Με την αίσθηση του ακροατή γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Μια από τις δημοφιλέστερες
όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον «Ιπτάμενο Ολλανδό», είχαμε την ευκαιρία να
παρακολουθήσουμε στις 7 Ιουνίου του 2013 στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού, στη
λαμπερή εναρκτήρια παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών από την Εθνική Λυρική Σκηνή,
σε σκηνοθεσία του διάσημου Έλληνα σκηνοθέτη και σκηνογράφου Γιάννη Κόκκου και
μουσική διεύθυνση του καταξιωμένου αρχιμουσικού Λουκά Καρυτινού. Με την
παράσταση αυτή το Φεστιβάλ Αθηνών και η Εθνική Λυρική Σκηνή συμμετέχουν στον
εορτασμό των 200 χρόνων από τη γέννηση του Γερμανού Συνθέτη.
Εμβληματική μορφή
ο Ρίχαρντ Βάγκνερ γεννήθηκε στη Λειψία στις 22 Μαΐου του 1813. Την ίδια χρονιά
γεννιέται στο Λε Ρόνκολε της βόρειας Ιταλίας ο Τζουζέπε Βέρντι, ο άρχων της
Ιταλικής Όπερας. Στα δέκα πέντε χρόνια του ο Βάγκνερ συγκλονίζεται ακούγοντας
την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, ίσως
τότε να ανακάλυψε το όριο ανάμεσα στην ποίηση και στη μουσική κι αυτό να
ξύπνησε το μουσικό του δαιμόνιο που τον έσπρωξε στη σύνθεση. Η Ενάτη Συμφωνία παραμένει το ίνδαλμά του
για όλη του τη ζωή και πιστεύει ότι είναι το
«Ευαγγέλιο» της ανθρώπινης
Μουσικής Τέχνης. Πιστεύει ακόμα ότι οι όπερές του ήταν η συνέχεια της Μεγάλης
αυτής Συμφωνίας.
Ο Βάγκνερ εντυπωσιάζεται
επίσης στα νεανικά χρόνια του από τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό και κυρίως από
τα αθάνατα έργα του Αισχύλου και οραματίζεται μια τέχνη πάνω στα αρχαιοελληνικά
πρότυπα με υψηλά νοήματα και διδακτικό
περιεχόμενο, που όσο βαθύ κι αν είναι εκφράζεται με σαφήνεια και γίνεται
κατανοητό. Ακολουθώντας τα διδάγματα των
μεγάλων τραγικών αναζητά τον τρόπο συγκερασμού και σύγκλισης των τεχνών για την
επίτευξη ενός αληθινού έργου τέχνης που φέρει μέσα του την «ψυχαγωγία», την αγωγή της ψυχής.
Παράλληλα συμμετέχει στο μεγάλο κίνημα των κορυφαίων του ρομαντισμού (Σίλερ,
Χάινε, Χαίλντερλιν, Σέλλεϋ και Χόφμαν) και εμπνέεται από τα μεσαιωνικά μυστήρια,
τους θρύλους και τους μύθους, τα
αρχέγονα ανώνυμα λαϊκά ποιήματα. Δημιουργεί εξ ολοκλήρου το έργο του, γράφοντας
εκτός από τη μουσική και το λιμπρέτο το οποίο θέλει να καθιερώσει ως «Μουσικό
Δράμα». Με την πρωτοποριακή σύλληψη των ποιητικών κειμένων του, αλλά κυρίως με
την ευρηματικότητα και τις μουσικές καινοτομίες του, επηρεάζει τις τέχνες και τα γράμματα αλλά και
τον τρόπο σκέψης των συγχρόνων του.
Αναλύει την τέχνη του, κάτι που έκαναν μεγάλες μορφές της ζωγραφικής, όπως ο
Λεονάρντο Ντα Βίντσι και ο σύγχρονος του συνθέτη Γάλλος ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά,
για να μην αναφέρουμε τους μεγάλους ποιητές και κριτικούς τέχνης Σαίξπηρ και
Γκαίτε. Στο έργο του συνδυάζει ποίηση, θέατρο και μουσική σε μια προσπάθεια να
εκφράσει τη συλλογική συνείδηση του Γερμανικού Λαού, τον οποίο και θεωρεί λαό
ανώτερο, περιούσιο, στοιχείο που θα οικειοποιηθούν αργότερα οι ναζιστές.
Ο «Ιπτάμενος
Ολλανδός» ή «Πλοίο Φάντασμα», ρομαντική όπερα σε τρεις πράξεις, ορόσημο για το
Γερμανικό πολιτισμό και για τον ίδιο το συνθέτη, που οδηγείται στην αναζήτηση νέων
αξιών, γράφτηκε το καλοκαίρι του 1839
κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του από τη Ρίγα στο Λονδίνο, ταξιδιού «γεμάτο
περιπέτειες και γνώση». Το ποιητικό κείμενο της όπερας εμπνεύστηκε ο Βάγκνερ
από τη σατιρική νουβέλα του Χάινριχ Χάινε «Τα απομνημονεύματα του κυρίου
Σναμπελεβόπσκι» (1833). Η πρεμιέρα της όπερας έγινε στη Δρέσδη, στις 2
Ιανουαρίου 1843, στο Βασιλικό Θέατρο της
Αυλής της Σαξονίας, υπό την διεύθυνση του συνθέτη.
Με κεντρικό θέμα
τη λύτρωση, ο Βάγκνερ αφήνεται στο θρύλο και αναπτύσσει, πέρα από τη συμβατική
μορφή, το μύθο του «καταραμένου» ήρωα,
του Ολλανδού ναυτικού που ασεβεί στη
δύναμη της φύσης όταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έρχεται αντιμέτωπος με μια
τρομακτική θύελλα που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Εκείνος ορκίζεται στο
Σατανά ότι θα αναμετρηθεί μαζί της και θα διασχίσει το ακρωτήριο με οποιοδήποτε
κόστος κι αν ακόμα χρειαστεί να ταξιδεύει ως τη Δευτέρα Παρουσία. Αντί του
Δέους, η Ύβρις κυριαρχεί στην ψυχή του Ολλανδού! Και ο Σατανάς, τιμωρός, θα τον
καταραστεί για την υπεροψία και θα γίνει φάντασμα, που θα πλανιέται αενάως στις
θάλασσες και μόνο κάθε επτά χρόνια θα πιάνει στεριά. Η δε κατάρα του δε θα
λυθεί παρά μόνο αν βρεθεί μια γυναίκα και του ορκιστεί αιώνια πίστη. Φτάνοντας
στη στεριά σχεδόν υβρίζει τον Ωκεανό. «Ξιπασμένε Ωκεανέ σε λίγες μέρες θα με
ξαναδεχτείς. Δεν έχω τάφο πουθενά». Να όμως, που δίπλα στο πλοίο φάντασμα
αγκυροβολεί ένα νορβηγικό πλοίο. Οι δυο καπεταναίοι γνωρίζονται και ο
Ολλανδός προσφέρει πλούσια δώρα στον
Νορβηγό για να τον φιλοξενήσει και όταν μαθαίνει ότι έχει μια κόρη την ζητά σε
γάμο προσφέροντάς του όλα του τα πλούτη. Η συμφωνία κλείνεται. Η κόρη του
Νορβηγού καπετάνιου, η Ζέντα,
επηρεασμένη από το λαϊκό θρύλο και από ένα πορτραίτο του «Ιπτάμενου Ολλανδού»που
κρέμεται στο δωμάτιό της διακατέχεται από μία μυστηριακή φαντασίωση ότι ο
αγαπημένος της θα φτάσει από τις θάλασσες και τραγουδά μαζί με τις φίλες της τη
μπαλάντα του θαλασσοδαρμένου ναυτικού και μέσα στον οίστρο της αναφωνεί «Ας
είμαι εγώ αυτή που θα σε λυτρώσει». Και να, που ο αρραβωνιαστικός της θα
είναι ο άνδρας του πορτραίτου και
εκείνη, πλάσμα ευτυχισμένο, με μεγαλείο ψυχής, αγαπά έναν δυστυχισμένο για τα
ασήκωτα πάθια του και του δίδει μόλις
τον αντικρίσει όρκο πίστης και αγάπης ως το θάνατό της. Για να μην παραβεί αυτό
της τον όρκο και για να τον βεβαιώσει για την πίστη της, πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται. Η δύναμη της αγάπης θριαμβεύει και δαμάζει τις υπερφυσικές δυνάμεις. Η θυσία της
νέα γυναίκας λύνει την βαριά κατάρα, το πλοίο φάντασμα χάνεται, ο «καταραμένος»
Ολλανδός αξιώνεται τη Λύτρωση και η εξαϋλωμένη «ιδανική» μορφή της νέας ανυψώνεται πάνω από τα κύματα στους
ουρανούς.
Ο Γιάννης Κόκκος, στην πρώτη του συνεργασία με τη Εθνική Λυρική Σκηνή, σε μια εξαιρετική
παράσταση ερμήνευσε τον Ιπτάμενο Ολλανδό μέσα από μια διαχρονική πανανθρώπινη
διάσταση. Ο Σκηνοθέτης με τις ελληνικές καταβολές του προσεγγίζει τον
«προμηθεϊκό», όπως τον αποκαλεί, ήρωα
μέσα από το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα
προβάλλοντας την ύβρη, τον έρωτα, τη λύτρωση, το θάνατο μέσα από μια
υψηλή, αισθητική θεώρηση, αποκαλύπτοντας
στο θεατή τα ουσιώδη και συγκλονιστικά στοιχεία της Όπερας, τον
προβληματισμό και το μεγαλείο της
αξεπέραστης τέχνης του Βάγκνερ. Με την εκπληκτική σκηνογραφία του και το
video wall του Ερίκ Ντυραντώ, μοιάζει σα να βρήκε την αντιστοιχία των αρμονικών
ζωγραφικών τόνων μ’ εκείνες των μουσικών
ήχων που επενεργούν λυτρωτικά στον πυρήνα των αισθήσεων. Με την ενδυματολογική
του δε πρόταση σε άσπρο μαύρο εντείνει ακόμα περισσότερο την αγωνία και την
πάλη με τους εσωτερικούς εφιάλτες.
Ο Γερμανός
βαρύτονος Τόμας Μάγιερ, επιβλητικός, με πλούσιο ήχο και θεατρικότητα ερμήνευσε
επάξια το δύσκολο ρόλο του Ολλανδού και καταχειροκροτήθηκε. Η Αμερικανίδα
υψίφωνος Ζαν-Μισέλ Σαρμπονέ, με τη γλυκιά και δραματική φωνή της στο ρόλο της
Ζέντα συγκίνησε ιδιαίτερα και καθήλωσε τους θεατές, τόσο στην εξαιρετικά
σκηνοθετημένη σκηνή στο σπίτι της με το ροδάνι όσο και στην υπόλοιπη παράσταση.
Δεν υστέρησαν στις ερμηνείες τους ο Αμερικανός βαθύφωνος Γκρέγκορυ Φρανκ στο
ρόλο του Νορβηγού ναυτικού Ντόλαντ, Ο
Βρετανός τενόρος Ίαν Στόρεϋ, στο ρόλο
του κυνηγού Έρικ, η μεσόφωνος Ελισάβετ Κλονόβσκαγια στο ρόλο της
παραμάνας της Ζέντα και ο πάντα εξαιρετικός τενόρος Αντώνης Κορωναίος, τιμονιέρης του Ντόλαντ. Αξίζει να
σημειώσουμε εδώ ότι η κυρία Τζένη Μαστοράκη, απέδωσε, με τη μεταφραστική της
ικανότητα, πιστά το κείμενο των υπερτίτλων, χωρίς όμως την ακαμψία και την
ξηρότητα που συνήθως χαρακτηρίζει αυτές τις μεταφράσεις, αντιθέτως κόσμησε το
κείμενο με ευκαμψία και γλαφυρότητα.
Ο Λουκάς
Καρυτινός, με την αστραφτερή μπαγκέτα του πρόβαλε την μεγαλοπρέπεια της Όπερας, το κολοσσιαίο
και διαυγές πάθος της σύνθεσης και ώθησε
τους ερμηνευτές του να φωτίσουν τον
πνευματικό, εσωτερικό κόσμο των ηρώων του Βάγκνερ. Το δυνατό χειροκρότημα ήταν
για το σκηνοθέτη, το μαέστρο, την θαυμάσια ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής,
την εξίσου θαυμάσια Χορωδία και τον διευθυντή της Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, η
επιβράβευση των κόπων τους.
Με την εξαίσια μουσική, το ύφος και το χαρακτήρα της παράστασης μας αποκάλυψαν ένα κόσμο ονειρικό τον οποίο μόνο η τέχνη μπορεί αληθινά να προσεγγίσει μέσα από διανοητικές και ψυχικές διεργασίες. Και φαντάζει φτωχός ο λόγος, για ν’ αποδώσει το μεγαλείο της Μουσικής, εκτός και αν ανατρέξουμε στο μεγάλο Μπωντλαίρ, που θεωρεί τον Ποιητή «καλύτερο από όλους τους κριτικούς» και αναζητήσουμε κι εμείς έναν Ποιητή για να εκφράσει τα συναισθήματά μας!
Με την εξαίσια μουσική, το ύφος και το χαρακτήρα της παράστασης μας αποκάλυψαν ένα κόσμο ονειρικό τον οποίο μόνο η τέχνη μπορεί αληθινά να προσεγγίσει μέσα από διανοητικές και ψυχικές διεργασίες. Και φαντάζει φτωχός ο λόγος, για ν’ αποδώσει το μεγαλείο της Μουσικής, εκτός και αν ανατρέξουμε στο μεγάλο Μπωντλαίρ, που θεωρεί τον Ποιητή «καλύτερο από όλους τους κριτικούς» και αναζητήσουμε κι εμείς έναν Ποιητή για να εκφράσει τα συναισθήματά μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου