Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Σε τούτο το νησί τα μεγάλα πνεύματα δεν περιορίζονται στους πολύ επώνυμους μόνο. Εκτός από τον Φώσκολο, τον Κάλβο και τον Σολωμό, αξίες δίχως πολλές κουβέντες αναμφισβήτητες, δημιουργούς με παγκόσμια και πανελλήνια αποδοχή και επίδραση, ιδιαίτερα ο πρώτος για την πρώτη και ο τελευταίος για την τελευταία, υπάρχουν και άλλοι, των οποίων το έργο και η προσφορά έρχεται δεύτερη, αν μπορεί ποτέ να γίνουν αβίαστα τέτοιες διακρίσεις ή συγκρίσεις, απλά και μόνο επειδή ατύχησαν ή και πιο σωστά ευτύχησαν να γεννηθούν και ν’ ανδρωθούν σε μέρος, όπου η σκιά των κορυφαίων, που είναι και πολλοί και όχι ένας, είχε ήδη βαρύνει την κορυφή και η σύγκριση, η οποία αλλού θα απένειμε χρυσό έπαθλο, κατ’ ανάγκη και πιθανόν και άδικα, δίνει δευτερεύουσα θέση, ενώ το μέγεθος είναι τεράστιο.
Δεν πρόκειται για χαμηλότερα αναστήματα -εξάλλου, ποιος τολμά να κάνει τέτοιες συγκρίσεις;- ούτε για χωρίς σταυρό στην μέρα της γιορτής τους δημιουργούς της γραμματολογίας μας, αλλά για μεγέθη ισοδύναμα, τα οποία δεν στέκουν ευχάριστα και ικανοποιητικά στο πρώτο καβαφικό μονοπάτι, το οποίο είναι αλάθητα η κατάκτηση, αλλά στο τελευταίο της κλίμακας, λίγο πριν το κεφαλόσκαλο και μπρος από την ορθάνοιχτη και γι’ αυτούς θύρα του παράδεισου.
Οι «δεύτεροι» αυτοί της Ζακύνθου -και είναι πάμπολλοι- αλλού θα είχαν τα πρωτεία. Έχουν την ευλογία, όμως, ανατρέποντας, σαν γνήσιοι ποιητές και όχι επαρχιώτες λόγιοι ή ανέραστοι γραφιάδες μουχλιασμένων σελίδων με εκθέσεις ιδεών, το κατεστημένο και αυτήν ακόμα τη λαϊκή σοφία, να είναι «κάλιο δεύτεροι στην πόλη, παρά πρώτοι στο χωριό».
Σ’ αυτά τα μεγάλα, εκτός μαρκίζας, αναστήματα, πρωταρχική και ουσιαστική θέση, πιστεύω και μάλλον δεν κάνω λάθος, κατέχει και ο πολύς Δημήτριος Γουζέλης για το όλο έργο του, μα προ πάντων για τον αθάνατό του «Χάση».
Και εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ και εξοστρακιστώ, αν και το τελευταίο δεν είναι και τόσο επίφοβο στις μέρες και τον τόπο μας, αλλά μάλλον αξία σου δίνει. Γράφοντας και χαρακτηρίζοντας «αθάνατο» το αριστούργημα αυτό της τοπικής και όχι μόνο θεατρικής μας δημιουργίας, την απαρχή, ίσως, του νεοελληνικού θεάτρου, δεν κάνω κατάχρηση λέξεων ή εκμετάλλευση χαρακτηρισμών, σκορπώντας άπλετα λιβάνι, σαν κάποιους κενούς εκφωνητές πανηγυρικών ή και ηθικολογιών του δεκάρικου, αλλά στην ουσία κυριολεκτώ. Το θεωρώ να νικά την φθαρτότητα επειδή τον ιστορημένο από τον αγωνιστή και ποιητή Θοδωρή Καταπόδη τον βλέπω καθημερινά κοντά μου. Τον συναναστρέφομαι, ακούσια ή εκούσια, πίνω καφέ μαζί του, συχνά και εσπρέσο, τον συνδιαλέγομαι, έστω και χωρίς ιδιωματισμούς τώρα που όλα αλλάζουν και προ πάντων τον ανέχομαι να ρυθμίζει τη ζωή μου.
Δεν έχει πια τσαγκαράδικο. Τα Τσαρουχαρέικα έχουν καταντήσει λήμματα τοπικών λεξικών μονάχα, στις σελίδες του Ζώη, του Κονόμου, του Τζαγκλαρά και του Πομώνη και τα γνωρίζουν απλά, αλίμονο, οι αμετανόητοι και οι γραφικοί. Αντίθετα έχει και αυτός προσαρμοστεί στις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα του καιρού μας και προσπαθεί να στήσει στην γεμάτη τετράτροχα και δίτροχα ρούγα, που προ πολλού έγινε «οδός», για να ταιριάζει με το «του μαρτυρίου», μπρος από το ανακαινισμένο και ανανεωμένο μαγαζί του, το ψεσινοβράδυνο επεισόδιο της τηλεοπτικής του σειράς και ανίας ή και την πραμάτεια του, για να εμποδίζει την πεζοπορία και να διατρανώνει την καταπίεσή του.
Ο «μαντρογάιδαρος» ο Γερόλυμος, ο γιος του -που με ποιον «σιορ Κουμούτο» μπορεί να χαρακτηριστεί πια;- υπάρχει και αυτός και περισσότερο σαν κομπάρσος ή πιο σωστά σαν φόντο, παρά σαν πρωταγωνιστής διακρίνεται, αλλά επιβιώνει. Το ίδιο και ο Ποντήλιος, η Αγγέλω, οι βαστάζοι και όλοι οι άλλοι ήρωες της κωμωδίας, που στην ουσία τραγωδία είναι, σαν καθημερινά παίζεται εκτός σκηνής.
Όπου και να ταξιδέψεις, όπου και να κοιτάξεις, ένας «Χάσης» σε πληγώνει. Μόνο που λείπει ο Γουζέλης. Ένας σεισμός, διόλου σωσμός, εξαφάνισε και αυτά το κόκαλά του από το πρόσωπο της γείτονος γης και η ταφή του εξακολουθεί να είναι «αδάκρυτη».
Ο ένας Θοδωρής Καταπόδης, δεν έχει ανοίξει βιβλίο στη ζωή του, δεν ξέρει ποιος είναι ο Μπρεχτ, τι δουλειά έκανε ο Παζολίνι, με τι είχε ασχοληθεί ο Μότσαρτ, πώς πέρναγε την μέρα του ο Τόμας Μαν, τι περίπου σκάρωνε ο Καβάφης και κάνει πολιτισμό. Ο άλλος συνονόματός του, Καταπόδης και αυτός, πολιτεύεται, κάνοντας τον κινηματογραφικό Μαυρογιαλούρο, όχι μόνο πρύτανη, αλλά και ηγετική μορφή. «Η εσχάτη πλάνη, χείρων της πρώτης».
Ο Καραγκιόζης, έγραφε κάποτε, εκεί κατά τα εφηβικά μου χρόνια, η πολυδιάστατη Ελένη Βλάχου σ’ ένα κείμενό της, το οποίο, τότε, όπως και τώρα, μου προξένησε μεγάλη εντύπωση, είναι ευτυχισμένος, όταν έχει την φασολάδα του, επειδή δεν γνωρίζει πως υπάρχουν και άλλα πιάτα, πιο εύγεστα και πολύ πιο θρεπτικά. Εγώ προσωπικά πιστεύω πως αυτό συμβαίνει προπάντων επειδή δεν θέλει να τα μάθει. Απλά και μόνο επειδή βολεύεται. Επειδή μπορεί ανέξοδα και δίχως κόπο να επιβιώνει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον κεντρικό ήρωα του τζαντιώτη συγγραφέα.
Ο ενεστώτας του ρήματος «συμβαίνει» δεν είναι καθόλου τυχαίος, αλλά επιλεγμένος, σκωπτικός και επιτηδευμένος. Το «συνέβαινε» ίσως να ήταν μια κάποια σωτηρία, μια παρηγοριά ή έστω μια ελπίδα. Μ’ αυτό, δυστυχώς, δεν ανήκει στην τρέχουσα πραγματικότητα.
Ο Χάσης σήμερα δεν είναι παπουτσής, που θεωρεί τον εαυτό του κόντε. Έχει άλλες, περισσότερο επιζήμιες και επιβλαβείς για το σύνολο ενασχολήσεις. Γράφει δύο αράδες ή και, φευ, περισσότερες, και σαν την μυλωνού που έβαζε «τον άντρα της με τους πραματευτάδες», θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα ή ποιητή -αλήθεια, τι ταλαιπωρία τραβά τελευταία ο στίχος!- κάνοντας μάλιστα σαματά, αν κυκλοφορήσει ανθολογία ή συλλογικός τόμος χωρίς το έρμο του το έργο. Ταλαιπωρεί το τελάρο με μπογιές και κορδώνει σαν πιτόρος. Ανοιγοκλείνει ω ιχθύς άφωνος, στην καλύτερη περίπτωση και στην χειρότερη βλασφημώντας τις Μούσες, το στόμα του και πιστεύει πως δίχως την πάρτη του δεν μπορεί να στηθεί χορωδία. Έκανε λάθος στο στάβλο του, μην μπορώντας ποτέ «να μοιράσει δύο γαϊδουριώνε άχυρα» και θέλει να ηγηθεί και να σώσει τον περιούσιο λαό του.
Ο Θοδωρής Καταπόδης, ο επιλεγόμενος «Χάσης», υπάρχει ακόμα στην καθημερινότητά μας και από αυτόν κινδυνεύουμε. Επειδή, μάλιστα, το γραφικό δεν μπορεί να επιβιώσει, επειδή η μάντζια έχει προ πολλού εκλείψει και η σάτιρα κυκλοφορεί λάιτ, η επάνοδός του από την σκηνή στην με γκρι χρώμα καθημερινότητά μας, δεν μπορεί να προβληματίσει, ούτε να διδάξει, απλά και μόνο επειδή το θεατρόφιλο κοινό όσο πάει όλο και εκλείπει και επειδή τα θέατρα που συνήθως γεμίζουν και κάνουν ουρές, έχουν τηλεοπτικές μεταγραφές, πολυδάπανες και πολυεπίφοβες.
«… Θεία ζωγραφιά του Χάση …» ονόμασε ο μπαρμπέρης, ποιητής και εκδότης περιοδικού Ιωάννης Τσακασιάνος το νησί μας και νησί του και φαίνεται πως δεν είχε καθόλου, μα καθόλου άδικο. Μόνο που στον καιρό του αυτός ο χαρακτηρισμός έκρυβε ένα μεγάλο βαθμό περηφάνιας, εγκυμονούσε μια ζεστασιά για ιδιαιτερότητα, λεπτότητα και καλλιέργεια. Μέσα στην ειρωνεία του φύλαγε σαν σπίθα μες τη στάχτη μια ευδαιμονία για παιδεία, γνώση και αγάπη σ’ ό,τι ανεβάζει και ανορθώνει. Σήμερα, αντίθετα, είναι επίφοβος και επιζήμιος.
Όταν ο ποιητής των ζακυνθινών αντετιών και ολονύχτιος υμνωδός της κιθάρας ονόμαζε το Τζάντε του με τον τίτλο του έργου του προγόνου του ποιητή, έδινε την πιο συνοπτική περιγραφή και την πιο πειστική εικόνα για έναν λαό, ο οποίος, όπως κάπου αλλού γράφει, ξυπνούσε, εκούσια, με τις καμπάνες του Αγίου και τα «ολόμπλαβα γιούλια» και νανουριζόταν με καντάδες και αρέκιες.
Τότε ο «Χάσης» ήταν απλά γραφικός και δημιουργικός.
Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο ήρωας του Γουζέλη, στην προέκτασή του και την αναβίωσή του στις αρχές του 21ου αιώνα, δεν γελοιοποιείται επί σκηνής, για να παραδειγματίσει και να προβληματίσει τους θεατές του, αλλά χτυπά πένθιμά το καμπανάκι, όχι για το αντέτι του δειλινού της Τυροφάγου, όπως ακουγόταν κάποτε «αφ’ την Μερτιώτισσά» του, αλλά για να προειδοποιήσει.
Τυχεροί όσοι τον ακούσουν και τον αποφύγουν. Τουλάχιστον θα γλιτώσουν την γελοιοποίηση!
Σε τούτο το νησί τα μεγάλα πνεύματα δεν περιορίζονται στους πολύ επώνυμους μόνο. Εκτός από τον Φώσκολο, τον Κάλβο και τον Σολωμό, αξίες δίχως πολλές κουβέντες αναμφισβήτητες, δημιουργούς με παγκόσμια και πανελλήνια αποδοχή και επίδραση, ιδιαίτερα ο πρώτος για την πρώτη και ο τελευταίος για την τελευταία, υπάρχουν και άλλοι, των οποίων το έργο και η προσφορά έρχεται δεύτερη, αν μπορεί ποτέ να γίνουν αβίαστα τέτοιες διακρίσεις ή συγκρίσεις, απλά και μόνο επειδή ατύχησαν ή και πιο σωστά ευτύχησαν να γεννηθούν και ν’ ανδρωθούν σε μέρος, όπου η σκιά των κορυφαίων, που είναι και πολλοί και όχι ένας, είχε ήδη βαρύνει την κορυφή και η σύγκριση, η οποία αλλού θα απένειμε χρυσό έπαθλο, κατ’ ανάγκη και πιθανόν και άδικα, δίνει δευτερεύουσα θέση, ενώ το μέγεθος είναι τεράστιο.
Δεν πρόκειται για χαμηλότερα αναστήματα -εξάλλου, ποιος τολμά να κάνει τέτοιες συγκρίσεις;- ούτε για χωρίς σταυρό στην μέρα της γιορτής τους δημιουργούς της γραμματολογίας μας, αλλά για μεγέθη ισοδύναμα, τα οποία δεν στέκουν ευχάριστα και ικανοποιητικά στο πρώτο καβαφικό μονοπάτι, το οποίο είναι αλάθητα η κατάκτηση, αλλά στο τελευταίο της κλίμακας, λίγο πριν το κεφαλόσκαλο και μπρος από την ορθάνοιχτη και γι’ αυτούς θύρα του παράδεισου.
Οι «δεύτεροι» αυτοί της Ζακύνθου -και είναι πάμπολλοι- αλλού θα είχαν τα πρωτεία. Έχουν την ευλογία, όμως, ανατρέποντας, σαν γνήσιοι ποιητές και όχι επαρχιώτες λόγιοι ή ανέραστοι γραφιάδες μουχλιασμένων σελίδων με εκθέσεις ιδεών, το κατεστημένο και αυτήν ακόμα τη λαϊκή σοφία, να είναι «κάλιο δεύτεροι στην πόλη, παρά πρώτοι στο χωριό».
Σ’ αυτά τα μεγάλα, εκτός μαρκίζας, αναστήματα, πρωταρχική και ουσιαστική θέση, πιστεύω και μάλλον δεν κάνω λάθος, κατέχει και ο πολύς Δημήτριος Γουζέλης για το όλο έργο του, μα προ πάντων για τον αθάνατό του «Χάση».
Και εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ και εξοστρακιστώ, αν και το τελευταίο δεν είναι και τόσο επίφοβο στις μέρες και τον τόπο μας, αλλά μάλλον αξία σου δίνει. Γράφοντας και χαρακτηρίζοντας «αθάνατο» το αριστούργημα αυτό της τοπικής και όχι μόνο θεατρικής μας δημιουργίας, την απαρχή, ίσως, του νεοελληνικού θεάτρου, δεν κάνω κατάχρηση λέξεων ή εκμετάλλευση χαρακτηρισμών, σκορπώντας άπλετα λιβάνι, σαν κάποιους κενούς εκφωνητές πανηγυρικών ή και ηθικολογιών του δεκάρικου, αλλά στην ουσία κυριολεκτώ. Το θεωρώ να νικά την φθαρτότητα επειδή τον ιστορημένο από τον αγωνιστή και ποιητή Θοδωρή Καταπόδη τον βλέπω καθημερινά κοντά μου. Τον συναναστρέφομαι, ακούσια ή εκούσια, πίνω καφέ μαζί του, συχνά και εσπρέσο, τον συνδιαλέγομαι, έστω και χωρίς ιδιωματισμούς τώρα που όλα αλλάζουν και προ πάντων τον ανέχομαι να ρυθμίζει τη ζωή μου.
Δεν έχει πια τσαγκαράδικο. Τα Τσαρουχαρέικα έχουν καταντήσει λήμματα τοπικών λεξικών μονάχα, στις σελίδες του Ζώη, του Κονόμου, του Τζαγκλαρά και του Πομώνη και τα γνωρίζουν απλά, αλίμονο, οι αμετανόητοι και οι γραφικοί. Αντίθετα έχει και αυτός προσαρμοστεί στις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα του καιρού μας και προσπαθεί να στήσει στην γεμάτη τετράτροχα και δίτροχα ρούγα, που προ πολλού έγινε «οδός», για να ταιριάζει με το «του μαρτυρίου», μπρος από το ανακαινισμένο και ανανεωμένο μαγαζί του, το ψεσινοβράδυνο επεισόδιο της τηλεοπτικής του σειράς και ανίας ή και την πραμάτεια του, για να εμποδίζει την πεζοπορία και να διατρανώνει την καταπίεσή του.
Ο «μαντρογάιδαρος» ο Γερόλυμος, ο γιος του -που με ποιον «σιορ Κουμούτο» μπορεί να χαρακτηριστεί πια;- υπάρχει και αυτός και περισσότερο σαν κομπάρσος ή πιο σωστά σαν φόντο, παρά σαν πρωταγωνιστής διακρίνεται, αλλά επιβιώνει. Το ίδιο και ο Ποντήλιος, η Αγγέλω, οι βαστάζοι και όλοι οι άλλοι ήρωες της κωμωδίας, που στην ουσία τραγωδία είναι, σαν καθημερινά παίζεται εκτός σκηνής.
Όπου και να ταξιδέψεις, όπου και να κοιτάξεις, ένας «Χάσης» σε πληγώνει. Μόνο που λείπει ο Γουζέλης. Ένας σεισμός, διόλου σωσμός, εξαφάνισε και αυτά το κόκαλά του από το πρόσωπο της γείτονος γης και η ταφή του εξακολουθεί να είναι «αδάκρυτη».
Ο ένας Θοδωρής Καταπόδης, δεν έχει ανοίξει βιβλίο στη ζωή του, δεν ξέρει ποιος είναι ο Μπρεχτ, τι δουλειά έκανε ο Παζολίνι, με τι είχε ασχοληθεί ο Μότσαρτ, πώς πέρναγε την μέρα του ο Τόμας Μαν, τι περίπου σκάρωνε ο Καβάφης και κάνει πολιτισμό. Ο άλλος συνονόματός του, Καταπόδης και αυτός, πολιτεύεται, κάνοντας τον κινηματογραφικό Μαυρογιαλούρο, όχι μόνο πρύτανη, αλλά και ηγετική μορφή. «Η εσχάτη πλάνη, χείρων της πρώτης».
Ο Καραγκιόζης, έγραφε κάποτε, εκεί κατά τα εφηβικά μου χρόνια, η πολυδιάστατη Ελένη Βλάχου σ’ ένα κείμενό της, το οποίο, τότε, όπως και τώρα, μου προξένησε μεγάλη εντύπωση, είναι ευτυχισμένος, όταν έχει την φασολάδα του, επειδή δεν γνωρίζει πως υπάρχουν και άλλα πιάτα, πιο εύγεστα και πολύ πιο θρεπτικά. Εγώ προσωπικά πιστεύω πως αυτό συμβαίνει προπάντων επειδή δεν θέλει να τα μάθει. Απλά και μόνο επειδή βολεύεται. Επειδή μπορεί ανέξοδα και δίχως κόπο να επιβιώνει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον κεντρικό ήρωα του τζαντιώτη συγγραφέα.
Ο ενεστώτας του ρήματος «συμβαίνει» δεν είναι καθόλου τυχαίος, αλλά επιλεγμένος, σκωπτικός και επιτηδευμένος. Το «συνέβαινε» ίσως να ήταν μια κάποια σωτηρία, μια παρηγοριά ή έστω μια ελπίδα. Μ’ αυτό, δυστυχώς, δεν ανήκει στην τρέχουσα πραγματικότητα.
Ο Χάσης σήμερα δεν είναι παπουτσής, που θεωρεί τον εαυτό του κόντε. Έχει άλλες, περισσότερο επιζήμιες και επιβλαβείς για το σύνολο ενασχολήσεις. Γράφει δύο αράδες ή και, φευ, περισσότερες, και σαν την μυλωνού που έβαζε «τον άντρα της με τους πραματευτάδες», θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα ή ποιητή -αλήθεια, τι ταλαιπωρία τραβά τελευταία ο στίχος!- κάνοντας μάλιστα σαματά, αν κυκλοφορήσει ανθολογία ή συλλογικός τόμος χωρίς το έρμο του το έργο. Ταλαιπωρεί το τελάρο με μπογιές και κορδώνει σαν πιτόρος. Ανοιγοκλείνει ω ιχθύς άφωνος, στην καλύτερη περίπτωση και στην χειρότερη βλασφημώντας τις Μούσες, το στόμα του και πιστεύει πως δίχως την πάρτη του δεν μπορεί να στηθεί χορωδία. Έκανε λάθος στο στάβλο του, μην μπορώντας ποτέ «να μοιράσει δύο γαϊδουριώνε άχυρα» και θέλει να ηγηθεί και να σώσει τον περιούσιο λαό του.
Ο Θοδωρής Καταπόδης, ο επιλεγόμενος «Χάσης», υπάρχει ακόμα στην καθημερινότητά μας και από αυτόν κινδυνεύουμε. Επειδή, μάλιστα, το γραφικό δεν μπορεί να επιβιώσει, επειδή η μάντζια έχει προ πολλού εκλείψει και η σάτιρα κυκλοφορεί λάιτ, η επάνοδός του από την σκηνή στην με γκρι χρώμα καθημερινότητά μας, δεν μπορεί να προβληματίσει, ούτε να διδάξει, απλά και μόνο επειδή το θεατρόφιλο κοινό όσο πάει όλο και εκλείπει και επειδή τα θέατρα που συνήθως γεμίζουν και κάνουν ουρές, έχουν τηλεοπτικές μεταγραφές, πολυδάπανες και πολυεπίφοβες.
«… Θεία ζωγραφιά του Χάση …» ονόμασε ο μπαρμπέρης, ποιητής και εκδότης περιοδικού Ιωάννης Τσακασιάνος το νησί μας και νησί του και φαίνεται πως δεν είχε καθόλου, μα καθόλου άδικο. Μόνο που στον καιρό του αυτός ο χαρακτηρισμός έκρυβε ένα μεγάλο βαθμό περηφάνιας, εγκυμονούσε μια ζεστασιά για ιδιαιτερότητα, λεπτότητα και καλλιέργεια. Μέσα στην ειρωνεία του φύλαγε σαν σπίθα μες τη στάχτη μια ευδαιμονία για παιδεία, γνώση και αγάπη σ’ ό,τι ανεβάζει και ανορθώνει. Σήμερα, αντίθετα, είναι επίφοβος και επιζήμιος.
Όταν ο ποιητής των ζακυνθινών αντετιών και ολονύχτιος υμνωδός της κιθάρας ονόμαζε το Τζάντε του με τον τίτλο του έργου του προγόνου του ποιητή, έδινε την πιο συνοπτική περιγραφή και την πιο πειστική εικόνα για έναν λαό, ο οποίος, όπως κάπου αλλού γράφει, ξυπνούσε, εκούσια, με τις καμπάνες του Αγίου και τα «ολόμπλαβα γιούλια» και νανουριζόταν με καντάδες και αρέκιες.
Τότε ο «Χάσης» ήταν απλά γραφικός και δημιουργικός.
Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο ήρωας του Γουζέλη, στην προέκτασή του και την αναβίωσή του στις αρχές του 21ου αιώνα, δεν γελοιοποιείται επί σκηνής, για να παραδειγματίσει και να προβληματίσει τους θεατές του, αλλά χτυπά πένθιμά το καμπανάκι, όχι για το αντέτι του δειλινού της Τυροφάγου, όπως ακουγόταν κάποτε «αφ’ την Μερτιώτισσά» του, αλλά για να προειδοποιήσει.
Τυχεροί όσοι τον ακούσουν και τον αποφύγουν. Τουλάχιστον θα γλιτώσουν την γελοιοποίηση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου