτή; Οι λόγοι είναι πολλοί και είναι επαρκώς γνωστοί στις γενικές τους γραμμές. Θα τους υπενθυμίσω συνοπτικά.
Οπωσδήποτε, είναι η μακρόχρονη πρόσδεση των νησιών στις ιστορικές τύχες του δυτικού κόσμου. Δεν είναι δίχως σημασία ότι στην περίπτωση του Ιονίου οι κυρίαρχοι υπήρξαν πάντοτε «πολιτιστικά ανώτεροι», κάτι που επηρέασε καταλυτικά τον τρόπο πρόσληψής τους από τους τοπικούς πληθυσμούς. Είναι επιπλέον οι τρόποι «επικοινωνίας» του κυρίαρχου με τον κυριαρχούμενο. Το ζήτημα έχει ιδιαίτερη σημασία, μιας και σχετίζεται με τους βασικούς φορείς αυτής της δυτικότητας. Γιατί αφενός μέσα από την κοινωνική επιβολή και διείσδυση των τοπικών ελίτ και αφετέρου μέσα από τις πολύμορφες επιδράσεις που δέχονταν οι τοπικές κοινωνίες, η διείσδυση του βενετικού στοιχείου, η πραγματική επιβολή του βενετικού «κόσμου» δηλαδή, γινόταν ουσιαστική. Αυτή η επίδραση δεν έχει να κάνει με τη βίωση ανισοτήτων ή αδικιών, δεν έχει να κάνει με την επιθυμία ίσως και ρήξης με το υπάρχον πλαίσιο, γιατί η επίδραση υπήρξε διαρκέστερη και βαθύτερη. Απόδειξη, ότι επιβίωσε και επιβιώνει πολύν καιρό μετά από την ιστορική εξαφάνιση του βενετικού κόσμου, του πλαισίου και της αιτιακής δηλαδή σχέσης.
Μιλώντας για τους κοινωνικούς φορείς της δυτικότητας και για το ιδιαίτερο περιεχόμενό της, χρειάζεται να επισημανθεί μία συγκεκριμένη παράμετρος. Εννοώ την απόλυτη κυριαρχία της πόλης επί της υπαίθρου σε όλα τα επίπεδα, βασική παράμετρο της δημιουργίας της πόλης και της αστικής ταυτότητας στην ευρωπαϊκή εμπειρία. Μέσα στο πλαίσιο που εξασφάλιζε για αιώνες η Κυρίαρχος, η πόλη, μάλιστα η αστικότητα, υπήρξε κεντρικό αίτημα, όχι μόνο γιατί εξασφάλιζε και εμπέδωνε την ανωτερότητα απέναντι της υπαίθρου, αλλά και γιατί αποτελούσε την αναγκαία προϋπόθεση για τη νομική κατοχύρωση του status της ευγένειας.
Επιπλέον, το στρώμα των ευγενών και τα πιο ισχυρά τμήματα των εκτός ευγένειας αστών επιβεβαίωναν ακόμα περισσότερο την επιβολή του κυρίαρχου μοντέλου μέσω της θεσμικής υπεροχής, της οικονομικής δύναμης, του κύρους και του μονοπωλίου της μνήμης. Είναι ανάγκη να επιμείνουμε σ’ αυτά για να κατανοήσουμε το γεγονός ότι η βενετική κυριαρχία, και σε έναν βαθμό και οι επόμενες, δεν παρέμειναν «εξωτερικές», δίχως διάχυσή τους δηλαδή στο εσωτερικό των τοπικών κοινωνιών˙ το αντίθετο. Οι επόμενες δυτικές κυριαρχίες στο Ιόνιο, μέχρι την Ένωση, συνέχισαν τη σύνδεση του τόπου με τη Δύση. Βεβαίως, οι όροι ήταν πλέον διαφορετικοί και τα πράγματα περιπλέκονταν καθώς επιβαλλόταν μία νέα ανάγνωση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος: το εθνικό ζήτημα.
Η πτώση της Βενετίας προκάλεσε μία μεγάλη, αν και στιγμιαία, κοινωνική έκρηξη, αλλά μακροπρόθεσμα οδήγησε σε μυθοποίηση του βενετικού παρελθόντος (βασική προϋπόθεση του σύνδρομου ανωτερότητας για το οποίο μιλάμε). Για την ώρα, επείγει να παρατηρηθεί ότι η πτώση της Βενετίας και ολόκληρος ο δέκατος ένατος αιώνας χαρακτηρίστηκαν από την επικράτηση του εθνισμού. Οι όροι, όμως, διεκδίκησής του ανέδειξαν και επέτειναν την «ιδιομορφία» του τόπου. Κι αυτό γιατί ο «εθνισμός» των Ιονίων υπήρξε ζήτημα διαμάχης, υπήρξε αίτημα προς κατάκτηση και όχι αυτονόητο. Η ίδια η δυτικότητα αποτέλεσε τώρα πρόβλημα, καθώς αυτή ακριβώς προσέκρουε στο μοντέλο του έθνους που διαμορφωνόταν και στο οποίο οι Ιόνιοι ήθελαν να ενταχθούν. Πολλές εκφάνσεις της πραγματικότητας αναδείκνυαν τη δυσκολία: η διαδομένη ιταλοφωνία των τοπικών ελίτ, η μουσική παράδοση και παιδεία, η ζωγραφική και οι άλλες μορφές τέχνης δεν άρμοζαν στον κανόνα της «ελληνικότητας».
Ήταν επίσης και η μη συμμετοχή στη γενέθλια πράξη του έθνους, στο 1821. Βέβαια, αν το Ιόνιο δεν συμμετείχε ως τόπος στη εθνική επανάσταση, συμμετείχε σε μεγάλο βαθμό με ανθρώπινο δυναμικό, αλλά επίσης ως διανοητική και πνευματική παρουσία. Η απουσία δημόσιων τόπων-σημάτων επαναστατικής δράσης έγινε προσπάθεια υστερότερα να αντισταθμιστεί με τον αγώνα των Ριζοσπαστών. Όσο όμως κι αν το Ιόνιο εγκολπώθηκε τις αρχές του εθνισμού και επιχείρησε να συναρμοστεί με την εικόνα του έθνους που δημιουργούνταν, οι επτανησιακές κοινωνίες (οπωσδήποτε οι ελίτ τους) είχαν εξαρχής να αντιμετωπίσουν τη ρητή δυσπιστία, κάποτε και την ανοιχτή αμφισβήτηση, του «εθνισμού» τους από την πλευρά εκείνη ακριβώς από την οποία επεδίωκαν την επιδοκιμασία. Με αμυντικό ή με επιθετικό τρόπο οι ιστοριογράφοι του Ιονίου επιχείρησαν να αποδείξουν την ελληνικότητα των τόπων και των πληθυσμών, ελληνικότητα που έβρισκαν να κρύβεται πίσω από τα δυτικής επιρροής επιφαινόμενα.
Στην κρίσιμη στιγμή της ελληνικής συνειδητοποίησης του Ιονίου, η δυτικότητα αποτέλεσε ένα κρίσιμο ζήτημα πολεμικής και εντός των τοπικών κοινωνιών, καθώς από ένα μέρος των διανοουμένων τέθηκε σε αμφισβήτηση το βενετικό παρελθόν και οι κύριοι εκφραστές του, οι ευγενείς. Η ισχυρή κριτική του Κωνσταντίνου Λομβάρδου εκφράζει αυτό ακριβώς το κλίμα. Ο Λομβάρδος επιχείρησε να διατυπώσει τη γενεαλογία όχι τόσο της εθνικής ιδέας όσο του φορέα της: δηλαδή του λαού. Αν στον τελευταίον αυτόν αναγνώριζε τον θεματοφύλακα της εθνικής ιδέας, στους ευγενείς έβλεπε τους εχθρούς της, εφόσον γι’ αυτόν η εθνική ιδέα γεννήθηκε από την πάλη του «λαού» όχι μόνο με τους «ξένους» αλλά και με τους ευγενείς. Οι ευγενείς όμως, μέρος των οποίων είχε, αν μη τι άλλο, να επιδείξει συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες (και στην ελληνική επανάσταση) αντέδρασαν και στις κατηγορίες του Λομβάρδου και στις ομόλογες κατηγορίες και τους αποκλεισμούς που έρχονταν από την ελληνική λογιοσύνη (Σάθας, Παπαρρηγόπουλος, Ραγκαβής κ.ά.). Διεκδίκησαν ένα «ελληνικό παρελθόν» της ιόνιας ευγένειας, υπερακοντίζοντας σε εθνισμό τους κατηγόρους τους και θέτοντας το ζήτημα στη βάση της συμμετοχής των ευγενών στη διατήρηση του πολιτισμού, άσχετα με το όργανο έκφρασής τους, τη γλώσσα δηλαδή. Αυτή, η «ελληνοποίηση» του παρελθόντος της ευγένειας υπήρξε έργο πολλών, κυρίως του Λαυρέντιου Βροκίνη και του Ιωάννη Ρωμανού.
Σε ένα άλλο επίπεδο, δεν χωράει αμφιβολία ότι η αμφισβήτηση της ελληνικότητας των Ιονίων (ή έστω της έκφρασής της), αλλά και οι δυσχέρειες του κάθε φορά παρόντος, οδηγούσαν, οπωσδήποτε τους ευγενείς αλλά όχι μόνο, σε μια μυθοποίηση του παρελθόντος. Για παράδειγμα, το 1819, οι χωρικοί της Λευκάδας, απολογούμενοι για την εξέγερσή τους, επικαλούνταν το «δίκαιο κράτος» της Βενετίας. Λίγα χρόνια μετά, επί ελληνικού κράτους, τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση του τέλους του αιώνα, την αίσθηση αδικίας, υποκινημένη οπωσδήποτε από τη συμπεριφορά των ελλήνων κρατικών λειτουργών αλλά και από τα παραδοσιακά τοπικά εξουσιαστικά συμφέροντα, θα οδηγούσαν σε μία σαφή αίσθηση «διάψευσης», άρα και καταφυγή στο μυθοποιημένο παρελθόν. Είναι ακριβώς αυτό το πολύπλοκο αίσθημα που εξέφρασε εξαιρετικά ο Γιάννης Τσακασιάνος.
Η μυθοποίηση που φέρνει ο χρόνος˙ οι δυσχέρειες του παρόντος˙ η παραμονή στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας των παραδοσιακών ευγενών και των συμμάχων-ανταγωνιστών τους (των εύπορων αστών): είναι οι κύριοι λόγοι του υπερτονισμού της δυτικότητας, σε συνδυασμό πλέον με τη διαρκή και δυναμική διεκδίκηση της εθνικότητας.
Πώς, όμως, έγινε κατορθωτό να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά οι ευγενείς την καταλυτική κριτική, να επιβάλλουν την ιδεολογία τους και να διαχύσουν στην κοινωνία το δικό τους μοντέλο «δυτικής μνήμης»; Έχω τη θέση ότι αυτό επετεύχθη λόγω της ιδιαίτερης πρόσληψης του εθνικού ζητήματος και μάλιστα λόγω της εξαρχής υπαγωγής του κοινωνικού στο εθνικό: λόγω του επικαθορισμού δηλαδή του πρώτου από το δεύτερο. Αυτή η ερμηνεία θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε επιπλέον την επιλεκτική μνήμη της δυτικότητας και άρα τους αποκλεισμούς, τις «σκοτεινές στιγμές» του δυτικού παρελθόντος των νησιών. Σε αυτό θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας.
Όχι μόνο στο Ιόνιο, αλλά στη συνολική εμπειρία του ελληνικού Διαφωτισμού, η κοινωνική κριτική δεν υπήρξε αυτόνομο ζητούμενο. Εξ ου και η πρόσληψη των προεπαναστατικών κοινωνικών αγώνων και η εγγραφή τους στην προβληματική του Διαφωτισμού είναι συζητήσιμη: αυτή έγινε κυρίως μέσα από την νοηματοδότησή τους ως αγώνων εθνικών, σε συνάρτηση δηλαδή με το αίτημα της εθνικής αποκατάστασης.
Στο Ιόνιο, ίσως λόγω της πιο σκληρής «ταξικής διαστρωμάτωσης», ίσως λόγω της αμεσότερης σχέσης με τα τεκταινόμενα στη Δύση, ίσως όμως και λόγω της ύπαρξης μίας εντόπιας, ευάριθμης βέβαια, αφυπνισμένης διανόησης, συνδεδεμένης με την κοινωνική πραγματικότητα και όχι εξωτερική, όπως σε έναν βαθμό συνέβη στην υπόλοιπη ελληνική εμπειρία, η κοινωνική κριτική –έστω για μία στιγμή μόνο– έθεσε ως στόχο της την υπονόμευση της κοινωνικής ιεραρχίας και της ομόλογης ιδεολογίας: της ευγένειας δηλαδή. Αναφέρομαι στην πολύ γνωστή περίπτωση του Βασιλικού του Αντωνίου Μάτεση, παιδιού του διαφωτιστικού πνεύματος, αλλά κυρίως στη λιγότερο γνωστή και απολεσμένη κωμωδία του Σαβόγια Ρούσμελη Οι Μοραΐται.
Αυτή η αυτονόμηση, έστω στιγμιαία, του κοινωνικού απέναντι στο εθνικό, ίσως λόγω και της καχεξίας των φορέων της, μάλλον όμως λόγω της «επιτάχυνσης» και της νέας νοηματοδότησης που παρατηρήθηκε στα τέλη του αιώνα, δεν πρόλαβε να μορφοποιηθεί, να οργανωθεί και να παράξει καρπούς. Η ιστορική στιγμή οδηγούσε, και όχι μόνο στην ελληνική περίπτωση, στην άνοδο του εθνικού: αυτό έγινε το κυρίαρχο ζήτημα και όλα τα άλλα περιφερειακά. Πολύ γρήγορα, λοιπόν, η κριτική απέναντι στην κοινωνική δομή έπαψε να έχει ως στόχο την ανατροπή της (άρα το αίτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης) και συνδέθηκε με τον βαθμό της «ελληνικότητας» των φορέων της (άρα το αίτημα της εθνικής ελευθερίας). Αυτό έθεσε το ζήτημα σε άλλη βάση, καθώς στον βαθμό που υποχωρούσε η κοινωνική κριτική, υποχωρούσε παράλληλα, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, και η κριτική του παρελθόντος και του παρόντος των ευγενών, που επιβίωναν όχι μόνον ως «πραγματικότητα» αλλά και ως μύθος. Ο ίδιος ο Λομβάρδος που, καθώς είδαμε, εξόριζε τους ευγενείς από τη διαδικασία της εθνικής συνειδητοποίησης και των εθνικών αγώνων, ήταν ο κύριος εκφραστής της επιβολής του εθνικού και του παραγκωνισμού του κοινωνικού από τον πολιτικό αγώνα. Η σκληρή σύγκρουσή του με τους Ριζοσπάστες του Ιωσήφ Μομφερράτου, στα μισά του κρίσιμου αιώνα, έγινε ακριβώς πάνω σε αυτό το ζήτημα. Η μικρή κοινωνική εμβέλεια των ματσινιανών ιδεών του Μομφερράτου και η καθαρή ήττα του στο πολιτικό επίπεδο μπορούν να εξηγηθούν μέσα στον πυρετό του εθνισμού, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι δείκτης καλός για το ζητούμενό μας.
Έτσι, λοιπόν, ακόμα και στα νησιά, όπου η πραγματικότητα θα μπορούσε να συντελέσει στην όξυνση της κοινωνικής κριτικής, η επικαθορίζουσα πραγματικότητα του εθνικού ορίζοντα νοηματοδότησε αλλιώς τα πράγματα, επιτρέποντας στον βασικό φορέα μιας απόλυτα ιδεολογικοποιημένης δυτικότητας όχι μόνο να διατηρηθεί στο προσκήνιο αλλά επιπλέον να «καθαρθεί», να διαχύσει και να επιβάλει τους κώδικές του. Η κομβική στιγμή υπήρξε η Ελληνική επανάσταση. Δεν χωράει αμφιβολία ότι ένα σημαντικό τμήμα των ευγενών οικογενειών συνδέθηκε με την επανάσταση και προσέφερε υπηρεσίες σημαντικές. Με ποιον τρόπο λοιπόν μπορούσε να «καθαρθεί» η ευγένεια; Με την αποσύνδεσή της από το παρελθόν της και με τη συμμετοχή της στην επανάσταση, τη σύνδεσή της με το νέο, το εθνικό περιβάλλον. Μέσα στο ίδιο πνεύμα, στη φιλολογία και στον δημόσιο λόγο της εποχής, παρατηρήθηκε μία άλλη ομόλογη μετατόπιση: η μεταμόρφωση του λαού σε έθνος, άρα η πρόσληψη του κοινωνικού με τους όρους του εθνικού και κατά συνέπεια η συσκότιση των κοινωνικών διακρίσεων και ανισοτήτων. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της οπτικής είναι το έργο του Βαλαωρίτη, μάλιστα ο «Φωτεινός».
Έτσι, η κοινωνική κριτική ανακόπηκε γρήγορα, οι κοινωνικοί αγώνες δεν ευοδώθηκαν σε πολιτικό επίπεδο και το κοινωνικό οικοδόμημα απέφυγε τους θανατηφόρους κλυδωνισμούς. Όταν ξαναεμφανίστηκε στο Ιόνιο, στις αρχές του εικοστού αιώνα, φωτισμένη από τις αρχές του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού και εκφρασμένη από τη μαεστρία ενός μάρτυρα της ίδιας του της τάξης, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, αυτό αναδείχτηκε. Οι Σκλάβοι στα δεσμά τους σκιαγράφησαν εναργώς αυτήν ακριβώς την επιβιωτική κυριαρχία των ευγενών, ακόμα και μέσα στην παρακμή τους, μέσα από την εκ μέρους των αστών υιοθέτηση των βασικών τους κωδίκων, μέσα από τη λεηλάτηση του κύρους αυτής ακριβώς της παρηκμασμένης τάξης. Η οικονομικά παρακμάζουσα, αλλά ιδεολογικά και νοοτροπικά ισχυρή τάξη των ευγενών ήταν διαρκώς παρούσα όταν επρόκειτο να υπερασπιστεί τη μυθολογία της. Αυτό έκανε για παράδειγμα όχι μόνο ελέγχοντας, στον βαθμό που μπορούσε, τη διάθεση και τη δημοσιοποίηση των αρχειακών τεκμηρίων, αλλά και καταπολεμώντας ερμηνείες που μπορούσαν να υπονομεύσουν την ιστορία της.
Την ίδια ακριβώς αιτία βρίσκω και πίσω από τη σιωπή γύρω από το 1797 στην τοπική ιστοριογραφία, αλλά και στην τοπική συνείδηση και μνήμη. Η μελέτη της ειδικής αυτής περίπτωσης μπορεί να φωτίσει ακόμα περισσότερο την ειδικού προσανατολισμού δυτικότητα που επιβίωσε στο Ιόνιο, αλλά και την καταγωγή και τους τρόπους διαμόρφωσής της. Η διετία 1797-1799 «εξορίστηκε» από την τοπική μνήμη. Γιατί, όμως; Γιατί η κρισιμότατη αυτή στιγμή δεν εγγράφηκε στα στοιχεία εκείνα που διαμόρφωσαν τη δυτική ιδιοπροσωπία του χώρου, άρα και την αίσθηση «ανωτερότητάς» του; Γιατί αυτή η μνήμη ήταν κοινωνικά μονοσήμαντη και ιδεολογικά χρωματισμένη.
Αν η μυθοποίηση του δυτικού παρελθόντος των νησιών στηρίχτηκε στους λόγους που αναφέρθηκαν, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε τον λόγο της σιωπής: το 1797-1799 υπήρξε η μοναδική στιγμή κατά την οποία κινδύνεψε πραγματικά το κοσμοείδωλο, η μυθολογία, το κύρος και η εξουσία των κυρίαρχων στρωμάτων. Ακόμα περισσότερο, επειδή η ιστορική εκείνη στιγμή εξέφρασε μία από τις πλέον κρίσιμες τομές του ελληνικού κόσμου στην πορεία του προς τη νεωτερικότητα: την πορεία από την κατάσταση του «υπηκόου» (suddito) σε εκείνη του «πολίτη» (cittadino). Και αυτό, όχι μόνο ως θεωρητικός προβληματισμός, αλλά ως δοκιμασία επί του πραγματικού. Αυτή υπήρξε, με όλη τη δυναμική της ρήξης και τη βιαιότητα της φοράς των πραγμάτων, η μόνη περίπτωση στον ελληνικό χώρο πριν από την κομβική στιγμή της εθνικής μας επανάστασης. Οι Γάλλοι, λοιπόν, και οι έλληνες οπαδοί τους επιχείρησαν να μεταμορφώσουν την κοινωνία, να μεταμορφώσουν το άτομο. Επρόκειτο πραγματικά για μία «αγωγή του πολίτου». Όπως είναι αυτονόητο, αυτό άλλαζε την οπτική της ιστορίας: άσχετα από τη μη ολοκλήρωση της διαδικασίας, αυτό δεν ήταν καθόλου δευτερεύον χαρακτηριστικό της διετίας εκείνης. Ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τον κόσμο του παρελθόντος και τους φορείς του. Η σύγκρουση δεν ήταν καθόλου μικρότερη από το επίδικο ζήτημα της ηγεμονίας και της εξουσίας.
Οι θιασώτες των Γαλλικών ιδεών στην πλειονότητά τους προώθησαν την εθνική ιδέα, συνδυασμένη όμως με τις δημοκρατικές ιδέες που έρχονταν από τη Γαλλική επανάσταση. Ο λόγος τους στράφηκε το δίχως άλλο εναντίον του παλαιού καθεστώτος, εναντίον της τυραννίας και άρα εναντίον των τοπικών του εκφράσεων. Ξεφυλλίζοντας τους λόγους των μελών της Πατριωτικής Εταιρείας δεν μας μένει καμία αμφιβολία ότι το κεντρικό ζητούμενο ήταν, πέρα από τα αυτονόητα εγκωμιαστικά σχόλια για τη Γαλλία, η υπεράσπιση της Δημοκρατίας, της «αρετής» και των φυσικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων.
Η σύνδεση του εθνικού με το κοινωνικό, άρα η διεκδίκηση ανατροπής της κοινωνικής πυραμίδας ως συγκεκριμένη νοηματοδότηση της έννοιας του έθνους αλλά και της προοπτικής της εθνικής απελευθέρωσης υπήρξε το ρήγμα, η σύγκρουση η οποία δεν έληξε με την αποχώρηση των Γάλλων. Όταν με την εκδίωξή τους, ο κερκυραίος ευγενής Αντώνιος Ροδόσταμος έγραφε τη λυτρωτική φράση «Finì dopo venti mesi il Governo Democratico» δεν χαιρόταν μόνο για την αποχώρηση των Γάλλων, αλλά και για την επούλωση του αισθήματος της κοινωνικής ρήξης, για την αναστροφή του χρόνου και την έναρξη της επανεπιβεβαίωσης της κυριαρχίας (οικονομικής και ιδεολογικής) των παραδοσιακών στρωμάτων.
Μετά την απολύτως τραυματική εμπειρία των ετών 1797-1799, μετά τη «γιακωβίνικη στιγμή» του ελληνικού κόσμου, όχι μόνο κυριάρχησε το εθνικό, αλλά και ξεκίνησε μια διαδικασία «εξαφάνισης», ή πάντως υποβιβασμού του 1797 στη συλλογική συνείδηση. Στην πορεία οργάνωσης της μνήμης των νησιών, ενώ η βενετική κυριαρχία μυθοποιούνταν σταδιακά και ισχυροποιούνταν το πιο διαφοροποιητικό στοιχείο της τοπικότητας, το 1797 υποβιβαζόταν σταδιακά, κυρίως λόγω του κοινωνικού χαρακτήρα που ενείχε. Η τοπική ιστοριογραφία υποτίμησε ή ακόμα και υπονόμευσε αυτό το «πολιτικό» στοιχείο και ενέταξε την πρώτη γαλλική παρουσία στο Ιόνιο στην αλυσίδα των ξένων κυριάρχων, τονίζοντας οπωσδήποτε τη «διάψευση» των λαϊκών ελπίδων και κάποτε τη συμβολή του στην πορεία της εθνικής συνειδητοποίησης.
Δεν κάνουμε εδώ μια ιστορία του 1797˙ αυτή μένει να γίνει. Εκείνο που έχει σημασία για τη δική μας συζήτηση, για τη συνείδηση της δυτικότητας του Ιονίου και για τη μυθοποίησή της, είναι οι λόγοι της αποσιώπησης της ιστορικής αυτής στιγμής στην τοπική μνήμη και αυτούς προσπαθήσαμε να αναζητήσουμε. Εντοπίσαμε έναν παράγοντα, εκείνον της απόλυτης εχθρότητας των ευγενών και των κοινωνικών τους παρυφών, του ανώτερου στρώματος των αστών δηλαδή. Σ’ αυτόν θα πρέπει να προστεθεί η μάλλον αναιμική σχέση των ευρύτερων μαζών, κυρίως της υπαίθρου, με τις νέες ιδέες. Κι έτσι, η ηγεμονία των παραδοσιακών στρωμάτων, για πολλές δεκαετίες μετά το 1797, συνετέλεσε στη διάχυση της σιωπής και στην επιβολή της «ταξικής» αλήθειας ως «κοινής αλήθειας»: η «τραυματική στιγμή» των στρωμάτων αυτών έγινε η «τραυματική στιγμή» του συνόλου των τοπικών κοινωνιών, που μέσω της μυθοποίησης εύρισκε το αντίσωμά της στην καταφυγή σε ένα αόριστο, «καλό» βενετικό παρελθόν. Το κοινωνικό ηττήθηκε, το νόημα αποψιλώθηκε, το 1797 «λησμονήθηκε». Η τοπική ταυτότητα δεν το ενσωμάτωσε, η δυτικότητα δεν είχε τρόπο να το αφομοιώσει – σχεδόν κανένας δεν θέλησε να το οικειοποιηθεί, να το διασώσει.
Χρήσεις του παρελθόντος, λοιπόν. Αρχίσαμε με τα χρόνια του Εμφυλίου και θα κλείσουμε γυρνώντας λίγο πιο πριν, στα χρόνια της Ιταλικής Κατοχής στη Ζάκυνθο, για να σημειώσουμε μία ακόμα χρήση αυτής της δυτικότητας – την πιο ακραία. Η ιταλική προπαγάνδα επιχείρησε μέσω του φασιστικού τύπου την αναζωπύρωση αυτής ακριβώς της μνήμης, βεβαίως ιδιαίτερα της «βενετικής». Άλλοτε τονιζόταν το «οικονομικό θαύμα», ο χαμένος παράδεισος, τα «χρυσά χρόνια» δηλαδή, και άλλοτε η βίαιη αποκοπή των νησιών από τον βενετικό ομφάλιο λώρο, ενώ κάποτε την επίσημη προπαγάνδα των Ιταλών φασιστών ερχόταν να ενισχύσει η συνηγορία ντόπιων, οι οποίοι μέσα στις συνθήκες της «επιστροφής» των Ιταλών, υπερτόνιζαν την «Αγάπη των Επτανησίων στην Ιταλία. Το έθνος που τους χάριζε την μόρφωση, την υγεία, την Ευρώπη».
Επρόκειτο για μία άλλη χρήση του «δυτικού παρελθόντος» των νησιών, την οποία επέβαλαν οι στόχοι της φασιστικής Ιταλίας αλλά συνέτρεχαν και όσοι από τους νησιώτες –όχι πολλοί– αισθάνθηκαν τις εποχές να γεφυρώνεται. Αυτή τη χρήση του παρελθόντος θέλησαν να εκδικηθούν άγνωστοι, επίσης νησιώτες αλλά σκεφτόμενοι διαφορετικά από τους προηγούμενους, οι οποίοι τη νύχτα της 23ης προς την 24η Μαρτίου του 1942 έριξαν ακαθαρσίες στην προτομή του κατεξοχήν συμβόλου της σχέσης του Ιονίου και της Ιταλίας: του Ούγκο Φόσκολο. Η ιταλική Κατοχή ήταν η τελευταία φορά που το «βενετικό παρελθόν» επιχειρήθηκε να αναβιώσει. Έκτοτε επιβιώνει κυρίως ως σύμπλεγμα˙ ανωτερότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου