Η Ευδοξία είναι μια καλοκάγαθη γερόντισσα, μάνα πολλών παιδιών κι εγγονιών, χήρα προ αμνημονεύτων. Έχοντας πλέον ησυχάσει από της φαμελιάς τις σκοτούρες, μεριμνά τώρα για τη σωτηρία της ψυχής της.
Εικονίσματα παντού: Στην κρεβατοκάμαρα, στη σάλα, στην κουζίνα. Ανάλογα πού βρίσκεται, στο κέντρο υπάρχει πάντα κυρίαρχο το ράδιο, συντονισμένο νύχτα-μέρα στον εκκλησιαστικό σταθμό που υπεραγαπά.
- Να ηξέρατε, μωρές γειτόνισσες, τι λέει ούλη την ημέρα το χρυσό του στόμα!... Μοναχά να ηξέρατε!!!
Δεν έχει σημασία τίνος ήτανε το στόμα το χρυσό, δεν ήξερε άλλωστε πρόσωπα και πράγματα, ήταν όμως χρυσό!
Σιγά-σιγά και καθώς αρχίσανε τα ποναράκια των ποδιών απ’ την οστεοπόρωση, η Ευδοξία έκοψε παντελώς τα πηγαινέλα και τ’ αγαπημένα της κοινωνίσματα στην εκκλησία του χωριού -καμιά διακοσαριά μόλις μέτρα από το σπιτικό της- και περιορίστηκε στους τέσσερις τοίχους του ράδιου. Το χρυσό του στόμα στη διαπασών, τόσο που να παραπονιούνται οι γείτονες. Όρθρος αχάραγος, εσπερινός, απόδειπνο ή και της νύχτας οι αγρυπνίες.
-Μία παράδεισο, σας λέω! Κρίμας, να μην ακούτε κι εσείς το ράδιο…, έλεγε στις γειτόνισσες, αν στη χάση και στη φέξη τις συναντούσε, ενώ πότιζε τα βασιλικά στην αυλή της.
Ένα ζεστό δειλινό, στο διάστημα του Δεκαπενταύγουστου, φτάνει ο παπάς της ενορίας για την Παράκληση της Παναγίας. Στον τόπο αυτόν, κατά το έθιμο, ο Εφημέριος επισκέπτεται όλα τα σπίτια, όπου ψάλλει ορισμένα τροπάρια από τον Παρακλητικό Κανόνα, δεόμενος για την κάθε φαμίλια. Η Ευδοξία ακούει ολοένα, πάντα στη διαπασών, την Παράκληση απ’ το χρυσό του στόμα!
Λιγάκι ενοχλημένη από το απρόοπτο, πλην όμως φιλόξενη και καλόκαρδη, καλωσορίζει τον παπά Σωτήρη, ξέροντας, ως καλή και παραδοσιακή χριστιανή, τι έπρεπε να κάμει.
- Ένα μινούτο, αφέντη μου, να ξανάψω το καντήλι τση Παρθένας, επειδής το λάδι εσώθηκε…
- Με την ησυχία σου, Κυρά μου, αποκρίνεται εκείνος, αλλά χαμήλωσε λιγουλάκι το ράδιο, για να καταλαβαινόμαστε, προσθέτει.
Η Ευδοξία, με γρήγορες κινήσεις, ξεχνώντας τα ποναράκια της οστεοπόρωσης, ετοιμάζει ευλαβικά το καντήλι, σκουπίζει τα λαδωμένα χέρια στα μαλλιά της κατά που τόχει συνήθειο, βάζει μια καρέκλα στο κέντρο του δωμάτιου, στρώνει στο κάθισμα ένα πανέμορφο σεμεδάκι από την προίκα της, τοποθετεί επάνω με συστολή το ράδιο, το χαμηλώνει αλλά δεν το σβήνει, μπροστά στο ράδιο βάζει με δέος το φροντισμένο καντήλι, επιβλέπει με μια γρήγορη ματιά τον χώρο και τον βλέπει εντάξει. Τώρα απευθύνεται στον εμβρόντητο παπά:
-Νάξερες, παπά Σωτήρη μου, τι λέει το χρυσό του στόμα!!! Μοναχά νάξερες!!!... Λέγε κι εσύ τώρα.
[Μπανάτο Ζακύνθου, 9 Ιουνίου 2011. Ζωγραφικό σχόλιο: Άρια Κομιανού]
2 σχόλια:
Μοιάζει να είναι πραγματικό πρόσωπο..σε βαθμό που να νομίζω οτι την ..ξέρω!!!
Αλήθεια την ξέρω!
Πάτερ, τὴν εὐχή σου!
Τί ἄλλο θ'ἀκούσουνε τὰ χρυσά σου αὐτιά;
Δημοσίευση σχολίου