ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Παρά το ότι οι διαδηλώσεις συνεχίζονταν στο κέντρο της Αθήνας την Τετάρτη 22-2-2012, η προσέλευση των πιστών φίλων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ήταν μαζική για να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα της δημοφιλέστερης οπερέτας του 20ού αιώνα την «Εύθυμη Χήρα» του Φραντς Λέχαρ, που επανήλθε στη σκηνή του θεάτρου Ολύμπια ύστερα από 12 χρόνια.
Ο Αυστριακός συνθέτης, Φραντς Λέχαρ, Ουγγρικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Komaron της Αυστροουγγαρίας το σημερινό Komarno της Σλοβακίας. Πρωτότοκος γιος αρχιμουσικού Στρατιωτικής Μπάντας, ο Φραντς, σπούδασε βιολί και σύνθεση στο κονσερβατουάρ της Πράγας. Ο Ντβόρζακ ήταν εκείνος που τον ώθησε προς τη σύνθεση. Μετά το δίπλωμά του το 1899 γίνεται μέλος της ορχήστρας του πατέρα του στη Βιέννη και βοηθός μαέστρου. Το 1902 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ορχήστρας του Θεάτρου του Βην όπου και παίχτηκε η πρώτη του Οπερέτα. Έγραψε σονάτες, συμφωνικά ποιήματα, εμβατήρια και μερικά βαλς, όπως το γνωστό «χρυσός και ασήμι» για την Παυλίνα Μέττερνιχ το 1902. Όλα αυτά έπεσαν στην αφάνεια, αλλά και από τα επόμενα έργα του κανένα δε γνώρισε το θρίαμβο της οπερέτας του, «Εύθυμη Χήρα», η οποίο τον έκανε διάσημο. Με την επιρροή των φίλων του Πουτσίνι και Ρίχαρτ Στράους ασχολήθηκε με την Οπερέτα και έγινε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της, γνωστός ως «Μεγάλος μεταξύ των μεγάλων». Πέθανε στο απόγειο της δόξας του το 1948 στο Bad Ischl κοντά στο Salzburg όπου και ετάφη. Η σχέση του με το Γ΄ Ράιχ υπήρξε τεταμένη, διότι συνεργαζόταν με Εβραίους λιμπρετίστες και η σύζυγός του ήταν Εβραία. Ο Χίτλερ χρησιμοποίησε τη μουσική του για προπαγανδιστικούς λόγους στο κατεχόμενο Παρίσι.
Οι συγγραφείς Βικτόρ Λεόν και Λεό Στάιν εμπνεύστηκαν το ποιητικό λιμπρέτο τους από την κωμωδία του Henri Meilhac, «Ο Διπλωματικός Ακόλουθος» [Παρίσι 1861]. Κρατώντας την πλοκή και τους χώρους του «Ακολούθου», οι δύο λιμπρετίστες, τοποθέτησαν την ιστορία της «Εύθυμης Χήρας» σε ένα φανταστικό κρατίδιο των Βαλκανίων, το Ποντεβέντρο. Η παράσταση αρχίζει με ένα λαμπρό χορό στο Παρίσι όπου γιορτάζονται τα γενέθλια του ηγεμόνα του Μεγάλου Δουκάτου του Ποντεβέντρο. Ο πρεσβευτής του κρατιδίου στο Παρίσι, βαρόνος Ζέτα, γνωρίζοντας τον όρο της διαθήκης του θανόντος βαθύπλουτου Γκλάβαρι, ότι για να εισπράξει το Δουκάτο τα χρήματα και να γλυτώσει τη χρεοκοπία, η σύζυγός του θα πρέπει να νυμφευθεί συντοπίτη της, σχεδιάζει να παντρέψει την ωραία χήρα Άννα με το γραμματέα της πρεσβείας, το γόη Ντανίλο Ντανίλοβιτς με τον οποίο η Άννα ήταν κάποτε ερωτευμένη. Ο Ντανίλο, παρά τα αισθήματά του, αντιμετωπίζει ψυχρά την παλιά του αγάπη για να μη θεωρηθεί ότι τη φλερτάρει για τα πλούτη της. Ο Βαρόνος, φοβούμενος τη γοητεία του Γάλλου Κόμη Καμίγ ντε Ροσιγιόν και αγνοώντας ότι ο Κόμης ενδιαφέρεται για τη δικιά του σύζυγο, Βαλεντίνη, κρατά μάλιστα στα χέρια του την βεντάλια της, που την έχει χάσει και την ψάχνει απεγνωσμένα, γιατί επάνω ο «εραστής» της, γράφει τη λέξη «σ’ αγαπώ», προσπαθεί να επισπεύσει το ειδύλλιο για το καλό της πατρίδος. Ο Ντανίλο, το μόνο που σκέπτεται είναι οι διασκεδάσεις στου Μαξίμ και αρνείται ακόμα και να την χορέψει. Δημοπρατεί όμως υπέρ της σωτηρίας του Ποντεβέντρο ένα χορό μαζί της, έναντι του ποσού των δέκα χιλιάδων φράγκων. Υπέρογκο ποσό για επίδοξους μνηστήρες, που αποχωρούν από τη δεξίωση κι έτσι το ζευγάρι, η Άννα και ο Ντανίλο, μένουν μόνοι και πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Στη συνέχεια, δίδεται στην κατοικία της Άννας δεξίωση και οι προσκεκλημένοι προσέρχονται με την τοπική τους ενδυμασία. Οι άνδρες σχολιάζουν την δυσκολία που έχουν να καταλάβουν και να χειριστούν τις γυναίκες, καθώς η Άννα τούς αφηγείται την ιστορία μιας νύμφης των βουνών από το «Τραγούδι της Βίλιας». Ο Ντανίλο νιώθει να ερωτεύεται ξανά την πρώτη του αγάπη, ενώ ο Γάλλος κόμης παρασύρει τη Βαλεντίνη στο περίπτερο του κήπου. Ο σύζυγός της, αναζητώντας την κάτοχο της βεντάλιας, κοιτά από την κλειδαρότρυπα του περιπτέρου και αναγνωρίζει τη γυναίκα του, αλλά, όταν η πόρτα ανοίγει, βλέπει έκπληκτος την Άννα, που πήρε τη θέση της, για να τη σώσει και ανακοινώνει σε όλους ότι θα παντρευτεί τον Γάλλο Κόμη, εξοργίζοντας τον Ντανίλο, ενώ το Καν-καν καλά κρατεί.
Στην τελευταία πράξη η Άννα Γκλάβαρι έχει διακοσμήσει μια αίθουσα του Μεγάρου της όπως εκείνες του καμπαρέ Μαξίμ και καλεί τις κοπέλες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η Βαλεντίνη να χορέψουν. Οι άνδρες ενθουσιασμένοι τις παρακολουθούν και η Άννα βρίσκει την ευκαιρία να εξηγήσει στον Ντανίλο τι έγινε χτες στο περίπτερο. Η παρεξήγηση λύεται και οι δυο ερωτευμένοι ξανασμίγουν στους ήχους του βαλς. Στο μεταξύ ο πρεσβευτής Ζέτα αποφασίζει να χωρίσει τη Βαλεντίνη, καθώς τη θεωρεί άπιστη και να παντρευτεί την Άννα, εκείνη όμως του αποκαλύπτει ότι όταν παντρευτεί, θα χάσει την τεράστια περιουσία της. Ο Ντανίλο μόλις την ακούει, σπεύδει να ζητήσει το χέρι της αφού δεν κινδυνεύει πια να θεωρηθεί προικοθήρας. Η Άννα δέχεται και αμέσως του εξηγεί ότι θα χάσει όλη της την περιουσία, αφού, σύμφωνα με τον όρο της διαθήκης, θα περιέλθει στο σύζυγό της. Την ίδια στιγμή η Βαλεντίνη δηλώνει ότι, παρά την πολιορκία του Καμίγ, είναι πιστή σύζυγος και σαν απόδειξη δείχνει τη βεντάλια της, πάνω στην οποία του γράφει «είμαι γυναίκα πιστή».
Με το αίσιο αυτό τέλος ολοκληρώθηκε η παράσταση μιας εντυπωσιακής οπερέτας που αποτυπώνει την ταυτότητα μιας άλλης εποχής μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, όπως του βαρύτονου Άκη Λαλούση, που χάρισε ωραίες στιγμές ως Βαρόνος Ζέτα με τη μοναδική φωνή του και την υποκριτική του. Θαυμαστός στο ρόλο του Ντανίλο ο διεθνούς φήμης τενόρος Ζάχος Τερζάκης εκμεταλλεύτηκε τη λαμπερή φωνή του και μεταμορφώθηκε σε γόη και ρέμπελο κατά τις περιστάσεις, σε ρομαντικό και τρυφερό ερωτευμένο άνδρα. Εξαιρετική στο ρόλο της Εύθυμης Χήρας η υψίφωνος Μαρία Μητσοπούλου απέδωσε με χάρη και γοητεία το ρόλο της. Εντυπωσιακή και σπινθηροβόλα Βαλεντίνη η Βασιλική Καραγιάννη. Στο ίδιο υψηλό επίπεδο στάθηκαν οι ερμηνείες των, Αντώνη Κορωναίου, Χάρη Ανδριανού, Φίλιππου Δελλατόλα, Κώστα Ντότσικα και των άλλων Καλλιτεχνών. Καλαίσθητα τα σκηνικά και τα κοστούμια της Εύας Νάθενα. Έπαιξε με το χρυσό, το κόκκινο και το μαύρο. Έξυπνες οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού αναβίωσαν την παρισινή νυχτερινή ζωή του τέλους του 19ου αιώνα στο διάσημο καμπαρέ Μαξίμ, αλλά και τους φολκλορικούς χορούς των Βαλκανίων.
Όμως η μουσική είναι η πρωταγωνίστρια της παράστασης. Βαλς, Πόλκες, Μαζούρκες, Καν-καν, χοροί των Βαλκανίων, εμβατήρια σε μια πολύχρωμη μελωδική παλέτα έδωσαν την ευκαιρία στο Μαέστρο Νίκλας Βιλλέν, την Ορχήστρα και τη Χορωδία την Εθνικής Λυρικής Σκηνής να δείξουν το μέγεθος των δυνατοτήτων τους. Τέλος, αξίζει κανείς να διαβάσει τις εξαιρετικά εμπεριστατωμένες μελέτες του Νίκου Δοντά, που δημοσιεύονται, όχι μόνο στο πρόγραμμα της Εύθυμης Χήρας, αλλά και στα προηγούμενα λιτά προγράμματα της εθνικής Λυρικής Σκηνής, μα τόσο ουσιαστικά.
Θα θέλαμε να σταματήσουμε εδώ, παρά ταύτα λόγοι αντικειμενικής δεοντολογίας μάς επιβάλουν να τελειώσουμε με την εξής παρατήρηση: Θεωρούμε ότι, τη στιγμή που υπάρχει δυνατότητα υπέρτιτλων δεν συντρέχει κανένας λόγος να μεταφράζεται το λιμπρέτο, γιατί έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος της αλλοίωσης της μουσικότητας του λόγου. Μιας μουσικότητας, την οποία ο Συνθέτης λαμβάνει πάντα υπ’ όψιν του στη συνθετική διατύπωση και έκφραση. Ο συγκερασμός λόγου και μουσικής είναι το τελικό αποτέλεσμα που φτάνει στον ακροατή, πράγμα που θεωρούμε ότι προδόθηκε. Ανεξάρτητα από αυτή την παρατήρηση, η παράσταση ήταν καλή κι αν δεν είχε προηγηθεί η θαυμάσια παραγωγή του ΦΑΟΥΣΤ από την Λυρική Σκηνή, ισάξια, θα λέγαμε, με την εκθαμβωτική εκείνη παράσταση που παρακολουθήσαμε λίγες ημέρες πριν από τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ίσως να ήμασταν περισσότερο ενθουσιώδεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου