[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 129-140]
«Ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ,
ούτος φέρει καρπόν πολύν» (Ιωάν. ιε΄, 5)
ούτος φέρει καρπόν πολύν» (Ιωάν. ιε΄, 5)
Ο τίτλος τούτης της μελέτης έχει τεθεί μάλλον σαν υπόθεση εργασίας, παρά σαν βέβαιη κατάληξη εμπεριστατωμένων λογικών σκέψεων και βεβαιωμένων θετικών συμπερασμάτων.
Διαθέτει άραγε ο άνθρωπος την ικανότητα να ερευνήσει και να βρει τον προορισμό για τον οποίον ήρθε σ’ αυτόν εδώ τον υλικό κόσμο, σχεδόν χωρίς κανένα εφόδιο προσωπικό, αποκλειστικά δικό του, εκτός από τη στοργή και τη φροντίδα των γεννητόρων του;
Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι αυτό που αποκαλούμε προορισμό δεν περιορίζεται μόνο στο παρόν, αλλά στοχεύει στο εγγύς και το απώτερο μέλλον, ενώ συνάμα ξεκινάει από το παρελθόν, όπως μας το καθορίζει η πρόθεση «προ» και δεν αναφέρεται στο υλικό επίπεδο, που ενωρίς αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, αλλά σε κάποιον άλλο χώρο, που ονομάζουμε πνευματικό, τότε καταλαβαίνουμε το πόσο δύσκολο είναι να ψάξει κανείς για κάτι που δεν υποψιάζεται καν το νόημά του και τις παραμέτρους που το οριοθετούν.
Ο Ludwig Wittgenstein στο έργο του «Tractatus Logico Philosophicus» («Δευκαλίων», σελ. 183-271 τεύχος 7/8 Ιούνιος – Νοέμβριος 1971, παρ 7, μτφρ. Θ. Κιτσόπουλος) μας τονίζει σαν επίλογο των όλων όσων ανέπτυξε: «Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει». Ίσως ο Βιεννέζος φιλόσοφος να είχε δίκαιο, επειδή είχε επηρεαστεί από την αυστηρή λογική ακολουθία των μαθηματικών που ήταν της μόδας στην εποχή του. Απαξίωσε όμως ένα όπλο του σκεπτόμενου ανθρώπου, που είναι η διαίσθηση, την οποία σκόπιμα ήθελαν ν’ αγνοούν οι φιλοσοφούντες των αρχών του 20ου αιώνα. Θα αποτολμήσουμε λοιπόν να ερευνήσουμε, επειδή η μεγάλη ανατροπή του τέλους του 20ου αιώνα κατάφερε ένα δυνατό πλήγμα στις διάφορες σχολές του υλισμού και σήμερα όσοι θέλουν να θεωρούνται αμερόληπτοι, χωρίς να απορρίπτουν την προσφορά του στην ιστορία της σκέψης, προσπαθούν να τον κατατάξουν εκεί που πρέπει δίχως να αδιαφορούν για τη συμβολή των άλλων πνευματικών κινημάτων, αλλά και χωρίς να βλέπουν τον Αποκεκαλυμμένο Λόγο σαν ασήμαντο φληνάφημα για τους αδαείς και … τους γέροντες.
Προχωρώντας σίγουρα θα βρεθούμε μπροστά σε μιαν άλλη δυσκολία, που δίχως άλλο έχει τη δύναμη να μας στερήσει τη βεβαιότητα της αποδοχής των όποιων συμπερασμάτων καταλήξουμε από όλους ανεξαιρέτως τους αναγνώστες μας. Και για να γίνω σαφέστερος διατυπώνω το εξής:
Σε κάθε έρευνα εκτός από τη δραστηριότητα, που είναι το μέσο ή ο τρόπος της αναζήτησης, διακρίνουμε τον ερευνητή (υποκείμενο) και αυτό που προσπαθούμε να βρούμε (το αντικείμενο) που συνήθως είναι διακριτό και ανεξάρτητο. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό που αναζητούμε δεν είναι αντί-κείμενο, δεν βρίσκεται έξω από τον ερευνητή, βρίσκεται μέσα σε αυτόν τον ίδιο, είναι εμφυτευμένο στον ψυχισμό του και ίσως μάλιστα να αποτελεί το κίνητρο όλων γενικά των πράξεών του, των επιλογών του και της συμπεριφοράς του προς τη φύση που τον εμπεριέχει, προς τους συνανθρώπους του με τους οποίους ζει μαζί και συνδημιουργεί και ιδίως προς τον Πλάστη του, από τον οποίο αποτολμά να προσδοκεί βοήθεια, ευλογία και συναντίληψη.
Κατά συνέπεια η ματιά μας πρέπει διεισδυτική να στραφεί προς τον άνθρωπο σαν γενική έννοια από τη μια μεριά, σαν τον πλησίον μας από την άλλη. Αν μάλιστα αποζητούμε την αμεσότητα της γνώσης, πρέπει πρώτιστα να στραφούμε προς τον ίδιο μας τον εαυτό και αν μπορέσουμε να σκάψουμε στα απύθμενα βάθη της ψυχής μας, την interiora terra (εσώτατη γη). Να κάνουμε πράξη το «γνώθι σαυτόν», το σύνθημα που πήρε ο Σωκράτης από το μαντείο των Δελφών και το πρόβαλλε σε κάθε καλόπιστο ή μη συνομιλητή του. Τον εαυτό μας λοιπόν οφείλουμε να γνωρίσουμε με κόπο και επιμονή και για τούτο δεν θα περιοριστούμε μόνο στην αυτοπαρατήρηση, αλλά έχουμε χρέος να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας και τα πορίσματα που έχουν καταλήξει μέχρι σήμερα οι επιστήμες που ασχολούνται με αυτόν.
Ας προσέξουμε όμως να μην πέσουμε στην παγίδα και θεωρήσουμε ότι οι θετικές επιστήμες δεν ασχολούνται με τον άνθρωπο. Είναι μια αποδεκτή, μεθοδική πλάνη η ομαδοποίηση ορισμένων επιστημών που χαρακτηρίζονται ως ανθρωπιστικές και αντιδιαστέλλονται προς τις άλλες, τις αποκαλούμενες θετικές και που ερευνούν εν γένει τον υλικό κόσμο. Όλες ξεκίνησαν από τον άνθρωπο, υπηρετούνται από αυτόν και εξετάζουν τα αντικείμενά τους πάντα σε σχέση με τον άνθρωπο και αναπτύσσονται προς όφελος του ανθρώπου. Ακόμα και η πιο θετική επιστήμη, τα μαθηματικά, στηρίζεται πάνω σε αξιώματα, που λογικά δεν αποδεικνύονται, αλλά γίνονται κατ’ ανάγκην αποδεκτά από τους θεράποντές τους, για να στηρίξουν στη συνέχεια τις άλλες επιστήμες και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του ανθρώπου.
Από τη μελέτη λοιπόν όλων αυτών των πνευματικών δραστηριοτήτων όλοι όσοι σκέφτονται, ατενίζοντες τους ανοιχτούς ορίζοντες και δεν κοιτάζουν μόνο το αντικείμενο της απασχόλησής τους, καταλήγουν σε ένα περίεργο συμπέρασμα, ότι ο άνθρωπος είναι το ελάχιστον και το μέγιστον! Πραγματικά είναι περίεργο γιατί περιέχει, στο πρώτο κιόλας άκουσμά του, την πιο εμφανή αντίφαση. Και αν το πάρουμε στα σοβαρά, και πρέπει να το πάρουμε, αυτόματα αναρωτιόμαστε: Ποιο μέτρο ή ποιο πρότυπο μας παρέχεται για να συγκρίνουμε τον άνθρωπο, ώστε να του δώσουμε αυτούς τους χαρακτηρισμούς;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με κάποια σειρά: Ο άνθρωπος, σαν είδος, ρίχτηκε ή πλάστηκε πάνω σε τούτο τον πλανήτη που τον ονόμασε Γη (Γαία), αφού εξασφαλίστηκαν πρώτα πολλές και σημαντικές προϋποθέσεις για την επιβίωσή του. Από το σημείο τούτο και εξής η πληροφόρησή μας διχάζεται και ακούμε δύο διαφορετικές θεωρίες. Το ποια θα ακολουθήσουμε είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας, πίστης και προσωπικής ευθύνης. Η άποψη της Παλαιάς Διαθήκης μας ενημερώνει ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από το Δημιουργό, σχεδόν όπως είναι σήμερα, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσή Του. Μπορεί να μην είχε αναπτύξει πλήρως τη λειτουργία του εγκεφάλου του, σίγουρα όμως είχε εν δυνάμει την ικανότητα να ομοιάσει προς τον Πλάστη του. Ο ψυχισμός του συνεπώς ήταν εφοδιασμένος με τα σπέρματα της βαθμιαίας προόδου, όχι μόνο για γνώση αλλά και για ηθική δράση.
Η άλλη άποψη, η αποκαλούμενη εξελικτική, μας λέει ότι η ζωή σε αυτόν τον πλανήτη ξεκίνησε από τα πρωτόζωα και σιγά-σιγά, ανάλογα με τις συνθήκες που αντιμετώπιζαν, μετασχηματίζονταν και συμπλέκονταν για να φτιάξουν πιο σύνθετους οργανισμούς που θα μπορούσαν να διατηρηθούν ζωντανοί. Μια ισχυρή και ακατανίκητη δύναμη, που λέμε ζωική ορμή, τα βοηθούσε και τα έσπρωχνε σε μια αέναη εξέλιξη. Έτσι δημιουργήθηκαν το βασίλειο των φυτών και το βασίλειο των ζώων. Σ' αυτό το δεύτερο τελικός εξελικτικός κρίκος, ο άνθρωπος, αποτελεί την κορωνίδα της όλης αυτόματης και ακαθοδήγητης διαδικασίας.
Θα αποτελούσε παρέκκλιση από το σκοπό μας να σχολιάσουμε και να κρίνουμε ή και να συγκρίνουμε τις δύο αυτές απόψεις. Επιγραμματικά μόνο θέλω να πω ότι η πρώτη απαιτεί πίστη σε Θεό - Δημιουργό με όλα τα αποδιδόμενα προς Αυτόν από τις διάφορες θρησκείες κατηγορήματα. Η δεύτερη δεν απαιτεί τίποτα, αλλά για τούτο έχει πολλές αυθαίρετες θέσεις, που δεν καθησυχάζουν τη λογική σκέψη, αντίθετα την αφήνουν μετέωρη και αβοήθητη.
Γεγονός πάντως είναι ότι αυτό το δίποδο ζωντανό ον, σαν απόκτησε την ικανότητα να κοιτάζει τη φύση γύρω του και να την διαφοροποιεί από τον εαυτό του, να την κάνει δηλαδή αντι-κείμενο, νόμισε κιόλας ότι αποτελεί το κέντρο του κόσμου και είναι κυρίαρχος των πάντων. Εσφαλμένη αντίληψη που την προκαλεί η φαινομενική απεραντοσύνη του κλειστού συστήματος, μέσα στο οποίο ζει και το οποίο επίσης χαράσσει και τα όρια της σκέψης και της όποιας δράσης του. Οι έννοιες του μεγέθους και της ποσότητας αλλάζουν νόημα, ανάλογα με το σύνολο που τις εγκλείει και τις περιέχει. Στο πλαίσιο μιας μικρής σχετικά κοινότητας χαρακτηρίζουμε σημαντικά ή ασήμαντα τα έργα του κάθε ανθρώπου. Κάνουμε κάποια αξιολόγηση που μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα σε έναν άλλο μεγαλύτερο χώρο, όπως είναι ο νομός, η χώρα, η κοινότητα των κρατών και εντελώς μηδαμινή για την ανθρωπότητα γενικά. Κανένα επίτευγμα δεν έχει απόλυτη βαρύτητα, όπως και κανένα ουράνιο σώμα δεν παρουσιάζει βαρύτητα παρόμοια ή ίση με αυτήν που μετράμε πάνω στη γη.
Μερικά παραδείγματα θα βοηθήσουν τη σκέψη μας: Η ανέγερση ενός νοσοκομείου είναι σημαντική για τους κατοίκους του νομού, για τον οποίο κατασκευάστηκε. Η ζεύξη Ρίου - Αντιρρίου είναι γεγονός σπουδαίο για την Ελλάδα. Το ότι ο άνθρωπος πάτησε στη σελήνη είναι συγκλονιστικό επίτευγμα για τον πληθυσμό της γης. Η σημασία όλων αυτών παραμένει, με την όποια αξία της, για ένα κλειστό σύστημα, που το χαρακτηρίζουμε μεγάλο ή μικρό, σύμφωνα με την ικανότητα που έχει η σκέψη μας να ξεπερνάει το χώρο της άμεσης εμπειρίας μας και να συλλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών και των οριζόντων.
Αν όμως ανοίξουμε ένα απλό εγχειρίδιο αστρονομίας και διαβάσουμε τους ιλιγγιώδεις αριθμούς των ηλιακών συστημάτων που απαρτίζουν ένα γαλαξία και το ασύλληπτο πλήθος των γαλαξιών που αποτελούν το «γνωστό» μας σύμπαν και αν θελήσουμε να κατανοήσουμε τις αποστάσεις που δεν μετριούνται με τα γήινα μέτρα, αλλά με τα έτη που κάνει το φως καθώς τρέχει από το ένα σημείο προς κάποιο άλλο, τότε θα νιώσουμε τη μικρότητά μας και το στιγμιαίο της παρουσίας μας, σε ένα κόσμο που αδυνατούμε έστω και να φανταστούμε τη δομή του, τη σημασία του και την τελειότητα της λειτουργίας του!
Έχω επίγνωση το πόσο απλοποιημένα και συνοπτικά είναι αυτά που αναφέρω. Ασφαλώς και διατρέχω τον κίνδυνο να ξεφύγω από τα όρια της επιστήμης και να γλιστρήσω στους χώρους της αυθαιρεσίας. Κάπου πρέπει να σταματήσω. Έφτασα ως εδώ για να κάνω κατανοητό το ελάχιστο και το στιγμιαίο της ύπαρξής μας, τα οποία εμείς οι ίδιοι έχουμε το προνόμιο, που μας δόθηκε από το Δημιουργό μας, να τα απωθούμε στο βάθος της συνείδησης και κατ’ αυτόν τον τρόπο να τα αγνοούμε.
Γνωρίζουμε πως είμαστε θνητοί και όμως δεν το εννοούμε και ελπίζουμε στην αιωνιότητα! Αδιαφορούμε για τη ματαιότητα πολλών γεγονότων και πράξεων και δεν διστάζουμε να τα βάζουμε στόχο της ζωής, κατευθύνοντας προς αυτές όλες τις δραστηριότητές μας και εξαντλώντας όλες τις δυνάμεις μας. Έτσι με αυτό τον τρόπο στην απατηλή αντίληψή μας έρχεται να προστεθεί και η απατηλή ελπίδα και αυτές οι αυταπάτες μας ξεστρατίζουν από τον ουσιαστικό προορισμό μας.
Πριν όμως αρχίσω να εξακριβώσω την ουσία του και τη σημασία αυτού του προορισμού, θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ και με κάτι άλλο εμφανώς επιβαρυντικό για τη φύση του ανθρώπου.
Όλα τα ζωντανά όντα έχουν από τη φύση προικιστεί με ανεξιχνίαστες δυνάμεις, για να μπορέσουν να επιζήσουν ως άτομα και ως γένη. Αυτές τις δυνάμεις - ικανότητες, τις ονομάσαμε ένστικτα. Σε όλα τα σπονδυλωτά τα ένστικτά τους είναι ευδιάκριτα και δεν χρειάζεται να προβούμε σε περισσότερες αναλύσεις. Από αυτή την χαριτοδοσία δεν εξαιρέθηκε φυσικά ο άνθρωπος και στα πρώτα στάδια της παρουσίας του πάνω στη γη, τότε που οι πνευματικές του δυνάμεις ήταν ακόμα σε κατάσταση νηπιακή, τα ένστικτά του τον βοήθησαν να ξεπεράσει τις αντιξοότητες και να αντιμετωπίσει τις ανάγκες που επιτακτικά ορθώνονταν μπροστά του. Αυτά τον έθρεψαν, τον πολλαπλασίασαν, του αφύπνισαν τη ροπή προς τη γνώση, τον οδήγησαν στο σχηματισμό κοινωνιών και δίχως άλλο τον έβαλαν στο δρόμο - ορθόν ή όχι δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα - για τη διαρκή και απρόσκοπτη πολιτιστική του ανάπτυξη.
Η ικανοποίηση κάθε ενστίκτου είναι σίγουρα ευχάριστη και ανενδοίαστα μπορούμε να πούμε ότι επιφέρει την ηδονή. Με αυτή η φύση δελεάζει κάθε άτομο, ώστε να συμβάλλει ευχαρίστως στη συνέχιση και διατήρηση της ζωής. Όλα τα ζώα ακολουθούν τα ένστικτά τους και επιζούν. Δεν τα καταπνίγουν αλλά και δεν τα καταχρώνται, για τούτο και διατηρούνται σε ισορροπία, μέσα σε κάθε οικοσύστημα που τα συντηρεί, εφόσον δεν επέμβει ο άνθρωπος για να τα καταδιώξει ή δεν αλλάξουν οι περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι πράξεις των ζώων είναι προκαθορισμένες από το σχέδιο της φύσης και στοχεύουν πάντοτε στον ίδιο σκοπό. Για τούτο και δεν μπορούμε να μιλάμε για ηθικές ή ανήθικες ενέργειες ούτε για τα γένη ούτε για τα είδη. Στο βασίλειο των ζώων δεν υπάρχει καλό ή κακό. Ο σκοπός της ύπαρξής τους είναι ανεξακρίβωτος, από τον τρόπο και τα μέσα της σκέψης που διαθέτουμε εμείς σήμερα.
Στον άνθρωπο όμως, σαν γένος, συνέβη κάτι, που δεν το συναντάμε σε κανέναν άλλο ζωντανό οργανισμό. Αυτός εκμεταλλεύτηκε τα ένστικτά του, για να απολαμβάνει περισσότερη ηδονή. Η επιδίωξή του αυτή τον οδήγησε, σιγά - σιγά και χωρίς να καταλάβει τη βαρύτητα των συνεπειών της, στη διαστροφή των ενστίκτων του! Τούτο το γεγονός, που στην αρχή φάνηκε αβλαβές ή μάλλον δεν έδωσε καμιά αφορμή για απαισιόδοξα συμπεράσματα - ίσως και να μην είχε ακόμα την ικανότητα το ανθρώπινο γένος για να βγάζει συμπεράσματα - άνοιξε το δρόμο για να μπει το κακό στον κόσμο! Σε αυτή τη χρονική στιγμή γίνεται η μεγάλη ανατροπή στον χώρο της ηθικής. Πιο σωστά θα ήταν αν λέγαμε ότι τίθεται η οντολογική βάση, για την εισαγωγή της ηθικής κρίσης με την ανθρώπινη συμπεριφορά και διανόηση• και τούτο δεν είναι κάτι το απλό.
Τώρα πια η ανάγκη για αυτοσυντήρηση δεν περιορίζεται μόνο στην εξεύρεση των μέσων διατροφής, σε κάθε άτομο, αλλά μεταβάλλεται πρώτα σε πρόβλημα ιδιοκτησίας, για να εκπέσει τελικά και αφού περάσει από πολλά στάδια σε … πλεονεξία. Τούτο το συναίσθημα συντελεί στη μεταβολή των χαρακτήρων, έτσι ώστε κάθε ένας να βλέπει το συνάνθρωπό του σαν αντίπαλο διεκδικητή των αγαθών που έχει συσσωρεύσει, σαν πιθανόν καταχραστή τους και ανέντιμο εκμεταλλευτή τους. Η φιλαυτία γίνεται εγωισμός και αυτός στη συνέχεια μετατρέπεται σε ζηλοφθονία, μετά η μισαλλοδοξία οδηγεί με ακρίβεια στην αδελφοκτονία και η κακία, με τους τρόπους της και τα τεχνάσματά της, παίρνει τα σκήπτρα, για να ποδηγετεί τη συμπεριφορά των κατ' επίφαση έλλογων όντων. Κάτι παρόμοιο γίνεται και με τη διαστροφή του άλλου ισχυρού ενστίκτου μας, εκείνου του πολλαπλασιασμού. Είναι γνωστά τα κακά που μπορούν να προκύψουν από την έντονη αναζήτηση και ικανοποίηση, χωρίς μέτρο, της γενετήσιας ανάγκης. Η απλή φιληδονία, ατιθάσευτη, μας βγάζει στην ακολασία. Δεν είναι τυχαίο πως όλα τα συστήματα που θέλησαν να δώσουν κάποιο τρόπο διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου, από τότε που διάφορες προσωπικότητες αναζήτησαν ή θέσπισαν κανόνες συμπεριφοράς, στηλιτεύουν την αλόγιστη αλλά και τη λελογισμένη - γιατί πολλές φορές φτάνουν από το ένα άκρο στο άλλο - χρήση του ενστίκτου της γενετήσιας ικανοποίησης. Θα ξέφευγα από τα πλαίσια τούτης της προσπάθειας αν επιδίωκα ν’ απαριθμήσω τα όσα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί από τον άνθρωπο κατά του συνανθρώπου του, στο πέρασμα των αιώνων, έστω και αν ακόμα τα ομαδοποιούσα, για να επιτύχω τη συνοπτική παρουσία τους.
Το συμπέρασμα είναι ένα: Η διαστροφή των ενστίκτων στον άνθρωπο έφερε το κακό μέσα στον κόσμο. Αυτό είναι τόσο σημαντικό και δυστυχώς τόσο ολέθριο. Αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο μέρος ή με άλλα λόγια, η πιο φανερή συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το ολίσθημα της παρακοής ή της εναντίωσης προς τους νόμους του φυσικού κόσμου, που αυτά τα δύο δεν είναι άσχετα με τις διάφορες καταχρήσεις ή διαστροφές, αντιλαμβανόμαστε πόσο εύκολα η αμαρτία πέρασε στο κοινωνικό γίγνεσθαι και θρονιάστηκε στις ψυχές των ανθρώπων, για να ετοιμάσει το δρόμο προς τη διαφθορά και την απώλεια.
Έτσι χάθηκε η παραδείσια μακαριότητα και η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά και μόνο τον άνθρωπο. Ο δελεασμός προς τις διαστροφές έγινε μόδα και πέρασε από τους αδύνατους χαρακτήρες προς τους ισχυρούς κάθε σημασίας και προς εκείνους που έχουν δύναμη, επηρεάζουν και κυβερνούν, τους ταγούς, με μια λέξη αλλά και προς όσους βρίσκουν τον τρόπο να αναγνωρίζουν την πλάνη, να την ψέγουν και να συμβουλεύουν τους άλλους, για να μην παρασυρθούν από αυτή. Εύκολα δείχνονται πολλοί από αυτούς ως ηθικοί, αλλά στα κρυφά ενδίδουν στους πειρασμούς και συχνά γίνονται χειρότεροι από εκείνους που προσπαθούν να συνετίσουν. Η υποκρισία, σε όλες τις εκφάνσεις της, βρίσκει χώρο να συμπληρώσει την ηθική καταβαράθρωση κάθε ανθρώπινης ψυχής. Ιδού η κόλαση που δυναστεύει και ο ενδοτικός άνθρωπος τσουρουφλίζεται από τις φλόγες που ο ίδιος άναψε, υποδαυλίζει και συντηρεί. Υπογραμμίζω τη λέξη ο ίδιος, γιατί κανείς άλλος δεν του φταίει για την κατάντια που έφτασε. Μερικοί, σίγουρα αφελείς, από επιπολαιότητα αιτιώνται και τον Πλάστη, που τον άφησε να κατρακυλήσει τόσο βαθιά «στη σκάλα του κακού», αφού σαν Παντογνώστης που είναι, λένε, ήξερε πώς θα γινόταν αυτή η εκτροπή και σαν Παντοδύναμος, λένε οι ίδιοι αυτοί, θα μπορούσε να την αποτρέψει αν πραγματικά αγαπούσε τα αδύναμα πλάσματά Του.
Αυτοί οι δήθεν οξυδερκείς φαίνεται ότι ξεχνούν κάτι πολύ σημαντικό. Ξεχνούν πως ο Δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Του και καθ' ομοίωσή Του. Τους διαφεύγει πως τα κυριότερα κατηγορήματα του θεού είναι η αγάπη και η ελευθερία. Στην ψυχή συνεπώς του ανθρώπου υπάρχουν τα σπέρματα των δύο αυτών ιδιοτήτων και εκείνος είναι υπεύθυνος για τη σωστή ή λανθασμένη ανάπτυξή τους. Κάθε επέμβαση οποιουδήποτε, ακόμα και του ίδιου του Δημιουργού, θα στερούσε από τον άνθρωπο την ελευθερία, θα τον μετάτρεπε σε ένα άβουλο ανδρείκελο και θα τον απομάκρυνε από κάθε δυνατότητα ομοίωσης.
Ο Δημιουργός, ουσιαστικά παντοδύναμος, δεν ήθελε να δημιουργήσει άβουλα ενεργούμενα. Ήθελε ελεύθερους, συνειδητούς συνεργάτες, που θα υπηρετούσαν αυτοβούλως και με ζέση το ουράνιο σχέδιο, για την επικράτηση της αρετής στον υλικό κόσμο που μας ενέταξε.
Σ' αυτό το σημείο επιθυμώ να κάνω μια διευκρίνιση: Όταν μιλάμε για Δημιουργό - Θεό δεν εννοούμε τον απρόσωπο και απρόσιτο θεό των φιλοσόφων. Δεν μας ενδιαφέρει ο Ντεϊσμός (Deismus) που σ’ αυτόν αναγκαστικά οδηγεί η λογική ακολουθία της σκέψης τους και τον οποίο αποδέχονται για να αποφύγουν την αντίφαση και έτσι να εξορκίσουν το χάος, που απειλητικό αναφαίνεται σε κάθε τους πεισματική άρνηση. Εννοούμε το Θεό - Πατέρα που μας παραστέκει και ενυπάρχει μέσα στην ψυχή μας. Το Θεό των πατέρων ημών, αυτόν που επικαλούμεθα, όταν βρισκόμαστε σε δύσκολες στιγμές, αυτόν προς τον οποίο προσευχόμαστε και από τον οποίο περιμένουμε να μας εισακούσει. Δεν με ενδιαφέρει εμέ, τον απλό άνθρωπο, «το πρώτο κινούν» κατ’ Αριστοτέλη ούτε «το απόλυτο αγαθό» του Πλάτωνα. Γονατίζω μπροστά στο Θεό, που με εισακούει και εκλιπαρώ τη συμπόνια Του και τη βοήθειά Του. Γνωρίζω τη μικρότητά μου και το πρόσκαιρο της ύπαρξής μου και επιζητώ να κάνω κάτι, για να ξεφύγω από την απειλή του μηδενισμού και να υπερβώ τη ματαιότητα του στιγμιαίου μιάς ζωής χωρίς νόημα.
Τούτο το διαύγασμα της συνείδησης, που είναι ικανό να αναθαρρήσει κάθε άνθρωπο, δεν είναι τυχαίο και προσωπικό. Είναι και αυτό ριζωμένο στον ψυχισμό μας, από τη στιγμή της δημιουργίας μας. Είναι η συνέπεια της εμπνοής του Θεού στο πρώτο χοϊκό πλάσμα Του, για να του δώσει ζωή, για όσους πιστεύουν στη Γραφή. Είναι η πρώτη αντίδραση του πρωταρχικού κρυστάλλου σε κάποιο περιβαλλοντικό ερέθισμα, με την οποία περνάει από τον άψυχο κόσμο των πραγμάτων (rerum) στην αυτενεργό ζωή. Είναι ζήτημα διαίσθησης η αποδοχή μιας από τις δύο αυτές υποθέσεις. Η πρώτη θεμελιώνεται και στηρίζεται στην πίστη. Η δεύτερη ικανοποιείται με την εξελικτική προοδευτική ανάπτυξη, που επικαλούνται όσοι αρνούνται το Δημιουργό. Αλλά αυτοί οφείλουν να αντιληφθούν ότι η θεωρία τους μένει αστήρικτη, γιατί δεν μας εξηγούν τι είναι εκείνο που έκαμε τον πρώτο κρύσταλλο να αντιδράσει, ώστε να ανοίξει η θύρα της ζωής, για να περάσει στο είναι και να εξελιχθεί προς τη θετική, ανυψωτική κατεύθυνση.
Προσωπικά εμένα με υποχρεώνει κάποιο σκίρτημα ενόρασης να επιλέξω Πατέρα - Δημιουργό. Απορρίπτω την άρνηση και νομίζω πως δεν είμαι μόνος. Η ιστορία, που ξεκίνησε από τη στιγμή που ο άνθρωπος έκρινε ότι πρέπει να διατηρήσει τη μνήμη των γεγονότων και των περιστάσεων, των πράξεων των δικών του και των φυσικών, απρόβλεπτων μεταβολών, που για τον ίδιο συνιστούν μικρές ή μεγάλες δοκιμασίες, μας βεβαιώνει ότι η πλειονότητα των ανθρώπων συγκλονίζεται από το θρησκευτικό βίωμα, ανεξάρτητα από το δόγμα που αναγνωρίζει.
Το πρώτο αμάρτημα, η διαστροφή των ενστίκτων έγινε• όμως ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν είναι μόνο ένα συνονθύλευμα διαστροφών, διαφορετικά η κοινωνία μας θα ήταν χειρότερη και από τις αγέλες των πιο αιμοβόρων ζώων. Η πνοή του Πλάστη διατηρεί την ηθική συνείδηση, όσο και αν την έχουν καταπιέσει τα άλογα πάθη και οι αδυναμίες του πλάσματος, αυτού του εκπεσμένου όντος, που σε στιγμές νηφαλιότητας έρχεται στον εαυτό του και αποζητά διεξόδους από την κόλαση, μέσα στην οποία βασανίζεται. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες μας έχουν δώσει σωτήριες λύσεις, που καταφανώς ικανοποιούν εκατομμύρια οπαδών τους και δεν έχω κανένα λόγο να διαφωνήσω με αυτούς. Οι σκέψεις όμως που διατυπώνω σε τούτη την προσπάθεια σκοπεύουν στην συνδιαλλαγή και με τους αρνητές τους και ακόμα στο κέντρισμα της συνείδησης των άθρησκων και των αδιάφορων. Για τούτο και ερωτώ: Ικανοποιούνται λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι με το να ζούν μια ζωή χωρίς ιδανικά, χωρίς σκοπό, χωρίς όραμα και αποδέχονται πως καθένας από εμάς τελειώνει με την τελευταία φτυαριά χώματος, που θα ρίξει πάνω στο νεκρό σώμα μας ο νεκροθάφτης ή με τα τελευταία αποκαΐδια που θα μείνουν από εμάς στον αποτεφρωτήρα του εντεταλμένου για την καύση των νεκρών; Εκεί τελειώνουν όλα και τίποτε άλλο πια; Είναι ο άνθρωπος «ένα ανώφελο πάθος» όπως υποστηρίζει ο Ζ. Π. Σατρ; Η παρουσία του είναι η «κόλαση για τον άλλον»;
Αν όλα αυτά τα αποδέχονται έστω και στωικά, σε αυτές τις απελπισμένες καρδιές δεν μπορώ ν’ αντιτάξω κανένα ενθαρρυντικό επιχείρημα. Η περίπτωσή τους είναι μάλλον παθολογική και εγώ δεν διαθέτω τον εξοπλισμό του ειδικού θεραπευτή. Σκαλίζω κάθε υγιές μυαλό για να ανακαλύψω μια σπίθα αισιοδοξίας και με αυτή τη σπίθα, θα προσπαθήσω να αναζωπυρώσω τη φλόγα της ελπίδας, που θα συντηρήσει την αξία και την αξιοπρέπεια της ζωής.
Με αμείωτο σεβασμό προς τις πεποιθήσεις των άλλων, ακόμα κι αν διαφωνώ μαζί τους, θα προχωρήσω στην έρευνά μου. Και διατηρώ τούτη τη στάση επειδή εκτιμώ αυτή την απόλυτη ελευθερία που είναι δώρο του Δημιουργού και η οποία καθορίζει την ουσία και τη σημασία της ανθρώπινης υπόστασης.
Χαρακτήρισαν αρκετοί την συνείδηση σαν κοινωνικό επιφαινόμενο. Διαφορετική είναι η δική μου θέση: Δεν είναι επιφαινόμενο, είναι το βασικό οντολογικό στοιχείο του ανθρώπινου ψυχισμού. Καθένας τη φέρνει μαζί του από τη στιγμή της γέννησής του, γι' αυτό και το νεογέννητο μωρό χαμογελά όταν αισθάνεται ευεξία και αγκαλιάζει με αγάπη το μητρικό στήθος, που το διατρέφει. Ανάλογα αισθήματα δεν διστάζει να δείξει και σε όσους ενδιαφέρονται με στοργή για την ανάπτυξή του. Η σωστή και καλή στάση που τηρεί στον πρώτο χρόνο της ζωής του δεν είναι αποτέλεσμα καμιάς διδασκαλίας και καμιάς υπόδειξης. Η κατά σχέδιο και κατά φύση αγωγή, που θα δεχθεί καθώς αναπτύσσεται και σωφρονίζεται, θα το βοηθήσουν να εκδηλώσει το είδος της συμπεριφοράς που θα το χαρακτηρίσει. Χωρίς αρχικά ο άνθρωπος να έχει επίγνωση των ορίων που του βάζει το υλικό μέρος της ύπαρξής του και απόλυτα ελεύθερος για τις ηθικές ή μη επιλογές του, βρίσκεται ριγμένος στο γήινο κόσμο και καθώς αρχίζει να ξυπνά το πνεύμα του, πρωτοβάζει και τα επίμονα, θεμελιακά ερωτήματα για το πώς και το γιατί της εδώ παρουσίας του. Δεν είναι ούτε εντελώς διεστραμμένος αλλά ούτε και εντελώς οπλισμένος με τα προτερήματα της ηθικής τελειότητας. Η πρόοδος της σκέψης του αφυπνίζει στην ψυχή του το συναίσθημα της ευθύνης. Καταλαβαίνει αργά ή γρήγορα πως δεν ήρθε στον κόσμο μόνο για να τρώει ούτε για να θηρεύει την ηδονική απόλαυση. Λείπει δυστυχώς όμως από αυτόν το κατάλληλο έρμα, που θα τον διατηρήσει σε κάποια στοιχειώδη ισορροπία. Αυτή την έλλειψη έρχεται ν’ αναπληρώσει ο Αποκεκαλυμμένος Λόγος.
Τούτος ο όρος που χωρίς αμφιβολία είναι θρησκειολογικός ίσως να ενοχλεί κάποιους άθρησκους υλιστές. Έχω τη γνώμη πως πρέπει να τον δεχτούμε ανεπιφύλακτα, γιατί είναι ασύνετο να μας διαφεύγει ότι δεν είναι επινόηση μόνο των χριστιανών Πατέρων. Και οι Έλληνες φιλόσοφοι, όπως και ο προσωκρατικός Ηράκλειτος και όχι μόνο, μίλησαν για λόγο που επιδιώκει το συνετισμό των ανθρώπων (Diels αποσπ. 1,2,45,50,114,115 και σχετικά 39,87,108). Αναφέροντας τον Α.Λ. δεν περιορίζω τη σημασία του σε όσα διαπιστώνουμε από τα κείμενα της Βίβλου, αλλά την διευρύνω συμπεριλαμβάνοντας και καθετί ηθικό και δίκαιο που προήλθε από την προφορική ή καταγραμμένη διδαχή των απανταχού της οικουμένης πρωτοπόρων της ηθικής συμπεριφοράς και δράσης. Γιατί ν’ αναγνωρίζουμε στο Ιουδαϊκό έθνος μόνο την αποκλειστικότητα να εκφέρει και να διατυπώνει τον Αποκεκαλυμμένο Λόγο; Μήπως και σε άλλους λαούς δεν παρουσιάστηκαν πνευματικά αναστήματα εφάμιλλα των προφητών; Το «ου δει ανταδικείν» που απέδωσαν οι μαθητές του στο Σωκράτη, δεν είναι ένα μεγάλο βήμα προς την ηθική ανύψωση του ανθρώπου και δεν συνάδει με το «συγχωρείτε τους εχθρούς ημών» του Ιησού; Κάθε εντολή σωστής συμπεριφοράς που μπορούμε να δεχτούμε και να την κάνουμε πυξίδα, για την πορεία μας στη ζωή, αποτελεί μια φωτεινή αχτίδα, που εκπέμπεται από τον άδυτο ήλιο της δικαιοσύνης, που όσοι δεν αρκούνται στα ψυχρά ριπίσματα του υλισμού, ονομάζουν Πνεύμα, Λόγο, Θεό.
Για όλα αυτά όποιος θέλει να θεωρείται σκεπτόμενος άνθρωπος πρέπει να κατανοήσει την αξία αυτού του θησαυρού, οφείλει να τον μελετήσει, να συλλάβει σε βάθος το νόημά του, να νιώσει τη ζεστασιά που εκπέμπει στην ψυχή του, σαν αντίδοτο της απελπισίας που προκαλεί το ρίγος της ματαιότητας και με αυτό το όπλο να καταπολεμήσει την άγνοια και το μηδενισμό. Η γνώση της αλήθειας του δεν ναρκώνει τη συνείδηση, δεν αποκοιμίζει το πνεύμα, δεν αποχαυνώνει τη διάνοια, και άδικα αποκάλεσαν τη θρησκεία, την όποια θρησκεία, «όπιον των λαών». Η μελέτη του Αποκεκαλυμμένου Λόγου είναι το πρώτο κίνητρο, για την αφύπνιση και την εγρήγορση του ανθρώπου. Το άκουσμά του είναι αναγκαίο, αποτελεί τη βάση του ανθρωπισμού, γιατί με αυτό ξεκινά και η επίγνωση της ευθύνης μας. Όμως αυτό και μόνο δεν αποτελεί τον ανθρώπινο προορισμό. Φέρνει τη χαραυγή στην ψυχή μας για μια καινούργια ημέρα και αυτή η ημέρα δεν πρέπει να είναι στείρα, από αυτήν την ημέρα αρχίζει και ο αγώνας! Η καρδιά του ανθρώπου είναι το μαρμαρένιο αλώνι, πάνω στο οποίο συγκρούεται το καλό και το κακό. Η σύγκρουση δεν είναι στιγμιαία, είναι διηνεκής και σ' αυτή διακυβεύεται η αξία άνθρωπος. Σ’ αυτή δοκιμάζεται η εντιμότητα, η πίστη, η αξιοπρέπεια καθενός από εμάς και με αυτή θεμελιώνεται η δυνατότητα βίωσης της αιωνιότητας. Από τούτη την πρόσκαιρη ζωή, προγευόμεθα την αιώνια και έτσι μπορούμε να αντιτάξουμε στο αποδεδεγμένο ελάχιστο του παρόντος το ελπιζόμενο μέγιστο του μέλλοντος!
Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του μας το λέει καθαρά: «Ου γαρ ό θέλω, ποιώ αγαθόν• αλλ’ ό ού θέλω κακόν, τούτο πράσσω» (ζ΄,19). Και αυτό συμβαίνει σε όλους μας. Οι δυνάμεις του κακού πάντοτε καραδοκούν και αδιάλειπτα επιτίθενται. Ο άνθρωπος με ελεύθερη βούληση βάζει τους φραγμούς του. Εάν επιτύχει διατρανώνει τη νίκη του πνεύματος. Μη το θεωρήσουμε όμως τούτο κάτι το εύκολο. Εάν συγχωρήσουμε τον ενδοτισμό μας, παραμένουμε αδύνατα, άβουλα, εφήμερα, ελάχιστα πλάσματα. Αν αποδεχτούμε τον αγώνα μας και χωρίς ενδοιασμό, με όπλο τον Αποκεκαλυμμένο Λόγο, ριχτούμε στην πάλη, παραμερίζοντας το φόβο και αψηφώντας τον κόπο, τον πόνο, την αγωνία, την πίκρα, τη στέρηση και παραμείνουμε προσηλωμένοι στους ηθικούς σκοπούς μας, τότε ξεπερνάμε τα όριά μας και δρασκελίζουμε την ουδό που φέρνει στο μεγαλείο, που εδράζεται στην ισχύ, την ελευθερία και την αιωνιότητα. Γι' αυτό οφείλουμε να μην ξεχάσουμε ποτέ ότι αντίπαλός μας είναι ο ίδιος ο εαυτός μας. Οι αλλότριοι εχθροί παρακινήθηκαν από τις αδυναμίες των ίδιων των δικών τους εαυτών, από τη διαστροφή των ενστίκτων τους. Κανείς δεν ξέφυγε από αυτή την κατάρα της διαστροφής. Σε αυτήν οφείλονται όλα τα κακά, οι πόλεμοι, οι φόνοι, οι κλεψιές, τα μίση, οι μοιχείες, τα ψέματα και ο,τιδήποτε απευκταίο και αποτρόπαιο. Πρώτο μέλημα λοιπόν είναι η εδραίωση της νίκης κατά του εαυτού μας. Δεν είναι εύκολο αλλά ούτε και αδύνατο. Χρειάζεται υπομονή, καρτερικότητα, επιμονή, θάρρος και πείσμα. Και φυσικά όλα αυτά απαιτούν συνέχεια και συνέπεια. Η ζωή χωρίς αγώνα και προσπάθεια γίνεται ανιαρή, γίνεται αβίωτη.
Στο σημείο τούτο, για να μην παρεξηγηθώ, κρίνω σκόπιμο να τονίσω το εξής: Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται για να κατανικήσει τις διαστροφές των ενστίκτων του και όχι να καταπνίξει τα ένστικτά του. Η υγιής οργανική και ψυχική ζωή επιβάλλει τη σωστή χρήση τους. Δεν προπαγανδίζω τον αναχωρητισμό ούτε τον άκρατο ασκητισμό. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και η ψυχική του αντοχή δοκιμάζεται μέσα στους πειρασμούς της κοινωνικής συναναστροφής. Σ' αυτή την κονίστρα τον θέλω αγωνιστή και νικητή, χωρίς ενδοιασμούς και υπεκφυγές…
Με την κατανίκηση του κακού μπήκαμε στο σωστό δρόμο. Κάναμε ίσως την μισή διαδρομή, αλλά το τέρμα είναι ακόμα μακριά. Με το να καταστείλει τα πάθη του καθένας από εμάς, καταφέρνει να μη θεωρείται κακός. Τούτο όμως δεν συνεπάγεται ότι είναι και καλός. Ο νόμος της σωστής συμπεριφοράς, που κατέβασε ο Μωυσής από το Σινά, δεν προϋποθέτει πως με αυτόν ο άνθρωπος γίνεται τέλειος. Απλώς θεμελιώνει μια κοινωνία που τα μέλη της μπορούν να συνυπάρχουν, χωρίς να συγκρούονται αδιάκοπα και να τηρούν τα καθήκοντα που αυτός καθορίζει απέναντι του Θεού. Θετική στάση μόνο υποδεικνύει προς τους γονείς, που οπωσδήποτε είναι μια υποχρέωση των τέκνων, που επιβάλλεται και από το φυσικό νόμο, τουλάχιστον για εξόφληση των υποχρεώσεων που οφείλονται προς αυτούς, αφού και αυτοί θυσίασαν πολλά, για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Για το συνάνθρωπο που βρίσκεται σε ένδεια ή σε ανάγκη δεν κάνει κανένα λόγο. Σε αυτόν το νόμο δεν διαφαίνεται η αξία της προσφοράς και με κανένα τρόπο δεν υποδεικνύεται ο αλτρουϊσμός. Με τις απαγορεύσεις συνεπώς αυτές μπορούμε να καταπολεμήσουμε το κακό. Δεν βρίσκουμε όμως καμία προτροπή για αγάπη, που είναι μια από τις χαρακτηριστικές ιδιότητες του Πατέρα-Δημιουργού. Από εδώ και πέρα χρειάζεται η θετική ηθική, γιατί, ας το επαναλάβω ακόμα μια φορά, το να μην είναι κανείς κακός δεν σημαίνει ότι είναι και καλός. Η καλοσύνη δεν αναγνωρίζεται από την άρνηση και την αδράνεια, αναγνωρίζεται από την πράξη, που ανακουφίζει τους συνανθρώπους μας που υποφέρουν από φτώχεια, ασθένεια, απελπισία, ανικανότητα αντίδρασης, αδυναμία αντίστασης, ανάγκη, σκλαβιά, αμαρτία και πολλά άλλα κακά που καθημερινώς απειλούν την ανθρωπότητα.
Ο Ιησούς ο Ναζωραίος μας υποδεικνύει τη θετική ηθική, όταν μιλά προς τα πλήθη για τη μέλλουσα κρίση. Εδώ βλέπουμε ότι ο Μέγας Κριτής δεν βγάζει τη δίκαιη απόφασή του, με το να διακριβώσει τι κακό δεν κάναμε, αλλά αναζητά και βραβεύει ό,τι καλό κάναμε ή θα κάνουμε (Ματθ. κε΄ 31-46) και τότε απονέμει το γέρας της κληρονομιάς της βασιλείας των ουρανών.
Διμέτωπος λοιπόν πρέπει να είναι ο αγώνας του ανθρώπου, γιατί τίποτα δεν κατανικάται παντελώς. Να καταπολεμεί το κακό, όπου το βρίσκει και μέσα του κι έξω από αυτόν, που μπορεί συνεχώς να κατατροπώνεται, αλλά επανεμφανίζεται σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας και να επιδιώκει το καλό, αναζητώντας τρόπους ώστε να έρθει αρωγός και συμπαραστάτης του. Στην προσπάθειά του αυτή έχει κατανοήσει ότι η συστράτευση με το καλό δεν είναι άκοπη και ανέξοδη. Τίποτα δεν επιτυγχάνεται χωρίς ιδρώτα, ενεργητικότητα, ακατάλυτο ενδιαφέρον για προσφορά, στέρηση και … θυσία των αδυναμιών του και ασφαλώς ελάττωση των υλικών του αγαθών, που η αποθησαύρισή τους δεν είναι απόλυτα αναγκαία.
Τα υλικά αγαθά, τα πλούτη μας, όσα μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε έντιμα, με αξιοπρέπεια, με τη βοήθεια του Θεού και με την επιδοκιμασία των συνανθρώπων μας, δεν ανήκουν σε εμάς, αφού είναι περιττά και δεν μπορούμε να τα συναποκομίσουμε σαν εφόδιά μας για το τελευταίο μας ταξίδι. Εμείς είμαστε απλοί διαχειριστές τους και η δαπάνη τους μας είναι επιβεβλημένη για την επούλωση των αναγκών και των πληγών των ενδεών συνανθρώπων μας. Δεν χρειάζεται φειδώ στη διαχείρισή τους, όταν οι ελλείψεις απανταχού της γης είναι άπειρες και ο πόνος και η θλίψη που επικρατούν γύρω μας είναι κυριολεκτικά μεγάλοι και ακατάβλητοι. Το να συμπολεμούμε για την επικράτηση του καλού πάνω σε τούτη τη γη είναι προσπάθεια επίπονη και απαιτεί εκούσια συστράτευση, με επίγνωση των απωλειών και των θυσιών, χωρίς υπαναχωρήσεις και χωρίς ενδοιασμούς. Τότε γινόμαστε συνεργάτες του Θεού και χαρακτηριζόμαστε αντάξια τέκνα του Δημιουργού, που αναγνωρίζεται και είναι αδιαφιλονίκητα απόλυτα ελεύθερος και απόλυτα αγαθός και διηνεκώς αγωνίζεται και Αυτός ενάντια στις δυνάμεις του κακού, ενάντια στα πονηρά πνεύματα. Και εμείς πρέπει να στεκόμαστε δίπλα Του ουσιαστικά και νοερά. Μας καλεί συμπολεμιστές και συναγωνιστές Του. Εμείς σε αυτό δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να Τον ακολουθούμε και να εκτελούμε το θέλημά Του.
Μια νύχτα, που οι χριστιανοί την αποκαλούμε Άγια, ο Άναρχος και Άχρονος πέρασε μέσα στο χρόνο! Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέει ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο» και εγκαταστάθηκε ανάμεσά μας (α΄ 14) και αυτό έγινε για χάρη μας. Ο ενσαρκωμένος Λόγος εθελουσίως θυσιάστηκε και σταυρώθηκε! Έκτοτε αυτή η Σάρκα προσφέρεται αφειδώς και αδαπανήτως προς πάντα άνθρωπο. Από αυτόν αναμένει να τη λάβει, να τη δεχτεί στη δική του σάρκα, ελεύθερα χωρίς κανένα καταναγκασμό, χωρίς φόβο, χωρίς υπολογισμούς, χωρίς ανασκοπές και ύστερα να γίνει συνεργός του Λόγου, συνεργάτης του Θεού, για την επικράτηση του θελήματός του «και επί της γης». Έτσι κάθε άνθρωπος αβίαστα θα κατανοήσει τον προορισμό του και με ζέση θα επιδιώξει, ώστε η δική του σάρκα να γίνει Λόγος. Αν αυτό γίνει πραγματικότητα, τότε επιτυγχάνεται η ομοίωσή του προς τον Πλάστη του και το έργο της σωτηρίας του στέφεται από απόλυτη επιτυχία. Είθε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου