Περίσσευε φαίνεται το κίτρινο εμαγιέ κατρουγυάλι , το πήρε προίκα μαζί με τσι ντεμέλες [1] κι ας μην ήτανε γραμμένο στο σκαρτσοφόλι [2]…. Έμπαινε πάντα κάτου από την κοκέτα για τσι κρύες βραδίες του χειμώνα. Πού να βγεις όξω, το σπίρτο του χρήσιμο, ζέσταινε την ανάσα σαν το παλιό κρασί… Αργότερα επί χούντας φτιάξανε τσου καμπινέδες κολλητά με τα σπίτια, προσθέσανε κι άλλους χώρους, όσοι λούφαξαν στη σιγουριά τους. Οι άλλοι ήτανε στα ξερονήσια, είχανε τα δικά τους ειδικά κατρουγυάλια!
Ούτε άδειες ούτε τίποτα, αρκεί να τα 'χες καλά με το νοματάρχη, το λοχαγό, το στρατιωτικό διοικητή… Καμία λάτα λάδι, μία κότα, ένα κουνελάκι κι έκανες τη δουλειά σου, μπορεί βέβαια και κανένα χωραφάκι, ανάλογα πάντα με τα τετραγωνικά. Με την αποκατάσταση τση δημοκρατίας, τά 'δινες στο νομάρχη, στο δημόσιο μηχανικό, στο συνδικαλιστή… Μόλις ανεβήκανε οι «σοσιαλιστές» βολευτήκανε πούλιο καλύτερα οι κεντρώοι μαζί με τσου κουμουνιστές. Ανακηρύχτηκαν ούλοι αντιστασιακοί των Γερμανών και των Ιταλών από τα γεννοφάσκια τους κι έπρεπε να ανταμειφθούν. Αν ήσουνα δε και στην κλαδική…!
Τα κατρουγυάλια, τσιμποχειλιασμένα και σκουριασμένα, πεταχτήκανε τσι λούμπες και τα λαγκάδια, ήτανε ντροπής πράμα να πηγαίνεις ακόμα όξω για την ανάγκη σου! Άδειασε κι η θέση του λαβαμά με το πορσελάνινο ραμίνι [3], τη ζωγραφιστή στρογγυλή λεκάνη και το αρωματισμένο σπιτικό σαπούνι, δίπλα στην επιτραπέζια λάμπα πετρελαίου. Φυτέψανε πισσωμένες κολόνες και κρεμάσανε καλώδια, σαν υψωμένες απλώστρες μοιάζανε και μεταφέρανε ρεύμα. Κι άλλες σουλήνες φέρνανε το νερό μέσα στο σπίτι. Καθένας είχε τώρα και το δικό του μπάνιο , ψήλωσε η κοινωνία, έμοιαζε αμερικάνικη κι ευρωπαϊκή…! Έτσι φτιαχτήκανε ούλα τ' αυθαίρετα δίχως τύψεις. Ήτανε κάτι σαν εθιμικό δίκαιο, αντάμα με την απληστία και το σβιντάδο [4] δανεικό νεοπλουτισμό βαδίζανε… Τώρα, λένε, η κυβέρνηση θα βάλει μεγάλα πρόστιμα προκειμένου να γραφτούνε στο ριγκίστρο [5]. Πόσοι θ΄ αντέξουν το συσσωρευμένο βάρος;
Φούγιαζε [6] ο γέρος κάθε φορά που έψαχνε το κατρουγυάλι και δεν το 'βρισκε στη θέση του. Βόγκαγε από τσου πόνους στα γόνατά του για να κάτσει στη λεκάνη. Ούτε για κατούρημα δεν έκανε το όργανό του, όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο εκείνο τρύπωνε από την ντροπή του κι έπαιζε το κρυφτούλι, σαν το χταπόδι μέσα στο θαλάμι του χανότανε. Μεγάλωσε κι η άλλη γενιά μαζί με το όριο ζωής, τώρα, λένε, ότι όσους δεν απολύσουνε σύνταξη θα πάρουνε σύμφωνα με το προσδόκιμο, σαν τσου δεσποτάδες ισόβιοι θα καταντήσουμε. Από τη δουλειά κατευθείαν στην «κάμινον του πυρός την καιομένην», δίχως τσι νεκρώσιμες τελετές και τα μνημόσυνα, θα ΄ναι κι αυτά τεκμήριο διαβίωσης για τα παιδιά μας! Αντί μνημοσύνων το μνημόνιο, εμπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο, μακροπρόθεσμο, προπαντός και μονίμως εκπρόθεσμο.
Το είχε φυλάξει το νυφιάτικο δικό της εμαγιέ κατρουγυάλι η Τζόγια, ιερό κειμήλιο ή από τσιγγουνιά για τα γεράματά της; Καθηλώθηκε, τώρα στα γεράματα, εδεκεί στην πολυθρόνα μπροστά από τα μεγάλα παρεθύρια που τηράνε το δρόμο και τα καΐκια να πηγαινοέρχονται στο Μαραθωνήσι. Το ξετρουπώνει, λες και το κάνει ξαπόστα [7] ορισμένες φορές το ματσουκοσάρωμα [8], κάτου από την κοκέτα με τα μπόλικα μαξιλάρια, ντεκόρ για τσι θύμησες, ασφάλεια τση μνήμης. Ο γιος της από την πρωτεύουσα, τση 'φερε νέο κατρουγυάλι, αεροστεγή κινητή τουαλέτα με αλουμινένια πόδια, πλάτη και καπάκι ασφαλείας. Κι εκείνη θυμήθηκε τη σέκια [9] και την κλανιόρα [10] του αφέντη του Γιαννόπουλου με την υπηρέτρια… Ένιωσε για λίγο αρχόντισσα, μες τσου πόνους και τσι καούρες της!
Τοποθετήθηκε δίπλα ακριβώς στην πολυθρόνα, πλάι στον ανεμιστήρα και κάνει για διάφορες χρείες. Μπορεί εκεί πάνου στο κλεισμένο καπάκι ν' απιθώνει [11] την πορτοκαλάδα της, το πιάτο με το φαΐ της ή κανένα μπουκούνι [12] μαλακό ψωμί, πριν εκείνα διανύσουν τη διαδρομή: στόμα, εισοφάγος, στομάχι, έντερα και τελικά να καταλήξουν κάτου από το καπάκι τση κινητής τουαλέτας. Κύκλοι τση τροφής, κύκλοι τση ζωής. Μικρό κορίτσι έπαιζε και καθρεφτιζότανε στο υγρό από το εμαγιέ κατρουγυάλι, φάνταζε όμορφη στα λαμπερά της μάτια. Τώρα η ζωή της κρέμεται από τη σχέση με το νέο κατρουγυάλι.
Άλλοι, λέει ο λαός, δεν έχουνε μούτρα ούτε για το κατρουγυάλι κι άλλοι θρέψανε τα μούτρα τους και τα κάμανε σαν το κατρουγυάλι. Αλήθεια, γιατί μου φαίνεται ότι περισσότερο από τον καθένα μας, τα μούτρα αρκετών πολιτικών και συνδικαλιστών βουτηγμένα στην ιδιοτέλεια και την αρχομανία μοιάζουν μ΄ ένα γεμάτο, παλιό, εμαγιέ κατρουγυάλι;
Λεξιλόγιο:
1. μαξιλάρες
2. προικοσύμφωνο
3. λεκάνη πλυσίματος μέσα στην κρεβατοκάμαρα
4. ανταγωνιστικός
5. μητρώο ακινήτων του υποθηκοφύλακα
6. φώναζε
7. επίτηδες
8. σκουπόξυλο
9. πήλινο ουροδοχείο με ψηλή βάση
10. συσκευή που χρησιμοποιούσαν άνθρωποι ανώτερης τάξης για ν' απομακρύνουν την οσμή δύσοσμων αερίων που έβγαζαν
11. ακουμπώ, τοποθετώ
12. μικρό κομμάτι
Λιθακιά, 7 Ιουλίου 2010
1 σχόλιο:
Αγαπητέ μου Κε Φουρνογεράκη, πολύ μα πολύ το χάρηκα το εμαγιέ κατρουγιάλι!!!!
Έτσι ακριβώς όπως το περιγράφετε, το θυμάμαι από...πρώτο χέρι!!!Κι αν δεν το τιμήσαμε στα παιδικά μου χρόνια!!!Πού να τρέχεις νυχτιάτικα έξω...ιδιαίτερα το χειμώνα! Και το πρωί...τσακωμός τίνος σειρά ήταν να το αδειάσει...
Η...προσφιλής έκφραση τότε για να θίξεις άσχημα ήταν: έμε από δω μωρέ/μωρή όπου τα μούτρα σου είναι σαν τσιμποχειλιασμένο κατρουγιάλι...
Καλά να είσαστε πάντα,
Με αγάπη,
διονυσία
Δημοσίευση σχολίου