Ἀναγκαία προσημείωση
Τὸ
παρακάτω διήγημα μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἱστορία ποὺ ὑπόθεσε ὁ συντάκτης του,
ὡστόσο ἡ πρώτη ὕλη της, δηλαδή ὁ ναὸς, τὰ πρόσωπα, τὰ τοπωνύμια, οἱ ἱστορικὲς
μαρτυρίες καὶ οἱ συνήθειες εἶναι ὅλα ἀληθινά. Τώρα, ἄν συνέβησαν τὰ γεγονότα
ὅπως περιγράφονται, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀποκλείσουμε, γιατὶ οἱ παλαιότεροι
ἐφημέριοι πήγαιναν, ὅπως καὶ τῆς Σκιάθου, στὶς μικρὲς ἀγροτικὲς κοινωνίες καὶ
τελοῦσαν στοὺς ἐκεῖ γύρω ναοὺς τὶς μεγάλες γιορτές, Πάσχα, Χριστούγεννα,
Δεκαπενταύγουστο κ.λ.π.. Κι αὐτὸ εἶναι διαπιστωμένο ἀπό διηγήσεις παλαιοτέρων.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ παρακάτω γραπτὸ εἶναι ἀφιερωμένο στὴ σεπτὴ Μνήμη ἐκείνων τῶν παλαιῶν, μισογραμματισμένων, φτωχῶν, πλὴν ἱεροπρεπῶν καὶ εὐλαβῶν ἐφημερίων τῶν ἐνοριῶν τῆς Χώρας τῆς Σκοπέλου. Αὐτῶν δηλαδή,ποὺ μᾶς κατέλιπαν μεγάλη, σημαντικὴ καὶ φωτισμένη κληρονομιά. Τοὺς εὐγνωμονοῦμε κι ἡ εὐχή τους ἄς μᾶς συνοδεύει...
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ παρακάτω γραπτὸ εἶναι ἀφιερωμένο στὴ σεπτὴ Μνήμη ἐκείνων τῶν παλαιῶν, μισογραμματισμένων, φτωχῶν, πλὴν ἱεροπρεπῶν καὶ εὐλαβῶν ἐφημερίων τῶν ἐνοριῶν τῆς Χώρας τῆς Σκοπέλου. Αὐτῶν δηλαδή,ποὺ μᾶς κατέλιπαν μεγάλη, σημαντικὴ καὶ φωτισμένη κληρονομιά. Τοὺς εὐγνωμονοῦμε κι ἡ εὐχή τους ἄς μᾶς συνοδεύει...
π.κ.ν.κ
* * *
Ὁ παπα-
Γιώργης ὁ πρωτόπαπας τῆς μικρῆς καὶ ἀπόμερης ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος,
ἀφοῦ ταχτοποίησε στό σακκούλι του τά ἱερά- τό δισκοπότηρο δηλαδή, τὸ θυμιατό, τὴν
«ἀναλαλλαή»του καί φυσικά ὅ,τι ἀπαιτεῖται
γιά νά τελεστεῖ μία Θεία Λειτουργία, κι ἀφοῦ συνεννοήθηκε μέ τόν μπαρμπα-Δημητράκη
τόν παραπανίσιο ψάλτη τῆς ἐνορίας του, ξεκινᾶ ἀπομεσήμερα γιά τόν Πύργο, ποὺ εἶναι
τρεῖς ὧρες δρόμο ἀπό τή Χώρα. Τό ζωντανό του ξέρει τό δρόμο, γιατί δέν εἶναι ἡ πρώτη
φορά πού ὁ παπᾶς πηγαίνει στή περιοχή τοῦ Πύργου. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, Παραμονὴ
τοῦ Χριστοῦ, πηγαίνει ἐκεῖ πάνω γιὰ νὰ λειτουργήσει στὸ πανάρχαιο ἐκκλησάκι τοῦ
Ἁγίου Ρηγίνου, γιὰ νὰ χαροῦν τὰ Χριστούγεννα οἱ «χρόνο χρονικῆς» μόνιμοι κάτοικοι στὴν ἀγροτικὴ ἐκείνη περιοχὴ τοῦ νησιοῦ.
Εὐτυχῶς πού δέ χιονίζει, γιατί θά ἦταν πολύ δύσκολη ἡ προσπέλαση. Μόνο σιγοβρέχει.
Εἶναι βλέπεις ὁ καιρός στό γραιγολεβάντε κι αὐτός ὁ καιρός φέρνει πάντα βροχή. Ἀλλά
δέ πειράζει. Τό καλύβι πού θά μείνει ἔχει καλή παραστιά γιά νά στεγνώσει, νά ζεσταθεῖ καί ν᾿ ἀναπαυθεῖ.
Γύρω στό σούρουπο φτάνει στό καλύβι τοῦ Γέρο Φιλιππή. Τόν δέχονται ὅλοι μέ ἀνακούφιση. Κατεβαίνει ἀπό τό ζῶο καί μπαίνει στό χωνεμένο στή νύχτα καλύβι, πού τό ἀχνοφωτίζει ὁ λύχνος πάνω στή "βγοῦ" τῆς παραστιᾶς. Τό κέρασμα εἶναι σῦκα ξερά καί ρακί. Ἡ φωτιά καίει περήφανα στό τζάκι, ἐνῶ στό καζάνι πού εἶναι πάνω στή τζιροστιά σιγοβράζει τό φαῒ γιά τήν αὐγινή τήν ἑορταστική τήν τράπεζα. Ξημερώνουν, βλέπεις, Χριστούγεννα.
Γύρω στό σούρουπο φτάνει στό καλύβι τοῦ Γέρο Φιλιππή. Τόν δέχονται ὅλοι μέ ἀνακούφιση. Κατεβαίνει ἀπό τό ζῶο καί μπαίνει στό χωνεμένο στή νύχτα καλύβι, πού τό ἀχνοφωτίζει ὁ λύχνος πάνω στή "βγοῦ" τῆς παραστιᾶς. Τό κέρασμα εἶναι σῦκα ξερά καί ρακί. Ἡ φωτιά καίει περήφανα στό τζάκι, ἐνῶ στό καζάνι πού εἶναι πάνω στή τζιροστιά σιγοβράζει τό φαῒ γιά τήν αὐγινή τήν ἑορταστική τήν τράπεζα. Ξημερώνουν, βλέπεις, Χριστούγεννα.
Ἔξω
ἡ βροχή δυναμώνει. Μαζί της καί τό σκοτάδι. Μαζεύονται ὅλοι ἕνα γύρω σιμά στήν
παραστιά καί ἀκοῦνε τόν παπά πού τούς ἐξηγεῖ, πώς θά σηκωθοῦν νωρίς τή νύχτα γιά τήν ἀκολουθία. Καλό θά ἦταν νά
εἰδοποιηθοῦν καί τ᾿ ἄλλα, τά γειτονικά τά καλύβια. Ὅμως ἐκείνη τήν ὥρα ἔρχεται ὁ γιός τῆς γριᾶς
τῆς Μονοβασσῶς νά τοῦ πεῖ ὅτι ἡ Μάνα του ψυχομαχεῖ καί θἄθελε νά τή μεταλάβει.
Τήν αὐγή, τοῦ ἐξηγεῖ ὁ παπᾶς, ἀπολείτουργα, γιατί δέν ἔχει μαζί του τόν Ἅγιο
Ἄρτο τῆς Μεγάλης Πέμπτης.
Ὁ ὕπνος εἶναι ἤρεμος μέσα στή θαλπωρή τοῦ
καλυβιοῦ. Ἡ βροχή συνεχίζεται, ἡ νύχτα εἶναι πηχτή ὡσάν τή λάσπη, ἐνῶ ἡ παρηγοριά
τοῦ λαδοκάντηλου μπροστά στίς παλαϊκές τίς εἰκόνες κλείνει τό δρόμο στήν
ἀνησυχία.
Εἶναι
ἀκόμα βαθειά νύχτα πού σηκώνονται γιά τήν ἐκκλησιά. Ἀνάβουν τό λύχνο, ντύνονται
γερά καί ξεκινοῦν μέ λαδοφάναρα, μέ ἀναμμένα δαδιά στά χέρια γιά τήν ἐκκλησία.
Τό μονοπάτι γεμίζει κόσμο, πού εὔχονται χρόνια πολλά, μιά σειρά ἀπό μικρές
φλόγες πού περπατοῦν μέ προσοχή μέσα στ᾿ ἀνεμόβροχο, ἀλλά καί μέ τό φόβο τῶν
καλλικατζάρων, πού τέτοιες μέρες ἐμφανίζονται καί τά κάνουν ὅλα «ἀνακατωμένος ὁ ἐρχόμενος».
Ἡ
ἐκκλησιά εἶναι φωτισμένη ἀπό τά κεριά καί τά λαδοκάντηλα. Ὁ ψάλτης, χωμένος στή
βαρειά τήν πατατούκα, μισοκοιμᾶται ἀκόμα στό στασίδι. Ὅμως μέ τήν εἴσοδο τοῦ
παπά ὅλα ξαφνικά ἀλλάζουν, ζωντανεύουν.
Ἁπλώνει τ᾿ ἄμφιά του καί τά δισκοπότηρα
στήν Ἁγία Τράπεζα καί τήν πρόθεση, ἑτοιμάζει τό φρεσκοψημένο πρόσφορο, τό
μυρωδάτο μαῦρο νάμα καί τίς λαμπάδες τίς καμωμένες ἀπό ἁγνό μελισσοκέρι,
παίρνει καιρό καί βάζει «Εὐλογητός». Ἡ ἐκκλησούλα γεμίζει κόσμο, πού ἔρχεται
ἀπό τά γύρω καλύβια. Κόσμο, πού στό μέτωπό του διακρίνεις τόν κόπο καί τήν
ἀγωνία γιά νά τά φέρουν βόλτα. Εἶναι ὅλοι τους ντυμένοι ἁπλά, ταπεινά καί δίχως
τήν παραμικρή ἐπιτήδευση. Ἄς εἶναι τσαλακωμένη ἡ βράκα ἤ τό κολοβόλι. Ἀρκεῖ πού
εἶναι καθαρά, ὅπως αὐτοί οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ
Ἀκολουθία προχωρεῖ. Δονίζεται ἡ ἐκκλησία ἀπό τό τροπάριο "Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός
ἡμῶν......." καί ὅλων τά μάτια καρφώνονται στήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως,
πού εἶναι πάνω σ᾿ ἕνα ἁπλό δισκέλλι στολισμένη μέ βάγια, μυρτιά καί κανένα
λουλουδάκι καλυβιώτικο. Αὐτή εἶναι ἡ
παρηγοριά, αὐτό εἶναι τό μοναδικό καί σίγουρο λιμάνι ὁποῦ προσφεύγουν σέ μύριες
τοῦ σκληροῦ καθημερινοῦ τους βίου περιστάσεις τοῦτοι οἱ ἁπλοὶ κι ἄκακοι ξωμάχοι.
Δέν
τό ξέρω, μά ὑποθέτω πώς, ἄν ἐκείνη τήν ὥρα πάσχιζε κάποιος ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσει
τά αἰτήματα τῶν καρδιῶν ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, θ᾿ ἄκουγε στεναγμούς ἀλαλήτους,
γιά τό παιδί πού εἶναι μέ τό καράβι τοῦ καπετάν Ζαχαρία, γιά τά κορίτσια πού
εἶναι τῆς παντριᾶς καί ἀνάγκη εἶναι νά γίνει ἡ πεντάρα λίρα, ὥστε νά
ἑτοιμαστοῦν, τό σπίτι πού φτιάχνεται στή
Χώρα, τά προικιά, ἀλλά καί νά μαζωχτεῖ τό μέτρημα. Ὁ ἄλλος σκέφτεται τά παιδιά
πού ἔθαψε ἀπό τίς ἀρρώστιες καί τό ἄλλο πού ἀπόψε χαροπαλεύει στό καλύβι ἀπό
τόν πυρετό. Ἄλλος ἀκούει τή βροχή καί σκέφτεται τή σοδειά. Θά πάει καλά; Γιατί
χρωστᾶνε στό τάδε τοκογλύφο τόσα λεπτά πού τά δανείστηκαν πέρσυ γιά νά περάσουν
τή χρονιά. Ἀλλά κι ὁ ἴδιος ὁ παπάς μέσα στό ἱερό τό Βῆμα, πού ξέρει τούς
καϋμούς καί τά βάσανα αὐτῶν τῶν συγχωριανῶν του καί εὔχεται, βάζει μαζί μέ τά
δικά τους καί τά δικά του τά παθήματα καί τίς στεναχώριες. Κι αὐτός ἔχει
κορίτσια γι᾿ ἀποκατάσταση. Τρία, ζωή νά ἔχουν καί καλό τυχερό. Κι οἱ γαμπροί
λίγοι, ἀλλά καί φτωχοί. Τό σπίτι τῆς Μαρίας σχεδόν τελειώνει, ἐνῶ δίπλα της θά
πρέπει νά θεμελιωθοῦν κι ἄλλα δύο. Στίς κεντῆστρες εἶναι δοσμένα τά λεπτά νά
ἑτοιμάσουν τή στόφα τή νυφιάτικη, γιατί ὅπου νἄναι δένεται ἡ παντρειά μέ τόν
Παντελή τόν καλαφάτη.
Ἔξω
ἀκούγεται μιά βουή ἀπό τόν ἀγέρα πού κατεβαίνει ἀπό ψηλά καί μπαίνει μέσα στίς
πευκοσειρές καί τίς ἀναδεύει. Κάπου-κάπου τ᾿ ἀνεμόβροχο χτυπᾶ μέ δύναμη πάνω
στήν πόρτα, λές καί θέλουν ὅλες οἱ κακές δυνάμεις καί τά πνεύματα τοῦ δάσους νά
εἰσβάλουν στήν ἐκκλησιά καί νά καταστρέψουν τά πάντα. Τ᾿ ἀφουγκράζονται
σιωπηλοί καί κατενυγμένοι οἱ χωρικοί καί κάνουν τό σταυρό τους «Στό πέλαγο
Παναΐτσα μου», λένε καί περιμένουν νά φέξει.
Σέ
λίγο βγαίνει ὁ παπάς μέ τή θεία Μετάληψη καί οἱ περισσότεροι κοινωνοῦν ἀφοῦ
πάρουν σχώρεση ὁ ἕνα ἀπό τόν ἄλλο. Ἀκόμα καί ἐκεῖνοι πού εἶναι μαλωμένοι, γιατί
ἔτυχε ἡ γίδα τοῦ μιανοῦ νά μπεῖ στό χτῆμα τοῦ ἄλλου καί τοῦ φάει τά θλιάσματα. Ἀπόψε, μέρα πού εἶναι, τ᾿ ἀστοχᾶνε
γιά λίγο, γιά νά τά ἐπαναλάβουν μετά ἀπό δυό-τρεῖς μέρες. Καϋμένοι ἄνθρωποι....
Λίγο
πρίν ἀπό τήν ἀπόλυση ἔρχεται κι ὁ γιός τῆς γριᾶς τῆς Μονοβασσῶς, ὁ Κωνσταντής
μ᾿ ἕνα μεγάλο λαδοφάναρο νά τόν συνοδέψει ἴσαμε τό καλύβι τους, γιά κοινωνήσουν
τή Μάνα του. Τοῦ παπά τρέμει ἡ ψυχή· πρῶτα-πρῶτα μήπως καί δέν προφτάσει
ζωντανή τήν ἄρρωστη κι ὕστερα μήπως καί παραπατήσει μέ τ᾿ Ἅγια Μυστήρια στά
χέρια. Ὅμως τ᾿ ἀποφασίζει, παρακαλώντας τό Θεό νά τοῦ δώσει κουράγιο νά
ξεπεράσει ὅλα τά ἐμπόδια πού ὁπωσδήποτε θά παρουσιαστοῦν. Κάι πράγματι, τό τί
παρουσίασε ὁ μισόκαλος μπροστά του δέ λέγονται. Πρῶτα ἡ σκοτεινιά, τό
κακοτράχαλο τοῦ δρόμου, τ᾿ ἀνεμόβροχο πού τοὔκλεινε τά μάτια κι ὕστερα τό
μούδιασμα στά χέρια πού δῶ πάνω στό βουνό μ᾿ αὐτή τήν παγωνιά δέν τά
αἰσθανόταν. Κύριε, ψιθύρισε, βόηθα καί Σύ....
Ὅταν
ἔφτασαν στό Καλύβι τῆς ἄρρωστης πῆγε καί τήν κοινώνησε - πῶς τόν περίμενε ἡ
κουρασμένη ἡ γριά τό Μονοβασσώ καί πόσο ἀναγάλλισε ὅταν κοινώνησε! Τήν εὐχή τοῦ Κστοῦ νάχεις παπά μου,
μουρμούρισε κι ὕστερα ἔπεσε σέ λήθαργο. Τῆς διάβασε μιά εὐχή καί στάθηκε σιμά
στή φωτά νά πάρει μιά πύρα πρίν ξεκινήσει γιά τήν ἐκκλησιά. Ὅταν ἔφτασε, ὅλοι
σχεδόν τόν περίμεναν καθισμένοι στά στασίδια, ἐνῶ ἄλλοι εἶχαν περάσει στό
διπλανό τό κελλί, ὅπου ἔμεινε τή νύχτα ὁ γέρο-ψάλτης, ξάναψαν τή φωτιά στό
τζάκι καί κουβέντιαζαν πίνοντας φασκόμηλο μέ πετιμέζι. Τό χάρηκε αὐτό πολύ καί
τό ἐκτίμησε ὁ παπάς .
Τό
γκρίζο σεντόνι πού ἁπλώνεται μέ τό χάραμα ἕνα γύρω στήν περιοχή δίνει στούς
χωρικούς τή δυνατότητα νά ξεκινήσουν γιά τά καλύβια τους, ἀφοῦ εὐχηθοῦνε ὁ ἕνας
στόν ἄλλο. «Κι τ᾿ χρόν᾿ νὰ εἴμαστι καλά.
Καλὴ χρουνιά».
Τελευταῖος
ἀναχωρεῖ ὁ παπᾶς, ἀφοῦ μαζεύει τά ἱερά του καί κατευθύνεται γιά τό καλύβι.
Εἶναι μόνος του μέσα τό μικρό ναΐσκο, πού ἀποπνέει μιά εὐωδία ἀγγελική,
οὐράνια. Θά χάρηκε πολύ ὁ Ἅγιος χρονιάρα
μέρα πού εἶναι καί Τόν λειτουργήσαμε, σκέφτεται καί τά μάτια του νοτίζονται
ἀπό κατάνυξη καί εὐχαριστία, πού μπόρεσε καί φέτος νά συνεορτάσει μέ τούς Πυργιῶτες
τά Χριστούγεννα. Πρίν ἀναχωρήσει ρίχνει μιά ματιά στό ἐσωτερικό τῆς ἐκκλησιᾶς
καί παρατηρεῖ στό μισοσκόταδο τίς Μορφές τοῦ Ἁγίου, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας,
πού ἀχνοφωτίζονται ἀπό τό ἱλαρό τό φῶς τῶν λαδοκάντηλων. Τό ἀγαπᾶ ἰδιάιτερα
αὐτό τό φῶς, γιατί ἡ γαλήνη του, ἡ καλωσύνη του, ἡ ὀμορφιά του σταλάζουν στή
φρυγμένη τήν ψυχή εὐλογία.....
Στό
καλύβι φτάνει σχεδόν μουσκεμένος. Κάθεται δίπλα στήν παραστιά, στό μεντέρι καί πυρώνεται τρώγοντας τίς
τηγανίτες μέ τό μπόλικο τό πετιμέζι καί πίνοντας ρακί.
Σέ
λίγο θά πρέπει ν᾿ ἀναχωρήσει. Ὅμως ἐκείνη τή στιγμή παρουσιάζεται ὁ Κωσταντής,
ὁ γιός τῆς θειᾶς τῆς Μονοβασσῶς καί τοῦ ἀναγγέλει τό θάνατο τῆς Μάνας του, τώρα
τά ξημερώματα. Μίλησαν καί μέ τούς ἄλλους τούς Πυργιῶτες καί συμφώνησαν νά τή
θάψουν ἀπομεσήμερα, γιά μή φέρνουν πάλι αὔριο τόν παπά, μέρες πού εἶναι.
Παράτησε
μισιοπιωμένο τό ρακί. Στή γαβάθα εἶχαν περισσέψει δυό-τρεῖς τηγανίτες. Πῆρε τό
πετραχήλι καί μισομουσκεμένος καθώς ἦταν πῆγε νά διαβάσει Τρισάγιο στή
νεκρή.
Ἀπέναντι, ἀπό τή μεριά τῆς
Ἀνάληψης καί τοῦ Ἅη-Γιώργη στήν Καρυά ἀνέβαινε μιά βαρειά συνεφιά, πού ἔφραζε
τόν τόπο. Στάθηκε κι ἀγνάντεψε. Τοῦ εἶχε πεῖ ὁ παπα-Γιάννης ἀπό τόν Ἅγιο
Σπυρίδωνα ὅτι θά λειτουργοῦσε στό μοναστήρι, στόν Ἅη-Γιώργη στή Καρυά, γιά τούς
Καρυῶτες πού μένανε ἀπέναντι καί κοίταζε μήπως διακρίνει καμμιά ἀνθρώπινη
φιγούρα. Δέ φαινόταν τίποτε. Ὁ καιρός εἶχε γυρίσει στό χιονιά καί μιά κάπα ἀπό
πηχτό γκριζόμαυρο σύγνεφο κατέβαινε ἀπό ψηλά μαζί μέ τ᾿ ἀνεμοσούρια καί τίς
κραυγές τῶν πουλιῶν πού πήγαιναν νά κρυφτοῦν στίς φωλιές τους. Τόν γύρισε, παπά τόν καιρό. Σά δέ βγάλει
κανένα χιόνι ἀπόψε! εἶπε σιγά ὁ Κωνσταντής κι ὕστερα σώπασε, γιατί τό
μετάνοιωσε, ἐπειδή ἔπρεπε κι ὁ παπάς νά γυρίσει στή Χώρα. Κι εἶχαν καί τήν
κηδεία... Ὁ παπάς τόν πρόσεξε, μά δέν εἶπε τίποτε, μονάχα τόν ἀκολουθοῦσε σιωπηλός,
ὑπομονετικός κι ἥρεμος.
Τή
νεκρή τήν εἶχαν πάνω στό γιατάκι, στολισμένη καί καθαρή· εἶχαν ἀνάψει μιά λαμπάδα καί τῆς εἶχαν κόψει
λίγα λουλούδια ἀφημένα στά χέρια της. Νά
τά πάει στόν πατέρα καί στ᾿ ἀδέρφια μου, εἶπε ὁ Κωνσταντής. Ὁ παπάς
προσκύνησε, διάβασε τό Τρισάγιο κι ὕστερα κάθησε νά δώσει ὁδηγίες γιά τή
νεκρώσιμη ἀκολουθία καί τήν ταφή.
Τοῦ
προσφέρανε σῦκα ξερά, λίγο καλό μαῦρο κρασί κι ἕνα κομμάτι ψωμί, γιά στυλωθεῖ.
Φαΐ τό σπίτι αὐτό δέν ἔβρασε σήμερα κι ἄς ἦταν χρονιάρα μέρα.
Καθώς
ἔτρωγε σιγά καί διακριτικά κοιτάζοντας πρός τά ἔξω, κατά τή μεριά τῆς θάλασσας,
πάσχιζε νά ξετυλίξει τό νῆμα τῆς ζωῆς τῆς θειᾶς τῆς Μονοβασσῶς, αὐτῆς τῆς
παλιᾶς Πυργιώτισσας, πού ἐδῶ γεννήθηκε, ἐδῶ ἔζησε κι ἐδῶ κοιμήθηκε πληρώνοντας
τό κοινό χρέος, ἐδῶ θὰ ταφεῖ, χρονιάρα μέρα, στό καταχείμωνο, στὸ χῶρο ποὺ
ἔζησε καὶ τίμησε..
Ἦταν
ἀπό τίς ἀρχοντογυναῖκες τοῦ Πύργου ἡ θειά ἐτούτη. Φιλόξενη, φιλότιμη, πιστή στό
Θεό καί στίς παραδόσεις καί, φυσικά, πολύ δουλεμένη. Τήν ἤξερε ὁ παπάς, γιατί
αὐτός στεφάνωσε τά παιδιά της καί βάφτισε τά ἐγγόνια της καί πολλές φορές τοῦ
εἶχε πεῖ τόν καϋμό της. Εἶχε γεννηθεῖ στά τέλη τοῦ 1800, εἶχε παντρευτεῖ τόν
Νικολό τόν Μπαρμπεράκη, πού εἶχε κι αὐτός καλύβι, ἀμπέλια καί καρούτα στόν
Πύργο, κοντά στή Παναΐτσα, πιό πέρα ἀπό τά καλογερικά κι εἶχε ἀποκτήσει ἑφτά
παιδιά. Τέσσερα παλληκάρια καί τρία κορίτσια.
Στά
χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ὁ ἄντρας της πῆγε μαζί μέ τό καράβι τοῦ καπετάν
Κωνσταντή τοῦ Μανωλάκη, γιά νά βοηθήσει στόν Ἀγώνα. Ἐκείνη μέ τά παιδιά
ἀπόμεινε στόν Πύργο νά στρεμματίζει, νά κλαδεύει, νά σκάβει καί νά κάνει ὅλες
τίς δουλειές μέ τά παιδιά της. Μέχρι πού ἦρθε τό μαντάτο ὅτι ὁ ἄντρας της
πνίγηκε σέ μιά φουρτούνα, ἀνοιχτά ἀπό τό Ὄρος. Τότε ἐκείνη ἔσφιξε τήν καρδιά,
ζώστηκε περισσότερο στή δουλειά καί κοίταξε νά βολεύει τ᾿ ἀμπέλια τους, τά δικά
της δηλαδή καί τοῦ σχωρεμένου.
Κι
ὑπῆρξαν χρόνια ἀβάσταχτης δυστυχίας, γιατί οἱ λιάπηδες κι οἱ πειρατές πολλές
φορές κατάκλεψαν τή σοδειά τους, ἀπό τήν καρούτα ἀκόμα ὁπού ἔβραζε τό κρασί μέ τά
στέφλα, ἔσφαξαν τά ζῶα καί ρήμαξαν τό καλύβι.
Ἀλλά
καί τό λιγοστό τό λάδι τῆς πῆραν ὅταν ἔσπασαν τίς πόρτες τοῦ καλυβιοῦ, ἀκόμα
καί τά λίγα ροῦχα πού εἶχε μάζωξαν. Εὐτυχῶς γιά κείνη καί τά παιδιά της πού
εἶχαν πάει στή Χώρα ἐκεῖνες τίς μέρες, γιατί πάντρευε τή μεγάλη τή θυγατέρα
της, τή Γερακώ, μέ τόν Παναγή τόν Μπογιατζή κι ἔτσι γλύτωσαν.
Τή ζωή της ὁλάκερη τήν πέρασε στόν Πύργο, στό
καλύβι. Ἐκεῖ εἶχε τά ζωντανά καί ὅλα τά καλά καί τά καλούδια. Μάζευε, λοιπόν,
μέ αἱματηρή οἰκονομία τά χρήματα, γιά νά στήσει τά σπίτια, γιά νά ἑτοιμάσει τίς
προῖκες, γιά νά δώσει καί τό μέτρημα. Ἔτσι τά εἶχε βρεῖ ἀπό τούς δικούς της καί
τά συνέχισε, χωρίς ἀγκομαχητό καί ἀπελπισία. Τόν Ἅγιο Ρηγίνο τόν εἶχε παρηγοριά
καί κάθε βράδυ πήγαινε καί τοῦ ἄναβε τό καντήλι στό ἐκκλησάκι θυμιάζοντας καί
ἀφήνοντας τίς παρακλήσεις της νά σηκωθοῦν ἀπό μέσα της, ὅπως ὁ λιβανωτός ἀπό τό
θυμιατήριο.
Τῆς
ἄρεσε νά πηγαίνει σέ ὥρα Ἑσπερινοῦ, τότε πού οἱ ἴσκιοι ξετρυπώνουν ἀπό τά
διάσελα καί τίς πυκνές δεντροσειρές κι ἀνεβαίνουν μέ τό σκοτάδι πρός τά
καλύβια. Αὐτή ἡ ὥρα, ἡ ὥρα τῆς σιωπῆς, τῆς κατάπαυσης τῶν ἔργων τῆς ἡμέρας, ἡ
ὥρα πού ἀνοίγει τή θύρα στή νύχτα, ἔχει μιά περίεργη γοητεία. Γιατί σκάβει τήν
ψυχή καί κατεβαίνει βαθειά μέσα της, ἀφήνοντας νά σηκωθοῦν οἱ θύμησες, πού τίς
χτίζουν μέ σάρκα τά Πρόσωπα τά ἀγαπημένα πού μίσεψαν ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο. Ἰδιαίτερα
τίς μέρες τοῦ χειμώνα μέ κεῖνο τό στερνό τό φῶς τοῦ ἥλιου πού στραγγίζει τή
νοσταλγία του πάνω στόν κόσμο... Ἀλλά καί τίς παχνιασμένες ἀπό τήν ἀπόβροχη τή
συγνεφιά δειλινές ὧρες πήγαινε στόν Ἅγιο προσέχοντας τή λευκόγκριζη τήν καπνιά
ἀπό τή συγνεφιά, πού κατέβαινε πάνω ἀπό τή Δέλφη καί κύκλωνε ἕνα γύρω τόν τόπο.
Τῆς φαινόταν τότε πώς τά σύνορα τοῦ κόσμου ἔφταναν μέχρι κεῖ, ὁπού ἔφραζε ὁ
ἄϋλος ὁ τοῖχος ἀπό κείνη τήν καπνιά. Κι ὅλα γύρω της τἄβλεπε νά περιορίζονται
σέ λίγα μέτρα, ὅπως περιορίζεται ἡ ζωή ὅταν περάσουν τά χρόνια καί μαζευτεῖ πιά
τό κουβάρι της...
Τἄξερε
αὐτά ὁ παπα-Γιώργης, γιατί τοῦ τἄλεγε ἡ συγχωρεμένη ὅταν ἀνέβαινε στόν Πύργο νά
λειτουργήσει ἤ νά πάει κι αὐτός στ’ ἀμπέλι του πού εἶχε παραπέρα, γιά νά τό
κλαδέψει ἤ νά τό σκάψει, κάποιες μέρες πού δέν ἦταν γιορτή. Τό Μονοβασσώ τόν
ἐκτιμοῦσε ὡς παπά καί ἄνθρωπο, γιατί ἦταν κι ἐνορίτισσά του. Ἔτσι, τόν καλοῦσε
στό καλύβι της νά πιεῖ ἕνα ζεστό, νά φάει λίγο φαΐ, νά τόν φιλέψει λίγα σῦκα,
λίγο τυρί καί μέλι ἄγριο. Ἐκεῖνος πάλι τή βοηθοῦσε σέ λογαριασμούς, σέ καμμιά
δουλειά στή Χώρα, γιατί δέν ἤξερε γράμματα, οὔτε ἡ ἴδια οὔτε καί τά παιδιά της.
Ἡ
ὥρα περνοῦσε. Τόν γύρεψαν ἀπό τό καλύβι ὁπού τόν φιλοξενοῦσαν νά πάει νά φᾶνε.
Τούς εἶπε ὅτι θά σήκωναν σέ λίγο τό λείψανο κι ἔτσι θά ἔμενε στό καλύβι τῆς
Μονοβασσῶς.
Ἔξω
ἄρχισε ν᾿ ἀσπρίζει παράξενα ὁ οὐρανός. Ἀπό ψηλά, ἀπό τή Δέλφη κατέβαινε μιά
λευκή, φουσκωμένη σκιά. «Θά χιονίσει»,
εἶπε ὁ γιός τῆς νεκρῆς. Καί πῆγε στ᾿ ἄλλα, τά γειτονικά τά καλύβια νά πεῖ στούς
ἄντρες, μιά κι οἱ γυναῖκες συντρόφευαν τή νεκρή, νά βιαστοῦν, γιατί καιρός
παίρνει τά πάνω του.
Ἀπό
μακρυά ἀκούστηκε ἡ καμπάνα τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου νά χτυπάει πένθιμα. Τό καλύβι τῆς
Μονοβασσῶς ἄρχισε νά γεμίζει ἀπό Πυργιῶτες. Ὁ παπάς ἔβαλε τό πετραχήλι, διάβασε
τό Τρισάγιο καί προέτρεψε τούς πιό νέους νά σηκώσουν τό λείψανο.
Ἔφεραν
μιά ξύλινη κοντή σκάλα, ἔστρωσαν οἱ γυναῖκες ὡραῖο κεντητό παλιὸ κιλίμι,
ἔπιασαν τό λείψανο ἀπό τίς ἄκρες τοῦ σεντονιοῦ καί τό τοποθέτησαν στό πρόχειρο
αὐτό νεκροκρέββατο. Βόλεψαν τό κεφάλι πάνω σέ καλό, κεντητό μαξιλάρι καί
ξεκίνησαν.
Βγαίνοντας
ἀπό τό καλύβι ἀκούστηκε ἦχος ἐνός "ἀγγειοῦ"
πού τό ἔσπασαν, γιά νά «σκάσει ὁ χάρος».
Ὁ παπάς τό ἄκουσε καί χαμογέλασε, γιατί σκέφτηκε πώς μέχρι σήμερα, ἀπ᾿ αὐτό τό
καλύβι ἔχει κηδέψει ἄλλα τρία πρόσωπα. Τούς γονιούς τῆς θειᾶς Μονοβασσῶς κι ἕνα
παιδί της. Κάι πάντα τόν ἴδιο τόν ἦχο τοῦ σπασμένου ἀγγειοῦ ἄκουγε. Θυμήθηκε
τότε ἐκεῖνο τό λόγο τοῦ Ὁσίου Σισώη τοῦ Μεγάλου, πού πάνω ἀπό τόν τάφο τοῦ
Μεγάλου Ἀλεξάνδρου διαλογιζόταν κι ἔλεγε. «Θάνατε, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν
σε;»
Τή νεκρώσιμη
ἀκολουθία τήν ἔψαλαν στόν Ἅγιο Ρηγίνο, ταπεινά, ἁπλά καί μέ κατάνυξη. Μέ τό
τέλος ἔγινε κι ἡ ταφή ἐκεῖ γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία, ὅπου συνήθιζαν νά ἐναποθέτουν
τούς κεκοιμημένους.
Δυό
πανηγύρια, σκεφτόταν, καθώς ἑτοίμαζε τά ἱερά του μέσα στήν ἐκκλησιά ὁ
παπα-Γιώργης, σήμερα. Τό ἕνα γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τό ἄλλο
γιά τήν παρουσία τῆς θειᾶς Μονεμβασίας στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἔξω
ἄρχιζε νά πέφτει πυκνό τό χιόνι. Ἕνας χαρτοπόλεμος ἀπό μικρά λευκά χαρτάκια. Τό
νιόσκαφτο μνῆμα τῆς Μονοβασσῶς μεταβαλλόταν σιγὰ-σιγὰ σὲ λευκό τοπίο. Βιάστηκε
νά ξεκινήσει γιά τή Χώρα. Προσκύνησε τόν Ἅγιο Ρηγίνο, πῆγε στό Καλύβι, ἀνέβηκε
στό ζῶο, ἀφοῦ φόρτωσε τά πράγματά του καί τά φιλέματα τῶν Πυργιωτῶν, τυλίχτηκε
καλά καί ξεκίνησε. Τό χιόνι ἔπεφτε μὲ ἀργὸ, ἀλλὰ σταθερὸ ρυθμὸ.
-Ἄντε παπᾶ καὶ τοῦ χρόνου, τοῦ εὐχήθηκαν. Καί τόν συμβούλεψαν, «Τοὺ νοῦ σ᾿ στοὺ δρόμου μὴ κι κλείσ’ ἀπ᾿ τοῦ χιόν᾿».
Παρέα
μὲ τὸν μπάρμπα Δημητράκη, τὸν ψάλτη, κατέβαιναν προσεχτικά, καβάλα στα ὑποζύγιά
τους. Γύρω
τους μιά λευκή ὀθόνη κάλυπτε τά πάντα. Καί ἡ σιωπή πού ἁπλώνεται αὐτές τίς ὧρες
τοῦ χιονιά ἔδινε τήν ἐντύπωση στόν παπά ὅτι ὅλος ὁ τόπος ἔχει ἀδειάσει. Ὅταν
κατέβηκαν στὸ Διακόπι, εἶδαν κι ἔπαθαν μέχρι νὰ φτάσουν στὴ Ράχη, γιατὶ τὸ
χιόνι εἶχε σκεπάσει τὸ μονοπάτι. Εὐτυχῶς τὰ ζά ἦταν μαθημένα καὶ ξέρανε τὸ
δρόμο.
Σὲ
λίγο ἄρχισαν νὰ κατεβαίνουν πρὸς τὰ Καγκέλια γιὰ τοῦ Ἀλούπη. Τὸ
χωριὸ χώνευε μέσα στὸ λευκόγκριζο κύμα τοῦ χιονιά, ποὺ τὸ σκέπαζε, ὅπως τὰ
βράχια ἡ ἀγριεμένη θάλασσα κι ἀνακατεύονταν μὲ τὸν καπνὸ ποὺ ἄφηναν οἱ καναδόχοι
τῶν σπιτιῶν. Ἀπέναντι τὸ Παλούκι κι ἡ
Εὐαγγελίστρια, τὸ Μοναστήρι, μήτε ποὺ φαίνονταν... Εἶχαν χωθεῖ στὴ καταχνά.
-Ἄντε κουράγιο Δημητράκη καὶ
κοντεύουμε, εἶπε ὁ
παπᾶς στὸν σιωπηλό τὸν ψάλτη. Ἐκεῖνος δὲ μίλησε ἀλλὰ κούνησε τὸ χιονισμένο του
κεφάλι βγάζοντας παράλληλα ἕνα στεναγμό.
Ἔφτασαν
μουσκεμένοι καὶ παγωμένοι στὴν πόλη, ποὺ ἄρχισε νὰ λευκοφορεῖ, ἐνῶ μιὰ παράξενη
ἡσυχία ἁπλωνόταν πάνω της.
Στό
σπίτι του ὁ παπᾶς ἔφτασε λευκοντυμένος, παγωμένος καί μέ τήν κόπωση στό
μεσόφρυδο, μόλις ἔμπαινε ἡ νύχτα. Μόνο ἡ ψυχή του ἦταν ζεστή, ἐλαφριά καί
ἰκανοποιημένη. Γιατὶ εἶχε κάμει -ὅπως κάθε συνειδητὸς καὶ θεοπειθὴς παπᾶς- τὸ
χρέος του.
3-11 Δεκ. 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου