[Προδημοσίευση από το φυλλάδιο της «Γκιόστρας», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις ημέρες της εκδήλωσης]
Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Η Γκιόστρα της Ζακύνθου θα μπορούσε άφοβα να χαρακτηριστεί μια μικρογραφία της ιστορίας του νησιού, καθώς και μια εικόνα της κοινωνικής πορείας και της εξέλιξης των κατοίκων του. Άρχισε από τον ιστορικό Αρίγκο, την εποχή που η πόλη, για λόγους κυρίως ασφάλειας, βρισκόταν περιορισμένη μέσα στα τείχη του Κάστρου, κατέβηκε στην πολύβουη Πλατεία Ρούγα, όταν η έλλειψη του κινδύνου των πειρατών ή των άλλων εχθρών και η ανάγκη του εμπορίου του «μαύρου χρυσού», της σταφίδας, έδωσε ζωή στον Αιγιαλό και προς το τέλος διασώθηκε, σαν τρόπος λατρείας, την ημέρα της γιορτής ενός καθαρά στρατιωτικού και έφιππου Μεγαλομάρτυρα, στο πανηγύρι της φημισμένης εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου.
Ξεκίνησε με καθαρά αριστοκρατικό χαρακτήρα και λειτούργησε σαν κλειστό κύκλωμα, περιορισμένο μόνο σ’ όσους μπόρεσαν να γραφτούν στο καθοριστικό Libro d’ Oro. Αργότερα απέκτησε αστική μορφή, παίρνοντας η ίδια και θεατρική μορφή, συγγενεύοντας αν όχι σαν μητέρα, σίγουρα σαν γιαγιά με τις περίφημες «Ομιλίες». Στην εκπνοή της ξέφυγε από το κέντρο της ζωής της πόλης και επιβίωσε στην «Όξω Μερία», παίρνοντας την μορφή ενός καθαρά λαϊκού αγωνίσματος, στο οποίο δεν υπερίσχυε πια η ιπποσύνη και η ανδρεία, αλλά η παλικαριά και η σπιρτάδα. Έτσι από αιματόβρεχτη διαμάχη, η οποία εξόργιζε την εκκλησία, έγινε γιορτή δική της και από αριστοκρατική εκδήλωση των ευγενών, επεκτάθηκε σε διασκέδαση της γειτονιάς. Αυτά, βέβαια, σε πολύ γενικές γραμμές, γιατί καμιά κατάσταση δεν μεταβαίνει από την μια μορφή της στην άλλη με τόση ευκολία.
Συγκατάβαση για όλα τα παραπάνω είναι και τα όσα γράφει ο αμετανόητος Ζακύνθιος Γιάννης Σ. Πομόνης - Τζαγκλαράς στο σχετικό λήμμα του βιβλίου του «Γλωσσάριο ιδιωματισμών της αλλοτινής ζακυνθινής ντοπιολαλιάς», το οποίο τυπώθηκε χάριν της άοκνης επαγρύπνησης της «Εταιρείας Μελέτης Έρευνας Προαγωγής Πολιτισμού», «Πλατύφορος». Εκεί χαρακτηριστικά διαβάζουμε: «Γκιόστρα (η) : Αρχικά σήμαινε το άθλημα εφίππων, που διεξαγόταν αποκλειστικώς μεταξύ των ευγενών. Αργότερα, όταν οι προτιμήσεις των ευγενών, στράφηκαν σε άλλες ολιγότερο πολεμοχαρείς ενασχολήσεις, με τη λέξη γκιόστρα υπονοούσαν λαϊκούς αθλητικούς αγώνες, που διεξάγονται προς τιμή “σπαθοφόρου” Αγίου, κυρίως δε του Αγίου Γεωργίου. Το έθιμο διατηρήθηκε μέχρι προπολεμικά, κατά τον εορτασμό του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου. Περιελάμβανε τρέξιμο, ποδηλασία στο “σιγά” (βραδυπορία), ιππικό αγώνισμα ταχύτητος, και “λιθάρι” (λιθοβολία). Η διαδρομή ήταν από τον Ι. Ναό της “Βαγγελίστρας” (στη Μέσα Μερία) μέχρι του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου. Έπαθλο: ένα στεφάνι από δάφνη και μία “κουλούρα”, ήτοι μία μεγάλη κουλούρα καλοζυμωμένη με λάδι και κρασί και καταστολισμένη με χρωματιστά “ζαχαρόκουκα” (κουφέτα). Το έπαθλο για τον πρώτο και δεύτερο νικητή ήταν το ίδιο και το αυτό. Στον πρώτον όμως εδίδονταν, συνήθως, μαντήλι μεταξωτό χειροκέντητο και τσουράπια χειρόπλεκτα. Τα έπαθλα κατά κανόνα αποτελούσαν αθλοθέτημα πιστών και περιοίκων».
Η λαϊκή μορφή της ζακυνθινής Γκιόστρας, όμως, δεν πραγματοποιήθηκε με την εισαγωγή της στον εορτασμό της μνήμης του Τροπαιοφόρου Αγίου. Έχει αρχίσει από πολύ νωρίτερα και η εξέλιξή της έγινε με αργά, αλλά σταθερά βήματα. Γι’ αυτήν την μετάβαση αξίζει να γνωρίσουμε τα όσα, σχετικά, γράφει ο κεφαλλονίτης δικηγόρος και μελετητής Σπύρος Γ. Γασπαρινάτος στο πόνημά του «Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους», το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε. Σ’ αυτό, μεταξύ άλλων, στο κεφάλαιο (13ο) «Συνθήκες διαβίωσης επί Βενετοκρατίας» συναντάμε και τα παρακάτω: «Πάντως, υπήρχαν και εκδηλώσεις που αποτελούσαν θέαμα για ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό στις βενετοκρατούμενες περιοχές της Ανατολής και, επομένως, και στα νησιά του Ιονίου. Ένα από αυτά τα θεάματα ήταν η “γκιόστρα” (giostra ή torneo, ιππηλάσιον), δηλαδή το κονταροχτύπημα σε ιππικούς αγώνες, στην οποία συμμετείχαν ενεργά, με ορισμένες εξαιρέσεις, μόνο οι ευγενείς, αλλά το όλο θέαμα ήταν προσιτό σε όλους τους κατοίκους. Οι τελετές και εορταστικές αυτές εκδηλώσεις, που γίνονταν κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού, με ιδιαίτερη μάλιστα λαμπρότητα στη Ζάκυνθο, αποτελούσαν δημοφιλές θέαμα, το δε λαϊκό στοιχείο συμμετείχε στις παντοειδείς θρησκευτικές και εν γένει εορταστικές εκδηλώσεις και τελετές».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, μάλιστα, που η Γκιόστρα πέρασε και στα λογοτεχνικά κείμενα της Ζακύνθου, είτε στον θεατρικό («Ευγένα», του Θεόδωρου Μοντσελέζε), είτε στον πεζό της λόγο («Θρήνος της Κάντιας», Διον. Ρώμα και «Αλαμάνος», Ανδρέα Α. Αβούρη). Στο φυλλάδιο της περασμένης χρονιάς ( Γκιόστρα 2009) ασχοληθήκαμε με τα δύο τελευταία μυθιστορήματα, τα οποία παρουσίαζαν το ιππικό αυτό αγώνισμα στην ακμή του και όπως γινόταν στην πάντοτε πολύβουη Πλατεία Ρούγα. Σ’ αυτό το κείμενό μας θα παρουσιάσουμε μια άλλη αναφορά σε Γκιόστρα, όπως μας την παραδίδει ο πολυτάλαντος και ακαταπόνητος Κονίδης Πορφύρης στο πολύτιμο βιβλίο του «Ανδρέας Κάλβος, ο Αγέλαστος».
Το βιβλίο αυτό είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του μεγάλου εμπνευστή των «Ωδών», με τον οποίο ο προοδευτικός συγγραφέας ασχολήθηκε ιδιαίτερα, φέρνοντας μάλιστα στο φως της δημοσιότητας σημαντικές και σπουδαίες στιγμές της ζωής και, ως εκ τούτου, και του έργου του. Δημιουργήθηκε, όπως ο ίδιος ο Κονίδης Πορφύρης γράφει στον πρόλογό του, επειδή όταν έγινε η μετακομιδή των οστών του ποιητή στην πατρίδα του, ο ίδιος κατάλαβε πως χώριζε το κοινό από τον «Φιλόπατρι» δημιουργό «πραγματική άβυσσος». Και συνεχίζει, θέλοντας να δώσει το στίγμα της εργασίας του: «Σκοπός μου δεν είναι να δώσω ιστορικό μυθιστόρημα παρά ιστορική βιογραφία γραμμένη απλώς μυθιστορηματικά, δηλαδή που να μην αφηγείται απλώς παρά να προσπαθεί να αναπαραστήσει τα ιστορούμενα». Μ’ αυτήν του την δήλωση ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο έργο του και οι πληροφορίες του είναι αδιάψευστες μαρτυρίες. Επίσης η πολιτική του τοποθέτηση δίνει άλλη διάσταση στην ιστορία της Γκιόστρας και επιβεβαιώνει τα όσα παραπάνω υποστηρίξαμε για την λαϊκότητα του αγωνίσματος.
Η αναφορά στην Γκιόστρα στον «Αγέλαστο» του Κονίδη Πορφύρη γίνεται, όπως είναι φυσικό, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, αυτό που αναφέρεται στην παιδική ζωή του Ανδρέα Κάλβου στην Ζάκυνθο και έχει τίτλο του τον γνωστό στίχο του ποιητή, από τον μοναδικό του «Φιλόπατρι», το «Συ μου έδωκας την πνοήν..». Πρόκειται, βέβαια, για την Γκιόστρα του Πετρούτσου, μια και η άλλη, της Πλατείας Ρούγας, είχε καταργηθεί ήδη από το 1739 (ο ποιητής γεννήθηκε το 1792), όταν η πολιτεία την απαγόρευσε, μετά τον φόνο του συνδίκου Πέτρου Μακρή, ο οποίος συνέβη την επόμενη χρονιά (1740). Μια προσπάθεια αναβίωσής της είχε γίνει στο χωριό Άγιος Κήρυκος (Αγκερικός) το 1754, με πρωτοβουλία του κόμη Βεντουρή Καπνίση. Τότε, όμως, ο ποιητής ήταν ακόμα αγέννητος. Μια άλλη πραγματοποιήθηκε, πολύ αργότερα, το 1835, την περίοδο της Αγγλοκρατίας. Μα τότε ο Κάλβος βρισκόταν «εις ξένα έθνη». Γι’ αυτό ο Κονίδης Πορφύρης επιλέγει την Γκιόστρα της γιορτής του Μεγαλομάρτυρα.
Ο συγγραφέας στην μυθιστορηματική του αυτή βιογραφία βάζει τον πατέρα του ποιητή να τον οδηγεί στο φημισμένο πανηγύρι της «Όξω Μερίας». Είναι ακόμα η εποχή που ο στρατιωτικός κορφιάτης τα έχει καλά με την γυναίκα του, την Ανδριάνα, την κόρη του άρχοντα Ρουκάνη. Ευτυχισμένοι και αγαπημένοι απολαμβάνουν όλα αυτά που τους παρέχει η Ζάκυνθος της εποχής τους. Βιώνουν τα αντέτια τους. Ας γνωρίσουμε, όμως, το ίδιο το κείμενο του Πορφύρη: «Του Άϊ - Γιωργιού πήρε ο Τζανέτος τη φαμελιά του κι’ επήγανε στο πανηγύρι. Ήτανε πολύς κόσμος, αρχόντοι και ποπολάροι κι’ έλεγαν πώς ύστερα από τη λιτανεία θα γίνει “γκιόστρα” θα τρέξουνε τ’ αλόγατα, κι’ όποιος έρθει πρώτος, θα πάρει μια κουλούρα εφτάζυμο. Οι νιοί ποπολάροι, που ήτανε να πάρουν μέρος στο τρέξιμο, πηγαινοερχότανε καμαρωτά, καβάλα στ’ άλογά τους, ανάμεσα στον κόσμο. Είχανε στο λαιμό τους μαντήλια, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια, δεμένα κολαρίνες κι’ επετάγανε ματιές στα παραθύρια, όπου κρεμόντανε σαν τσαμπιά δροσερά σταφύλια, οι κοπέλες του λαού».
Στην συνέχεια περιγράφεται η μεγαλόπρεπη λιτανεία της εικόνας του Αγίου, η οποία αφού «έκανε μια βόλτα στους Κήπους», «γύρισε στην εκκλησιά κι’ ύστερα από τη Δέηση, ο κόσμος βιάστηκε να πιάσει θέσεις, από τη μια μπάντα κι’ από την άλλη της ρούγας, για να παρακολουθήσει τη γκιόστρα».
Η διεξαγωγή του αγωνίσματος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στην περιγραφή της από τον Κονίδη Πορφύρη. Ο συγγραφέας, ευρηματικά, την διηγείται μέσα από έναν έντονο, όσο και φυσικό, διάλογο των παρευρισκομένων:
« - Τώρα ετοιμάζουνται…
« - Τώρα ετοιμάζουνται…
- Κινήσανε!...
- Πρώτος πάει ο Τσουράκης!
- Τι λες μωρέ; Η φοράδα του Λουρέτζου πάει ομπρός!...
- Στραβός είσαι; Είναι ο Άρκισος!...
- Ω, τον επέρασε ο Λουρέτζος!
- Ναι, μωρέ, θα τον αφήσει ο Άρκισος!... Να! … Κοίτα τον επέρασε …
Σε λίγο ακούστηκε το ποδοβολητό των αλόγων. Πέρασαν αφρισμένα μπροστά από τον κόσμο, που φώναζε ζήτω, ενώ από τα παρεθύρια πετούσανε λουλούδια και ζαχαρόκουκα. Ο Αντρέας χτύπαγε κι’ αυτός τα χεράκια του κι’ εφώναζε ζήτω στο νικητή, που έκανε τώρα μια βόλτα ανάμεσα στον κόσμο, με την κουλούρα, το έπαθλο της νίκης του, στο χέρι και χαιρετώντας δεξιά κι’ αριστερά…».
Σε λίγο ακούστηκε το ποδοβολητό των αλόγων. Πέρασαν αφρισμένα μπροστά από τον κόσμο, που φώναζε ζήτω, ενώ από τα παρεθύρια πετούσανε λουλούδια και ζαχαρόκουκα. Ο Αντρέας χτύπαγε κι’ αυτός τα χεράκια του κι’ εφώναζε ζήτω στο νικητή, που έκανε τώρα μια βόλτα ανάμεσα στον κόσμο, με την κουλούρα, το έπαθλο της νίκης του, στο χέρι και χαιρετώντας δεξιά κι’ αριστερά…».
Για την διαπίστωση της συνέχισης της ιστορίας αναγκαίο είναι να δούμε πώς περιγράφει το ίδιο θέμα ο Ιωάννης Μ. Δεμέτης στο βιβλίο του «Άγιος Λάζαρος, η γειτονιά μου», στο κεφάλαιο «Το πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου». Η τελευταία περιγραφή ανήκει στα προσεισμικά χρόνια. Οι ομοιότητες είναι πολλές. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πρωταγωνιστές τους:
«Το πανηγύρι, που γινόταν πάντα Κυριακή, έστω και αν η μνήμη του Αγίου δε συνέπιπτε με την ημέρα, εκτός από τις θρησκευτικές ιεροτελεστίες, τα παστέλια και τις φριτούρες, οργάνωναν και αγώνες.
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου βρισκόταν στον αποκάτου δρόμο και ο δρόμος Ζακύνθου - Κερίου ήταν και ο χώρος που διεξαγόνταν οι αγώνες.
Σ’ αυτούς συμμετείχαν ιππείς, ποδηλάτες και δρομείς.
Το πανηγύρι είχε απήχηση και η συμμετοχή του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη. Οι αγώνες και τ’ αποτελέσματά τους συζητιόντουσαν για πολύ καιρό. Ο κόσμος, από πολλή ώρα πριν αρχίσουν, έπαιρνε θέση σ’ όλο το μήκος του δρόμου, από την εκκλησία μέχρι του Ξιφίτα, ενώ πολλοί ανέβαιναν στη ράχη του Λιβάνη.
Οι ιππείς ξεκινούσαν από την καμάρα, που βρισκόταν στου Ξιφίτα, και τερμάτιζαν στην αρχή της πόλης. […]
Από το 1947 θυμάμαι τους αγώνες με τ’ άλογα. Είχαν λάβει μέρος οι Νικόλας Τσουράκης, Νικόλας Αυγουστίνος, Νικόλας Μεϊντάνης - Γιουγιούς, Θανάσης Ξένος - Καρούμπας και ένας χωρικός που δεν έχω συγκρατήσει το όνομά του. Νομίζω ότι ήταν από το χωριό Καλαμάκι.
Ο Θανάσης δούλευε στο μαγαζί του πατέρα μου, βαρούσε τη βαρεία και πετάλωνε απ’ έξω από το μαγαζί. Μαζί με το Μεϊντάνη είχαν υπηρετήσει στο ιππικό και θυμάμαι ότι μιλούσαν πάντα για άλογα.
Τη χρονιά λοιπόν αυτή οι αγώνες σημαδεύτηκαν από την πτώση του αλόγου του Νικόλα Αυγουστίνου. Ο Αυγουστίνος ξεκίνησε πρώτος και για μεγάλο διάστημα οδηγούσε την κούρσα. Κάπου κοντά στην Ανατίναξη το άλογο παραπάτησε κι έπεσε κάτω. Πρώτος βγήκε ο Γιουγιούς. Το έπαθλο ήτανε ένα ρολόι τσέπης, που με καμάρι έδειχνε μετά ο νικητής.
Θυμάμαι ακόμα που μιλούσαν για τ’ άλογα του Τσουράκη. Φαίνεται ότι κάποιες άλλες φορές θα κέρδισαν στους αγώνες».
Αξίζει να σημειωθεί πως έφιπποι ιππικοί αγώνες γίνονταν, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου και στο χωριό Μέσο Γερακαρίο, ως τα τέλη, περίπου, του 19ου αιώνα, τους οποίος παρακολουθούσαν όλοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Ήταν και αυτοί μια προέκταση της περίφημης Γκιόστρας.
Από το 2005 η Γκιόστρα της Ζακύνθου αναβιώνει και πάλι, συνεχίζοντας την ιστορία, χάριν της πρωτοβουλίας και της προσπάθειας της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante”. Έχει πάρει, μάλιστα, πανευρωπαϊκό χαρακτήρα, με την συμμετοχή και άλλων χωρών. Από την επόμενη χρονιά θα έχει και πανεπτανησιακό.
Είναι, βλέπετε, δύσκολο να σβήσει κάτι, που έχει βαθιά ριζωθεί στις ψυχές και τις καρδιές ενός λαού.
Βιβλιογραφία
1. Σπύρου Γ. Γασπαρινάτου, Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους, Αθήνα 2009.
1. Σπύρου Γ. Γασπαρινάτου, Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους, Αθήνα 2009.
2. Ιωάννη Μ. Δεμέτη, Άγιος Λάζαρος, η γειτονιά μου, Εκδόσεις Οι Φίλοι του Περίπλου, 1995.
3. Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1963.
4. Του ίδιου, Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήναι 1955.
5. Ντίνου Κονόμου, Εκκλησίες και μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967.
6. Αντώνη Π. Ξένου, Οι Άη -Γιώργηδες της Ζακύνθου, Αθήνα 2003.
7. Γιάννη Σ. Πομόνη - Τζαγκλαρά, Γλωσσάριο ιδιωματισμών της αλλοτινής ζακυνθινής ντοπιολαλιάς, Εταιρεία Μελέτης Έρευνας Προαγωγής Πολιτισμού «Πλατύφορος», Ζάκυνθος 2007.
8. Κ. Πορφύρη, Ανδρέας Κάλβος, ο Αγέλαστος, Εκδόσεις 20ός Αιώνας, Αθήνα 1962.
9. Διονύση Φλεμοτόμου, Άι Γιώργης και Απόλλωνας, Ζάκυνθος ’82 [ετήσια εικονογραφημένη έκδοση της Κρύστας Αγαλιώτου - Γιακουμέλου].
10. Του ίδιου, Περιγραφές Γκιόστρας σε λογοτεχνικά κείμενα ζακυνθινών συγγραφέων, φυλλάδιο «Γκιόστρα», Ζάκυνθος 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου