Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Ο προσεισμικός και αφανισμένος σήμερα ναός του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου. |
Ο σεισμός του Αυγούστου του 1953, η φωτιά που τον ακολούθησε, καθώς κι η ανθρώπινη αδιαφορία κι αδηφαγία, οι οποίες αποτελείωσαν το κακό, ξεχώρισαν στα δύο την ιστορία του νησιού μας και το «προσεισμικά» και «μετασεισμικά», όπως έχουμε ξαναγράψει, είναι πολύ πιο σημαντικά και παραστατικά για μας του Ζακυνθινούς, απ’ ότι το «προπολεμικά» και «μεταπολεμικά» του υπόλοιπου κόσμου και τα ερείπια φαίνεται πως δεν πλάκωσαν μόνο μια πόλη αιώνων κι έναν μακρόχρονο πολιτισμό, αλλά προκατασκεύασαν και μια νέα, μη συγγενική με τις ρίζες της, νοοτροπία, την οποία με θλίψη καθημερινά βιώνουμε.
Και στο νέο τσιμεντένιο φόντο, στο σκηνικό του νεοπλουτισμού, με την επιδερμική παιδεία, είναι δύσκολο να βρεις την ταυτότητά σου!
Παρ’ όλα αυτά ο ευλογημένος τούτος τόπος, ο οποίος ακόμα αντέχει να καλύπτει με το φυσικό του κάλος πληγές κι ασχήμιες, παρεκκλίσεις και παρανομίες, κοντόφθαλμες αντιλήψεις και μικροπολιτικές επιζήμιες, μπορεί ακόμα να ελπίζει και να πιστεύει πως υπάρχει ελπίδα να δικαιώσει τον Ποιητή του, αυτόν που τον λάμπρυνε και τον έκανε παγκόσμια γνωστό και να επιβεβαιώσει τον στίχο του γεμίζοντας άνθη το χάσμα του σεισμού.
Είναι στιγμές –και, δυστυχώς, πυκνές– που νομίζεις πως δεν υπάρχει «παρηγορία», για να μνημονεύσουμε και πάλι τον Ιερομόναχο Διονύσιο των νεοελληνικών γραμμάτων, σαν αντιμετωπίζεις κατάσαρκα και καθημερινά την ρέουσα πραγματικότητα. Υπάρχουν, όμως, ευτυχώς και κάποιες, που σου δίνουν ελπίδα και σκέφτεσαι πως τίποτα δεν πήγε χαμένο και πως μπορεί και πάλι να λάμψει ο έναστρος ουρανός πάνω απ’ το κεφάλι σου, όχι μόνο στα λιοστάσια στον Άι–Λύπιο, αλλά και σ’ ολόκληρο το νησί.
Μια τέτοια ήταν κι αυτή που βιώσαμε, όσοι το απογευματάκι της Κυριακής 29 Απριλίου βρεθήκαμε στην οδό του άλλου μεγάλου τεχνίτη του στίχου, του συντοπίτη μας, επίσης, Ανδρέα Κάλβου και στο χώρο που υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου ξεκινήσαμε, έτσι συμβολικά και για να υπάρχει μνήμη, την λαϊκή Γκιόστρα της γιορτής του λογχοφόρου και σπαθοφόρου Αγίου, η οποία είχε σταματήσει μετά την βιβλική θεομηνία και τελευταία ξαναζωντάνεψε, με πρωτοβουλία και προσπάθεια της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante”, η οποία, με μεράκι και μετά από σοβαρή κι επίμονη ιστορική έρευνα, έχει επαναφέρει στην καθημερινότητα των κατοίκων του νησιού μας τους περίφημους και κοσμαγάπητους ιππικούς αγώνες, τις κονταρομαχίες και τις αναμετρήσεις τους.
Η εκκλησία δεν υπήρχε υλικά εκείνο τ’ όμορφο, εαρινό δειλινό, αλλά ζούσε στην καρδιά των γειτόνων της, είτε την είχαν γνωρίσει, οι παλιότεροι, είτε την είχαν ακούσει, οι νεότεροι, μέσα από διηγήσεις των μεγαλύτερων και αναγνώσεις των στερνών ιστοριοδιφών μας.
Σημαιοστολίστηκε ξανά η περιοχή, μετά περίπου από μισό αιώνα, μύρισε στη σκοντράδα η φρεσκοκομμένη και φρεσκοπατημένη πανηγυρική μερτία και στο μικρό προσκυνητάρι, που φιλοξενεί ή πιο σωστά ξενοδοχεί τον Τροπαιοφόρο, κρεμάστηκε και πάλι ένα λουλουδένιο στεφάνι, για να θυμίζει την γιορτή.
Πάνω απ’ όλα, όμως, σημασία στην επαναφορά της ιστορικής μνήμης έχει, πως στο ξεψύχισμα της στερνής εκείνης Κυριακής του Απρίλη, της πρώτης μετά την μνήμη του Μεγαλομάρτυρα, όπως παλιά, ακούστηκαν ξανά τα πέταλα των αλόγων, που ήταν και πολλά και όμορφα, στον χώρο του πρώτα κτητορικού κι ύστερα συναδελφικού ναού και πως οι πρεσβύτεροι, μέσα από το πρίσμα των δακρύων τους είδαν και πάλι την παράδοση να συνεχίζεται και την ιστορία τους να μην παρεκκλίνει.
Αυτά έχουμε ανάγκη σ’ αυτήν, την από την ιστορία της έτσι κι αλλιώς άκρη της γης και κάτι τέτοια μας επιτρέπουν να επιβιώνουμε μέσα στην λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης.
Είναι ευτύχημα να θεμελιώνεις το σήμερα πάνω στην παράδοσή σου και παρήγορο σημάδι το να μπορείς να συνεχίζεις αυτό που σου κληροδότησαν οι πριν από σένα, όχι στείρα και φωτοτυπικά, αλλά ανανεωμένο και προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες, που δεν είναι τερατογένεση, αλλά δείγμα εκλεκτής συγγένειας.
Αυτό προσπαθεί να κάνει τα τελευταία χρόνια και η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, η οποία ερευνά με συνέπεια και μεράκι την ιστορία των ιππικών αναμετρήσεων του τόπου μας και προσπαθεί να την επαναφέρει στην σύγχρονη ζωή μας.
Δεν αντιγράφει, αλλά δημιουργεί. Μέσα από δημοσιεύσεις, ημερίδες και συνέδρια, φωτίζει το χθες και προσπαθεί να δημιουργήσει το σήμερα.
Πριν το 2005 αν ανέφερες την λέξη «Γκιόστρα», ίσως κανείς να μην την γνώριζε, εκτός από κάποιους αθεράπευτους και ρομαντικούς, που την είχαν διαβάσει στις σελίδες του Χιώτη, του Γαήτα, του Ζώη, του Δε–Βιάζη και του Κονόμου ή την είχαν ζήσει στις παραστατικές γραμμές του «Θρήνου της Κάντιας» του ταλαντούχου και θεατρικού Διον. Ρώμα.
Σήμερα όλοι οι Ζακυνθινοί την γνωρίζουν, την ζουν και συμμετέχουν –ο καθένας με τον τρόπο του- σ’ αυτήν.
Τα ποδοβολητά των αλόγων της μας ξυπνούν την ιστορία μας. Ας την γνωρίσουμε. Ας γεμίσουμε φιόρα τα χαλάσματα του σεισμού. Ας γίνουμε οι νικητές της αναμέτρησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου