ΣΠΥΡΟΣ
ΜΑΡΙΝΟΣ (1893-1970)
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΘΕΝΤΑ ΝΑΥΤΗ
ΤΟ «ΑΓΚΑΘΙ» ΣΑΣ ΜΙΛΕΙ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΖΑΝΤΕ ΤΟ ΑΣΚΕΡΙ
ΕΙΣ ΕΞΕΓΕΡΣΙ ΚΑΛΕΙ[1]
Την Πατρίδα υπηρετούσε εις το θωρηκτόν Κιλκίς
ένας νέος Βολιμιάτης και ονόματι Στουφής
καμαρώτος στο καράβι, του Υπάρχου Καλιανέση
-τώχε φαίνεται από τύχη να κατέχη τέτοια
θέση-
ήρθε η ώρα που επήρε άφεσιν αμαρτιών…
και πηγαίνει εις το Πόρο αρραβωνιασμένος ών∙
και πριν έμπη στο βαπόρι εις την Ζάκυνθο να
’ρθή
έξαφνα τον συλλαμβάνουν
και στον φρέσκο τόνε βάνουν
-Καλιανέσιος διαταγή!-
Το μουστάκι του ξυρίζει, τα μαλλιά και τα
λοιπά
και το φύλλο του ξεσκίζει
κι’ αρχινάει να τον βρίζει
πως του πήρε τα λεφτά.
Κι’ ο ναύτης διαμαρτύρεται πως είν’ αθώος
όντως
αλλ’ η φωνή στην έρημο πηγαίνει του βοώντος
κι’ έτσι λοιπόν εσκέφτηκε την παροιμία εκείνη
«στον άδη γιοκ μετάνοια κι’ εδώ δικαιοσύνη»
και με την μπλάντρα στο λεμό το πνεύμα
παραδίνει
εις τον πατέρα της φυλής! Λευτέρη Βενιζέλο,
και λέει: δόξα η Πατρίς, κι’ ο Καλιανέσης
θέλω
να έχουνε αιώνια για τον ηρωισμό τους!
κι’ εκειό το φάσμα του σκοινιού να βλέπουν
στ’ όνειρό τους
κι’ εν ώρα που η Πατρίδα μας με την
Δημοκρατία
τα εκατό τα χρόνια της για την ελευθερία
γιορτάζουνε και χαίρουντε από μιάν άκρη σ’
άλλη
ο Καλιανέσης το σκυλί
τα τέκνα της τα τυραννεί
και μας θυμίζει εποχή
τ’ Αλή Πασσά και πάλι!
Κι’ οφείλει ούλ’ η Ζάκυνθος, χώρα της και
χωρία
Δήμαρχοι και Κοινότητες κι’ ούλα τα Σωματεία,
ο Τύπος και οι Σύλλογοι, Παπάδες και Δεσπότης
και των τρανών οι Σύλλογοι και κάθε πατριώτης
να στείλουνε στον Υπουργό ούλοι διαμαρτυρία
και να ρωτούν, σε ποίους λευτεριά δίν’ η Δημοκρατία;
Εάν στους Καλιανέσιδες, οπού φορούν γαλόνια,
έ! τότε είναι περιττό
εις της Πατρίδος το στρατό
να υπηρετούμε χρόνια.
Σε κράτος που φημίζεται για τον πολιτισμό του
κι’ έχει τον Μπότσαρη Υπουργό στο ένδοξο
Ναυτικό του!
Σε Κράτος όπου σήμερα γιορτάζ’ ελευθερία,
με Γερουσία, με βουλή, με νόμους, με χαρτία!
και μ’ αρχηγούς που κόβουνται για την
ελευθερία!
να έχη Καλιανέσιδες στα ένδοξά του πλοία;;
Κι’ αν θέρτε να υποκύψετε, σαν ζώα, τον
αυχένα
δεν έχετε να κάμετε παρά μονάχα ένα:
Να πάτε μισοκάναλα να πέστε, να πνιγήτε,
για δεν αξίζει εις εσάς ελεύτεροι να ζήτε.
-
Στουφής∙ ναύτης εκ Ζακύνθου και
εκ του χωρίου Βολιμών τον οποίον εσυκοφάντησε ο ‘Υπαρχος Καλιανέσης και ηυτοκτόνησε.
Το ανωτέρω έγραψα και εδημοσίευσα εν τω περιοδικώ μου «Αγκάθι» της 17 Μαΐου
1930.
Η αυτοκτονία στο στρατό
Ο Σπύρος Μαρίνος, γνωστός και με
το παρατσούκλι Μισοπούλης, ήταν κουρέας στο επάγγελμα και ταυτόχρονα εκδότης
του σατιρικού περιοδικού «Αγκάθι». Σε όλη του τη ζωή γράφει ερωτικά – ρομαντικά
ποιήματα και σατιρικά – βομολοχικά άρθρα, τα οποία έχουν λόγο έμμετρο, έτσι
όπως συνέβαινε στα περισσότερα σατιρικά περιοδικά της εποχής του. Από αυτή την
έμμετρη αρθογραφία του περιοδικού-εφημερίδας του διαλέγει κάποια κομμάτια και
τα περιλαμβάνει στην ποιητική έκδοση που προαναφέρθηκε.
Ένα τέτοιο έμμετρο άρθρο είναι
και αυτό που αναφέρεται στην αυτοκτονία του στρατιώτη Διονύσιου Στουφή από το χωριό
Άνω Βολίμα. Μόνο, που τούτη τη φορά δεν είναι σατιρικό μα καταγγελτικό∙ άρθρο
διαμαρτυρίας για τα κακώς κείμενα σε όλες τις βαθμίδες της εξουσίας και ίσως,
αν όχι το πρώτο, ένα από τα πρώτα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στη χώρα μας για
αυτοκτονία στο στρατό, κάτι που το αναδείχνει σε εξαιρετικά σημαντικό για την εποχή
που γράφτηκε.
Ο Ύπαρχος Καλιανέσης συκοφαντεί
το ναύτη Στουφή πως έκλεψε χρήματα, έτσι τον οδηγεί στις σκληρές συνθήκες κράτησης
των στρατιωτικών φυλακών.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο
Καλιανέσης φυλακίζει το Στουφή για προσωπικούς λόγους και όχι για κλοπή. Οι λόγοι
αυτοί έγιναν γνωστοί στη Ζάκυνθο από την εποχή της αυτοκτονίας ακόμη, μέσω της
οικογένειας που ερεύνησε το θέμα.
Το πιο πιθανό είναι να γνώριζε
και ο Σπύρος Μαρίνος την πραγματικότητα, χωρίς όμως να τολμήσει να τη γράψει, πιθανώς
γιατί φοβήθηκε τη σύγκρουση με τους ισχυρούς του στρατεύματος. Τόλμησε, όμως να
αναφέρει στο άρθρο του: ο Καλιανέσης το
σκυλί / τα τέκνα μας τα τυραννεί / και μας θυμίζει εποχή / τ’ Αλή Πασσά και
πάλι. Και παρακάτω αμφισβητεί ξεκάθαρα την αναγκαιότητα της στρατιωτικής
θητείας σαν καθήκον προς την πατρίδα, λέγοντας: ε! τότε είναι περιττό / εις της πατρίδας το στρατό / να υπηρετούμε
χρόνια. Δεν διστάζει ακόμα να καλέσει το ζακυνθινό λαό και τους φορείς του
σε κινητοποίηση διαμαρτυρίας για τον αδικοχαμένο νέο. Ενώ, όμως, γράφει όλα
τούτα, γιατί δεν αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο της αυτοκτονίας;
Η απάντηση, πιθανόν, να προκύπτει
από το ίδιο το βιογραφικό του Σπύρου Μαρίνου.
Η σατιρική του ποίηση και
αρθογραφία κατάφερε να προκαλέσει τόσο πολύ την εξουσία και τον καθωσπρεπισμό
της εποχής του, που ο ίδιος βρέθηκε πολλές φορές στη φυλακή από τους
«θιγόμενους», στην απέλπιδα προσπάθειά
τους να του κλείσουν το στόμα. Θα μπορούσαν και να τον είχαν δολοφονήσει, σε
μια εποχή που οι μπράβοι και οι πληρωμένοι φονιάδες εκτελούσαν εν ψυχρώ
συμβόλαια θανάτου στη Ζάκυνθο, αλλά η εφημερίδα του λειτούργησε σαν αμυντικό
όπλο, αφού δημοσιοποιούσε πάντα ονόματα και καταστάσεις, έτσι που αν κάποιος
απειλούσε τη ζωή του, όλοι θα καταλάβαιναν τον ηθικό αυτουργό.
Ήταν ατρόμητος, λοιπόν, ο Σπύρος
Μαρίνος, όταν υπερασπιζότανε την αλήθεια. Η αλήθεια, όμως, της αυτοκτονίας του
νεαρού ναύτη, ήταν ίσως κάτι περισσότερο απ’ όσο άντεχε η «ηθική» της εποχής.
Ο Διονύσιος Στουφής δεν ήταν
κλέφτης, αλλά ήταν νέος και ωραίος, που σαν καμαρότος του Υπάρχου Καλιανέση,
ήταν φυσικό να έρθει σε επαφή με την οικογένεια του ανωτέρου του. Σύμφονα πάντα
με της μαρτυρίες που έυτασαν στο χοριώ εκείνα τα χρώνια και μέχρει σύμερα
παραμένουν ζωντανές, ο Διονύσιος Στουφής γνώρισε τη γυναίκα του Υπάρχου (προφανώς,
νεότερη από το σύζυγο και πιο κοντά στα χρόνια του ναύτη) και σύναψε ερωτική
σχέση μαζί της, ώσπου το ανακάλυψε ο Ύπαρχος και αντί να αποδεχτεί την επιλογή
της γυναίκας του (όπως ήταν φυσικό, άλλωστε, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν
είχαν ούτε δικαίωμα ψήφου) θεώρησε σωστό να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική του
εξουσία εναντίον του Δ. Στουφή. Περίμενε υπομονετικά και εκδικητικά να έρθει η
ώρα της απόλυσης του ναύτη. Όταν αυτός έφυγε με την τελευταία άδεια –στην ουσία
είχε τελειώσει τη θητεία του και θα επέστρεφε
στο ναυτικό μόνο και μόνο για να πάρει το απολυτήριό του– ο Καλιανέσης τον
συλλαμβάνει στον Πόρο με την κατηγορία – συκοφαντία της κλοπής. Ο Ύπαρχος θα
σκέφτηκε πως είναι πιο πιστευτό, ένας φτωχός στρατευμένος να κλέψει την ημέρα
που απολύεται, παρά στο ενδιάμεσο της θητείας του∙ από την άλλη πλευρά, όμως,
θα έπρεπε να τον συλλάβει πριν την αναχώρησή του με άδεια και χωρίς το
απολυτήριο στο χέρι, για να μπορεί να στοιχειοθετήσει την κατηγορία της κλοπής,
που δεν θα μπορούσε να γίνει πιστευτή ότι πραγματοποιήθηκε τη μόνη μέρα που θα έμενε
στο στράτευμα για την τελετή απόλυσής του. Αλλά, ο κυριότερος λόγος, για τον οποίο
ήθελε ο Καλιανέσης να συλληφθεί ο Στουφής πριν την απόλυσή του από το ναυτικό,
ήταν για να παραπεμφθεί στο ναυτοδικείο και όχι σε πολιτικό δικαστήριο. Ο
Καλιανέσης ήθελε να δικαστεί ο νέος στο ναυτοδικείο για να μπορεί να ελέγξει,
τόσο τη δίκη, όσο και τη σίγουρη τιμωρία του στις στρατιωτικές φυλακές, όπου θα
μπορούσε να διαλέξει ακόμα και το μπουντρούμι που θα σάπιζε ο αντίζηλός του ή
και να επιβάλει σωματικές ποινές, αν όχι να ικανοποιήσει το θιγμένο του εγωισμό
από το σίγουρο βιασμό που θα υφίστατο ο νέος που θάρρεψε να τον κάνει κερατά.
Μέχρι εδώ το σχέδιο εκδίκησης πήγαινε μια χαρά. Το μόνο που δεν υπολόγισε ο Καλιανέσης
ήταν η αντίδραση του Δ. Στουφή.
Ο Δ. Στουφής, όταν τον συνέλαβαν με τη συκοφαντία της κλοπής, κατάλαβε αμέσως
τον πραγματικό λόγο και προσπάθησε να αποδείξει πως δεν είναι κλέφτης, αλλά
μάταια. Ήξερε, επίσης, ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια της εποχής ήταν
αμείλικτα προς τους κατηγορούμενους,
χωρίς να εξασφαλίζουν τα δικαιώματά τους. Τότε συνειδητοποίησε πως δεν θα
ξαναδεί τη Ζακυθούλα του και την αρραβωνιαστικιά του∙ δεν φοβήθηκε ότι θα τον
τουφέκιζαν, αλλά φοβήθηκε τα εκδικητικά βασανιστήρια και τους εξευτελιστικούς
βιασμούς στο υγρό του μπουντρούμι. Τρόμαζε σαν αναλογιζόταν τον πόνο που θα
υπέμενε μέχρι να βγει η ψυχή του, γιατί αυτή θα ’ταν η κατάληξή του και το
’ξερε καλά. Νέος, ωραίος κι ελεύθερος άντρας, όπως ήταν, δεν μπορούσε να
επιτρέψει σ’ ένα συκοφάντη να καθορίσει τη μοίρα του. Έλυσε τις αρβύλες του, έφτιαξε
μια θηλιά με τα κορδόνια τους και κρεμάστηκε, πριν ακόμα οι βασανιστές του τον
αγγίξουν.
Αυτός είναι, σύμφωνα με τους
συγχωριανούς του, ο τρόπος της αυτοκτονίας του, με την προϋπόθεση πάντα, πως
δεν τον αυτοκτόνησαν οι βασανιστές του.
Οι χωριανοί του, παρ’ όλο που
γνώριζαν την αλήθεια –μα και γενικότερα οι ζακυνθινοί– ούτε διαμαρτυρήθηκαν,
ούτε ξεσηκώθηκαν (μεγάλο ταμπού η αυτοκτονία!). Μονάχα ο Σπύρος Μαρίνος, με την
οξυδέρκεια και το αίσθημα δικαίου που τον διέπνεαν σαν γνήσιο σατιρικό ποιητή,
υπερασπίστηκε τη μνήμη του αυτόχειρα με πολλή θέρμη, λέγοντας όμως τη μισή αλήθεια.
Σήμερα, με την ασφάλεια που
παρέχει η χρονική απόσταση από το γεγονός έρχομαι να δηλώσω την άλλη μισή αλήθεια
και να υπερασπιστώ ακόμα μια φορά τη μνήμη, αλλά και την επιλογή του αυτόχειρα,
όπως και τη μνήμη του ποιητή Σπύρου Μαρίνου, που δεν φοβήθηκε τίποτα στη ζωή
του και έκανε την πένα του όπλο που σημάδευε κατ’ ευθείαν στην καρδιά.
Ο Δ. Στουφής, σύμφωνα πάντα με
μαρτυρίες των συγχωριανών του, δεν θάφτηκε στο χωριό, κατά πάσα πιθανότητα, τον
έθαψαν στην Αθήνα ή στον πόρο. Πάνω στο μνήμα του, οι γονείς του έγραψαν το
ακόλουθο επίγραμμα.
Εσύ διαβάτη που περνάς
σταμάτησε το βήμα,
και κάτσε και επιθεώρησε
το αγγελικό μου μνήμα.
Ευτού που είσαι ήμουνα
και εδώ που είμαι θα ’ρθεις,
και πρόσεξε στο βίο σου
Άνθρωπο να μη βλάψεις.
Μετά από μερικά χρόνια μετέφεραν
τα οστά του στην γενέτειρα.
Ο Καλιανέσης δεν τιμωρήθηκε ποτέ
για το έγκλημά του.
[1] Το ποίημα αυτό προέρχεται από τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων
του Σπύρου Μαρίνου, με τίτλο «Ρόδα και αγκάθια», που έγινε στη Ζάκυνθο το 1934
και τυπώθηκε στο τυπογραφείο Πετσάλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου