Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Μεσημέρι Δευτέρας του Νοέμβρη, της νέας γρίπης και της επαρχιώτικης ανίας μας. Ακόμα και τίποτα να μην έχεις, με τόση φασαρία, σίγουρα λίγες κομμάρες θα αισθανθείς. Κάτι η υπερβολική και για τα δεδομένα του νησιού μας υγρασία, κάτι οι βαρύγδουπες και χωρίς μέτρο, όπως κάθε τι το νεοελληνικό, πρώτες ειδήσεις της τηλεόρασης, αυτό δηλαδή που μετά το κάθε μικροκούνημα της γης κάνει τους εκτός Ζακύνθου φίλους να παίρνουν τηλέφωνο και να ρωτούν αν ζούμε, κάτι το πρόωρο βράδιασμα και η μοναξιά ενός τόπου, ο οποίος όλο και πιο πολύ με το κύλισμα του χρόνου αρέσκεται περισσότερο στην αυτοκαταστροφή του, με ανάγκασαν, έτσι με τον πρώτο πονοκέφαλο και το κάποιο, διαφορετικά αδιάφορο, μπούκωμα, να μπω στο φαρμακείο και να ζητήσω ενίσχυση και βοήθεια.
Αυτό, βέβαια, δεν μπορεί να είναι θέμα άρθρου, μια και η καθημερινότητά μου και τα προβλήματα που αντιμετωπίζω, επιδιώκοντας να επιβιώσω σε τούτον τον τόπο, που, λόγω αγάπης, διάλεξα να ζήσω, δεν μπορεί να ενδιαφέρουν και το ευρύ κοινό του νησιού, ακόμα και τους πιο φανατικούς μου αναγνώστες. Τα παραλειπόμενά του, όμως, αν μπορούν να χαρακτηριστούν «παραλειπόμενα», όπως θα διαπιστώσετε πιο κάτω, διαβάζοντας το σημερινό κείμενο, και αιτία γραφής μπορεί να γίνουν, αλλά, κυρίως, αφορμή για την συνειδητοποίηση του πού ζούμε και προπάντων για το ποιοι τελικά φταίνε για την κατρακύλα και την κατάντια μας.
Μπαίνω, λοιπόν, που λέτε, στο φαρμακείο, που χρόνια προτιμώ, ίσως και χωρίς λόγο, για να εξυπηρετούμαι και σαν εκτός τόπου και πραγματικότητας φαινόμενο, που είμαι, κάθομαι μπρος από τον πάγκο του, επειδή αυτήν την στιγμή ο ιδιοκτήτης ψάχνει με μια πελάτισσα για κάποιο φάρμακο ή και καλλυντικό, δεν έχει σημασία, στα ράφια του καταστήματος. Με τη λογική μου πιστεύω πως σαν τελειώσει με την εξυπηρετούμενη θ’ ασχοληθεί μαζί μου και έτσι εγώ, μετά, θα μπορέσω να συνεχίσω τις υπόλοιπες δουλειές μου και να γυρίσω σπίτι μου να ξεκουραστώ και να φροντίσω τον εαυτό μου.
Δυστυχώς, όμως, τα υπολόγιζα χωρίς τον … ξενοδόχο. Και «ξενοδόχος» -αληθινά ξένος για με- ήταν μια κυρία, η οποία μπήκε στον χώρο σαφώς πολύ μετά από εμένα, ζήτησε από τον φαρμακοποιό κάτι, κατευθύνθηκε εκεί που γνώριζε -σαν θαμώνας, φαίνεται- πως βρίσκεται, το πήρε και κατευθύνθηκε προς το ταμείο, για να πληρώσει και να φύγει, δίχως καμιά άλλη ενέργεια!
Δεν θα είχα αντίρρηση, αν ήταν πράγματι βιαστική ή ηλικιωμένη -ξέχασα να σας πω, πως δεν ήταν πάνω από σαράντα-, αν υπήρχε πραγματικός λόγος, τέλος αν έτσι ήθελε και το έλεγε, να της παραχωρήσω τη θέση μου και να μην μιλήσω, ούτε καν να γράψω αυτό το κείμενο, το οποίο για εκτόνωση και δική μου ψυχική ισορροπία το κάνω μόνο, γνωρίζοντας καλά πια, αυτοεξόριστος στην αγαπημένη μου πατρίδα, πως, όπως κάπου λέει ο Γιώργος Σεφέρης, «αν μπει η βλακεία σε τροχιά, κανείς δεν μπορεί να την σταματήσει».
Πρόκειται, όμως, μόνο για βλακεία; Αυτό θα ήταν κατανοητό και πολύ πιθανόν και ιάσιμο. Πιστεύω πως όχι. Για θράσος πρέπει να μιλήσουμε και μάλιστα για τέτοιου βαθμού, που είναι πια επίφοβο, μια και δεν περιορίζεται στο -φαινομενικά- ασήμαντο περιστατικό που σας διηγούμαι και σας εντοπίζω, αλλά για φαινόμενο σχεδόν καθολικό -όχι, βέβαια, στο δόγμα- και για ανησυχητικό κρούσμα, όχι μεμονωμένο, αλλά πιο επικίνδυνο σε πανδημία, από αυτά που ακούμε στις ειδήσεις της τηλεόρασης και διαβάζουμε πρωτοσέλιδα στις αθηναϊκές και τις τοπικές εφημερίδες.
Αλήθεια ναι! Η νέα γρίπη έχει εμβόλιο, που επιλογή μας είναι αν το κάνουμε και ελπίδα παρέχει όπου υπάρχει. Το άξεστο της ζωής μας, αυτό που καθημερινά ζούμε και μας κάνει να νοιώθουμε ξένοι στον τόπο μας, δεν έχει ελπίδα και λύση. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να πιστεύουμε στην επούλωση και την εξαφάνισή του.
Νομίζω πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, όσο η μαγκιά αμείβεται και όσο η κουτοπονηριά βραβεύεται και επιδοκιμάζεται. Μ’ άλλα λόγια τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει όσο το «σύνδρομο του σέμπρου», στα καθ’ ημάς και η «πληγή του ραγιά», για τα πιο πέρα, τα οποία πια μας στιγματίζουν, ενώ είναι ελάττωμα, θεωρείται προσόν και όσο η άγνοια μας τυφλώνει, εξακολουθώντας να προτιμούμε το σαρίκι τυλιγμένο στο κεφάλι μας.
Η εικόνα, που σήμερα σας μετέφερα, δεν είναι, δυστυχώς, η μόνη. Το αντίθετο, η ευγένεια, αποτελεί πια την εξαίρεση.
Πήγα προχθές να παρκάρω σε κενή θέση, που βρισκόταν μπρος σε μια υπηρεσία, είχα βγάλει φλας, είχα ήδη στρίψει εντελώς το τιμόνι μου, κατευθυνόμενος στον τόπο, όπου σαν φορολογούμενος -και μάλιστα με χαράτσι, παρ’ ότι επτανήσιος- πολίτης δικαιούμαι και ξαφνικά κάποιος, που έπεται από εμένα, πιο μάγκας και ικανός -εδώ μακαρίζω την χάρη του Αγίου μας για την ανικανότητά μου- πατεί το γκάζι του και κυριολεκτικά φασιστικά μου παίρνει τη θέση.
Πηγαίνω το πρωί στην τράπεζα, στο ταχυδρομείο, στα γραφεία πληρωμής των λογαριασμών της Δ.Ε.Η. ή του Ο.Τ.Ε. και ενώ είμαι δεύτερος ή τρίτος το πολύ, καταντώ δέκατος και βάλε, επειδή καμιά εξάδα ή και ντουζίνα συμπατριωτών μου είναι «ανήμποροι» ή βιάζονται να πάνε στην δουλεία τους, όπου αναγκαστικά πρέπει να χτυπήσουν κάρτα και πρέπει να έχουν προτεραιότητα, λες και εμείς οι άλλοι την βγάζουμε όλη μέρα ξάπλα ή μας ταΐζουν τσάμπα τα δημόσια ταμεία.
Αφήστε εκείνη την κακή συνήθεια που οι μπροστινοί σου έχουν, μαζί με τον δικό τους λογαριασμό, να πληρώσουν και αυτόν της κουνιάδας, της θείας, του ξάδελφου, του κουμπάρου, του φίλου, του γείτονα, του ενοικιαστή, του συνεργάτη, του προϊστάμενου και όποιου άλλου τους βρει στην σειρά και τους φορτώσει με τα βάρη του -εμάς φορτώνοντας στην ουσία- για να χαρεί ο ίδιος τον καφέ του ή το πολύ να κάνει πιο άνετα τα ψώνια του και να μην ταλαιπωρηθεί, ταλαιπωρώντας όλους τους άλλους.
Ακόμα και όταν πας να προσκυνήσεις τον Άγιο, όταν είναι στη θύρα του, θα δεις περιμένοντας στην ουρά, καμιά δεκαριά, τουλάχιστον, συντοπίτες σου, να εφευρίσκουν λόγους προτεραιότητας και να σε κάνουν να μην βλέπεις, απλά και μόνο για να μην κολαστείς, επιτελώντας, σαν γνήσιος Ζακυνθινός, το πιο ιερό, θρησκευτικό σου καθήκον.
Θα νομίζετε, διαβάζοντάς με, πως είμαι υπερβολικός, πως τα παραφουσκώνω, εκμεταλλευόμενος τα ανάλογα δικαιώματα, που μου παρέχει η γραφή. Μα, δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το αντίθετο μάλιστα. Ίσως να είμαι και επιεικής. Στις μέρες μας η βλαβερή καθημερινότητα ξεπερνά και την πιο αρρωστημένη φαντασία.
Πάνω απ’ όλα, στον τόπο μας και τον καιρό μας, υπερισχύει ο εαυτός μας, το βόλεμά μας. Αδιαφορούμε για τον άλλο, γιατί, ατυχώς, μας έχει καλλιεργηθεί η ψευδαίσθηση πως είμαστε το κέντρο του κόσμου. Πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε μας. Η αγραμματοσύνη βλέπετε!
Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο σπάνια μένω στο σπίτι της Χώρας. Νοιώθοντας, όπως και άλλες φορές σας έχω εξομολογηθεί, καθαρόαιμος χωραΐτης, έχω απαρνηθεί την οδό Φωσκόλου, που με γέννησε και με μεγάλωσε -συντροφιά με τον ομώνυμο μεγάλο της Ποιητή- και έχω βρει καταφύγιο στο σπίτι μου στο Φιολίτη, που, στην ουσία, σαν εξοχικό και μόνο φτιάχτηκε, αλλά σήμερα αποτελεί την κύρια κατοικία μου. Κάποιες μέρες χρονιάρες, όμως, και κυρίως αυτές του Μεγαλοβδόμαδου, ξεπερνώ τις αναστολές μου και επιστρέφω στους οικείους μου χώρους. Γυρίζω στις αναμνήσεις μου για να ζήσω τις γιορτές. Οι γραφικές σκηνές, που αντιμετωπίζω, τότε, από το μπαλκόνι μου δεν περιγράφονται. Αυτοκίνητα να χρησιμοποιούν αντίθετα το μονόδρομο, άλλα που τριπλοπαρκάρουν, δημιουργώντας αδιέξοδο, άλλα να κορνάρουν αναίτια και τέλος κάποια, που μέρα νύχτα διαλαλούν στην διαπασών, την μουσική κακογουστιά των οδηγών τους, μην αφήνοντας κανέναν να κλείσει μάτι.
Μετά απ’ αυτά τι να περιμένεις από την αλλαγή μιας κυβέρνησης; Τι να ελπίζεις από την αντικατάσταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Είναι τυχαίο που όλα αυτά συνυπάρχουν και συμβαδίζουν με τον αναλφαβητισμό και τη παραπαιδεία;
Πιστεύω πως όχι. Να γιατί η λύση είναι προπάντων στα χέρια μας. Ας τα κουνήσουμε.
Μεσημέρι Δευτέρας του Νοέμβρη, της νέας γρίπης και της επαρχιώτικης ανίας μας. Ακόμα και τίποτα να μην έχεις, με τόση φασαρία, σίγουρα λίγες κομμάρες θα αισθανθείς. Κάτι η υπερβολική και για τα δεδομένα του νησιού μας υγρασία, κάτι οι βαρύγδουπες και χωρίς μέτρο, όπως κάθε τι το νεοελληνικό, πρώτες ειδήσεις της τηλεόρασης, αυτό δηλαδή που μετά το κάθε μικροκούνημα της γης κάνει τους εκτός Ζακύνθου φίλους να παίρνουν τηλέφωνο και να ρωτούν αν ζούμε, κάτι το πρόωρο βράδιασμα και η μοναξιά ενός τόπου, ο οποίος όλο και πιο πολύ με το κύλισμα του χρόνου αρέσκεται περισσότερο στην αυτοκαταστροφή του, με ανάγκασαν, έτσι με τον πρώτο πονοκέφαλο και το κάποιο, διαφορετικά αδιάφορο, μπούκωμα, να μπω στο φαρμακείο και να ζητήσω ενίσχυση και βοήθεια.
Αυτό, βέβαια, δεν μπορεί να είναι θέμα άρθρου, μια και η καθημερινότητά μου και τα προβλήματα που αντιμετωπίζω, επιδιώκοντας να επιβιώσω σε τούτον τον τόπο, που, λόγω αγάπης, διάλεξα να ζήσω, δεν μπορεί να ενδιαφέρουν και το ευρύ κοινό του νησιού, ακόμα και τους πιο φανατικούς μου αναγνώστες. Τα παραλειπόμενά του, όμως, αν μπορούν να χαρακτηριστούν «παραλειπόμενα», όπως θα διαπιστώσετε πιο κάτω, διαβάζοντας το σημερινό κείμενο, και αιτία γραφής μπορεί να γίνουν, αλλά, κυρίως, αφορμή για την συνειδητοποίηση του πού ζούμε και προπάντων για το ποιοι τελικά φταίνε για την κατρακύλα και την κατάντια μας.
Μπαίνω, λοιπόν, που λέτε, στο φαρμακείο, που χρόνια προτιμώ, ίσως και χωρίς λόγο, για να εξυπηρετούμαι και σαν εκτός τόπου και πραγματικότητας φαινόμενο, που είμαι, κάθομαι μπρος από τον πάγκο του, επειδή αυτήν την στιγμή ο ιδιοκτήτης ψάχνει με μια πελάτισσα για κάποιο φάρμακο ή και καλλυντικό, δεν έχει σημασία, στα ράφια του καταστήματος. Με τη λογική μου πιστεύω πως σαν τελειώσει με την εξυπηρετούμενη θ’ ασχοληθεί μαζί μου και έτσι εγώ, μετά, θα μπορέσω να συνεχίσω τις υπόλοιπες δουλειές μου και να γυρίσω σπίτι μου να ξεκουραστώ και να φροντίσω τον εαυτό μου.
Δυστυχώς, όμως, τα υπολόγιζα χωρίς τον … ξενοδόχο. Και «ξενοδόχος» -αληθινά ξένος για με- ήταν μια κυρία, η οποία μπήκε στον χώρο σαφώς πολύ μετά από εμένα, ζήτησε από τον φαρμακοποιό κάτι, κατευθύνθηκε εκεί που γνώριζε -σαν θαμώνας, φαίνεται- πως βρίσκεται, το πήρε και κατευθύνθηκε προς το ταμείο, για να πληρώσει και να φύγει, δίχως καμιά άλλη ενέργεια!
Δεν θα είχα αντίρρηση, αν ήταν πράγματι βιαστική ή ηλικιωμένη -ξέχασα να σας πω, πως δεν ήταν πάνω από σαράντα-, αν υπήρχε πραγματικός λόγος, τέλος αν έτσι ήθελε και το έλεγε, να της παραχωρήσω τη θέση μου και να μην μιλήσω, ούτε καν να γράψω αυτό το κείμενο, το οποίο για εκτόνωση και δική μου ψυχική ισορροπία το κάνω μόνο, γνωρίζοντας καλά πια, αυτοεξόριστος στην αγαπημένη μου πατρίδα, πως, όπως κάπου λέει ο Γιώργος Σεφέρης, «αν μπει η βλακεία σε τροχιά, κανείς δεν μπορεί να την σταματήσει».
Πρόκειται, όμως, μόνο για βλακεία; Αυτό θα ήταν κατανοητό και πολύ πιθανόν και ιάσιμο. Πιστεύω πως όχι. Για θράσος πρέπει να μιλήσουμε και μάλιστα για τέτοιου βαθμού, που είναι πια επίφοβο, μια και δεν περιορίζεται στο -φαινομενικά- ασήμαντο περιστατικό που σας διηγούμαι και σας εντοπίζω, αλλά για φαινόμενο σχεδόν καθολικό -όχι, βέβαια, στο δόγμα- και για ανησυχητικό κρούσμα, όχι μεμονωμένο, αλλά πιο επικίνδυνο σε πανδημία, από αυτά που ακούμε στις ειδήσεις της τηλεόρασης και διαβάζουμε πρωτοσέλιδα στις αθηναϊκές και τις τοπικές εφημερίδες.
Αλήθεια ναι! Η νέα γρίπη έχει εμβόλιο, που επιλογή μας είναι αν το κάνουμε και ελπίδα παρέχει όπου υπάρχει. Το άξεστο της ζωής μας, αυτό που καθημερινά ζούμε και μας κάνει να νοιώθουμε ξένοι στον τόπο μας, δεν έχει ελπίδα και λύση. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να πιστεύουμε στην επούλωση και την εξαφάνισή του.
Νομίζω πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, όσο η μαγκιά αμείβεται και όσο η κουτοπονηριά βραβεύεται και επιδοκιμάζεται. Μ’ άλλα λόγια τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει όσο το «σύνδρομο του σέμπρου», στα καθ’ ημάς και η «πληγή του ραγιά», για τα πιο πέρα, τα οποία πια μας στιγματίζουν, ενώ είναι ελάττωμα, θεωρείται προσόν και όσο η άγνοια μας τυφλώνει, εξακολουθώντας να προτιμούμε το σαρίκι τυλιγμένο στο κεφάλι μας.
Η εικόνα, που σήμερα σας μετέφερα, δεν είναι, δυστυχώς, η μόνη. Το αντίθετο, η ευγένεια, αποτελεί πια την εξαίρεση.
Πήγα προχθές να παρκάρω σε κενή θέση, που βρισκόταν μπρος σε μια υπηρεσία, είχα βγάλει φλας, είχα ήδη στρίψει εντελώς το τιμόνι μου, κατευθυνόμενος στον τόπο, όπου σαν φορολογούμενος -και μάλιστα με χαράτσι, παρ’ ότι επτανήσιος- πολίτης δικαιούμαι και ξαφνικά κάποιος, που έπεται από εμένα, πιο μάγκας και ικανός -εδώ μακαρίζω την χάρη του Αγίου μας για την ανικανότητά μου- πατεί το γκάζι του και κυριολεκτικά φασιστικά μου παίρνει τη θέση.
Πηγαίνω το πρωί στην τράπεζα, στο ταχυδρομείο, στα γραφεία πληρωμής των λογαριασμών της Δ.Ε.Η. ή του Ο.Τ.Ε. και ενώ είμαι δεύτερος ή τρίτος το πολύ, καταντώ δέκατος και βάλε, επειδή καμιά εξάδα ή και ντουζίνα συμπατριωτών μου είναι «ανήμποροι» ή βιάζονται να πάνε στην δουλεία τους, όπου αναγκαστικά πρέπει να χτυπήσουν κάρτα και πρέπει να έχουν προτεραιότητα, λες και εμείς οι άλλοι την βγάζουμε όλη μέρα ξάπλα ή μας ταΐζουν τσάμπα τα δημόσια ταμεία.
Αφήστε εκείνη την κακή συνήθεια που οι μπροστινοί σου έχουν, μαζί με τον δικό τους λογαριασμό, να πληρώσουν και αυτόν της κουνιάδας, της θείας, του ξάδελφου, του κουμπάρου, του φίλου, του γείτονα, του ενοικιαστή, του συνεργάτη, του προϊστάμενου και όποιου άλλου τους βρει στην σειρά και τους φορτώσει με τα βάρη του -εμάς φορτώνοντας στην ουσία- για να χαρεί ο ίδιος τον καφέ του ή το πολύ να κάνει πιο άνετα τα ψώνια του και να μην ταλαιπωρηθεί, ταλαιπωρώντας όλους τους άλλους.
Ακόμα και όταν πας να προσκυνήσεις τον Άγιο, όταν είναι στη θύρα του, θα δεις περιμένοντας στην ουρά, καμιά δεκαριά, τουλάχιστον, συντοπίτες σου, να εφευρίσκουν λόγους προτεραιότητας και να σε κάνουν να μην βλέπεις, απλά και μόνο για να μην κολαστείς, επιτελώντας, σαν γνήσιος Ζακυνθινός, το πιο ιερό, θρησκευτικό σου καθήκον.
Θα νομίζετε, διαβάζοντάς με, πως είμαι υπερβολικός, πως τα παραφουσκώνω, εκμεταλλευόμενος τα ανάλογα δικαιώματα, που μου παρέχει η γραφή. Μα, δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το αντίθετο μάλιστα. Ίσως να είμαι και επιεικής. Στις μέρες μας η βλαβερή καθημερινότητα ξεπερνά και την πιο αρρωστημένη φαντασία.
Πάνω απ’ όλα, στον τόπο μας και τον καιρό μας, υπερισχύει ο εαυτός μας, το βόλεμά μας. Αδιαφορούμε για τον άλλο, γιατί, ατυχώς, μας έχει καλλιεργηθεί η ψευδαίσθηση πως είμαστε το κέντρο του κόσμου. Πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε μας. Η αγραμματοσύνη βλέπετε!
Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο σπάνια μένω στο σπίτι της Χώρας. Νοιώθοντας, όπως και άλλες φορές σας έχω εξομολογηθεί, καθαρόαιμος χωραΐτης, έχω απαρνηθεί την οδό Φωσκόλου, που με γέννησε και με μεγάλωσε -συντροφιά με τον ομώνυμο μεγάλο της Ποιητή- και έχω βρει καταφύγιο στο σπίτι μου στο Φιολίτη, που, στην ουσία, σαν εξοχικό και μόνο φτιάχτηκε, αλλά σήμερα αποτελεί την κύρια κατοικία μου. Κάποιες μέρες χρονιάρες, όμως, και κυρίως αυτές του Μεγαλοβδόμαδου, ξεπερνώ τις αναστολές μου και επιστρέφω στους οικείους μου χώρους. Γυρίζω στις αναμνήσεις μου για να ζήσω τις γιορτές. Οι γραφικές σκηνές, που αντιμετωπίζω, τότε, από το μπαλκόνι μου δεν περιγράφονται. Αυτοκίνητα να χρησιμοποιούν αντίθετα το μονόδρομο, άλλα που τριπλοπαρκάρουν, δημιουργώντας αδιέξοδο, άλλα να κορνάρουν αναίτια και τέλος κάποια, που μέρα νύχτα διαλαλούν στην διαπασών, την μουσική κακογουστιά των οδηγών τους, μην αφήνοντας κανέναν να κλείσει μάτι.
Μετά απ’ αυτά τι να περιμένεις από την αλλαγή μιας κυβέρνησης; Τι να ελπίζεις από την αντικατάσταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Είναι τυχαίο που όλα αυτά συνυπάρχουν και συμβαδίζουν με τον αναλφαβητισμό και τη παραπαιδεία;
Πιστεύω πως όχι. Να γιατί η λύση είναι προπάντων στα χέρια μας. Ας τα κουνήσουμε.
[Φωτογραφία: Σπύρος Παναγιωτόπουλος]
1 σχόλιο:
Περαστικά μας!!!!!!!
Και εγώ σήμερα είχα ενα περιστατικό με νεαρό που πέταξε το μπουκάλι του στον δρόμο!!!!!
Αλήθεια οταν τα παιδάκια πάνε στο νηπιαγωγείο μαθαίνουν κανόνες καλής συμπεριφοράς ?
Χρόνια πολλά γενικώς.
Δημοσίευση σχολίου