Το μεσημέρι ήρθαν εκείνοι της δημοτικής αρχής. Κοινοποίησαν την απόφαση του συμβουλίου. Μέχρι τον επόμενο χειμώνα τούτα τα ορφανά θα οδηγηθούν στις παλιές προσφυγικές κατοικίες της οδού Αλεξάνδρας. Εδώ, είπαν, θα κτιστεί ένα σπουδαίο κτίριο, ίσως να στεγαστεί μια δημόσια υπηρεσία, η πρόσοψή της θα φέρει μια ψυχική, χρωματική σύνθεση. Στην οροφή, είπαν θα υπάρχουν αντίγραφα των μουσών, χωμένα μες στις πτυχώσεις της σκεπής. Πάει να πει, καμιά θέση για τις μνήμες των πουλιών. Ύστερα φύγαν, χαμογέλασαν με ευγένεια, τα μάτια τους λένε κρέμονταν με καρφιά από τα πρόσωπα. Προδομένα βλέμματα. Όταν απομακρύνθηκαν ακούστηκε το φοβερό φτεροκόπημα των παιδιών, ξεχύνονταν από τις κάμαρες, γαντζώνονταν στις σκεπές και τους ανεμοδείκτες, οι μοναχές χειροκροτούσαν μέσα από τα θολά παράθυρα τα ανθρώπινα σώματα που είναι πάντα ένας πόνος βαθύς. Έτσι στριμωγμένα τα παιδιά το ένα μες στο άλλο, πετούσαν και άφηναν ψιλές, πουλίσιες φωνές και ξερνούσαν όλη τη σκόνη του κόσμου. Ως αργά γεύονταν το ωραίο γλυκό της ζωής, την ανυποψίαστη μοίρα του χρόνου που μας παρασέρνει, το φωταγωγημένο σταυρό του γειτονικού ναού.
Έπειτα αποκοιμήθηκαν στα κλαδιά των δέντρων
και πέρα ειρηνική η μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ με τις χρυσές πηγές, τα
ανεξάντλητα μυστικά. Την ερημιά του ύπνου.
[Εικαστικό σχόλιο: Ζωγραφική του Γιάννη Γούνα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου