Πέρα από το γεγονός πως η ταξινόμηση των καλλιτεχνικών μονάδων σε "γενιές" μπορεί εύκολα να αποδειχθεί μία παραπλανητική γενίκευση, ειδικά για τη δεκαετία του '90 στην Ελλάδα είναι πραγματικά αδύνατον να μιλήσει κανείς για "γενιά", όχι μόνο λόγω της έλλειψης ενός άξονα και μιας κοινής προβληματικής μεταξύ των νεότερων ποιητών που πρωτοεμφανίστηκαν μέσα στη λήξασα δεκαετία (1990-1999), όσο κυρίως γιατί οι ποιητές αυτοί φαίνεται πως είναι: λίγοι, ή, εν πολλοίς, αφανείς.
Μερικές πρόχειρες ερμηνείες του φαινομένου:
α. Η έλλειψη ενός ισχυρού κοινού άξονα μπορεί να αποδοθεί σε μία γενικότερη τάση της συνολικής καλλιτεχνικής παραγωγής των τελευταίων δεκαπέντε, περίπου ετών. Η μεταμοντέρνα συνθήκη αποδοχής όλων των κινημάτων, η νομιμοποίηση κάθε μέσου και τρόπου, η πτώση των -ισμών και η αδιαφορία για συσπείρωση και κοινούς προγραμματικούς στόχους έχουν οδηγήσει σε μια ενδιαφέρουσα αλλά χαοτική, και ίσως άνευρη, πανσπερμία, κατά την οποία κάθε καλλιτεχνική μονάδα αποτελεί σχεδόν κίνημα, αυτόφωτο σύμπαν. Κάτι που βεβαίως θα μπορούσε εν τέλει και να θεωρηθεί ιδιάζον γνώρισμα των ποιητών της τελευταίας δεκαετίας.
Έχει ωστόσο παρατηρηθεί πως οι πεζογράφοι της δεκαετίας του '90 παρουσιάζουν μια σειρά περισσότερο συγκεκριμένων γνωρισμάτων, με πιο συμπαγείς αρμούς. Και το αυτονόητο: είναι πολυπληθέστεροι ή κατά πολύ περισσότερο προβεβλημένοι.
β. Ενδέχεται, έτσι, η ολιγαριθμία των ποιητών να είναι κάπως παραπλανητική. Πιθανόν, η λογοτεχνική κριτική, έχοντας υπερβολικά μειωμένα αντανακλαστικά ως προς την ποίηση, θολώνει το τοπίο. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όταν φτάνει να αναφερθεί σε ποιητές, περιορίζεται στους δυο-τρεις καθιερωμένους. Προκειμένου όμως για την πιο πρόσφατη ποιητική παραγωγή, τα αντανακλαστικά της κριτικής αποδεικνύονται εντελώς αδρανή. Μολονότι συχνά μεμψιμοιρεί για την απουσία της ποιητικής γενιάς του '90, μοιάζει να αγνοεί πως ευθύνεται και η ίδια, αφού είτε αδιαφορεί, είτε αργεί, μη κατορθώνοντας να παρουσιάσει μια έγκαιρη και διεισδυτική εικόνα, έστω και μεμονωμένων περιπτώσεων.
Ίσως όμως είναι ακόμη σχετικά νωρίς για να απαιτήσει κανείς μια κάποια εποπτεία της ποίησης του '90. Οι ποιητές της Γενιάς του ΄80 άλλωστε (γενικά και αυτή μάλλον εντός εισαγωγικών, καθώς αποτελεί εν πολλοίς απόηχο της συσπειρωμένης, λόγω της δικτατορίας, Γενιάς του '70), μόλις τώρα έχουν αρχίσει να μελετώνται και να καταξιώνονται, αν και στη εποχή τους είχαν τύχει καλύτερης αντιμετώπισης απ' ότι, οι πιο νέοι ποιητές στη δική τους. γ. Φαίνεται πως η λογοτεχνική κριτική, ακολουθεί μοιραία (και ίσως ασυνείδητα) την κυρίαρχη και εμπορική τάση της εποχής. Το αγοραστικό κοινό της ποίησης είναι ποσοτικά ελάχιστο: μετρημένοι στα δέκα δάχτυλα είναι οι ποιητές που εγγίζουν το φράγμα των χιλίων αντιτύπων, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι ποιητές που το ξεπερνούν αρκετά.
Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στις δύο προηγούμενες δεκαετίες, στη δεκαετία του '90 η εκδοτική παραγωγή ποίησης είναι ελάχιστη. Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι περιορίζονται κυρίως στην κερδοφόρα πεζογραφία, και οι λίγοι που διατηρούν σειρές ποίησης εκδίδουν περιορισμένα, επιμένοντας σε καθιερωμένους ποιητές, και αρνούμενοι να ρισκάρουν σε νέα ονόματα· εκτός και αν υπάρχει κάποιος -γοητευτικά ή μακάβρια- ειδικός λόγος (πρόσφατα η περίπτωση της, αξιοπερίεργα νεαρής, 16χρονης Έλλης Παπαγεωργίου στον "Κέδρο", και η περίπτωση της μεταθανάτιας έκδοσης του 20χρονου αυτόχειρα Γιώργου Φιλιππίδη στον Καστανιώτη).
Αυτή η συντηρητική πολιτική έχει ως άμεσα αποτελέσματα την παρατεταμένη καταφυγή των νεότερων ποιητών στα διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και τη συχνή αναγκαστική λύση των ιδίοις αναλώμασιν εκδόσεων. Επιπλέον, οι ποιητές φτάνουν να εκδώσουν σε εκδοτικούς οίκους (περιφερειακούς βέβαια και μικρότερης εμβέλειας) σε αρκετά μεγαλύτερη ηλικία. Έτσι, επιτείνεται μια άνευρη ατμόσφαιρα: δεν υπάρχει λογοτεχνικό περιβάλλον υποδοχής, τα λογοτεχνικά περιοδικά αποτελούν συνήθως μια κλειστή υπόθεση παρέας, και μόνο ορισμένα είναι σημαντικά και περισσότερο ευρείας κυκλοφορίας. Ακόμη και μέσω αυτών όμως, δεν διαγράφεται κάποια ενιαία τάση. Γενικά, η ποίηση δεν συζητιέται και δεν προβάλλεται από τον Τύπο (πόσο μάλλον τα έργα των νεότερων ποιητών), και δεν φαίνεται να υπάρχει ο χώρος για να αναπτυχθούν στην ώρα τους τομές και ρήξεις, αν υπάρχουν. Άλλωστε, οι νέοι καλλιτέχνες δεν φαίνεται να έχουν ακόμη μπορέσει να "δημιουργήσουν" -έστω και μέσα από πιο ειδικευμένα περιοδικά- ούτε τους πανεπιστημιακούς θεωρητικούς ούτε τους κριτικούς τους: νεότερους επιστήμονες, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πέρα από τα δεδομένα στερεότυπα της επίσης κριτικής, και του ηγεμονικά σνόμπ και επιλεκτικά μόνο εγειρόμενου γούστου των πανεπιστημιακών με έγκυρες θέσεις-κλειδιά. Είναι ακόμη εξαιρετικά νωρίς για να συμβεί κάτι τέτοιο;
δ. Η υπερβολική αύξηση της εκδοτικής παραγωγής που παρατηρείται στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία αποδείχθηκε τελικά εις βάρος της ποίησης. Την απροθυμία των εκδοτών να ποντάρουν σε αυτήν ακολουθούν και οι νεότεροι λογοτέχνες. Αντίθετα απ' ό,τι συνέβαινε παλιότερα, η ποίηση αποτελεί πια όλο και πιο σπάνια έστω και το προπαρασκευαστικό στάδιο της διαμόρφωσης ενός πεζογράφου: ούτως ή άλλως ένα άχαρο και άδικο προς την ποίηση στάδιο, που ωστόσο έδειχνε κάποτε τη στοιχειώδη επαφή των νεότερων ηλικιακά λογοτεχνών μαζί της. Έτσι, τελευταία, παράγονται όλο και πιο συχνά πρωτόλεια "μυθιστορήματα" πρωτοεμφανιζόμενων -και πολύ νέων στην ηλικία- συγγραφέων, κείμενα (ημι;)αυτοβιο-γραφικά, χαλαρής ή κοινότοπης πλοκής, κοινωνικο-αισθηματικής υφής ή τηλεοπτικά εξαργυρώσιμης λογικής, συνήθως πρωτοπρόσωπα και ολιγοσέλιδα, τα οποία έρχονται να καλύψουν μια εκδοτική πείνα για νέο συγγραφικό αίμα.
Σε άλλες εποχές οι συγγραφείς αυτοί θα είχαν προτιμήσει πιθανόν να πρωτοδημοσιεύσουν ποίηση. Αυτό βεβαίως ένα δεν είχε ανακαλυφθεί πρόσφατα πως τέτοια μυθιστορήματα βρίσκουν συμπαθητική εμπορική απήχηση σε ένα νεανικό προφανώς κοινό, που και αυτό με τη σειρά του έμαθε να αδιαφορεί για την ποίηση, εθισμένο κυρίως στις αμέσου βρώσεως τηλεοπτικές συνταγές.
Στην πραγματικότητα λοιπόν δεν είναι καθόλου βέβαιο πως οι ποιητές του '90 είναι λιγότεροι από ό,τι άλλοτε. Καινούρια ποίηση και γράφεται και δημοσιεύεται σε περιοδικά, και, σπανιότερα, εκδίδεται - με όποιους τρόπους. Απλώς, δεν εκδίδεται από μεγάλους οίκους, δεν εκτίθεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, δεν συζητιέται. Οι περιπτώσεις των νέων ποιητών δείχνουν σκόρπιες και ασυνεχείς. Η τέχνη αυτή μοιάζει απλώς να μην αφορά - όντας ίσως τέχνη που δρα υπογείως, και με ρυθμούς που δεν συμφωνούν με τη σημερινή ταχύτητα της ακαριαίας κατανάλωσης.
Και γιατί όμως θα έπρεπε να αφορά; Πόσο καινούρια ή καλή είναι η ποίηση αυτή;
Στην υποτιθέμενη "γενιά" του '90 φαίνεται να συνυπάρχουν όλες οι κυρίαρχες τάσεις των τελευταίων ετών, και είναι δύσκολο να ειπωθεί αν αποκρυσταλλώνεται ένα καινούριο στοιχείο, εφόσον συγκροτημένες και συνολικότερες μελέτες του συγκεκριμένου πεδίου εξακολουθούν να μην υπάρχουν.
Οι σημερινοί ποιητές του "κλειστού χώρου", αφηγούνται κυρίως δράματα δωματίων και αρνούνται την έκφραση κοινωνικών οραμάτων- ποιων άλλωστε ακριβώς; Αν μπορούσε κανείς να εντοπίσει ένα γενικό χαρακτηριστικό, πέρα από την πασνπερμία των στυλ, αυτό θα ήταν ίσως ένας "νεοσυντηρητισμός", μια επιστροφή σε παλιές φόρμες και κάποια ανανέωσή τους, που υπήρχε ήδη ως τάση στη Γενιά του '80. Το ύφος και η φόρμα μπορεί να ποικίλλουν, όμως η αποδοχή όλων των ποιητικών ειδών είναι ένα συνεχιζόμενο χαρακτηριστικό μιας μεταμοντέρνας ποίησης που χειρίζεται σαν δειγματολόγιο την ιστορία των ποιητικών στυλ. Το στοιχείο αυτό -ενδεικτικό μιας απροθυμίας για ρήξεις- συνοδεύεται πάντως και από σεβασμό στους κατεξοχήν πρωτοπόρους της ρήξης: τους ένδοξους ποιητικούς προγόνους της Γενιάς του '30 (Σεφέρη, Ελύτη). Ο καβάφης παραμένει ακόμη ως επιρροή, το ίδιο και ο Εμπειρίκος. Πάντως στον παραπάνω κανόνα τείνουν να προστεθούν ποιητές όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, και κυρίως ο Μίλτος Σαχτούρης, τελευταία ο Έκτωρ Κακναβάτος, και κυρίως ο Νίκος Καρούζος και η Κική Δημουλά. Δεν είναι τυχαίο. Τους περισσότερους θα μπορούσε κανείς αδόκιμα να τους χαρακτηρίσει "υπαρξιακούς μετασουρεαλιστές", που βρέθηκαν για χρόνια στο περιθώριο του ποιητικού κανόνα, και κερδίζουν τώρα έδαφος χάριν της λιγότερο πομπώδους αισθητικής τους: ελάχιστη ή καθόλου αρχαιολατρεία, εμμονή στην ακαριαία εικόνα, επιθετικότητα αλλά επιδεικτικά ευφυής νηφαλιότητα, υψηλή αίσθηση του λογοπαιγνίου.
Ποίηση δηλαδή που μπορεί να διαβαστεί και από μια εφηβική εξεγερμένη ροκ γενιά, περισσότερο βέβαια παλαιού τύπου, παρά άμπιεντ ή τέκνο. Μ ούτως ή άλλως -ευτυχώς ή δυστυχώς- η ποίηση των νέων ποιητών εξακολουθεί να ξεκινά ευκολότερα από μία αντίληψη εξέγερσης και απομόνωσης, από μια ψευδοπεριθωριακή -αλλά εν τέλει μαζική και πεπαλαιωμένη- αντίληψη, που ακόμη και σήμερα θα ονομάζαμε "ροκ" (ό,τι κι αν μπορεί πια να σημαίνει αυτό).
Ο σουρεαλισμός δείχνει πλέον να αποτελεί κοινή προγονική ποιητική εμπειρία για ένα άνοιγμα του ψυχισμού. Όμως δεν είναι βέβαια ακριβώς αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε "καινούριο". Από την άλλη, οι αμιγώς μεταμοντέρνοι μορφολογικοί και ειδολογικοί πειραματισμοί τείνουν να απομονώνουν τον αναγνώστη από το κείμενο, και, καλώς ή κακώς, σπάνια ενδιαφέρουν τους νεότερους ποιητές. Τους γοητεύει πομως ακόμη συχνά ένα στυλ γραφής με παρωχημένα, συνήθως, σχήματα χειρισμού του σοκ και της αμφισβήτησης, όπως περίπου τα πρωτοείδαμε στην αμερικανική "μπητ" γενιά του '60 - αν κι φυσικά αυτή η, παλαιομοντερνιστικά πια εκφρασμένη "οργή" μπορεί να οφείλεται στο εφηβικά νεαρόν της ηλικίας κάποιων. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί κανείς να εντοπίσει ακόμη και σήμερα έναν δυσκοίλιο διανοουμενισμό, απότοκο ενδεχομένως μιας κλειστής αντίληψης για την ποίηση, που περιχαρακώνει τον ζωτικό της χώρο και, συχνά, την καθιστά αλαζονικά ενδοαναφορική, τεχνημένα υψηλή, και υποκριτικά βαθυστόχαστη.
Πάντως, πρόκειται για ποίηση που, ούτε λίγο ούτε πολύ, δείχνει μη ενσωματωμένη στην εποχή της.
Σε γενικές γραμμές, λείπει η επιθυμία για την έκπληξη και η γοητεία κειμένων που απευθύνονται στη διέγερση του συνόλου των αισθήσεων, όχι μόνο του νου. Λείπει η αμεσότητα της καθαρής συγκίνησης. Λείπει η επαφή με τη σύγχρονη ποίηση άλλων χωρών. Λείπει μια εκ νέου αποενοχοποιημένη ενσωμάτωση των κατά παράδοσιν ελληνικών συμβόλων, που να τα οδηγεί ομαλά μέσα σ' ένα ηλεκτρισμένο διεθνιστικό πεδίο, χωρίς ούτε να απωθούνται ούτε να προβάλλονται ως ιδιαιτερότητα. Λείπει η ευρύτερη "ποπ" κουλτούρα με την οποία λογικά μεγάλωσε η συντριπτική πλειονότητα των ποιητών αυτών (δύο τινά συμβαίνουν: είτε κανείς μέσα σ' αυτή την κουλτούρα δεν γράφει ποίηση και όσοι γράφουν είναι της όπερα, του υψηλού έντεχνου, ή ενός ροκ που μοιάζει να τελειώνει με τους Doors, είτε τα παραδοσιακά στερεότυπα των ποιητικών τρόπων είναι τόσο ισχυρά και δεσμευτικά, μεταβάλλονται τόσο αργά και ανανεώνονται τόσο δύσκολα, ώστε αποκλείουν ή δυσχεραίνουν τη διαπίδυση στοιχείων του ενός κόσμου μες στον άλλον). Λείπουν ακόμη τα διαδραστικά πειράματα και η μικτή γραφή που αφήνεται να κινηθεί με ελευθερία εντός ποικίλων ειδών. Λείπουν, από τη φόρμα, οι πρώτες έστω λαβυρινθώδεις νύξεις της γενιάς του Κυβερνοχώρου. Λείπει η ποιητική αντιστοιχία με ανάλογα, και πολύ πιο προωθημένα, σύγχρονα επιτεύγματα στους χώρους των υπολοίπων τεχνών (χορό, θέατρο, τραγούδι, εικαστικά, σινεμά). Κυρίως λείπει η ελαφράδα και το χιούμορ.
Πιθανόν η ποίηση θεωρείται στην Ελλάδα μια τέχνη υπερβολικά υψηλή, που δεν επιτρέπεται κανείς να παίξει πολύ μαζί της. Σοβαροφάνεια, επιτηδευμένη ακατανοησία, και αντιμετώπιση της ποίησης ως χώρου εναποθήκευσης των σπλάγχνων και των απωθημένων του ποιητικού υποκειμένου ή αποκλειστικά βαθύνοων ενατενίσεων, έχουν διαδεχτεί την πολύ παλαιότερη μάστιγα του διδακτισμού, με αντίστοιχα καταστροφικά αποτελέσματα: Η ποίηση αντί να αποτελεί τη, ζωντανή και μαγικά συμπυκνωμένη, δημιουργική τέχνη του λόγου, καταλήγει συχνά να είναι το ημίνεκρο όχημα εκμυστήρευσης προσωπικών παθών· αντί να πλάθει σύμπαντα αναπαράγει με τετριμμένους τρόπους τετριμμένα συναισθήματα· έτσι, τείνει να αποκλειστεί από τις κατηγορίες των ζωντανά εξελισσόμενων τεχνών, και μοιάζει να κατοχυρώνεται ως σεβάσμιο μουσειακό είδος, που το απολαμβάνουν ράθυμα και στοχαστικά κυρίως άνθρωποι μιας παλαιότερης τάξης πραγμάτων. Όλα αυτά ευνοούν την αποξένωση από τον αναγνώστη -και μάλιστα τον νεαρό αναγνώστη-, και δίκαια ίσως προκαλούν την αποστροφή και την αγοραστική του περιφρόνηση.
Δυστυχώς, αν και τα τελευταία δέκα χρόνια οι υπόλοιπες τέχνες στην Ελλάδα έχουν κάνει, και μάλιστα συνεργαζόμενες, σημαντικά βήματα εξωστρεφούς επικοινωνιακότητας, χωρίς καθόλου να χάσουν την καινοτόμο και υπερήφανη δυναμική τους, δεν φαίνεται ακόμη να συμβαίνει το ίδιο και με την -προς το παρόν αυτάρεσκα απομονωμένη- τέχνη της ποίησης.
Μερικές πρόχειρες ερμηνείες του φαινομένου:
α. Η έλλειψη ενός ισχυρού κοινού άξονα μπορεί να αποδοθεί σε μία γενικότερη τάση της συνολικής καλλιτεχνικής παραγωγής των τελευταίων δεκαπέντε, περίπου ετών. Η μεταμοντέρνα συνθήκη αποδοχής όλων των κινημάτων, η νομιμοποίηση κάθε μέσου και τρόπου, η πτώση των -ισμών και η αδιαφορία για συσπείρωση και κοινούς προγραμματικούς στόχους έχουν οδηγήσει σε μια ενδιαφέρουσα αλλά χαοτική, και ίσως άνευρη, πανσπερμία, κατά την οποία κάθε καλλιτεχνική μονάδα αποτελεί σχεδόν κίνημα, αυτόφωτο σύμπαν. Κάτι που βεβαίως θα μπορούσε εν τέλει και να θεωρηθεί ιδιάζον γνώρισμα των ποιητών της τελευταίας δεκαετίας.
Έχει ωστόσο παρατηρηθεί πως οι πεζογράφοι της δεκαετίας του '90 παρουσιάζουν μια σειρά περισσότερο συγκεκριμένων γνωρισμάτων, με πιο συμπαγείς αρμούς. Και το αυτονόητο: είναι πολυπληθέστεροι ή κατά πολύ περισσότερο προβεβλημένοι.
β. Ενδέχεται, έτσι, η ολιγαριθμία των ποιητών να είναι κάπως παραπλανητική. Πιθανόν, η λογοτεχνική κριτική, έχοντας υπερβολικά μειωμένα αντανακλαστικά ως προς την ποίηση, θολώνει το τοπίο. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όταν φτάνει να αναφερθεί σε ποιητές, περιορίζεται στους δυο-τρεις καθιερωμένους. Προκειμένου όμως για την πιο πρόσφατη ποιητική παραγωγή, τα αντανακλαστικά της κριτικής αποδεικνύονται εντελώς αδρανή. Μολονότι συχνά μεμψιμοιρεί για την απουσία της ποιητικής γενιάς του '90, μοιάζει να αγνοεί πως ευθύνεται και η ίδια, αφού είτε αδιαφορεί, είτε αργεί, μη κατορθώνοντας να παρουσιάσει μια έγκαιρη και διεισδυτική εικόνα, έστω και μεμονωμένων περιπτώσεων.
Ίσως όμως είναι ακόμη σχετικά νωρίς για να απαιτήσει κανείς μια κάποια εποπτεία της ποίησης του '90. Οι ποιητές της Γενιάς του ΄80 άλλωστε (γενικά και αυτή μάλλον εντός εισαγωγικών, καθώς αποτελεί εν πολλοίς απόηχο της συσπειρωμένης, λόγω της δικτατορίας, Γενιάς του '70), μόλις τώρα έχουν αρχίσει να μελετώνται και να καταξιώνονται, αν και στη εποχή τους είχαν τύχει καλύτερης αντιμετώπισης απ' ότι, οι πιο νέοι ποιητές στη δική τους. γ. Φαίνεται πως η λογοτεχνική κριτική, ακολουθεί μοιραία (και ίσως ασυνείδητα) την κυρίαρχη και εμπορική τάση της εποχής. Το αγοραστικό κοινό της ποίησης είναι ποσοτικά ελάχιστο: μετρημένοι στα δέκα δάχτυλα είναι οι ποιητές που εγγίζουν το φράγμα των χιλίων αντιτύπων, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι ποιητές που το ξεπερνούν αρκετά.
Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στις δύο προηγούμενες δεκαετίες, στη δεκαετία του '90 η εκδοτική παραγωγή ποίησης είναι ελάχιστη. Οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι περιορίζονται κυρίως στην κερδοφόρα πεζογραφία, και οι λίγοι που διατηρούν σειρές ποίησης εκδίδουν περιορισμένα, επιμένοντας σε καθιερωμένους ποιητές, και αρνούμενοι να ρισκάρουν σε νέα ονόματα· εκτός και αν υπάρχει κάποιος -γοητευτικά ή μακάβρια- ειδικός λόγος (πρόσφατα η περίπτωση της, αξιοπερίεργα νεαρής, 16χρονης Έλλης Παπαγεωργίου στον "Κέδρο", και η περίπτωση της μεταθανάτιας έκδοσης του 20χρονου αυτόχειρα Γιώργου Φιλιππίδη στον Καστανιώτη).
Αυτή η συντηρητική πολιτική έχει ως άμεσα αποτελέσματα την παρατεταμένη καταφυγή των νεότερων ποιητών στα διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και τη συχνή αναγκαστική λύση των ιδίοις αναλώμασιν εκδόσεων. Επιπλέον, οι ποιητές φτάνουν να εκδώσουν σε εκδοτικούς οίκους (περιφερειακούς βέβαια και μικρότερης εμβέλειας) σε αρκετά μεγαλύτερη ηλικία. Έτσι, επιτείνεται μια άνευρη ατμόσφαιρα: δεν υπάρχει λογοτεχνικό περιβάλλον υποδοχής, τα λογοτεχνικά περιοδικά αποτελούν συνήθως μια κλειστή υπόθεση παρέας, και μόνο ορισμένα είναι σημαντικά και περισσότερο ευρείας κυκλοφορίας. Ακόμη και μέσω αυτών όμως, δεν διαγράφεται κάποια ενιαία τάση. Γενικά, η ποίηση δεν συζητιέται και δεν προβάλλεται από τον Τύπο (πόσο μάλλον τα έργα των νεότερων ποιητών), και δεν φαίνεται να υπάρχει ο χώρος για να αναπτυχθούν στην ώρα τους τομές και ρήξεις, αν υπάρχουν. Άλλωστε, οι νέοι καλλιτέχνες δεν φαίνεται να έχουν ακόμη μπορέσει να "δημιουργήσουν" -έστω και μέσα από πιο ειδικευμένα περιοδικά- ούτε τους πανεπιστημιακούς θεωρητικούς ούτε τους κριτικούς τους: νεότερους επιστήμονες, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πέρα από τα δεδομένα στερεότυπα της επίσης κριτικής, και του ηγεμονικά σνόμπ και επιλεκτικά μόνο εγειρόμενου γούστου των πανεπιστημιακών με έγκυρες θέσεις-κλειδιά. Είναι ακόμη εξαιρετικά νωρίς για να συμβεί κάτι τέτοιο;
δ. Η υπερβολική αύξηση της εκδοτικής παραγωγής που παρατηρείται στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία αποδείχθηκε τελικά εις βάρος της ποίησης. Την απροθυμία των εκδοτών να ποντάρουν σε αυτήν ακολουθούν και οι νεότεροι λογοτέχνες. Αντίθετα απ' ό,τι συνέβαινε παλιότερα, η ποίηση αποτελεί πια όλο και πιο σπάνια έστω και το προπαρασκευαστικό στάδιο της διαμόρφωσης ενός πεζογράφου: ούτως ή άλλως ένα άχαρο και άδικο προς την ποίηση στάδιο, που ωστόσο έδειχνε κάποτε τη στοιχειώδη επαφή των νεότερων ηλικιακά λογοτεχνών μαζί της. Έτσι, τελευταία, παράγονται όλο και πιο συχνά πρωτόλεια "μυθιστορήματα" πρωτοεμφανιζόμενων -και πολύ νέων στην ηλικία- συγγραφέων, κείμενα (ημι;)αυτοβιο-γραφικά, χαλαρής ή κοινότοπης πλοκής, κοινωνικο-αισθηματικής υφής ή τηλεοπτικά εξαργυρώσιμης λογικής, συνήθως πρωτοπρόσωπα και ολιγοσέλιδα, τα οποία έρχονται να καλύψουν μια εκδοτική πείνα για νέο συγγραφικό αίμα.
Σε άλλες εποχές οι συγγραφείς αυτοί θα είχαν προτιμήσει πιθανόν να πρωτοδημοσιεύσουν ποίηση. Αυτό βεβαίως ένα δεν είχε ανακαλυφθεί πρόσφατα πως τέτοια μυθιστορήματα βρίσκουν συμπαθητική εμπορική απήχηση σε ένα νεανικό προφανώς κοινό, που και αυτό με τη σειρά του έμαθε να αδιαφορεί για την ποίηση, εθισμένο κυρίως στις αμέσου βρώσεως τηλεοπτικές συνταγές.
Στην πραγματικότητα λοιπόν δεν είναι καθόλου βέβαιο πως οι ποιητές του '90 είναι λιγότεροι από ό,τι άλλοτε. Καινούρια ποίηση και γράφεται και δημοσιεύεται σε περιοδικά, και, σπανιότερα, εκδίδεται - με όποιους τρόπους. Απλώς, δεν εκδίδεται από μεγάλους οίκους, δεν εκτίθεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, δεν συζητιέται. Οι περιπτώσεις των νέων ποιητών δείχνουν σκόρπιες και ασυνεχείς. Η τέχνη αυτή μοιάζει απλώς να μην αφορά - όντας ίσως τέχνη που δρα υπογείως, και με ρυθμούς που δεν συμφωνούν με τη σημερινή ταχύτητα της ακαριαίας κατανάλωσης.
Και γιατί όμως θα έπρεπε να αφορά; Πόσο καινούρια ή καλή είναι η ποίηση αυτή;
Στην υποτιθέμενη "γενιά" του '90 φαίνεται να συνυπάρχουν όλες οι κυρίαρχες τάσεις των τελευταίων ετών, και είναι δύσκολο να ειπωθεί αν αποκρυσταλλώνεται ένα καινούριο στοιχείο, εφόσον συγκροτημένες και συνολικότερες μελέτες του συγκεκριμένου πεδίου εξακολουθούν να μην υπάρχουν.
Οι σημερινοί ποιητές του "κλειστού χώρου", αφηγούνται κυρίως δράματα δωματίων και αρνούνται την έκφραση κοινωνικών οραμάτων- ποιων άλλωστε ακριβώς; Αν μπορούσε κανείς να εντοπίσει ένα γενικό χαρακτηριστικό, πέρα από την πασνπερμία των στυλ, αυτό θα ήταν ίσως ένας "νεοσυντηρητισμός", μια επιστροφή σε παλιές φόρμες και κάποια ανανέωσή τους, που υπήρχε ήδη ως τάση στη Γενιά του '80. Το ύφος και η φόρμα μπορεί να ποικίλλουν, όμως η αποδοχή όλων των ποιητικών ειδών είναι ένα συνεχιζόμενο χαρακτηριστικό μιας μεταμοντέρνας ποίησης που χειρίζεται σαν δειγματολόγιο την ιστορία των ποιητικών στυλ. Το στοιχείο αυτό -ενδεικτικό μιας απροθυμίας για ρήξεις- συνοδεύεται πάντως και από σεβασμό στους κατεξοχήν πρωτοπόρους της ρήξης: τους ένδοξους ποιητικούς προγόνους της Γενιάς του '30 (Σεφέρη, Ελύτη). Ο καβάφης παραμένει ακόμη ως επιρροή, το ίδιο και ο Εμπειρίκος. Πάντως στον παραπάνω κανόνα τείνουν να προστεθούν ποιητές όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, και κυρίως ο Μίλτος Σαχτούρης, τελευταία ο Έκτωρ Κακναβάτος, και κυρίως ο Νίκος Καρούζος και η Κική Δημουλά. Δεν είναι τυχαίο. Τους περισσότερους θα μπορούσε κανείς αδόκιμα να τους χαρακτηρίσει "υπαρξιακούς μετασουρεαλιστές", που βρέθηκαν για χρόνια στο περιθώριο του ποιητικού κανόνα, και κερδίζουν τώρα έδαφος χάριν της λιγότερο πομπώδους αισθητικής τους: ελάχιστη ή καθόλου αρχαιολατρεία, εμμονή στην ακαριαία εικόνα, επιθετικότητα αλλά επιδεικτικά ευφυής νηφαλιότητα, υψηλή αίσθηση του λογοπαιγνίου.
Ποίηση δηλαδή που μπορεί να διαβαστεί και από μια εφηβική εξεγερμένη ροκ γενιά, περισσότερο βέβαια παλαιού τύπου, παρά άμπιεντ ή τέκνο. Μ ούτως ή άλλως -ευτυχώς ή δυστυχώς- η ποίηση των νέων ποιητών εξακολουθεί να ξεκινά ευκολότερα από μία αντίληψη εξέγερσης και απομόνωσης, από μια ψευδοπεριθωριακή -αλλά εν τέλει μαζική και πεπαλαιωμένη- αντίληψη, που ακόμη και σήμερα θα ονομάζαμε "ροκ" (ό,τι κι αν μπορεί πια να σημαίνει αυτό).
Ο σουρεαλισμός δείχνει πλέον να αποτελεί κοινή προγονική ποιητική εμπειρία για ένα άνοιγμα του ψυχισμού. Όμως δεν είναι βέβαια ακριβώς αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε "καινούριο". Από την άλλη, οι αμιγώς μεταμοντέρνοι μορφολογικοί και ειδολογικοί πειραματισμοί τείνουν να απομονώνουν τον αναγνώστη από το κείμενο, και, καλώς ή κακώς, σπάνια ενδιαφέρουν τους νεότερους ποιητές. Τους γοητεύει πομως ακόμη συχνά ένα στυλ γραφής με παρωχημένα, συνήθως, σχήματα χειρισμού του σοκ και της αμφισβήτησης, όπως περίπου τα πρωτοείδαμε στην αμερικανική "μπητ" γενιά του '60 - αν κι φυσικά αυτή η, παλαιομοντερνιστικά πια εκφρασμένη "οργή" μπορεί να οφείλεται στο εφηβικά νεαρόν της ηλικίας κάποιων. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί κανείς να εντοπίσει ακόμη και σήμερα έναν δυσκοίλιο διανοουμενισμό, απότοκο ενδεχομένως μιας κλειστής αντίληψης για την ποίηση, που περιχαρακώνει τον ζωτικό της χώρο και, συχνά, την καθιστά αλαζονικά ενδοαναφορική, τεχνημένα υψηλή, και υποκριτικά βαθυστόχαστη.
Πάντως, πρόκειται για ποίηση που, ούτε λίγο ούτε πολύ, δείχνει μη ενσωματωμένη στην εποχή της.
Σε γενικές γραμμές, λείπει η επιθυμία για την έκπληξη και η γοητεία κειμένων που απευθύνονται στη διέγερση του συνόλου των αισθήσεων, όχι μόνο του νου. Λείπει η αμεσότητα της καθαρής συγκίνησης. Λείπει η επαφή με τη σύγχρονη ποίηση άλλων χωρών. Λείπει μια εκ νέου αποενοχοποιημένη ενσωμάτωση των κατά παράδοσιν ελληνικών συμβόλων, που να τα οδηγεί ομαλά μέσα σ' ένα ηλεκτρισμένο διεθνιστικό πεδίο, χωρίς ούτε να απωθούνται ούτε να προβάλλονται ως ιδιαιτερότητα. Λείπει η ευρύτερη "ποπ" κουλτούρα με την οποία λογικά μεγάλωσε η συντριπτική πλειονότητα των ποιητών αυτών (δύο τινά συμβαίνουν: είτε κανείς μέσα σ' αυτή την κουλτούρα δεν γράφει ποίηση και όσοι γράφουν είναι της όπερα, του υψηλού έντεχνου, ή ενός ροκ που μοιάζει να τελειώνει με τους Doors, είτε τα παραδοσιακά στερεότυπα των ποιητικών τρόπων είναι τόσο ισχυρά και δεσμευτικά, μεταβάλλονται τόσο αργά και ανανεώνονται τόσο δύσκολα, ώστε αποκλείουν ή δυσχεραίνουν τη διαπίδυση στοιχείων του ενός κόσμου μες στον άλλον). Λείπουν ακόμη τα διαδραστικά πειράματα και η μικτή γραφή που αφήνεται να κινηθεί με ελευθερία εντός ποικίλων ειδών. Λείπουν, από τη φόρμα, οι πρώτες έστω λαβυρινθώδεις νύξεις της γενιάς του Κυβερνοχώρου. Λείπει η ποιητική αντιστοιχία με ανάλογα, και πολύ πιο προωθημένα, σύγχρονα επιτεύγματα στους χώρους των υπολοίπων τεχνών (χορό, θέατρο, τραγούδι, εικαστικά, σινεμά). Κυρίως λείπει η ελαφράδα και το χιούμορ.
Πιθανόν η ποίηση θεωρείται στην Ελλάδα μια τέχνη υπερβολικά υψηλή, που δεν επιτρέπεται κανείς να παίξει πολύ μαζί της. Σοβαροφάνεια, επιτηδευμένη ακατανοησία, και αντιμετώπιση της ποίησης ως χώρου εναποθήκευσης των σπλάγχνων και των απωθημένων του ποιητικού υποκειμένου ή αποκλειστικά βαθύνοων ενατενίσεων, έχουν διαδεχτεί την πολύ παλαιότερη μάστιγα του διδακτισμού, με αντίστοιχα καταστροφικά αποτελέσματα: Η ποίηση αντί να αποτελεί τη, ζωντανή και μαγικά συμπυκνωμένη, δημιουργική τέχνη του λόγου, καταλήγει συχνά να είναι το ημίνεκρο όχημα εκμυστήρευσης προσωπικών παθών· αντί να πλάθει σύμπαντα αναπαράγει με τετριμμένους τρόπους τετριμμένα συναισθήματα· έτσι, τείνει να αποκλειστεί από τις κατηγορίες των ζωντανά εξελισσόμενων τεχνών, και μοιάζει να κατοχυρώνεται ως σεβάσμιο μουσειακό είδος, που το απολαμβάνουν ράθυμα και στοχαστικά κυρίως άνθρωποι μιας παλαιότερης τάξης πραγμάτων. Όλα αυτά ευνοούν την αποξένωση από τον αναγνώστη -και μάλιστα τον νεαρό αναγνώστη-, και δίκαια ίσως προκαλούν την αποστροφή και την αγοραστική του περιφρόνηση.
Δυστυχώς, αν και τα τελευταία δέκα χρόνια οι υπόλοιπες τέχνες στην Ελλάδα έχουν κάνει, και μάλιστα συνεργαζόμενες, σημαντικά βήματα εξωστρεφούς επικοινωνιακότητας, χωρίς καθόλου να χάσουν την καινοτόμο και υπερήφανη δυναμική τους, δεν φαίνεται ακόμη να συμβαίνει το ίδιο και με την -προς το παρόν αυτάρεσκα απομονωμένη- τέχνη της ποίησης.
[Πηγή: Περιοδικό Εντευκτήριο (Τεύχος 53, Ίανουάριος -Μάρτιος 2001)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου