Παρουσιάζει ο φιλόλογος Παύλος Φουρνογεράκης
Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου 7-12-2008
Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου 7-12-2008
Ένα βιβλίο αποκάλυψη, ηδονική επαφή με τις ρίζες που δεν κατάφερε να αφανίσει ο στυγνός Εγκέλαδος του ΄53, μέσα από την πένα του αείμνηστου Γιάννη Πομόνη –Τζαγκλαρά. Κάθε σελίδα του και μια φιγούρα, μια εικόνα από τις πλατείες, τις ρούγες, τα καντούνια, τ΄ αρχοντικά, τις εκκλησίες, τα καφενεία, τις ταβέρνες, τους κατοίκους, τους επαγγελματίες στην εργασία, στη ρέμβη, στο τραγούδι, στη σερενάδα, στο σύνολο της βιοτικής λιτότητας, επενδυμένης με το ζεστό μανδύα της αξιοσύνης και της φιλαλληλίας, της φιλοκαλίας και της ασματικής ευαγωγίας.
Ένας λόγος μεστός, απολαυστικός, εμπλουτισμένος από το άρωμα της ντοπολαλιάς και την ευωδία της λογιότητας, δομημένος στα στέρεα θεμέλια της τεχνογνωσίας του συγγραφέα που φτιάχνει δικούς του κανόνες εναρμονισμένους με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εξιδανικευμένης αλλοτινής Ζακύνθου.
Ο συγγραφέας, πνευματώδης πολιτικός μηχανικός, αξιοποιεί τις επιστημονικές του γνώσεις για να περιγράψει με απόλυτη πιστότητα το οικιστικό και πολεοδομικό περιβάλλον της πόλης της Ζακύνθου και καταφέρνει να ξεναγήσει σε έναν κόσμο που ο αναγνώστης μεταβάλλεται ο ίδιος σε ζωντανό ταξιδιώτη που απολαμβάνει και βιώνει τη βόλτα του στις πλακοστρωμένες πλατείες και τα καντούνια. «Φωτογραφίζει και βιντεοσκοπεί» καλαίσθητα, στιβαρά δημόσια και εκκλησιαστικά κτήρια και κατοικίες, μαθαίνει και θαυμάζει την τέχνη του επιτηδευματία, γίνεται δέκτης των συνεχών αλλαγών στην οικονομική ζωή του τόπου, απόρροια της αέναης εξέλιξης της επιστήμης. Προσανατολίζεται εύκολα και μαθαίνει τη χρηστικότητα και το τοπογραφικό διάγραμμα του κάθε κτηρίου που ο συγγραφέας θεωρεί αξιόλογο για τη ζωή της πόλης. Χαρακτηριστικές είναι οι ακριβείς περιγραφές της κτηριοδομικής περιμέτρου του Πλατώματος του Πλατύφορου και του Παρθενώνα. Νιώθει ασφαλής περιπατητής μιας ζωντανής και ήρεμης πόλης που φτιάχτηκε με μεράκι σαν εκείνο που συναντά στις δημιουργίες του κάθε λογής τεχνίτη που σκύβει πάνω στο εργαστήρι του με αγάπη, υπευθυνότητα και αξιοσύνη.
Ξυλουργοί κι επιπλοποιοί, όπως ο Παύλος Χρυσάφης και ο κολλέγας του ο Μαστρονικόλας, είναι λεπτουργοί και άφθαστοι δεξιοτέχνες της επεξεργασίας του ξύλου και μάλιστα ο Μαστρονικόλας ξακουστός στην κατασκευή νυκτών μουσικών οργάνων. Ως πραγματικοί εραστές της τέχνης τους και με πηγαία φιλοκαλία παρουσιάζονται όσοι ασχολούνται και με την καρροποιεία, την αμαξοποιεία και τη σαγματοποιεία.
Οι σιδηρουργοί είναι μαστόροι με ορθές και ακριβείς εκτιμήσεις και κάνουν επιδέξιους χειρισμούς. Ας απολαύσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα γραφής από την ενότητα της κατασκευής των τροχών όπου η περιγραφή είναι ακριβής, ζωντανή κι ευχάριστη (Έπρεπε το πάχος του ξύλινου κόρθου…δεν υπάρχει δευτερολογία. σελ 48-49)
Ο αφηγητής είναι παρών μπροστά αλλά και πίσω από την κουρτίνα, είτε περιγράφει στο τρίτο πρόσωπο είτε περπατά και κουβεντιάζει με τους συμπολίτες του σε πρώτο πρόσωπο.
Ο αφηγητής δεν είναι τυχαίος όπως τυχαία δεν είναι και αυτά που περιγράφει. Οι άνθρωποι και ο χώρος βρίσκονται σε αρμονική σχέση, δεν υπερβαίνουν το μέτρο, περιορίζονται στην ευφραντική λιτότητα της εποχής και δεν ασχημονούν. Παντού επικρατεί το κάλλος, στη μορφή και στις γραμμές των κτηρίων αλλά και στον ψυχισμό των ανθρώπων. Έτσι το «Πλάτωμα περιγράφεται ως καλλίμορφο οικισμικό σύνολο, η αρχιτεκτονική σύνθεση των τριών οικοδομημάτων της «Παναγίας του Μπάρταμου» εγκαλλώπισμα του οικισμικού τοπίου, το καμπαναριό ως καλλίγραμμο μονό κωδωνοστάσι, ο «Πλατύφορος» ως περικαλλής κι εύκοσμος.
Ευρυμαθής κι ευπαίδευτος ο ίδιος, αθλητής του ψυχικού κάλλους βλέπει την καλή πλευρά των πραγμάτων και αγνοεί ηθελημένα όσα ασχημονούν στη μορφή και στη σχέση. Είναι αξιοσημείωτη η διαπίστωση ότι στο βιβλίο αυτό απαντάται πάνω από 150 φορές το πρώτο συνθετικό «ευ» σύνθετων λόγιων λέξεων που δηλώνει την καλή ιδιότητα αυτού που σημαίνει το β΄ συνθετικό (π.χ. ευ-γενής) . Έτσι το οικιστικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ευταξία, ευπρεπισμό κι ευκαλία, έχει εύθετο προσανατολισμό, η Ζάκυνθος είναι ευκραής κι ευανθής. Οι ζακυνθινοί παρουσιάζονται να έχουν ευσυνειδησία, ψυχική ευγένεια κι ευφορία,, ευφροσύνη, ευπρέπεια, ευαισθησία κι ευδιαθεσία, ορισμένοι δε είναι ευπαίδευτοι, ευρυμαθείς κι ευρυματικοί. Ανταλλάσσουν ευγενικές φιλοφρονήσεις, κάνουν ευτράπελα σχόλια, συνθέτουν εύστοχα στιχουργήματα, ζουν σε ευχαρίτους χώρους, είναι ευρηματικά πειραχτήρια, συχνάζουν σε εύκοσμα καφενεία και ταβέρνες όπου όλοι είναι ευπρόσδεκτοι για ευάρεστη κι ευαγωγική χρησιμοποίηση του διαθέσιμου χρόνου. Δημιουργούν εύστοχους διατροφικούς συνδυασμούς, και από εύχυμους ηδύμους καρπούς φτιάχνουν εύγευστους ευφραντικούς χυμούς παρά την ενδημούσα λιτότητα. Εύμουσες παρέες απολαμβάνουν την εύχυμη ζακυνθινή οινάδα συνοδευόμενη από εύγευστο χοιρομέρι και πρέντζα και αποκτούν ψυχική ευφορία, τραγουδούν.
Πλήθος άλλων λογίων λέξεων: ουσιαστικών, επιθέτων, ρημάτων και επιρρημάτων, κοσμούν τα κείμενα και προσθέτουν αξία. Ρέκτης και αριστοτέχνης ο Μαστρονικόλας ο Σέρρας, που τα έργα του δεν ήταν ψυχρά και ουδέτερα αντίγραφα και ψιμυθοποιημένες απομιμήσεις προς καπηλεία. Πανδερκής και ρέκτης είναι και ο Σπύρος Πουλάκης, ευγενής κι ανεκτικός ξενιστής της ομιλητικής ομήγυρης, βαθυστόχαστος κι ελλόγιμος σχολιαστής κι αγορητής με διαλλεκτική σκέψη και κρυστάλλινο ορθολογισμό ο Νιόνιος ο Φαραός . Οτρηρός ερευνητής του πολιτισμικού μας θησαυρίσματος ο Στέλιος ο Τζερμπίνος που πραγματεύεται με ενδελέχεια, αλλά και λανθάνον στέργηθρον προς το έθος και τους εκφραστές του, τη σταδιοδρομία της λαϊκής ασματικής συνήθειας και εμπειρίας. Στον Πλατύφορο εξάλλου και μεταξύ της πληθύος των θαμινών περιπατητών διακρίνεται τριάδα των Ορθόδοξων κληρικών με τ΄εμβριθείας συνδιαλεγομένων και κατ΄ ιεραρχικήν τάξη.
Ο αναγνώστης βρίσκεται στη Ζάκυνθο συναντά και συνομιλεί με ζακυνθινούς και δεν περιδιαβαίνει τους δρόμους μιας οποιαδήποτε μεσαιωνικής πόλης όπως ο σημερινός τουρίστας στο ιστορικό της κέντρο. Και δεν είναι μόνο τα επαγγέλματα και οι οικονομικές δραστηριότηες που περιγράφονται με τέτοια λεπτομέρεια, είναι κυρίως το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα που στα πλαίσια της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης και της τουριστικής λαίλαπας έχει σχεδόν εξαφανιστεί και μαζί με αυτό και η τοπική μας ταυτότητα .
Θαυμάζει το «φαβραρείο» , το σιδηρουργείο με τους κάτασπρους μέσα – έξω τοίχους και τους δύο μαστόρους πεντακάθαρους και καλοδιάθετους. Εκεί… στο καντούνι, που άρχιζε από το Σπιτάλιο για να καταλήξει στου Βλαχόπουλου, άνοιξε ταβέρνα και ένας «ρεμεσαδόρος» (επιπλοποιός) με επώνυμο Σολωμός, ενώ ο Βασίλης ήταν «περφέτος» (τέλειος) στην κατασκευή των ακτίνων των τροχών Ο ευκάλυπτος αναφέρεται ως «ακάλυφτος», η γιαγιά ως «νόνα», τα καρυκεύματα στα φαγητά ως «σπιτσοπίπερα», το παπαδοπαίδι ως «νότσολος», οι θαλασσινοί ως «μαρινάροι». Στον άλλοτε περικαλλή κι εύκοσμο Πλατύφορο τα πρωινά εσουλατσάριζαν τις ώρες «περ νόμπιλε» άρχοντες, μπενεστάντηδες (ευκατάστατοι αστοί) μα και λιμόπαπα (αστοί ή αρχοντικής καταγωγής με γλίσχρα οικονομικά μέσα, που ωστόσο διατηρούν δαπανηρές προτιμήσεις και συνήθειες), εν είδει περιπατητικών φιλοσόφων. Ο Γιαννάκης Μακρής, το πλέον πνευματώδες κι ευρηματικό πειραχτήρι γνωστός κι ανελέητος «μαντσιαδόρος» διαβάζει «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» για τη σκανδαλοθηρική της αρθρογραφία και την «ΠΑΤΡΙΣ» και την «ΕΣΠΕΡΙΝΗ» για πληροφόρηση Ο ψαράς και τραγουδιστής ο Μίμηκας περιδιαβάζει στο Φόρο με τη «φορτσέλα» (καλάθι) γεμάτη «γόπες τ΄ αγκιστιού», περασμένη στον αγκώνα του και που μόλις «ερευστοποιείτο» το αλίευμα έσπευδε στην πλέον κοντινή ταβέρνα για ένα «καρτεζίνι» στο πόδι.
Του Φωτώνε το ΄χανε έθιμο, κυρίως οι άνδρες να παρακολουθήσουνε την μακρόσυρτη ιερουργία της ημέρας, κρατώντας τη «φούντα» και το απαραίτητο «μποτσόνι», για την άντληση αγιάσματος από τους ευμεγέθεις «μαστέλους». Και μετά στο σπίτι για την τέλεια γουλοζιτά της εποχής: ζουμάκι βραστό που ετοιμάζεται για το πατροπαράδοτο αυγολέμονο, τυρί βαρελίσιο και μια μπουκουλούλα μάμα γάλου. Οι μποκέδες και τα ματζέτα στ΄ ανθοπωλεία του Φόρου, τα εντυπωσιακά γλυκίσματα ο αλλά και οι μπαγκατέλες συνθέτανε το εορταστικό τοπίο.
Και στις αρρώστιες οι γιατροί και πρακτικοί της εποχής περιελάμβαναν στη θεραπευτική πρακτική τους δύο σημαντικά ρεμέντια : τα καταπλάσματα από λινοκόκι και τις «κοφτές» (τις βεντούζες).
Είναι προφανές, από τις αναφορές που έγιναν στα γλωσσικά χαρακτηριστικά. στα σχήματα λόγου καθώς και στην παραστατικότητα της περιγραφής ότι το βιβλίο αυτό έχει σημαντικό φιλολογικό ενδιαφέρον. Απεικονίζει τον τρόπο έκφρασης κι επικοινωνίας των καλλιεργημένων κατοίκων που γεννήθηκαν και έζησαν στην προσεισμική Ζάκυνθο, αλλά και την πρωτοτυπία της γραφής και του προσωπικού ύφους του συγγραφέα-επιστήμονα που αποδεικνύεται ένας λεπτουργός του λόγου σαν τις καρδιές των ανθρώπων και τα υψηλής δομικής κι αισθητικής αξίας κτήρια και τεχνουργήματα που περιγράφει. Αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για τους νεότερους που αναζητούν τις ρίζες τους για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να αντέξουν στην ανελέητη επίθεση του χρόνου, να συνεχίσουν να υπάρχουν ως μια ιδιαίτερη κοινωνική οντότητα για να μπορούν να βρίσκουν το δικό τους μουσικό όργανο στην παγκόσμια ορχήστρα.
Εξίσου σημαντικό βεβαίως είναι και το γλαφυρό συνάμα και κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα του Στέλιου Τζερμπίνου με το πλούσιο λεξιλόγιο, το διανθισμένο και με λατινικές εκφράσεις, δείγμα κλασσικής παιδείας τόσο σπάνιας στις μέρες μας.
Κυρίες και κύριοι, στην προσπάθειά μου να σας παρουσιάσω το βιβλίο αυτό από φιλολογικής πλευράς συνέθεσα ένα κείμενο δανειζόμενος το λεξιλόγιο του συγγραφέα ελπίζοντας ότι έτσι η γεύση θα είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική.
Ευχαριστούμε το συγγραφέα ευχόμενοι να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, τις εκδόσεις ΕΡΜΗΣ για την καλλίμορφη έκδοση και σας για την υπομονή σας.
Ένας λόγος μεστός, απολαυστικός, εμπλουτισμένος από το άρωμα της ντοπολαλιάς και την ευωδία της λογιότητας, δομημένος στα στέρεα θεμέλια της τεχνογνωσίας του συγγραφέα που φτιάχνει δικούς του κανόνες εναρμονισμένους με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εξιδανικευμένης αλλοτινής Ζακύνθου.
Ο συγγραφέας, πνευματώδης πολιτικός μηχανικός, αξιοποιεί τις επιστημονικές του γνώσεις για να περιγράψει με απόλυτη πιστότητα το οικιστικό και πολεοδομικό περιβάλλον της πόλης της Ζακύνθου και καταφέρνει να ξεναγήσει σε έναν κόσμο που ο αναγνώστης μεταβάλλεται ο ίδιος σε ζωντανό ταξιδιώτη που απολαμβάνει και βιώνει τη βόλτα του στις πλακοστρωμένες πλατείες και τα καντούνια. «Φωτογραφίζει και βιντεοσκοπεί» καλαίσθητα, στιβαρά δημόσια και εκκλησιαστικά κτήρια και κατοικίες, μαθαίνει και θαυμάζει την τέχνη του επιτηδευματία, γίνεται δέκτης των συνεχών αλλαγών στην οικονομική ζωή του τόπου, απόρροια της αέναης εξέλιξης της επιστήμης. Προσανατολίζεται εύκολα και μαθαίνει τη χρηστικότητα και το τοπογραφικό διάγραμμα του κάθε κτηρίου που ο συγγραφέας θεωρεί αξιόλογο για τη ζωή της πόλης. Χαρακτηριστικές είναι οι ακριβείς περιγραφές της κτηριοδομικής περιμέτρου του Πλατώματος του Πλατύφορου και του Παρθενώνα. Νιώθει ασφαλής περιπατητής μιας ζωντανής και ήρεμης πόλης που φτιάχτηκε με μεράκι σαν εκείνο που συναντά στις δημιουργίες του κάθε λογής τεχνίτη που σκύβει πάνω στο εργαστήρι του με αγάπη, υπευθυνότητα και αξιοσύνη.
Ξυλουργοί κι επιπλοποιοί, όπως ο Παύλος Χρυσάφης και ο κολλέγας του ο Μαστρονικόλας, είναι λεπτουργοί και άφθαστοι δεξιοτέχνες της επεξεργασίας του ξύλου και μάλιστα ο Μαστρονικόλας ξακουστός στην κατασκευή νυκτών μουσικών οργάνων. Ως πραγματικοί εραστές της τέχνης τους και με πηγαία φιλοκαλία παρουσιάζονται όσοι ασχολούνται και με την καρροποιεία, την αμαξοποιεία και τη σαγματοποιεία.
Οι σιδηρουργοί είναι μαστόροι με ορθές και ακριβείς εκτιμήσεις και κάνουν επιδέξιους χειρισμούς. Ας απολαύσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα γραφής από την ενότητα της κατασκευής των τροχών όπου η περιγραφή είναι ακριβής, ζωντανή κι ευχάριστη (Έπρεπε το πάχος του ξύλινου κόρθου…δεν υπάρχει δευτερολογία. σελ 48-49)
Ο αφηγητής είναι παρών μπροστά αλλά και πίσω από την κουρτίνα, είτε περιγράφει στο τρίτο πρόσωπο είτε περπατά και κουβεντιάζει με τους συμπολίτες του σε πρώτο πρόσωπο.
Ο αφηγητής δεν είναι τυχαίος όπως τυχαία δεν είναι και αυτά που περιγράφει. Οι άνθρωποι και ο χώρος βρίσκονται σε αρμονική σχέση, δεν υπερβαίνουν το μέτρο, περιορίζονται στην ευφραντική λιτότητα της εποχής και δεν ασχημονούν. Παντού επικρατεί το κάλλος, στη μορφή και στις γραμμές των κτηρίων αλλά και στον ψυχισμό των ανθρώπων. Έτσι το «Πλάτωμα περιγράφεται ως καλλίμορφο οικισμικό σύνολο, η αρχιτεκτονική σύνθεση των τριών οικοδομημάτων της «Παναγίας του Μπάρταμου» εγκαλλώπισμα του οικισμικού τοπίου, το καμπαναριό ως καλλίγραμμο μονό κωδωνοστάσι, ο «Πλατύφορος» ως περικαλλής κι εύκοσμος.
Ευρυμαθής κι ευπαίδευτος ο ίδιος, αθλητής του ψυχικού κάλλους βλέπει την καλή πλευρά των πραγμάτων και αγνοεί ηθελημένα όσα ασχημονούν στη μορφή και στη σχέση. Είναι αξιοσημείωτη η διαπίστωση ότι στο βιβλίο αυτό απαντάται πάνω από 150 φορές το πρώτο συνθετικό «ευ» σύνθετων λόγιων λέξεων που δηλώνει την καλή ιδιότητα αυτού που σημαίνει το β΄ συνθετικό (π.χ. ευ-γενής) . Έτσι το οικιστικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ευταξία, ευπρεπισμό κι ευκαλία, έχει εύθετο προσανατολισμό, η Ζάκυνθος είναι ευκραής κι ευανθής. Οι ζακυνθινοί παρουσιάζονται να έχουν ευσυνειδησία, ψυχική ευγένεια κι ευφορία,, ευφροσύνη, ευπρέπεια, ευαισθησία κι ευδιαθεσία, ορισμένοι δε είναι ευπαίδευτοι, ευρυμαθείς κι ευρυματικοί. Ανταλλάσσουν ευγενικές φιλοφρονήσεις, κάνουν ευτράπελα σχόλια, συνθέτουν εύστοχα στιχουργήματα, ζουν σε ευχαρίτους χώρους, είναι ευρηματικά πειραχτήρια, συχνάζουν σε εύκοσμα καφενεία και ταβέρνες όπου όλοι είναι ευπρόσδεκτοι για ευάρεστη κι ευαγωγική χρησιμοποίηση του διαθέσιμου χρόνου. Δημιουργούν εύστοχους διατροφικούς συνδυασμούς, και από εύχυμους ηδύμους καρπούς φτιάχνουν εύγευστους ευφραντικούς χυμούς παρά την ενδημούσα λιτότητα. Εύμουσες παρέες απολαμβάνουν την εύχυμη ζακυνθινή οινάδα συνοδευόμενη από εύγευστο χοιρομέρι και πρέντζα και αποκτούν ψυχική ευφορία, τραγουδούν.
Πλήθος άλλων λογίων λέξεων: ουσιαστικών, επιθέτων, ρημάτων και επιρρημάτων, κοσμούν τα κείμενα και προσθέτουν αξία. Ρέκτης και αριστοτέχνης ο Μαστρονικόλας ο Σέρρας, που τα έργα του δεν ήταν ψυχρά και ουδέτερα αντίγραφα και ψιμυθοποιημένες απομιμήσεις προς καπηλεία. Πανδερκής και ρέκτης είναι και ο Σπύρος Πουλάκης, ευγενής κι ανεκτικός ξενιστής της ομιλητικής ομήγυρης, βαθυστόχαστος κι ελλόγιμος σχολιαστής κι αγορητής με διαλλεκτική σκέψη και κρυστάλλινο ορθολογισμό ο Νιόνιος ο Φαραός . Οτρηρός ερευνητής του πολιτισμικού μας θησαυρίσματος ο Στέλιος ο Τζερμπίνος που πραγματεύεται με ενδελέχεια, αλλά και λανθάνον στέργηθρον προς το έθος και τους εκφραστές του, τη σταδιοδρομία της λαϊκής ασματικής συνήθειας και εμπειρίας. Στον Πλατύφορο εξάλλου και μεταξύ της πληθύος των θαμινών περιπατητών διακρίνεται τριάδα των Ορθόδοξων κληρικών με τ΄εμβριθείας συνδιαλεγομένων και κατ΄ ιεραρχικήν τάξη.
Ο αναγνώστης βρίσκεται στη Ζάκυνθο συναντά και συνομιλεί με ζακυνθινούς και δεν περιδιαβαίνει τους δρόμους μιας οποιαδήποτε μεσαιωνικής πόλης όπως ο σημερινός τουρίστας στο ιστορικό της κέντρο. Και δεν είναι μόνο τα επαγγέλματα και οι οικονομικές δραστηριότηες που περιγράφονται με τέτοια λεπτομέρεια, είναι κυρίως το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα που στα πλαίσια της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης και της τουριστικής λαίλαπας έχει σχεδόν εξαφανιστεί και μαζί με αυτό και η τοπική μας ταυτότητα .
Θαυμάζει το «φαβραρείο» , το σιδηρουργείο με τους κάτασπρους μέσα – έξω τοίχους και τους δύο μαστόρους πεντακάθαρους και καλοδιάθετους. Εκεί… στο καντούνι, που άρχιζε από το Σπιτάλιο για να καταλήξει στου Βλαχόπουλου, άνοιξε ταβέρνα και ένας «ρεμεσαδόρος» (επιπλοποιός) με επώνυμο Σολωμός, ενώ ο Βασίλης ήταν «περφέτος» (τέλειος) στην κατασκευή των ακτίνων των τροχών Ο ευκάλυπτος αναφέρεται ως «ακάλυφτος», η γιαγιά ως «νόνα», τα καρυκεύματα στα φαγητά ως «σπιτσοπίπερα», το παπαδοπαίδι ως «νότσολος», οι θαλασσινοί ως «μαρινάροι». Στον άλλοτε περικαλλή κι εύκοσμο Πλατύφορο τα πρωινά εσουλατσάριζαν τις ώρες «περ νόμπιλε» άρχοντες, μπενεστάντηδες (ευκατάστατοι αστοί) μα και λιμόπαπα (αστοί ή αρχοντικής καταγωγής με γλίσχρα οικονομικά μέσα, που ωστόσο διατηρούν δαπανηρές προτιμήσεις και συνήθειες), εν είδει περιπατητικών φιλοσόφων. Ο Γιαννάκης Μακρής, το πλέον πνευματώδες κι ευρηματικό πειραχτήρι γνωστός κι ανελέητος «μαντσιαδόρος» διαβάζει «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» για τη σκανδαλοθηρική της αρθρογραφία και την «ΠΑΤΡΙΣ» και την «ΕΣΠΕΡΙΝΗ» για πληροφόρηση Ο ψαράς και τραγουδιστής ο Μίμηκας περιδιαβάζει στο Φόρο με τη «φορτσέλα» (καλάθι) γεμάτη «γόπες τ΄ αγκιστιού», περασμένη στον αγκώνα του και που μόλις «ερευστοποιείτο» το αλίευμα έσπευδε στην πλέον κοντινή ταβέρνα για ένα «καρτεζίνι» στο πόδι.
Του Φωτώνε το ΄χανε έθιμο, κυρίως οι άνδρες να παρακολουθήσουνε την μακρόσυρτη ιερουργία της ημέρας, κρατώντας τη «φούντα» και το απαραίτητο «μποτσόνι», για την άντληση αγιάσματος από τους ευμεγέθεις «μαστέλους». Και μετά στο σπίτι για την τέλεια γουλοζιτά της εποχής: ζουμάκι βραστό που ετοιμάζεται για το πατροπαράδοτο αυγολέμονο, τυρί βαρελίσιο και μια μπουκουλούλα μάμα γάλου. Οι μποκέδες και τα ματζέτα στ΄ ανθοπωλεία του Φόρου, τα εντυπωσιακά γλυκίσματα ο αλλά και οι μπαγκατέλες συνθέτανε το εορταστικό τοπίο.
Και στις αρρώστιες οι γιατροί και πρακτικοί της εποχής περιελάμβαναν στη θεραπευτική πρακτική τους δύο σημαντικά ρεμέντια : τα καταπλάσματα από λινοκόκι και τις «κοφτές» (τις βεντούζες).
Είναι προφανές, από τις αναφορές που έγιναν στα γλωσσικά χαρακτηριστικά. στα σχήματα λόγου καθώς και στην παραστατικότητα της περιγραφής ότι το βιβλίο αυτό έχει σημαντικό φιλολογικό ενδιαφέρον. Απεικονίζει τον τρόπο έκφρασης κι επικοινωνίας των καλλιεργημένων κατοίκων που γεννήθηκαν και έζησαν στην προσεισμική Ζάκυνθο, αλλά και την πρωτοτυπία της γραφής και του προσωπικού ύφους του συγγραφέα-επιστήμονα που αποδεικνύεται ένας λεπτουργός του λόγου σαν τις καρδιές των ανθρώπων και τα υψηλής δομικής κι αισθητικής αξίας κτήρια και τεχνουργήματα που περιγράφει. Αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για τους νεότερους που αναζητούν τις ρίζες τους για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να αντέξουν στην ανελέητη επίθεση του χρόνου, να συνεχίσουν να υπάρχουν ως μια ιδιαίτερη κοινωνική οντότητα για να μπορούν να βρίσκουν το δικό τους μουσικό όργανο στην παγκόσμια ορχήστρα.
Εξίσου σημαντικό βεβαίως είναι και το γλαφυρό συνάμα και κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα του Στέλιου Τζερμπίνου με το πλούσιο λεξιλόγιο, το διανθισμένο και με λατινικές εκφράσεις, δείγμα κλασσικής παιδείας τόσο σπάνιας στις μέρες μας.
Κυρίες και κύριοι, στην προσπάθειά μου να σας παρουσιάσω το βιβλίο αυτό από φιλολογικής πλευράς συνέθεσα ένα κείμενο δανειζόμενος το λεξιλόγιο του συγγραφέα ελπίζοντας ότι έτσι η γεύση θα είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική.
Ευχαριστούμε το συγγραφέα ευχόμενοι να είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, τις εκδόσεις ΕΡΜΗΣ για την καλλίμορφη έκδοση και σας για την υπομονή σας.
Στοιχεία για τον Γιάννη Πομόνη - Τζαγκλαρά και την εν λόγω έκδοση, βλ. εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου