Του Στέλιου Τζερμπίνου
"Η Μουσική αφυπνίζει την ύλη στη μυστικότητα εκείνων των παλμών που της χαρίζουν μια ζωή"
Emile Vuillermoz, Ιστορία της Μουσικής
Σουρεαλιστικός ίσως ο τίτλος του παρόντος, όχι όμως και ανεδαφικός. Γιατί στους καιρούς αυτούς της ηθικής παρακμής και της αισθητικής ρύπανσης και που διάγει το άλλοτε νησί της μουσικής, των ποιητών και των ανθέων, όλο και βρίσκονται κάποιοι ανθρώπινοι οργανισμοί που αναδύονται μέσα από τα σκουπίδια και τις αναθυμιάσεις της αμόλυβδης, αναπτύσσοντας αντίδοτα ψυχικής αντοχής με την ιδέα της τέχνης.
Kάποτε η λέξη “Eυρωπαίος” χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει άτομα εσωτερικής αξίας και ανάλογης εξωτερικής συμπεριφοράς (ευγενής σαν Ευρωπαίος) και το τριγενές επίθετο “ευρωπαϊκός-ή-κό” για να χαρακτηρίσει εξαιρετική ποιότητα αντικειμένων (ευρωπαϊκό παπούτσι) ή καταστάσεων (ευρωπαϊκή κομψότητα).
Το όνομα “Ευρώπη” εξάλλου, όπως και άλλα προϊόντα του ευρωπαϊκού πνεύματος, ανάγουν την καταγωγή τους στην ομώνυμη Κυρία της ελληνικής μυθολογίας και υποδηλώνει εκείνη “με τα μεγάλα μάτια” ή “με το πλατύ πρόσωπο”, την όμορφη θυγατέρα του Ωκεανού και της Τηθύος, που ο ερωτογόνος Δίας, μεταμορφωμένος σε λευκό ταύρο, την σαγήνευσε και ενώθηκε μαζί της. Κάτι που σε τελευταία ανάλυση, μπορεί και να σημαίνει προέλευση ζωής και δύναμης εκεί που αργότερα βρήκε έδαφος να ευδοκιμήσει η Αναγέννηση των κλασσικών σπουδών, οι ιδεολογικές προσλήψεις του Διαφωτισμού και η πολυδιάστατη θέωση της Τέχνης.
Σήμερα πιά που η δική μας ένωση με την Ευρώπη δεν αποτελεί πραγμάτωση ερωτικής επιθυμίας και μάλιστα θεϊκής αλλά πολιτική πραγματικότητα, δεν ξέρω αν έχουμε δίκιο να επιμένουμε στη σύνδεσή της με το μυθολογικό παρελθόν μας, όχι γι’ άλλο λόγο αλλά γιατί κυρίως, ούτε η σημερινή θεώρηση δικαιώνει την περηφάνια της προέλευσης ούτε ο παραπάνω χαρακτηρισμός τις συμπεριφορές μας.
Περί ευρωπαϊκού πολιτισμού πάντως σήμερα ο λόγος και μάλιστα …μετά μουσικής.
Tι σημαίνει όμως ευρωπαϊκός πολιτισμός; Για τους νεοέλληνες και ακόμη περισσότερο για τους νεοζακύνθιους, ακριβώς δεν ξέρω, προσωπικά ωστόσο θα υποστήριζα ότι έχει σχέση με τα διδάγματα, τις εμπειρίες και τις συμπεριφορές που εκ των πραγμάτων ευδοκίμησαν κάποτε στον ελληνικό χώρο, μετά το τέλος της Τουρκοκρατίας, κάτω από την επίδραση των ευρωσπούδαστων δασκάλων του νεοελληνικού διαφωτισμού και τις αστικές συνήθειες που καλλιέργησε το κοινωνικό περιβάλλον των εισαγόμενων, από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ευρωπαίων ηγεμόνων. Για τη σημερινή Ζάκυνθο ειδικώτερα το πολιτισμικό ζητούμενο, θα μπορούσε να σημαίνει κάτι περισσότερο αφού τα Επτάνησα στάθηκαν τυχερά εν τη ατυχία της πολιτικής τους εξάρτησης από Ευρωπαίους διαχειριστές της ιστορικής τους τύχης ή όπως, ποιητικώς μεν αλλά και λίαν επιεικώς ενοράται ο Ανδρέας Κάλβος, “δεν εγνώρισαν την σκληρά μάστιγα εχθρών τυράννων”. Αντίθετα έγιναν συμμέτοχοι στην κοινωνία του ευρωπαϊκού πνεύματος, μέσα από το οποίο η μουσική διαδραμάτισε κεφαλαιώδη ρόλο.
Προσγειωμένος κατ’ ανάγκην στο σήμερα και χωρίς πρόθεση να εκτεθώ σε πολιτικές αναλύσεις, θέλω απλά να εκφράσω, για μιάν ακόμη φορά την αίσθηση του κενού γι’ αυτό το έλλειμμα πολιτισμού που επικρατεί τον τόπο μας. Μη τρομάζετε (αν και είμαι βέβαιος πως όχι), δεν πρόκειται να καταγγείλω κανένα. Σε μια τέτοια περίπτωση θάπρεπε ίσως ν’ αρχίσω από τον εαυτό μου, αφού έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι, λίγο πολύ, συνυπεύθυνοι. Τα προβλήματα, άλλωστε, και τα ελλείμματα είναι γνωστά και αν κάποιοι θέλουν να τ’ αγνοούν ή ν’ αδιαφορούν, ας κριθούν ή ας αυτοκριθούν όταν και όποτε.
Αξίζει όμως και πρέπει να ειπωθεί ότι μέσα στην αισθητική απαξίωση που μαστίζει την πόλη μας, υπάρχουν και στιγμές αναψυχής. Στιγμές που παρέχονται σαν προσφορά ευκαιρίας σε καιρούς πολιτισμικής ανέχειας αλλά και που δεν αφήνουν ασυγκίνητους εκείνους από τους συμπολίτες μας, που σπεύδουν να τις απολαύσουν εξακολουθώντας να ελπίζουν. Δεν είναι ίσως πολλοί, αλλά, αν μη τι άλλο, οφείλουμε να τους μετράμε.
Με την ευκαιρία αυτή, θέλω ν’αναφερθώ συγκεκριμένα στην εδώ παρουσία και διαμονή ενός πραγματικά ευρωπαίου καλλιτέχνη, εξαίρετου ερασιτέχνη πιανίστα. Ονομάζεται Dick Swaan και είναι Ολλανδός. Εγκαταστημένος στην Ζάκυνθο εδώ και αρκετά χρόνια (από το 1994), όπως ο ίδιος δηλώνει, τον γοητεύει ο όμορφος μεσογειακός χειμώνας, η υψομετρική ποικιλία του ζακυνθινού τοπίου και οι γαλαζοπράσινες αποχρώσεις του ιόνιου πέλαγου. ΄Ολα αυτά, ξέρει και μπορεί να τ’ απολαμβάνει, μαζί με την συμπεθέστατη ελληνίδα σύντροφό του, την Δώρα Τσάμη, από την διακριτικά κτισμένη, κομψή κατοικία τους, σε μια πλαγιά του Σκοπού πάνω από το Ξεροκάστελλο.
Ψυχολόγος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του ΄Αμστερνταμ και παράλληλα αυτοδίδακτος στο πιάνο, άρχισε να μελετάει από τα 16 του χρόνια και ν’ ασχοληθεί σοβαρά πλέον, στα 52 του, έχοντας δασκάλα την Prudence Jill, μιαν επώνυμη μαθήτρια της Κλάρας Σούμαν, με γερμανικές και γαλλικές επιρροές στη διδασκαλία της. Συνεργάστηκε με διακεκριμένους μουσικούς και κυρίως με τον διεθνούς φήμης πιανίστα Youri Egorov, με τον οποίο αρκετές φορές έπαιξαν μαζί, ενώ μετά τον πρόωρο θάνατο του τελευταίου διετέλεσε πρόεδρος του ιδρύματος υποτροφιών για νέους μουσικούς που φέρει τ’ όνομα του ρώσσου καλλιτέχνη.
Η ευρωπαϊκή του παιδεία, το hobby του και η αγάπη του για την “καλή” μουσική, στάθηκαν γι’ αυτόν, καθοριστικοί συντελεστές στην εφαρμογή μιας ευγενούς ιδέας του: Να προσφέρει στη σύγχρονη Ζάκυνθο μια γεύση ευρωπαϊκού μουσικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού σαν κι αυτόν που οι άλλοτε συμπολίτες μας, ασφαλώς είχαν γνωρίσει, πριν οι σημερινοί υποκύψουν στις αυγουστιάτικες “αρπαχτές” περιοδευόντων γλυκανάλατων …αoιδών (!), πληρώνοντας μάλιστα και 40 € το εισιτήριο. Γι αυτά όμως, μιαν άλλη φορά.
Για την πραγμάτωση της ευγενούς ιδέας του, ο Dick Swaan συνεργάζεται με ευρωπαίους μουσικούς, που ο ίδιος επιλέγει ανάμεσα στους ανά την Ευρώπη φίλους του κι αυτοί βρίσκουν πάντα το χρόνο, να συναντιούνται στη Ζάκυνθο, στο φιλόξενο σπίτι του Dick και να βιώνουν συλλογικά την αναγκαιότητα της τέχνης στη ζωή και το ιδεώδες της μουσικής στα κοντσέρτα, που, παράλληλα και με άλλες παρόμοιες εμφανίσεις τους στο εξωτερικό, μια ή δύο φορές το χρόνο δίνουν και στη Ζάκυνθο. Τα μουσικά αυτά δωρήματα προσφέρονται εντελώς αφιλοκερδώς, per l’ amore dell’ arte δηλαδή και μόνο, για κείνους τους λίγους έστω Ζακυνθινούς που προσέρχονται και είναι σε θέση να τοποθετούν την ποιότητα, μακριά από την υποκουλτούρα και την ψυχοσύνθεση των γηπέδων. Γι’ αυτούς δηλαδή που αντιλαμβάνονται ότι ο πολιτισμός δεν αποτελεί προϊόν λαϊκής αγοράς, όπως αυτός που μας σερβίρουν καλοκαιριάτικα οι πολιτιστικοί μας εργολάβοι, έχοντας πρόχειρη και στερότυπη και ιδιοτελή δικαιολογία ότι “αυτά θέλει ο κόσμος”.
Τα κοντσέρτα του “ZOCHER TRIO”, όπως συλλογικά έχει πάρει την ονομασία του από τον Dick Swaan και τους συνεργάτες του (είναι το όνομα του πρώτου στούντιο που εμφανίστηκαν), περιλαμβάνουν μικρά, συνήθως, σύνολα (τρίο ή κουαρτέττι) μουσικής δωματίου, κορυφαίων ευρωπαίων συνθετών. Τα μουσικά κομμάτια επιλέγονται ανάλογα με το είδος του οργάνου και την αριθμητική διαθεσιμότητα των ερμηνευστών και ισορροπούν θαυμάσια ανάμεσα στο επιβλητικό μέγεθος των κλασσικών και την ανάλαφρη χάρη των ρομαντικών. Με τη φροντίδα του Dick Swaan, ως οικοδεσπότη, στη σάλα του Πνευματικού Κέντρου Ζακύνθου, συναντιούνται ευδαιμόνως ο Haydn, ο Mozart, ο Beethoven, ανταλλάσσοντας μουσικές αβρότητες με τον Schumann, τον Chopin, τον Brahms και πάει λέοντας.
Ευρωπαϊκός πολιτισμός ωστόσο δεν είναι μόνο η μουσική ακρόαση. Είναι η προετοιμασία της αίθουσας. Είναι ο τρόπος της υποδοχής και ο σεβασμός απέναντι στο ακροατήριο. Είναι η ευπρέπεια και η σεμνότητα των εκτελεστών. Είναι η τελετουργία της εκτέλεσης. Είναι τέλος η συγκινητική ανταπόκριση του κοινού και η παρήγορη διαπίστωση ότι υπάρχει και κόσμος που δεν μένει αδιάφορος. Που σημαίνει ότι η πραγματική αξία, η πραγματική ποιότητα, όταν προσφέρεται, δεν χάνει τίποτα από την ανταπόδοση που δικαιούται.
Για την προσφορά τους αυτή, ο Dick Swaan και οι συνεργάτες του, με την πολύπλευρη πάντα και ανιδιοτελή συνδρομή της ζακυνθινής πιανίστριας Παναγιώτας Παυγέλου, η μόνη αποζημίωση που εισπράττουν είναι το ειλικρινές χειροκρότητα του κοινού που προσέρχεται. Και φαίνεται αυτό να τους αρκεί για να πνίξουν το παράπονό τους για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην εξασφάλιση χώρου της συναυλίας, την απροθυμία συνεργασίας των αρμοδίων για την παραχώρησή του και την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος των τοπικών αρχών για τη στήριξη αυτής της πολιτισμικής πρωτοβουλίας.
Το ZOCHER PIANOTRIO, μέσα στο φετεινό χειμώνα θα εμφανιστεί στον Παρνασσό, στην Αθήνα, με έργα πιάνου για 4 χέρια (a quatre main) Μότσαρτ και Σούμπερτ και επιθυμία του είναι να παιχτούν και στη Ζάκυνθο, αν οι τοπικές συνθήκες το …ευνοήσουν.
Έχω κι άλλες φορές υποστηρίξει, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ότι η μουσική, πέρα από το προσωπικό τάλαντο που είναι έμφυτο και αυτονόητο, δεν διδάσκει κάτι πιο πολύ από το αντικείμενό της. Αντίθετα η μουσική μέθεξη ακροατή καλλιεργεί, πράγματι, την ψυχή και διαπλάσσει συνειρμούς μέσα από τους οποίους εκφράζεται η προσωπικότητα του ατόμου και ο σεβασμός απέναντι στις αισθητικές αξίες. Γι' αυτό και λέμε πως η μουσική είναι πολιτισμός. Την πολιτισμική ποιότητα της μουσικής ο καθένας την αντιλαμβάνεται ανάλογα με την κουλτούρα του και τις προσωπικές του ευαισθησίες. Λέγοντας ότι μ' αρέσει ο τάδε συνθέτης ή το τάδε μουσικό κομμάτι, είναι κάτι απλό και αυθόρμητο. Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις το γιατί. Η τέρψη των αισθήσεων δεν συνεπάγεται και την δικαιολογία της. Τώρα αν ο συνθέτης ή το κομμάτι που άκουσες έχει περάσει στο χώρο εκείνο που καθιερώθηκε να ονομάζουμε "κλασσική μουσική", αυτό σημαίνει πως κι εσύ διεκδικείς μια θέση στους φίλους εκείνους της μουσικής που αναγνωρίζουν τη διαχρονική της αξία μέσα από έργα αξεπέραστης ποιότητας. Αυτό ακριβώς που, κατά τη γνώμη μου, επιτυγχάνουν οι ευρωπαίοι καλλιτέχνες στους οποίους και αναφέρθηκα σήμερα.
[Στη φωτό: Michel Vermeulen, "Le piano indien bleu" - Painting Oil, 2002 ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου