Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Την
ιστορία μάς την διηγείται και μας την διασώζει ο πολύπλευρος Γρηγόριος Ξενόπουλος
στην γλαφυρή και πολύτιμη «Αυτοβιογραφία» του. Ένας δάσκαλός του, μας περιγράφει,
ο Ρούσος, «ξένος –Μωραΐτης νομίζω– και πολύ δάσκαλος», όπως ο ίδιος ο
συγγραφέας του «Φιόρου του Λεβάντε» σημειώνει, «ιδέα δεν είχε γι’ άλλα
πράγματα, τα ζακυνθινά δεν τα καταλάβαινε και δεν τα εχώνευε καθόλου, κι’ η
μεγάλη αποστροφή του ήταν τα φράγκικα ονόματα που έβλεπε στον κατάλογο των
μαθητών».
Θύμα του κυριότερο, κατά τον Αμμιώτη
πεζογράφο, αλλά και την ιστορία, ήταν ο μικρός του μαθητής, Σωτήρης Μοτσενίγος,
που μη μπορώντας ο εκ Πελοποννήσου ορμώμενος ούτε καν να προφέρει το επώνυμό του, ήθελε να
του το αλλάξει και να τον ξαναβαφτίσει αόριστα … «Ζακυνθινό»!
«Την πρώτη φορά που το απάντησε στον
κατάλογο, ο ανίδεος Ρούσος», μας τον στιγματίζει χαρακτηριστικά ο Ξενόπουλος,
«οπισθοχώρησε με φρίκη, έκανε μια ώρα να το συλλαβίσει, κατάφερε επί τέλους να
το προφέρει ολάκερο» και, μεταξύ των άλλων, ρώτησε τον καημένο τον μικρό
μαθητή: «Τι θα πει Μόν – τσέ – νί - γός;». «Δεν ξέρω…», απάντησε ο έκπληκτος
πιτσιρικάς, «είναι τ’ όνομά μου». Και αντιστεκόμενος, λίγο μετά, στον παντελώς
άσχετο εκπαιδευτικό και νεότερο … νουνό του, του απάντησε έξω φρενών,
«κατακόκκινος, τοξεύοντας αστραπές από τα γαλανά του μάτια»: «Δεν αλλάζω το
οικογενειακό μου όνομα, κύριε σχολάρχα! Η οικογένειά μου κατάγεται από τη
Βενετία! … Μοντσενίγοι λέγουνταν όλοι μου οι πρόγονοι, Μοντσενίγος θα λέγουμε
κι’ εγώ. Αλλιώτικα φεύγω».
Σαν βοηθός του τότε ο συμμαθητής του και
αργότερα δημιουργός του «Μυστικού της Κοντέσας Βαλέραινας» τον σιγοντάρει και
σημειώνει χαρακτηριστικά: «Γιατί δεν ήξερε – πού να το ξέρει ο μωραΐτης
δάσκαλος! – πως και Δόγηδες ακόμα είχε δώσει στη Βενετία η οικογένεια των
Μοτσενίγων». Και καταλήγει συμπερασματικά: «Αυτή ήταν η πρώτη επίδραση που είχε
στην Επτάνησο η ένωσή της με την άλλη Ελλάδα: Έχασε ο επτανησιακός πολιτισμός,
πριν ακόμα δημιουργηθεί άλλος…», λέγοντας, έτσι, την μεγάλη για μας τους
Ιόνιους αλήθεια.
Όσοι θυμάστε έναν δεσπότη, που έβγαλε έξω
από την εκκλησία την μπάντα, την ώρα των «γύρων» του Λειψάνου του Αγίου μας,
κατά την διάρκεια της γιορτής του ή υποχρέωσε τους παπάδες να φορέσουν κόκκινα
άμφια στην περιφορά του Επιτάφιου, αντί των μαύρων, που επιβάλει η τοπική
παράδοση, θα διαπιστώσετε πόσο δίκιο είχε ο μεγάλος μας πεζογράφος και το πόσο
αδικήθηκε ο πολιτισμός μας!
Μα, η ιστορία επαναλαμβάνεται και μάλιστα ως
και τις μέρες μας. Παρόμοιο περιστατικό μού διηγήθηκε καλή μου φίλη, το οποίο
μάλιστα συνέβη φέτος σε σχολείο μας, όπως ακριβώς και στην εποχή της
«Αυτοβιογραφίας» του Ξενόπουλου. Ο γιος της, μαθητής των πρώτων τάξεων του
δημοτικού σχολείου, πήρε σαν εργασία από την συμπατριώτισσα του παλιού Ρούσου
δασκάλα του να βρει πληροφορίες για την βασιλόπιτα και να ρωτήσει την γιαγιά
του για το πώς την φτιάχνουν και αν μπορεί να του δώσει την συνταγή.
Ο μικρός, σαν άλλος, νεότερος και πολύπαθος
Μοντσενίγος, ζυμωμένος στα νάματα της μακραίωνης παράδοσης του τόπου του και
ανήκοντας σε μια οικογένεια, που απ’ ότι πολύ καλά γνωρίζω, τηρεί μ’ ευλάβεια
όλες τις παραδόσεις και τ’ αντέτια μας, αντιστάθηκε και όπως ήταν εύλογο, είπε
ευγενικά στην δασκάλα του:
- Κυρία, εμείς εδώ δεν κόβουμε
βασιλόπιτα, αλλά κουλούρα την παραμονή των Χριστουγέννων.
- Δεν με ενδιαφέρει, του απάντησε ο θηλυκός και
μετουσιωμένος Ρούσος. Εγώ για βασιλόπιτα
θέλω να μου φέρεις πληροφορίες.
Και ο μικρός ένοιωσε ξένος, πληγωμένος και
παρασάγγας μακριά από την επιμένουσα στον «εξελληνισμό» και την αφομοίωσή του
δασκάλα του, πολλές δεκαετίες μετά την ένωση!
Αυτά μάλιστα συνέβησαν λίγες μόλις μέρες μετά από την «Διημερίδα Τοπικής
Ιστορίας», που, με θέμα «Προσεγγίζοντας τη ζακυνθινή ιστορία…», διοργάνωσε ο
δραστήριος Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Ζακύνθου, «Διονύσιος Σολωμός», στις
7 και 8 Δεκεμβρίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο Σαρακηνάδου και στα Μουσεία του
νησιού μας, δίνοντας έτσι σε ντόπιους και ξένους εκπαιδευτικούς την μοναδική
ευκαιρία να γνωρίσουν τις ιδιαιτερότητες του νησιού που διδάσκουν και να μην
θυμούνται, όταν φύγουν, μονάχα την τουριστική Ζάκυνθο του Λαγανά.
Η παραπάνω εκπαιδευτικός δεν το
παρακολούθησε, όπως συνεπάγεται, και ως εκ τούτου παρέμεινε στην εποχή, που ο
γείτονας της Φανερωμένης έγραψε την «Αυτοβιογραφία» του και καταδίκασε την
στεγνή διδασκαλία όλων αυτών που, από έλλειψη παιδείας και γνώσης, δεν σέβονται
τον τόπο που τους φιλοξενεί και τον υπηρετούν.
Να, γιατί ποτέ δεν πηγαίνω, όπου με καλούν,
σε κοπή βασιλόπιτας. Δεν θέλω να χάσω όνομα και ταυτότητα.
1 σχόλιο:
Εύγες!
Δημοσίευση σχολίου