Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Μια από τις πολλές ιδιαιτερότητες του
λαογραφικού κύκλου του νησιού μας είναι και η μεταφορά της γιορτής της κάθε
εκκλησίας σε μέρα διαφορετική από αυτήν της γιορτής του ιερού προσώπου ή
γεγονότος, στο οποίο είναι αφιερωμένη και η τέλεση του πανηγυριού της σε
κάποιαν άλλη ημερομηνία, η οποία καμία σχέση δεν έχει με τα παραπάνω. Συνήθως η
μετάθεση γίνεται σε καλοκαιριάτικη Κυριακή, έτσι ώστε και η αργία να
εκμεταλλευτεί και ο αίθριος καιρός να βοηθήσει τους πανηγυριστές. Έχουμε, όμως,
περιπτώσεις, όπως αυτήν του Αγίου Λύπιου ή του Αγίου Στυλιανού, παλιότερα, όπου
οι μεταφορές γίνονται και σε πασχαλινή περίοδο, έτσι ώστε και το αναστάσιμο
κλίμα να προβληθεί και η άνοιξη να γιορτασθεί. Μα και θερινή να είναι η γιορτή
των περισσότερων ναών, κυρίως της υπαίθρου, μεταφέρεται την επόμενη Κυριακή,
για να δοθεί στο πανηγύρι περισσότερο επίσημος χαρακτήρας.
Η πιο γνωστή και αξιομνημόνευτη από αυτές της μεταφορές είναι εκείνη της
Αγίας Μαύρας, στο ριζοχώρι Μαχαιράδο, η οποία τελείται, συνήθως, την δεύτερη
Κυριακή του Ιουλίου.
Θυμάμαι μικρός που τέτοιες μέρες, στην αρχή της καλοκαιριάτικης
ανάπαυλας, τοιχοκολλιόντουσαν στους στύλους της πόλης τα πολύχρωμα προγράμματα
της φημισμένης αυτής γιορτής, τα οποία χαρακτηριστικά άρχιζαν με την εξής
φράση: «Την ερχομένην Κυριακήν [τάδε] του
μηνός Ιουλίου άγεται η εορτή των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας εις το χωρίον
Μαχαιράδο». Και για το «άγεται» αυτό δεν χρειάζονταν και πολλές εξηγήσεις,
μια και η περίπτωση δεν ήταν η μόνη και όλος σχεδόν ο Ιούλιος ήταν γεμάτος με
μεταθέσεις πανηγυριών και ένας ξένος από την νοοτροπία μας επισκέπτης δεν θα μπορούσε
να καταλάβει πώς στο νησί του «Χάση» γιορτάζουν κατακαλόκαιρα τον καθαρά
χειμερινό Άγιο Νικόλαο, όπως, για παράδειγμα την περασμένη Κυριακή έγινε στην
Εξωχώρα!
Χαρακτηριστική η περίπτωση ενός ξένου Δεσπότη, ο οποίος, όχι μόνο προσπάθησε
να καταργήσει αυτήν την συνήθεια, αλλά και στην περίπτωση του πανηγυριού του
Μαχαιράδου, στο οποίο για πολλούς λόγους δεν μπορούσε να επέμβει, προσπάθησε να
βρει δικαιολογία και έτσι στο εγκόλπιο ημερολόγιο της Μητρόπολης, που κάθε
χρόνο τύπωνε, αλλά και σε μια δική του βιογραφία των Μαρτύρων Τιμοθέου και
Μαύρας, την οποία εξέδωσε, έγραφε πως η δεύτερη αυτή γιορτή τους γίνεται
πιθανόν σε ανάμνηση της εύρεσης της θαυματουργού εικόνας! Στην ουσία, όμως,
προσπαθούσε να ερμηνεύσει το ζακυνθινό ανερμήνευτο και να εξηγήσει κάτι το
εντελώς ξεχωριστό με την δική του λογική και νοοτροπία. Μα για να καταλάβεις τη
Ζάκυνθο, σε όλες της τις μορφές και εκφράσεις, πρέπει να είσαι Ζακυνθινός ή
έστω Επτανήσιος. Διαφορετικά έχεις αποτύχει.
Κανέναν, λοιπόν, εντόπιο δεν τον απασχολεί το γιατί το «πανηγύρι τση
Αγίας» γίνεται τον Ιούλιο, ενώ η γιορτή της είναι στις 3 Μαΐου, αλλά όλοι το
απολαμβάνουν, βιώνοντας τα πολλά χαρακτηριστικά του στοιχεία, τα οποία το
κάνουν να ξεχωρίζει απ’ όλα τα άλλα.
Ποια είναι αυτά; Μα, πιστεύω, πως όλοι τα γνωρίζουμε.
Τα εφτάζυμα πρώτα, τα οποία είναι το ενδεικτικό έδεσμά του, μαζί με το
φημισμένο μαχαιραδιώτικο (και τζαντιώτικο) στουφάδο, που το κάνει να διαφέρει
από το πανελλήνια γνωστό όχι μόνο η μετατροπή του «ι» σε «ου» («στουφάδο» και
όχι «στιφάδο»), αλλά και η έλλειψη κρεμμυδιών. Μετά η ολονύχτια διασκέδαση.
Ύστερα οι «φωτίες» και η εωθινή λιτανεία και τέλος τα σουλάτσα και οι
απογευματινοί χοροί, οι οποίοι απαθανατίσθηκαν σε μια ζωντανή φωτογραφία από
τον γνωστό Αρχιδούκα της Αυστρίας, τον πολυσυζητημένο Λουδοβίκο Σαλβατόρ, στο
γνωστό του «Zante».
Από τα παραπάνω, λόγω έλλειψης χώρου, θα σταθώ μόνο στις περίφημες
«φωτίες» και σ’ αυτές θα δώσω το περισσότερο βάρος. Έτσι ονομάζουμε, από
ιταλική επίδραση, εμείς στη Ζάκυνθο τα πυροτεχνήματα, τα οποία είναι απαραίτητα
σε κάθε πανηγύρι. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η ποσότητα και η ποιότητά
τους χαρακτήριζε και την επιτυχία του και ήταν αιτία συναγωνισμού, όπως κυρίως
συνέβαινε με την περίπτωση των πανηγυριών του Αγίου Λαζάρου και της Αγίας
Τριάδος («Τριαδός», κατά την τοπική εκδοχή) της πόλης, τις ημέρες του Πάσχα.
Στο τέλος του όρθρου, λοιπόν, εκεί κατά τα χαράματα της γιορταστικής
Κυριακής, με την δοξολογία, «έβγαινε» και «βγαίνει η εικόνα» για το καθιερωμένο
πρετσεσίο. Η έξοδός της από το ναό δεν αναγγέλλεται,
όπως στις άλλες περιπτώσεις με μάσκουλα και κωδωνοκρουσίες, αλλά η καθέδρα της
τοποθετείται στο κεφαλόσκαλο της κεντρικής εισόδου της εκκλησίας και τότε
ξεκινά η τελετή. Καίγεται μία «φωτία», βαρεί ένα πανηγυρικό σένιο το
καμπαναρίο, με τις μοναδικά γλυκόλαλες καμπάνες και η μπάντα παίζει ένα
κομμάτι. Όλα αυτά επαναλαμβάνονται τόσες φορές, όσα είναι και τα πυροτεχνήματα.
Σαν τελειώσουν η εικόνα λιτανεύεται στο χωριό και με την επιστροφή της ο κόσμος
αποχωρεί, φέρνοντας στο σπίτι του παστέλια και φ(ρ)ιτούρες, για να ξανάρθει το
απόγευμα να χορέψει και να διασκεδάσει.
Για τα εφτάζυμα και το στουφάδο θα γράψουμε περισσότερα μιαν άλλη φορά,
ίσως του χρόνου. Προς το παρόν, κλείνοντας το σημερινό μας κείμενο, θα σταθούμε
σε μιαν άλλη, ανερμήνευτη για τους μη μυημένους, πτυχή του πανηγυριού, η οποία
είναι και δείγμα της ζακυνθινής νοοτροπίας. Όταν έρθει η φιλαρμονική για την
περιφορά, προς το τέλος του όρθρου, η ακολουθία διακόπτεται, η μπάντα μπαίνει
στην εκκλησία και παίζοντας ένα μαρς, κάνει τρεις κύκλους γύρω από το
μπαλντακίνο με την καθέδρα της Αγίας.
Για όσους έχουν αντιρρήσεις, αντίδοτο και ερμηνεία από τον ποιητή Γιάννη
Τσακασιάνο, που, μιλώντας για τα αντέτια μας στους «Σπουργίτες» του γράφει: «Όχι, με σας που βρέθηκα, Σπουργίτης θα
ψοφήσω». Και οι ποιητές δεν χωρούν αμφισβήτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου