Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Ένα από τα ποιητικότερα κείμενα, που
έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα είναι αναμφισβήτητα και αυτό του Ακαθίστου
Ύμνου, όπως πολλές φορές έχει τονισθεί και επισημανθεί από τους αρμόδιους. Και
η ομολογία αυτή δεν έχει σχέση με την πίστη του καθενός, μια και τους στίχους
του τους έχουν διαβάσει και ξαναδιαβάσει πολλές φορές όσοι ασχολούνται και
τέρπονται από την τέχνη του λόγου –πιστεύουν, δεν πιστεύουν - και πολλοί είναι
οι νεότεροι δημιουργοί, οι οποίοι έχουν εμπνευστεί από την δική του, μοναδική
μεστότητα.
Είναι ακόμα άγνωστος ο ποιητής του. Άλλοι, που είναι και οι
περισσότεροι, τον αποδίδουν στον πολυτάλαντο Ρωμανό τον Μελωδό. Άλλοι τον
θεωρούν έργο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου και πολλοί τον αποδίδουν στον
Γεώργιο Πισίδη, χωρίς βέβαια να έχουν καταλήξει σε ακριβή συμπεράσματα.
Όποιος και αν είναι, όμως, ο δημιουργός του σημασία έχει πως το
σημαντικό αυτό έργο της γραμματολογίας μας συγκινεί και σήμερα και πως ακόμα
και μετά τόσα χρόνια από την γραφή του συνεχίζει να είναι ένα αληθινό διαμάντι
της γλώσσας μας.
Ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο Ύμνος αυτός και στο νησί μας, πατρίδα των
τριών μεγάλων, αλλά και των άλλων σημαντικών επίσης ποιητών και φαίνεται ν’
απασχόλησε ιδιαίτερα και λογίους, αλλά και τους απλούς ανθρώπους. Για τους πρώτους
αρκεί κανείς να ερευνήσει παλιότερα έντυπα και εφημερίδες, για να δει όχι μόνο
τα πολλά κείμενα, τα σχετικά με αυτόν, αλλά και τις σημαντικές μεταφράσεις του
στην ομιλούμενη, από ευπαίδευτους και
ταλαντούχους συμπατριώτες μας. Για τους δεύτερους αρκεί να ψάξει τις ρήσεις του
λαού μας, που συχνά χρησιμοποιεί χωρία του στην καθημερινότητά του, αλλά να δει
και την λατρευτική ιδιαιτερότητα, που παρουσιάζει στον τόπο μας.
Πέραν,
λοιπόν, από την συνήθεια άλλες εκκλησίες να τον ψάλουν νωρίς, γύρω στις
τέσσερις το απόγευμα, όπως η Χρυσοπηγή στην Μπόχαλη ή να κάνουν κάποιους
Χαιρετισμούς, ιδίως τους τελευταίους, σαν αντέτι, σε ιστορικά εκκλησάκια,
υπάρχει και η συνήθεια στις περισσότερες εκκλησίες να τελείται ο Ακάθιστος
Ύμνος της Ε΄ εβδομάδας των Νηστειών, οπότε ακούγεται ολόκληρος, όχι με την
ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου, όπως συνήθως αλλού συμβαίνει, αλλά με αυτήν
του όρθρου, οπότε η τέλεσή του παίρνει άλλη διάσταση, με πολλά ακούσματα
τονισμένα σύμφωνα με την ζακυνθινή μουσική παράδοση.
Σε κάποιες εκκλησίες, μάλιστα, όπως στην Μητρόπολη, στο τέλος της
ακολουθίας και με την μεγάλη δοξολογία, γίνεται περιφορά της καθέδρας με την
εικόνα της Παναγίας μέσα στο ναό και τέλος η εναπόθεσή της στην οικεία της
θέση, μια και από την αρχή της Σαρακοστής είχε τοποθετηθεί στο κέντρο της
εκκλησίας, για να ειπωθούν εκεί οι Χαιρετισμοί της.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως δύο εκκλησίες υπήρχαν προσεισμικά στο
νησί αφιερωμένες στον Ακάθιστο Ύμνο της Θεοτόκου. Η μία βρισκόταν στο κέντρο
της πόλης, εκεί περίπου που σήμερα η ομώνυμη οδός, παράλληλη με την «Τερτσέτη»
και η άλλη στο Αργάσι, που ακόμα σώζονται τα ερείπιά της.
Η πρώτη εκκλησία, αυτή της χώρας, κτίσθηκε το 1718 από την Αννούλα
Ρουσία. Η ιδιοκτήτριά της την παρέδωσε λίγο αργότερα στον ιερέα Γρηγόριο
Σκορδίλη, ο οποίος όριζε με την διαθήκη του, που γράφτηκε το 1750, να γίνει
αδελφάτο, μετά τον θάνατο του ανεψιού του Ιωάννη, ο οποίος ήταν και ο
κληρονόμος του.
Η εκκλησία αυτή ήταν αρχικά αφιερωμένη στον Άγιο Γρηγόριο, αλλά με τον
καιρό επικράτησε να λέγεται η «Ακάθιστος», χάριν μιας εικόνας της Θεομήτορος, η
οποία ήταν ενυπόγραφο έργο του σημαντικού ζωγράφου Στυλιανού Σταυράκη του 1755
και είχε ολόγυρα ζωγραφισμένους τους 24 Οίκους του Ακαθίστου. Γιόρταζε κάθε
χρόνο το Ε΄ Σάββατο της Σαρακοστής και συγκέντρωνε αρκετό κόσμο, κυρίως το
βράδυ της παραμονής, οπότε ακουγόταν και οι εικοσιτέσσερις Χαιρετισμοί.
Η άλλη εκκλησία στο Αργάσι, γνωστή και σαν «Κυρία των Αγγέλων» και «Παναγία
του Λαμπέτη», θυμίζοντάς μας το παλιό αυτό χωριό του νησιού, ήταν στην αρχή
μοναστήρι. Δεν γνωρίζουμε το πότε πρωτοχτίστηκε, αλλά μονάχα πως στις 11 Μαΐου
του 1588, ο πρώτος οικοκύρης και ανακαινιστής της, ο μοναχός Ακάκιος Σκληρός,
την έκαμε μονή καλογήρων, σύμφωνα με συμβολαιογραφική του πράξη που έγινε στο
νοδάρο Κ. Βουτσανέση. Πολλοί ήταν μετέπειτα οι ηγούμενοι και ανακαινιστές της,
με σημαντικότερο τον ιερομόναχο Ιωσήφ Δόξα, ο οποίος, κατεστραμμένη από την μη
ικανότητα των προκατόχων του, την επανέφερε στην αρχική της, καλή μορφή και γι’
αυτό το λόγο χρημάτισε και ισόβιος ηγούμενός της.
Η καθέδρα με την εικόνα της εκκλησίας σώζεται σήμερα στην γειτονική
εκκλησία της Παναγίας της Βλαχέραινας, της παλιότερα συντεχνίας των παντοπωλών και
εκεί κάθε χρόνο, την ημέρα της γιορτής της, νωρίς το απόγευμα, συνηθίζουν να
πηγαίνουν πολλοί πιστοί για ν’ ακούσουν τους εικοσιτέσσερις οίκους των
Χαιρετισμών και να την προσκυνήσουν.
Αυτά για την θύμηση και μόνο. Έτσι για να διασώσουμε την ιστορική μας
μνήμη και την παράδοσή μας. Γιατί σήμερα καμιά «Ακάθιστος» δεν υπάρχει και σε
λίγο θ’ αναρωτιούνται οι νεότεροι γιατί αυτή η οδός, η φερώνυμη, στο κέντρο της
πόλης μας. Αν το γνωρίζουν και οι σημερινοί της κάτοικοι και οι γειτόνοι της.
Ο σεισμός του 1953 μας απέκοψε από τις ρίζες μας. Η φωτιά, που
ακολούθησε, κατέκαψε τον πολιτισμό μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ας κάνουμε
κάτι όσο είναι καιρός, όσο διατηρείται η μνήμη. Σύντομα θα είναι πολύ αργά.
1 σχόλιο:
Και του χρόνου Διονύση και δέξου την συγνώμη μου που κάποτε σου είπα....και εμείς τι κάνουμε? κάνεις πάρα πολλά!Η αλυσίδα δεν έσπασε!
Δημοσίευση σχολίου