© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Διονυσίας Μούσουρα-Τσουκαλά: ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΚΙ ΕΝΟΧΕΣ (διήγημα)


Μισάνοιξε τα μάτια. Έξω είχε ήδη αρχίσει να φωτίζει. Για μια μικρή στιγμή, ξεχνιέται, πως όλα είναι όπως πριν. Εκείνη πρέπει νάναι στην κουζίνα τώρα και να φτιάχνει καφέ, σε λίγο θα φτάσει ώς το δωμάτιό του η μυρωδιά. Μετά, θ' ανοίξει την πίσω πόρτα, να βάλει γάλα της ψιψίνας. Η Ομορφούλα, όπως την έλεγαν, θάναι εκεί στο σκαλοπάτι να περιμένει. Σειρά έχουν τα πετούμενα του ουρανού, πρωί-βράδυ κάτω από την ελιά ρίχνει σπόρια, ψωμί κι ό,τι άλλο απόμεινε για τα διαβατάρικα. Τους έχει πάντα και φρέσκο νερό. Το καλοκαίρι το αλλάζει κάμποσες φορές την ημέρα για νάναι δροσερό. Όλα και όλους τα νοιάζεται εκείνη. Για όλα έβρισκε πάντα χρόνο.

Δούλευε ασταμάτητα. Είχε τόση ζωντάνια και ενέργεια, απορούσε πώς τα κατάφερνε... Τον πονούσε πολύ, που δεν επικοινωνούσαν πια... Ούτε μια κουβέντα δεν άλλαζαν. Είχε καταλαγιάσει η οργή ή είχαν εξαντληθεί και δεν άντεχαν πια ούτε να μαλώνουν. Πώς άφησαν να φτάσουν ώς εκεί τα πράγματα, απορούσε. Δεν μπορεί όλα νά 'γιναν από τη μια στιγμή στην άλλη. Και τα πρώτα χρόνια φιλονικούσαν, είχαν διαφορετικές απόψεις σχεδόν σε όλα, σπάνια να συμφωνούσαν σε κάτι. Όμως, παλιά εκείνη υποχωρούσε, αν περνούσαν μέρες χωρίς να μιλιούνται, εκείνη του μιλούσε πρώτη. Κι αυτός μαλάκωνε πολύ μέσα του, μόνο που δεν είχε το θάρρος να κάνει το πρώτο βήμα ποτέ. Ίσως τον κρατούσε κι ο εγωισμός, μην του πάρει τον αέρα και μετά;

Πρέπει να σηκωθεί, η ώρα περνάει, εκείνη δεν πρέπει πια νάναι στο νεροχύτη, θάχει τελειώσει με τα πιάτα και άλλα. Ω, ναι, τώρα είναι ευκαιρία να τρέξει γρήγορα να φτιάξει τον καφέ του, για να μην αναγκαστεί να της μιλήσει ή να την ακουμπήσει, ανοίγοντας το ντουλάπι για να πάρει τον καφέ και τη ζάχαρη. Μέχρι πριν λίγο καιρό έφτιαχνε καφέ και για τους δυο τους, τώρα πια, ούτε αυτό. Τίποτα κοινό πια.

Ένιωθε μόνος, τόσο μόνος. Αχ, νάβρισκε το θάρρος να της μιλήσει, ν' απλώσει τα χέρια να την αγκαλιάσει, να της πει πως την αγαπάει πολύ, πάρα πολύ! Μα, πώς; Αν εκείνη γελάσει ειρωνικά; Αν τον κοιτάξει μ' εκείνο το άγριο βλέμμα; Εκείνος θα παγώσει, δεν θα ξέρει πού να κρυφτεί από την ταπείνωση και μετά θάναι χειρότερα, πολύ χειρότερα. Μα τι λέει τώρα, άκου χειρότερα, δεν υπάρχει πια χειρότερα... Όχι, όχι, αυτά που σκέφτεται είναι κουτά. Αν εκείνη ένιωθε κάτι ακόμα γι' αυτόν, δεν θάταν τόσο απόμακρη. Θα τού έδειχνε κάποιο, έστω και μικρό, σημάδι ότι θέλει συμφιλίωση κι εκείνος, όπως πάντα, θάτρεχε κοντά της. Μα είναι ολοφάνερο πια πως δεν τον θέλει...

Α, μπα, δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Αν της δείξει την αδυναμία του, εκείνη θα τον ισοπεδώσει, άλλωστε δεν είναι μόνο αυτό, ακόμα κι αν υποχωρήσει, δεν θα κρατήσει πολύ, είναι αγέρωχη, εγωίστρια, δεν τον αγαπάει καθόλου πια... Μα, άντε και να σκύψει το κεφάλι ακόμα μια φορά, άντε και να μην φερθεί με αδιαλλαξία εκείνη, τάχα τι θα αλλάξει; Η όποια αλλαγή, θάναι πάλι προσωρινή, και μετά, μία από τα ίδια... Γιατί νάναι τόσο πολύπλοκη η ζωή; Γιατί οι σχέσεις νάναι τόσο δύσκολες, ή μήπως εμείς οι ίδιοι τα δημιουργούμε όλα;

Σκέφτεται, σκέφτεται και άκρη δε βρίσκει... Δε βαριέσαι, άστα όπως είναι. Καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, τώρα πρέπει να σηκωθεί. Πετάει τα σκεπάσματα, ψάχνει για τις παντόφλες με τα πόδια στο πάτωμα. Φοράει τη ρόμπα πάνω από τις πυτζάμες και προχωρεί προς την κουζίνα. Σκοτάδι παντού, σκοτάδι και ησυχία...

Ξαφνικά, συνέρχεται... Τα ίδια σχεδόν κάθε μέρα τρία χρόνια τώρα. Ακόμα δεν έχει αποδεχτεί την πικρή πραγματικότητα. Ίσως γιατί τον βαραίνουν και τον ίδιο τα χρόνια, και τα νιώθει τόσα πολλά, νισάφι πια. Ακόμα ζει στο χθες το μακρινό... Πόσο πρέπει να τον πονάει το σήμερα, πόση μεταμέλεια μέσα του για όλα τα χρόνια που άφησε να περάσουν στη σιωπή χωρίς να της μιλάει... Γιατί να μην μπορέσει να νικήσει τον εγωισμό και τη δειλία του όσο ήταν ακόμα καιρός, αφού την αγαπούσε πολύ. Τώρα παραδέχεται πως κι εκείνη ίσως τον αγαπούσε. Πώς τα κατάφεραν λοιπόν;

Και τώρα, τι κάνει τώρα; Πώς θα αντέξει αυτό το βάρος, αυτή την ανυπόφορη απομόνωση και μοναξιά μέχρι να τον λυπηθεί ο Θεός και να τον πάρει; Κάθεται στον καναπέ με το κεφάλι στα χέρια, τι να κάνει, πώς να αντέξει;  Όχι, όχι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι, κάτι πρέπει ν' αλλάξει. Σε λίγο τινάζει το κεφάλι, σηκώνεται πάνω, τις αποφάσεις του τις πήρε. Όταν ο Μωάμεθ δεν πάει στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ, ας τον ξέχασε ο Ύψιστος, αυτός ξέρει πια τι θα κάνει. Θα πάει να την δει σήμερα, θα της ζητήσει γονατιστός συγνώμην. Εκείνος, μόνο εκείνος φταίει για όλα. Θα φιλήσει τρυφερά τα μάτια της που τόσο αγάπησε, θα χαϊδέψει τα ωραία της ολόασπρα μαλλιά, θα την σφίξει στην αγκαλιά του για τελευταία φορά και μετά, μετά θα λιποτακτήσει από τη ζωή... Οι αίτιοι πρέπει να τιμωρούνται. Εκείνη θα τον κοιτάζει αδιάφορα, μα ποιός ξέρει; Μπορεί να νιώσει τη στοργή του, την αγάπη του. Μπορεί κάτι να καταλάβει από αυτά που θα της πει, μπορεί να γαληνέψει η ταλαιπωρημένη ψυχή της τώρα που θα επέλθει επιτέλους η κάθαρση.

Το πρώτο μίνι εγκεφαλικό, που το πήρε αψήφιστα, το έπαθε -ή τουλάχιστον έτσι πίστευε εκείνος- τότε που δεν της μιλούσε για μήνες κι εκείνη, απλά τον κοίταζε χωρίς να διαμαρτύρεται... Συνέχισε να τον φροντίζει, να μαγειρεύει, να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, κι εκείνος, της έκανε τη χάρη να τα δέχεται όλα αυτά αμίλητος και υπεροπτικός. Όχι, δεν ήταν εκείνη αγέρωχη και σκληρή. Η απαίσια συμπεριφορά του την ανάγκαζε να φέρνεται έτσι, ιδιαίτερα όταν την χτυπούσε, όταν εκείνη αγανακτισμένη του φώναζε κι όταν τολμούσε να τον βρίσει, όπως τότε που τον σιχτίρισε, εκείνος γινόταν θηρίο ανήμερο. Την είχε χτυπήσει πάμπολλες φορές κι εκείνη δεν μιλούσε, ούτε που έκλαιγε. Αποσυρόταν σε μια γωνιά, μόνη, χωρίς μιλιά...

Ω, ναι, κάπου εκεί πρέπει νάπαθε το πρώτο επεισόδιο, ήταν ίσως καταφύγιο, να ξεχάσει, να μη θυμάται, να μη γνωρίζει πια... Και μετά, ήλθε το μεγάλο εγκεφαλικό, μετά από έναν καυγά που της έκανε, μεγάλο καυγά, τσι για το τίποτα, χωρίς εκείνη να φταίει. Τώρα πια το γνωρίζει πως εκείνη ήταν αθώα. Έφταιγε το πιοτό. Έπινε πολύ, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, όχι μόνο γιατί του άρεσε, αλλά επί πλέον γιατί έτσι έπαιρνε θάρρος και νόμιζε πως ήταν κάποιος, τότε την έβριζε και τη χτυπούσε περισσότερο από ό,τι όταν ήταν νηφάλιος, και μετά, έτσι κλαμμένη και ταπεινωμένη που ήταν, την έπαιρνε στην αγκαλιά του, τη γέμιζε φιλιά και χάδια, της έλεγε τα πιο τρελά ερωτόλογα, εκείνη δεν μιλούσε, έκλαιγε μόνο σιωπηλά, υπομένοντας κι αυτήν την ταπείνωση μέχρι να ξεφύγει από τα χέρια του...

Τι άθλιος που ήταν... Πώς μπόρεσε να φέρνεται τόσο βάναυσα στη μόνη γυναίκα που αγάπησε; Πέρασαν πολλές από τη ζωή του πριν από αυτήν και με αυτήν, όλες τον έβλεπαν σαν θεό και τον έκαναν να νιώθει μοναδικός, μα εκείνος μόνο εκείνη θεωρούσε μοναδική, μολονότι δεν της τό 'δειξε ποτέ. Γιατί αυτή δεν μπόρεσε ποτέ να τον δει έτσι όπως οι άλλες; Αναρωτιέται αν αυτό ήταν η αιτία για όλα. Γιατί μόνο τώρα, που είναι τόσο αργά, να βλέπει καθαρά τα πράγματα και να μην μπορέσει να τα δει όσο ήταν ακόμα καιρός για να επανορθώσει;

Μα όχι, δεν είναι πολύ αργά!... Χθες ακόμα ο γιατρός τού είπε ότι μπορεί να μη γνωρίζει, να μην μιλάει, να μη θυμάται, αλλά νιώθει, ο συναισθηματικός της κόσμος είναι ακόμα ζωντανός, τα αισθήματα δεν πεθαίνουν. Παραμένει αμετάκλητος στην απόφασή του. Σήμερα τελειώνουν όλα! Πρώτα θα πάει να της μιλήσει, κι ας μην γνωρίζει, ας μην καταλαβαίνει, γνωρίζει εκείνος, καταλαβαίνει εκείνος, θα της ζητήσει να τον συγχωρήσει και θ' αλαφρώσει η ψυχή του μ' αυτό. Μετά θα την αποχαιρετήσει τρυφερά και θα φύγει... Στο γκαράζ μέσα, έχει σκαμνί και σχοινί, θα κάνει τη θηλειά, μια απόφαση είναι. Όλα θα τελειώσουν στο άψε-σβήσε...

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου τον αποσπά από τις σκέψεις του. Ήταν από το Γηριατρείο... Εκείνη, του είπαν, έσβησε σήμερα το πρωί με το ξημέρωμα της καινούριας μέρας, την ώρα που εκείνος είχε την ψευδαίσθηση πως τού μύρισε ο καφές που έφτιαχνε...


[Εικόνα: CRISIS. Έργο του Sir Frank Bernard Dicksee (γεν. Λονδίνο, 27 Νοεμβρίου 1853 – 17 Οκτωβρίου 1928)]

2 σχόλια:

Μαρία Σ είπε...

Διονυσία
Πολύ ωραία η συλληψη του γραπτπύ σου λόγου.
Ομολογώ πως με σοκάρισε.

Αχ αυτός ο εγωισμός!!!!

daniel είπε...

Ναι Μαρία, πολύ μα πολύ κακός σύμβουλος ο εγωισμός και πηγή πλείστων όσων κακών! Κι, όμως, επικρατεί, δυστυχώς, τις περισσότερες φορές στη ζωή μας!

Related Posts with Thumbnails