Κάθε
Σάββατο, καὶ κυρίως τὰ χειμωνιάτικα ἐκεῖνα καὶ γκρίζα Σάββατα ποὺ νυχτώνει
νωρίς, κάτι δαγκώνει τὴν ψυχή, καθὼς μιὰ φωνὴ ἀπὸ παλιὰ εἰπωμένη ἀνεβαίνει μέσα
του καὶ τοῦ κοσμεῖ τὰ μάτια μὲ κρύσταλλα πολύτιμα δακρύων καὶ τὴν καρδιὰ μὲ μιὰ
νοσταλγία ἀνείπωτη. Γιατὶ τὰ χρόνια ποὺ περνᾶνε, χρόνια μὲ ἱκανὸ φορτίο ἐμπειριῶν
κι ἀνείπωτου πόνου στολίζουν, ὅσο περνάει ὁ καιρός, ἐκεῖνες τὶς ἀπόβραδες ὧρες
τοῦ Σαββάτου μὲ περίσσια καλωσύνη, ὅπως στολίζεις κάποιο παλιὸ ἔπιπλο καὶ τὸ προσέχεις...Γιατὶ
ξέρεις πὼς ἔχει τὴν ἀξία του, γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται καὶ τὸν καλλωπισμό του.
Κάθε
Σάββατο λοιπόν, τὸ ἴδιο τὸ δάγκωμα στὴν ψυχή... Καὶ πάντα λίγο πρὶν περάσει τὸ
σύνορο ἡ νύχτα καὶ ἀνεβεῖ ἴσαμε τὰ μάτια του. Γιατὶ τὰ Σάββατα ἦταν ἀφιερωμένα
στὴν ἐπίσκεψη τῆς μάνας του, ποὺ ζοῦσε μοναχὴ καὶ σὲ τόπο ἔρημο σχεδὸν...Κι ὄχι
ἄλλο τίποτε, ἀλλὰ ἦταν ἐπιλογή της, ἀφοῦ ἐκεῖ, σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σπίτι ἔζησε ὁλάκερο
τὸ βίο της, σ᾿ ἐκείνη τὴ γειτονιὰ γνώρισε τὴ ζωή, κι ἐκεῖνο τὸ χωριὸ ἦταν ὁ
κόσμος της ὅλος. Κι ἔμενε ἐκεῖ καρτερώντας...
Ἔτσι
τὰ Σάββατα ἀνέβαινε κατὰ κεῖ νὰ τὴ δεῖ, νὰ ταχτοποιήσει κάποια πράγματα, νὰ τὰ
ποῦνε. Κι ἦταν ἐκεῖνα τὰ Σάββατα στολισμένα μὲ λουλούδια, εὐωδιὲς καὶ καλωσύνη.
Γιατὶ πάντα ὁ κῆπος ἦταν ἀνθισμένος μὲ ἄνθη ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐνῶ ἀπὸ τὴν
καμινάδα ἀναδύονταν ἐκείνη ἡ λυτρωτικὴ εὐωδιὰ τοῦ ψημμένου ψωμιοῦ καὶ τοῦ
καμμένου ξύλου τοῦ βουνοῦ. Καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ
νὰ τὰ στεφανώνει ἡ καλωσύνη, ἡ γνήσια καλωσύνη ποὺ δὲν εἶχε τὰ σημάδια τῶν ἀνθρώπων.
Σημάδια, μέσα στὰ ὁποῖα διακρίνεις τὰ δόντια τῆς ἀλαζονείας καὶ τὴν ἀπογοήτευση.
Γι᾿αὐτὸ τὰ θυμᾶται, μὲ νοσταλγία καὶ ἀγαλλίαση συνάμα, αὐτὰ τὰ σαββατιάτικα ἀπομεσήμερα, γιατὶ τὰ ζοῦσε
ὡς μιὰν κατάδυση σὲ μιὰν ἄλλη κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ, ἀπ᾿ ὅπου ἀναδύονταν καινούργιος,
χλωρὸς λές, μέσα στὴν παιδικὴ τὴν ἁπλότητα καὶ ἄνεση ξαναβαλμένος. Κι ἔτσι ἦταν...
Ἀφοῦ ὅλα ἐκεῖ γύρω τὸν ξανάφερναν σιμὰ σὲ καταστάσεις ποὺ ἀποσυμπιέζουν τὴν ὕπαρξη
καὶ τῆς χαρίζουν τὴ δυνατότητα νὰ ξανασάνει καὶ ν᾿ ἀρχίσει πάλι τὴν πάλη μὲ τὴν
καθημερινότητα: αὐτὸ τὸ κολαστήριο, τὸ καμινευτήριο καλύτερα, ὅπου δοκιμάζεται ἡ
ἀντοχή, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ δυνατότητα γιὰ ἐπιβίωση. Κι ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ χαιρόταν,
λοιπόν, χάρις στὴν παρουσία τῆς μάνας ποὺ
κρατοῦσε ἀκόμα τὸ σχοινὶ δεμένο μὲ τὸ χτές, τὸ εὐλογημένο χτές, ποὺ ἁπλώνονταν ἴσαμε
τὸ σήμερα, καταργώντας ἔτσι κάποιες φορές, τὰ φράγματα τοῦ χρόνου.
Ὅμως
ἡ πλέον συγκινητική, ἱερὴ καὶ τρισόλβια στιγμὴ ἦταν ἐκείνη τῆς ἀναχώρησης,
κάπου ἐκεῖ ποὺ χωνεύει τὸ πρῶτο τὸ φῶς κι ἀρχίζει τὸ σύθαμπο, κοντὰ στ᾿ ἀπόβραδο
δηλαδή. Μάλιστα, ἄν ὁ καιρὸς ἦταν χειμωνιάτικος, τότε ὅλα γύρω βαφτίζονταν σ᾿ ἕνα
φῶς χαμηλό, ὅπως τοῦ καντηλιοῦ στὸ σκοτεινὸ δωμάτιο. Φῶς ἱλαρό, ποὺ ἴσως νὰ μὴν
τὸ ἄφηνε μονάχα ὁ οὐρανός - ἴσως νὰ τὸ ἀκτινοβολοῦσαν τὰ λόγια τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ
τῆς μάνας, ποὺ στεκονταν στὸ μικρὸ τὸ μπαλκονάκι καί κοίταζε τὸ δρόμο.
-Ἄντε
στὸ καλὸ καὶ καλὸ Σαββατοκύριακο...
...Κι
ἔπαιρνε τὰ λόγια της αὐτὰ ὡς φυλαχτό, ὡς τὸ ἀντίδωρο ποὺ μοιράζει ὁ παπᾶς, ὡς τὸ
πλέον πολύτιμο εὐχετήριο. Γιατὶ ἦταν τὸ μόνο γνήσιο κι ἀνόθευτο ποὺ ἄκουγε. Τὸ
μόνο ποὺ τὸν ἀνάπαυε.
Ὄχι,
δὲν ὑπῆρχε παράπονο στὰ λεγόμενά της. Γιατὶ ζοῦσε μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς συνάντησης
πάντα. Καὶ γιατὶ εἶχε μάθει νὰ περιμένει. Ὅπως περίμενε καὶ τὸ στερνὸ τὸ
Σάββατο, ὅπου ἀποχαιρέτισε τὸν κόσμο της, ἀφήνοντας στὴν ἄκρη τὸ μισοφαγωμένο
στὸ πιάτο της φαΐ καὶ τὸ κομμάτι τὸ ψωμί.
Δὲν
ξαναγύρισε. Μόνο κάθε Σάββατο, ἐκεῖ ποὺ κλίνει ἡ μέρα τὰ λόγια της ξαναγυρίζουν
μέσα του καὶ τοῦ ἀπαλύνουν τὴν ψυχή, γιατὶ νομίζει ὅτι κάπου γύρω του βρίσκεται
καὶ ἀπὸ κάπου θὰ φανεῖ, ὅπως τότε, ποὺ πήγαινε παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι, στὸ
πλάτωμα ποὺ κοιτάζει κατὰ τὴν παλιὰ τὴ ἐκκλησιὰ μὲ τὸ Κοιμητήριο καὶ προσευχόταν.
Καὶ τότε δὲν τὴν ἔβλεπε, τὴν ἄκουγε ὅμως καὶ τὴν περίμενε νὰ φανεῖ.
Ἀπὸ
τότε, λοιπόν, ποὺ ἀναχώρησε μπορεῖ νὰ μὴν τὴ ξναβλέπει σιμὰ στὴ πόρτα ἢ στὸ
μπαλκονάκι, ὡστόσο τὸ λόγο της συχνὰ τὸν ἀκούει κι ἀναπαύεται.
-Ἄντε
καὶ καλὸ Σαββατοκύριακο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου