Η γυναίκα
Ρωξάνη καθώς συγκινείται με τα φώτα μιας μακρινής ακτής. Η γυναίκα Ρωξάνη με τα
οράματα του μέλλοντος. Η γυναίκα Ρωξάνη, γερασμένη, με το μαύρο, νυχτικό της
φόρεμα πάνω στα βαρέλια του έρημου σταθμού, κάπου στην ενδοχώρα. Η γυναίκα
Ρωξάνη που μιλά την ολότελα χαμένη διάλεκτο των Αζτέκων και γνωρίζει να
ερμηνεύει τα φρέσκα των επαρχιακών ναών και πάλι τα οράματα του μέλλοντος. Η
γυναίκα Ρωξάνη που ζει βαθιά μες στα νερά, η γυναίκα Ρωξάνη που αγαπήθηκε πολύ
και ευθύνεται για τα άνεργα καράβια, τα ερωτικά μνημεία, τις νεκρές ιέρειες,
τις χαμηλά φωτισμένες γωνιές της πόλης, η γυναίκα Ρωξάνη με τα λαδωμένα της
φορέματα, νεκρή στην Πομπηία μες στις στάχτες και η τρεμάμενη μορφή της μες στα
οράματα του μέλλοντος.
Η γυναίκα
Ρωξάνη, οι θρυλικοί σεισμοί, τα προπατορικά αμαρτήματα, τα steam ships που
διατρέχουν τον ισημερινό, αργά, σαν κυνηγοί, η γυναίκα Ρωξάνη με το δαυλό στα
χέρια της, δαντελένιο κολάρο, σφιχτά στο λαιμό, η κόρη του Θεού, το χαλάζι στα
κτήματα, το κρύο που φτάνει μέρα με τη μέρα και η μακρινή μοναξιά εκείνου που
αγάπησε πολύ τη γυναίκα Ρωξάνη. Το δωρικό του μίσος μεθυσμένο στο μέσα τραπέζι
του καφενείου της οδού Νέστορος. Η γυναίκα Ρωξάνη, καθώς μια απέραστη νύχτα της
πόλης. Η γυναίκα Ρωξάνη, σώμα σκληρό και ιστορίες με φονικά στα ποταμίσια
σπίτια. Η γυναίκα Ρωξάνη και οι αδικημένες μας σοδειές, πάλι τα απόφωνα του
μέλλοντός μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου