Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ, 28.8.2010
Συγγραφέας με ασυνήθιστο λογοτεχνικό προφίλ, τολμηρές εμπνεύσεις και ανορθόδοξη στάση, ο Σπύρος Καρυδάκης δίνει ένα σκληρό, εξαιρετικά φιλόδοξο μυθιστόρημα, που διερευνά τις σκοτεινές όψεις της αγάπης από τη μια, του δυτικού πολιτισμού από την άλλη. Πάντα ασυμμόρφωτος με το «πνεύμα της εποχής» και τις τάσεις της βιβλιοπαραγωγής, ο Σπύρος Καρυδάκης συνήθιζε, πλάι στις άλλες συγγραφικές ιδιορρυθμίες του, να βγάζει σχετικώς ολιγοσέλιδα πεζά σε μια εποχή που ήταν της μόδας ανάμεσα στους νέους και νεότερους συγγραφείς τα ογκώδη μυθιστορήματα. Ενώ τώρα, που η υπερπροσφορά τίτλων, σε συνθήκες μάλιστα κρίσης, και η απαύδηση του κοινού πιέζουν προς την κατεύθυνση της μείωσης τόσο των εκδόσεων όσο και του αριθμού των σελίδων, επανεμφανίζεται μ΄ ένα μυθιστόρημα μεταφορικά και κυριολεκτικά θηριώδες, απόλυτα σύμφωνο με τον τίτλο του.
Ο 49χρονος σήμερα Ζακυνθινός, που πριν ριζώσει στον εκδοτικό χώρο πέρασε από τα πιο διαφορετικά επαγγέλματα (από αγρότης ώς ναυτικός, από ανθοπώλης ώς μάγειρας, από εργάτης ώς δημοσιογράφος), σοκάρει κάθε φορά με την επιλογή και την προσέγγιση των θεμάτων του. Αψηφώντας ολότελα την πολιτική ορθότητα, εμπνέεται από την παθολογία της αρσενικής φύσης για να διερευνήσει φιλοσοφικά ζητήματα όπως η βία των ανθρώπινων σχέσεων, η σεξουαλικότητα και οι αγεφύρωτες διαφορές των δύο φύλων, η σχέση φύσης και κουλτούρας, οι παθογένειες του σύγχρονου πολιτισμού κ.λπ. Ο Καρυδάκης είναι ένας εξαιρετικά πρωτότυπος συγγραφέας. Αλλά κι εξαιρετικά άνισος.
Για να το πω απερίφραστα, είναι ο πιο άνισος Ελληνας πεζογράφος που γνωρίζω. Τα βιβλία του είναι μια αδιάκοπη διελκυστίνδα ανάμεσα σε υψιπέτιδες ιδέες και στενά προσωπικές εμμονές του θυμικού. Η δομή τους τείνει προς τη διάλυση από την ανεξέλεγκτη σύμφυρση και σύγκρουση των πιο ανόμοιων μοτίβων και στοιχείων, από την αυτοανάφλεξη ενός λόγου που θέλει να πει μεμιάς τα πάντα. Η εξοντωτική για τον αναγνώστη γλώσσα του, τόσο στη σύνταξη όσο και στο λεξιλόγιο, κράμα ποιητικής φρενίτιδας και λεξιθηρικού διανοουμενισμού (με πλήθος λέξεων όπως φιλαργία, αγαθοθέλεια, απαρεμφατικότητα, περίπυστος, προδιανοητικότητα), φτάνει συχνά σε ψηλές κορυφές φιλοσοφικού λυρισμού, αλλά ακόμα πιο συχνά σε μια αφόρητη εκζήτηση, που την κάνει μερικές φορές ακατανόητη.
Το φετινό Τherion του (με χαρακτηριστικά αιμάτινο το ο στο εξώφυλλο) αποτελείται ουσιαστικά από δύο ιστορίες, ενδιαφέρουσες και οι δύο, αλλά τόσο διαφορετικές στην ουσία τους ώστε η συναρμογή τους τείνει προς την αμοιβαία αποδυνάμωση. Η μία αναφέρεται σ΄ έναν δεκαοχτάχρονο νέο, τον Γιώργο, που πιστεύει ακράδαντα ότι η αγάπη είναι από τη φύση της κανιβαλική, καταστροφική, γι΄ αυτό είναι ηθικότερο ν΄ αφήνεσαι ολοκληρωτικά σ΄ αυτούς που σε αγαπούν παρά ν΄ αγαπάς ο ίδιος (μια προκλητική αντιστροφή του αριστοτελικού «βέλτιον το φιλείν ή το φιλείσθαι»). Με βάση αυτή τη θεωρία του, παραδίνει τον εαυτό του σ΄ έναν ηλικιωμένο καθηγητή της χειρουργικής, ο οποίος τον έχει ερωτευτεί παράφορα (αν και υποτίθεται ότι κανένας από τους δυο δεν είναι ομοφυλόφιλος), και γίνεται με τη θέλησή του έρμαιο των ορέξεων και των σχεδίων εκείνου.
Η δεύτερη ιστορία περιστρέφεται γύρω από τις εφιαλτικές δραστηριότητες του γηραιού καθηγητή, του Παύλου Β. Αυτός διευθύνει μια κλινική, στην οποία εισάγονται διά της βίας νεαρά άτομα και των δύο φύλων, κατά κανόνα περιθωριακοί μετανάστες, και είτε θανατώνονται αμέσως για να πουληθούν τα όργανά τους είτε πουλιούνται σε πελάτες ανά τον κόσμο, για να χρησιμοποιηθούν ως πόρνες ή ως θύματα σε τελετουργικούς φόνους. Ο Γιώργος θα γνωρίσει τον Παύλο Β. όταν θα διεισδύσει στο άδυτο της κλινικής για να σώσει ένα αλβανάκι, πρώην αρσενική πόρνη, και θα γίνει αιχμάλωτος του καθηγητή. Οι φίλοι του Γιώργου προσπαθούν να τον απελευθερώσουν. Αυτοί είναι ο Λεωνίδας, καθηγητής του στο πανεπιστήμιο, ομοφυλόφιλος κι ερωτευμένος μαζί του, η Ελένη, φίλη του Λεωνίδα, πρώτη (μάλλον και τελευταία) γυναίκα με την οποία θα κάνει έρωτα ο Γιώργος, και ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, πρώην αστυνομικός Αντρέας, επίσης ομοφυλόφιλος. Ο γιατρός μεταφέρει όμως τον Γιώργο στο Βερολίνο, όπου τον μεταχειρίζεται σαν παλλακίδα του και τον παίρνει μαζί του στις συναντήσεις του με τους συνεργάτες του στο φρικιαστικό εμπόριό του. Η κορύφωση της διαμονής τους στο Βερολίνο θα είναι η ξενάγησή τους σ΄ ένα άντρο όπου εκτυλίσσονται πράξεις απίστευτης σεξουαλικής βίας, που θα έκαναν ν΄ ανατριχιάσει ακόμα κι ένας ντε Σαντ ή ένας Παζολίνι. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο καθηγητής Παύλος Β. θ΄ απαιτήσει από τον Γιώργο την έσχατη απόδειξη της υποταγής του: να θανατώσει ο ίδιος τον μικρό Αλβανό, τον Άκι.
O Καρυδάκης δοκιμάζει τη θεωρία του ήρωά του για την αγάπη επιλέγοντας ως «αντιδραστήριο» τον έρωτα ενός διεστραμμένου, εγκληματικά μεγαλομανούς ανθρώπου, όπως είναι ο καθηγητής Παύλος Β. Αυτό, φυσικά, κάνει το πρώτο σκέλος της θεωρίας, για την κανιβαλική φύση της αγάπης, να φαίνεται αυταπόδεικτο, μολονότι αφήνει ενοχλητικά μετέωρο το δεύτερο σκέλος: δεν είναι ξεκάθαρο γιατί ο ανέραστος Γιώργος (που, παρεμπιπτόντως, δεν πείθει καθόλου ως μυθιστορηματικός χαρακτήρας) βρίσκει σωστό το να παραδίνεται στην αγάπη των άλλων, και μάλιστα σε μια αγάπη που τον υποβιβάζει σε ερωτικό μπιμπελό και παθητικό θεατή κακουργημάτων. Ή μήπως γίνεται ξεκάθαρο, αν μετακινηθούμε λίγο από τη δική του σκοπιά; Διότι η συμπεριφορά του Γιώργου παραπέμπει όλο και πιο επίμονα σ΄ έναν νέο που έχει συνηθίσει να τον θαυμάζουν και να τον ποθούν, οπότε, με τυπική ψυχολογία νάρκισσου, θεωρεί ότι παραχωρεί ένα μεγάλο προνόμιο αφήνοντας κάποιον να τον αγαπάει και να τον γεύεται ερωτικά, ενώ ο ίδιος δεν μπορεί ν΄ αγαπήσει. Ετσι όμως η θεωρία του Γιώργου για τη φύση της αγάπης ανασκευάζεται πιο εύκολα απ΄ ό,τι της αξίζει, γιατί τουλάχιστον το πρώτο σκέλος της δεν είναι τόσο άτοπο όσο αρέσκονται να πιστεύουν οι αναγνώστριες των ροζ μυθιστορημάτων.
Υπάρχει πάντως εδώ, όπως και σε προηγούμενα βιβλία του Καρυδάκη, ένας υφέρπων, αλλά πολύ αισθητός, πανταχού παρών ομοφυλοφιλικός ερωτισμός, μια αποθέωση του ανδρικού σώματος, στις διάφορες εκδοχές του, και της υπεραρσενικής συμπεριφοράς, η οποία τείνει ωστόσο πάντοτε προς την αυτοκαταστροφή. Στο μυθιστόρημα Η νύχτα των ονομάτων, από το 2000, το στοιχείο της υπόγειας ομοφυλοφιλίας ταίριαζε πολύ ωραία στο θέμα, που ήταν η δομή, η ψυχολογία και η λειτουργία μιας κλειστής παραστρατιωτικής ομάδας. Αλλά στο Τherion δύσκολα καταλαβαίνουμε τη σκοπιμότητά του. Δεν μπορεί να μη μας ξενίσει το ότι πρωταγωνιστούν σ΄ αυτό το μυθιστόρημα δύο άνδρες που συνδέονται ομοφυλοφιλικά χωρίς να είναι ομοφυλόφιλοι (!), καθώς και το ότι όλοι οι (πολλοί) άνδρες που παίζουν κάποιον ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας είναι είτε συνειδητά ομοφυλόφιλοι είτε έχουν λανθάνουσες ομοφυλοφιλικές τάσεις είτε έχουν βιαστεί από άλλους άνδρες. Είναι αυτό που έλεγα πιο πάνω: οι προσωπικές εμμονές του Καρυδάκη, όποια και αν είναι η γενεσιουργός αιτία τους, θολώνουν τον ορίζοντα του βλέμματός του.
Το δεύτερο θέμα του μυθιστορήματος αναπτύσσεται με ικανοποιητικότερο τρόπο. Το θέμα αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από την εγγενή θηριωδία και θανατολαγνεία του δυτικού πολιτισμού (σωστά ο Καρυδάκης χρησιμοποιεί για την πρώτη έννοια συχνότερα τη γερμανική λέξη Grausamkeit, που δεν παραπέμπει τόσο στην αγριότητα του θηρίου όσο στην αφύσικη σκληρότητα της απανθρωπιάς). Η πλοκή εδώ θυμίζει όλο και περισσότερο καρτούν (πράγμα όχι απαραίτητα κακό), αλλά η πραγματικότητα την οποία απηχεί είναι πιεστικά παρούσα στον κόσμο. Ο καθηγητής Παύλος Β. διακηρύσσει ότι «κάθε υγιής κοινωνία θεμελιώνεται πάνω στην εργασιακή, ηδονιστική, κοντολογής εργαλειακή χρήση όσων ανθρώπων είναι δυσλειτουργικοί απέναντι στην πρόοδο» (σ. 107) και «Θεωρώ τη βία και τον καταναγκασμό θετικές δυνάμεις που προάγουν την εξέλιξη της κοινωνίας. [...] χρειάζονται πλήρη αποδοχή, νομική περιχαράκωση και προστασία» (σ. 149). Αυτές οι θέσεις δεν αποτελούν μόνο την ιδεολογική αυτονομιμοποίησή του αλλά και το άρρητο θεμέλιο της δυτικής ιδεολογίας της προόδου. Ισως η τρομακτικότερη φιγούρα σ΄ αυτό το μυθιστόρημα είναι η κυρία Αριστίντ, η Ολλανδέζα φίλη του καθηγητή, μεγαλέμπορος πολύτιμων λίθων, στο έπακρο καλλιεργημένη, εκλεπτυσμένη, αβρή και μειλίχια, αλλά κατά βάθος κυνική, υποκρίτρια και αδίστακτη επιχειρηματίας- μια ανατριχιαστική εκδοχή του δυτικού ανθρώπου.
Το μυθιστόρημα κλείνει, παρόλα αυτά, αισιόδοξα. Ο νεαρός Αλβανός, ο Άκι, όχι μόνο σώζεται αλλά και θα σώσει λίγο αργότερα τον απελπισμένο από την κατάρρευση της θεωρίας του και την εγκατάλειψή του από τους άλλους Γιώργο. Ο Γιώργος θα καταλάβει ότι η αγάπη μπορεί να έχει και πιο άδολες πλευρές. Το τέλος του βιβλίου αναγγέλλει την αρχή μιας μεγάλης φιλίας ανάμεσα στον νέο άνδρα και το παιδί. Η οποία φιλία, για να μη ξεχάσουμε ότι διαβάζουμε Καρυδάκη, έχει, τουλάχιστον από τη μεριά του μικρού, σαφέστατα ερωτικό προσανατολισμό.
1 σχόλιο:
Δεν βρήκα τίποτε αξιόλογο ούτε στο βιβλίο ούτε στην παρουσίασή του. Το αντίθετο μάλιστα. Προς τί η προβολή;
Δημοσίευση σχολίου