Όταν λέμε Λαϊκό Θέατρο στη Ζάκυνθο εννοούμε τις «Ομιλίες», που είναι υπαίθριες παραστάσεις και τις κάνουν άνθρωποι του λαού, την περίοδο κυρίως του καρναβαλιού «για ξεφάντωμα των φίλων», όπως μάς αναφέρει ο Δημήτρης Γουζέλης, ο λαϊκός ποιητής του περίφημου «Χάση».
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο είδος παρουσίασης θεατρικών έργων, μοναδικό στην Ελλάδα, σε δρόμους και σε πλατείες. Είναι γραμμένες από λαϊκούς ποιητάδες, οι οποίοι είναι άγνωστοι τις περισσότερες φορές, σε έμμετρο δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Εμφανίστηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα στο νησί και είναι ένα καταπληκτικό δημιούργημα του ζακυνθινού λαϊκού πνεύματος.
Αναπτύχθηκαν παράλληλα με τα άλλα είδη ζακυνθινής τέχνης και αποτέλεσαν μία από τις καλύτερες διασκεδάσεις των ανθρώπων της υπαίθρου και γενικότερα των λαϊκών τάξεων.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τις ρίζες τους ούτε έχει προσδιοριστεί, μέχρι τώρα, η καταγωγή τους. Το θέμα αυτό παραμένει και σήμερα άλυτο μια και κανένας μελετητής δεν μπόρεσε να δώσει ικανοποιητική και τεκμηριωμένη λύση.
Ίσως να έχουν σχέση με τις λαϊκές συγκεντρώσεις που γίνονταν το Μεσαίωνα στην ύπαιθρο και εκεί διαβάζονταν διάφορα ιπποτικά μυθιστορήματα, συνήθως με ηρωικά κατορθώματα. Αν μπορέσουμε να αποδείξουμε ότι και στη Ζάκυνθο γνώριζαν αυτά τα μυθιστορήματα, πιθανόν μέσω των κατακτητών, δυτικής προέλευσης, που κυριάρχησαν στο νησί, θα είχαμε ασφαλώς την προϊστορία των «Ομιλιών». Όμως κάτι τέτοιο δεν είμαστε σε θέση να το αποδείξουμε και έτσι οι γνώμες που κατά καιρούς διατυπώθηκαν συνεχίζουν να παραμένουν απλές εικασίες.
Άγνωστο θέμα, επίσης, παραμένει και ο τρόπος γέννησης των «Ομιλιών». Ένα είναι όμως σίγουρο: «Ομιλίες» παίζονταν στη Ζάκυνθο από τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα.
Για τη θεατρική ζωή της Ζακύνθου τον προηγούμενο αιώνα (δηλ. 16ο) υπάρχει μόνο η πληροφορία ότι το 1571, μετά την κοσμοϊστορική για τα ευρωπαϊκά χριστιανικά κράτη νίκη στη ναυμαχία της Ναυπάκτου κατά των Τούρκων και τη ματαίωση για επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο χώρο της σημερινής Ευρώπης, παίχτηκε η τραγωδία «Πέρσες» μέσα στο κάστρο, όπου εκεί ήταν τότε η πόλη της Ζακύνθου, από νέους της αριστοκρατικής τάξης, για να γιορτάσουν τα επινίκια. Άλλες μαρτυρίες δεν υπάρχουν.
Αναφέρονται μόνο οι περίφημες γκιόστρες, τα ιπποτικά ιππικά αυτά αγωνίσματα των ευγενών και διάφορες άλλες δημόσιες γιορτές. Πιστεύεται όμως ότι θα πρέπει να υπήρχε οπωσδήποτε και κάποια θεατρική κίνηση.
Μνεία θεατρικής παράστασης «Ομιλίας» γίνεται για πρώτη φορά το Φλεβάρη του 1666 στην κεντρική πλατεία του Αγίου Μάρκου. Ήταν ένα θεατρικό λαϊκό έργο σχετικό με τη ζωή του Εβραίου ψευτομεσσία Σαμπαθάι Σέβι και αναφέρεται σε βιβλίο του Γερμανού περιηγητή της εποχής FRANS FERDINAND VON TROILI, που την είχε παρακολουθήσει περνώντας από το νησί εκείνη τη χρονιά.
Την πολύτιμη αυτή πληροφορία δημοσίευσε για πρώτη φορά ο αξέχαστος Διονύσης Ρώμας στον «Θρήνο της Κάντιας» του «Περίπλου» του και του την είχε εμπιστευτεί ο φίλος του και γνωστός ιστοριοδίφης Ντίνος Κονάμος.
Ο Ανδρέας Γαήτας μάς μεταφέρει την πληροφορία, ότι οι «Ομιλίες» «ΕΡΩΦΙΛΗ», «ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ» και «ΓΑΪΔΟΥΡΟΚΑΒΑΛΑ» παίζονταν από την εποχή της Ενετοκρατίας.
Οι Κρητικοί πρόσφυγες, που ήρθαν και στη Ζάκυνθο το έτος 1669, μετά την πτώση του Χάνδακα από τους Τούρκους, έφεραν μαζί τους - μεταξύ των άλλων - και τα έργα του κρητικού θεάτρου. Αυτά διασκευασμένα πάντοτε κατάλληλα στο ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα, δόθηκαν στις υπαίθριες λαϊκές παραστάσεις.
Ο καλοδουλεμένος δεκαπεντασύλλαβος στίχος των μεγάλων Κρητικών δημιουργών, όπως του Βιτσέντζου Κορνάρου, του Γεωργίου Χορτάντζη, κτλ. θα βοηθήσει και θα εμπνεύσει πολύ τους λαϊκούς ποιητάδες του νησιού της Ζακύνθου, οι οποίοι σαφώς επηρεασμένοι και από την ιταλική commedia dell'arte (Θέατρο του δρόμου), θα δημιουργήσουν το Λαϊκό Ζακυνθινό Θέατρο, τη ζακυνθινή «Ομιλία».
Το δραματικό στοιχείο όμως του κρητικού θεάτρου έμεινε ξένο στη νοοτροπία και το πνεύμα του είρωνα και ευτράπελου Ζακυνθινού.
Οι «Ομιλίες» αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου και είναι το ξεκίνημα και η βάση της λογοτεχνικής του ανάπτυξης.
Έτσι από τον ανώνυμο λαϊκό συγγραφέα της «Ομιλίας» και την ομαδική συντεχνιακή πολλές φορές συγγραφή, φτάνουμε στους πρώτους επώνυμους θεατρικούς σατιρικούς ή κωμωδιογράφους.
Ο «Χάσης» του Δημήτρη Γουζέλη, «Οι Γιαννιώτες» ή «Κωμωδία των ψευτογιατρών» και «Οι Μοραΐτες» του Σαβόγια Ρούσμελη, «Η κακάβα» του Νικόλα Καρατζά και «Το ιντερμέδιο της κυράς Ελιάς Ρουφιάνας και Μηλιάς Κορασίδας» είναι από τα καλύτερα έργα του ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου στην πρώτη δημιουργική του περίοδο.
Εκτός από το ανόθευτο και πηγαίο λαϊκο-σατiρικό στοιχείο τους, τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται από την ανώτερη καλλιτεχνική τους ποιότητα, στην προσπάθεια μιας τελειότερης στιχουργικής μορφής και μεγαλύτερης δραματικής ποιότητας.
Μέχρι αυτή τη χρονική στιγμή (1750-1790) οι «Ομιλίες», οι οποίες γράφονταν έπαιρναν τα θέματά τους από την κρητική θεατρική σχολή και από την ελληνική και ξένη μυθολογία και λογοτεχνία, διασκευασμένες κατάλληλα σε λαϊκά θεατρικά έργα και προσαρμοσμένες στο ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα, έτσι που να μπορούν να ικανοποιούν πλήρως τις ιδιαίτερες θεατρικές απαιτήσεις των ευαίσθητων κατοίκων.
Οι «Ομιλίες» που προαναφέραμε και ιδιαίτερα «Ο Χάσης» του Δημήτρη Γουζέλη, που γράφτηκε το 1790-95, θα αποτελέσουν σταθμό για το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο, καθότι οι ήρωες πλέον είναι καθαρά ζακυνθινοί τύπου, κάτι που συγκίνησε τους θεατές.
Έτσι σιγά-σιγά διαμορφώνεται από την εποχή αυτή η δημιουργία της μεγάλης επτανησιακής σχολής και ειδικά της έντεχνης δραματικής παραγωγής, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με το θαυμάσιο έργο «Ο βασιλικός» του Αντωνίου Μάτεση.
Το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο, μπορούμε να πούμε, ότι γαλούχησε και δίδαξε τόσες και τόσες γενιές Ζακυνθινών και συνετέλεσε στην ανάπτυξη της επτανησιακής ποιητικής δημιουργίας. Αποτέλεσε δε αληθινό σταθμό στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου.
Στις «Ομιλίες» παίζουν ερασιτέχνες λαϊκοί θεατρίνοι και είναι πάντα άντρες.
Χρησιμοποιούνται υποτυπώδη ή καθόλου σκηνικά, θεατρικά κοστούμια όμως φανταχτερά, μάσκα στο πρόσωπο και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο λόγο και στη θεατρική κίνηση.
Χαρακτηριστική είναι η απόδοση του δεκαπεντασύλλαβου στίχου στη ζακυνθινή ντοπιολαλιά.
Περιεχόμενο των «Ομιλιών» ήταν και είναι σύγχρονα κοινωνικά περιστατικά, διανθισμένα πάντοτε με πολύ χιούμορ και τοποθετημένα στις αντιλήψεις του λαού. Απίθανα ονόματα αφορούσαν πρόσωπα της «Ομιλίας»...
Σπανιότερα το περιεχόμενο των «Ομιλιών» ήταν ηρωικό ή δραματικό, προφανώς λόγω της ξένης ή λόγιας παράδοσης ή των εκάστοτε κατά καιρούς καταστάσεων και απαιτήσεων.
Ο σκοπός της «Ομιλίας» που διακρινόταν, όπως είπαμε, για το πηγαίο σατυρικό της στοιχείο, ήταν τις περισσότερες φορές εκτός από διασκεδαστικός και διδακτικός.
Η «Ομιλία» ακόμα ήταν μία ευκαιρία ετήσιας κοινωνικής κριτικής, που δινόταν σαν ένα δικαίωμα στο λαό κατά την περίοδο του καρναβαλιού από την εκάστοτε εξουσία.
Στις «Ομιλίες», όπως προαναφέραμε έπαιζαν πάντα ερασιτέχνες ηθοποιοί προερχόμενοι από τα λαϊκά στρώματα, όπως γεωργοί, έμποροι και τεχνίτες.
Υπάρχουν μαρτυρίες ότι πολλές φορές στο τέλος της κάθε παράστασης γύριζε κάποιος με δίσκο και μάζευε λεφτά, όπου μετά τα μοιράζονταν οι λαϊκοί θεατρίνοι αναμεταξύ τους. Μερικοί μάλιστα γίνονταν τελικά και «επαγγελματίες», όπως αναφέρεται κάποιος Μυλωνόπουλος, που είχε μανία με τις «Ομιλίες» και έπαιζε κάθε χρόνο στα πλαίσια του καρναβαλιού.
Οι προετοιμασίες και οι πρόβες για τις «Ομιλίες» ξεκινούσαν πολύ ενωρίς. Οι λαϊκοί θεατρίνοι μαζεύονταν σε ταβέρνες, σε μαγαζιά και σε μαγέρικα και μοίραζαν τους ρόλους. Τις πιο πολλές φορές η δουλειά ήταν συλλογική και ο καθένας φρόντιζε για το δικό του ρόλο.
Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν μεγαλύτερη πείρα και διόρθωναν τους άλλους, αν και κάτι τέτοιο ήταν περιττό, μια και οι περισσότεροι Ζακυνθινοί γνώριζαν απ΄ έξω τα κείμενα των «Ομιλιών» από τις πολλές φορές που τις είχαν ακούσει.
Στις παραστάσεις –το αναφέραμε ήδη– έπαιρναν μέρος μόνο άντρες, που υποδύονταν και τους γυναικείους ρόλους, όπως γινόταν σε όλη την Ευρώπη ως τις αρχές του 17ου αιώνα. Για τους ρόλους διάλεγαν νέους συνήθως με κάπως ψιλότερη φωνή και που είχαν τη δυνατότητα να κάνουν και τις απαραίτητες γυναικείες κινήσεις, που το θεατρικό έργο απαιτούσε.
Σε μια από αυτές τις παραστάσεις έγινε ένα απρόοπτο περιστατικό, που μας το περιγράφει πολύ χαριτωμένα ο Διονύσιος Ρώμας, που το παρακολούθησε:
«Θυμάμαι εγώ ο ίδιος», γράφει, «μιαν Ομιλία που παρακολούθησα παιδί εδώ και κάπου 50 χρόνια. Άγιοι Πάντες, τι αριθμός! Ήταν «Ο Κρίνος και η Ανθία» κατά την οποία το παλικάρι κλέβει τη βασιλοπούλα και καταλήγει στο Κριτήριο. Με αγωνία περιμένει η Ανθία τριγυρισμένη από την Αυλή της. Λες και τη βλέπω την καημένη ν΄ αγανακτεί για τη θανατική καταδίκη του αγαπημένου της και μουντζώνοντας να σκούζει:
«Τον Κρίνο εδικάσατεεεε; Όρσε τσοι δικαστάδες !!!…»
Συγχρόνως όμως η απότομη κίνηση του φασκελώματος παραμέρισε λίγο τη μάσκα και λάμψανε στο φως του ήλιου οι αρειμάνιες ξανθές… μουστάκες της».
«Ομιλίες» συνεχίζονται να γράφονται και να παίζονται ακόμη και σήμερα, με μεγάλη επιτυχία από δραστήριους Πολιτιστικούς Συλλόγους του νησιού ή από κάποιες άλλες ομάδες ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο είναι ισότιμο και ισάξιο των παγκοσμίως γνωστών θεάτρων «Νο» της Ιαπωνίας, του λαϊκού θεάτρου του «Μπαλί» και ιταλικής «commedia del arte».
Παρόλο όμως που συγκεντρώνει την αποδοχή των απανταχού της γης ειδικών, δεν τυχαίνει και της ανάλογης μεταχείρισης στην Ελλάδα.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο είδος παρουσίασης θεατρικών έργων, μοναδικό στην Ελλάδα, σε δρόμους και σε πλατείες. Είναι γραμμένες από λαϊκούς ποιητάδες, οι οποίοι είναι άγνωστοι τις περισσότερες φορές, σε έμμετρο δεκαπεντασύλλαβο στίχο.
Εμφανίστηκαν στα μέσα του 17ου αιώνα στο νησί και είναι ένα καταπληκτικό δημιούργημα του ζακυνθινού λαϊκού πνεύματος.
Αναπτύχθηκαν παράλληλα με τα άλλα είδη ζακυνθινής τέχνης και αποτέλεσαν μία από τις καλύτερες διασκεδάσεις των ανθρώπων της υπαίθρου και γενικότερα των λαϊκών τάξεων.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς τις ρίζες τους ούτε έχει προσδιοριστεί, μέχρι τώρα, η καταγωγή τους. Το θέμα αυτό παραμένει και σήμερα άλυτο μια και κανένας μελετητής δεν μπόρεσε να δώσει ικανοποιητική και τεκμηριωμένη λύση.
Ίσως να έχουν σχέση με τις λαϊκές συγκεντρώσεις που γίνονταν το Μεσαίωνα στην ύπαιθρο και εκεί διαβάζονταν διάφορα ιπποτικά μυθιστορήματα, συνήθως με ηρωικά κατορθώματα. Αν μπορέσουμε να αποδείξουμε ότι και στη Ζάκυνθο γνώριζαν αυτά τα μυθιστορήματα, πιθανόν μέσω των κατακτητών, δυτικής προέλευσης, που κυριάρχησαν στο νησί, θα είχαμε ασφαλώς την προϊστορία των «Ομιλιών». Όμως κάτι τέτοιο δεν είμαστε σε θέση να το αποδείξουμε και έτσι οι γνώμες που κατά καιρούς διατυπώθηκαν συνεχίζουν να παραμένουν απλές εικασίες.
Άγνωστο θέμα, επίσης, παραμένει και ο τρόπος γέννησης των «Ομιλιών». Ένα είναι όμως σίγουρο: «Ομιλίες» παίζονταν στη Ζάκυνθο από τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα.
Για τη θεατρική ζωή της Ζακύνθου τον προηγούμενο αιώνα (δηλ. 16ο) υπάρχει μόνο η πληροφορία ότι το 1571, μετά την κοσμοϊστορική για τα ευρωπαϊκά χριστιανικά κράτη νίκη στη ναυμαχία της Ναυπάκτου κατά των Τούρκων και τη ματαίωση για επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο χώρο της σημερινής Ευρώπης, παίχτηκε η τραγωδία «Πέρσες» μέσα στο κάστρο, όπου εκεί ήταν τότε η πόλη της Ζακύνθου, από νέους της αριστοκρατικής τάξης, για να γιορτάσουν τα επινίκια. Άλλες μαρτυρίες δεν υπάρχουν.
Αναφέρονται μόνο οι περίφημες γκιόστρες, τα ιπποτικά ιππικά αυτά αγωνίσματα των ευγενών και διάφορες άλλες δημόσιες γιορτές. Πιστεύεται όμως ότι θα πρέπει να υπήρχε οπωσδήποτε και κάποια θεατρική κίνηση.
Μνεία θεατρικής παράστασης «Ομιλίας» γίνεται για πρώτη φορά το Φλεβάρη του 1666 στην κεντρική πλατεία του Αγίου Μάρκου. Ήταν ένα θεατρικό λαϊκό έργο σχετικό με τη ζωή του Εβραίου ψευτομεσσία Σαμπαθάι Σέβι και αναφέρεται σε βιβλίο του Γερμανού περιηγητή της εποχής FRANS FERDINAND VON TROILI, που την είχε παρακολουθήσει περνώντας από το νησί εκείνη τη χρονιά.
Την πολύτιμη αυτή πληροφορία δημοσίευσε για πρώτη φορά ο αξέχαστος Διονύσης Ρώμας στον «Θρήνο της Κάντιας» του «Περίπλου» του και του την είχε εμπιστευτεί ο φίλος του και γνωστός ιστοριοδίφης Ντίνος Κονάμος.
Ο Ανδρέας Γαήτας μάς μεταφέρει την πληροφορία, ότι οι «Ομιλίες» «ΕΡΩΦΙΛΗ», «ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ» και «ΓΑΪΔΟΥΡΟΚΑΒΑΛΑ» παίζονταν από την εποχή της Ενετοκρατίας.
Οι Κρητικοί πρόσφυγες, που ήρθαν και στη Ζάκυνθο το έτος 1669, μετά την πτώση του Χάνδακα από τους Τούρκους, έφεραν μαζί τους - μεταξύ των άλλων - και τα έργα του κρητικού θεάτρου. Αυτά διασκευασμένα πάντοτε κατάλληλα στο ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα, δόθηκαν στις υπαίθριες λαϊκές παραστάσεις.
Ο καλοδουλεμένος δεκαπεντασύλλαβος στίχος των μεγάλων Κρητικών δημιουργών, όπως του Βιτσέντζου Κορνάρου, του Γεωργίου Χορτάντζη, κτλ. θα βοηθήσει και θα εμπνεύσει πολύ τους λαϊκούς ποιητάδες του νησιού της Ζακύνθου, οι οποίοι σαφώς επηρεασμένοι και από την ιταλική commedia dell'arte (Θέατρο του δρόμου), θα δημιουργήσουν το Λαϊκό Ζακυνθινό Θέατρο, τη ζακυνθινή «Ομιλία».
Το δραματικό στοιχείο όμως του κρητικού θεάτρου έμεινε ξένο στη νοοτροπία και το πνεύμα του είρωνα και ευτράπελου Ζακυνθινού.
Οι «Ομιλίες» αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου και είναι το ξεκίνημα και η βάση της λογοτεχνικής του ανάπτυξης.
Έτσι από τον ανώνυμο λαϊκό συγγραφέα της «Ομιλίας» και την ομαδική συντεχνιακή πολλές φορές συγγραφή, φτάνουμε στους πρώτους επώνυμους θεατρικούς σατιρικούς ή κωμωδιογράφους.
Ο «Χάσης» του Δημήτρη Γουζέλη, «Οι Γιαννιώτες» ή «Κωμωδία των ψευτογιατρών» και «Οι Μοραΐτες» του Σαβόγια Ρούσμελη, «Η κακάβα» του Νικόλα Καρατζά και «Το ιντερμέδιο της κυράς Ελιάς Ρουφιάνας και Μηλιάς Κορασίδας» είναι από τα καλύτερα έργα του ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου στην πρώτη δημιουργική του περίοδο.
Εκτός από το ανόθευτο και πηγαίο λαϊκο-σατiρικό στοιχείο τους, τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται από την ανώτερη καλλιτεχνική τους ποιότητα, στην προσπάθεια μιας τελειότερης στιχουργικής μορφής και μεγαλύτερης δραματικής ποιότητας.
Μέχρι αυτή τη χρονική στιγμή (1750-1790) οι «Ομιλίες», οι οποίες γράφονταν έπαιρναν τα θέματά τους από την κρητική θεατρική σχολή και από την ελληνική και ξένη μυθολογία και λογοτεχνία, διασκευασμένες κατάλληλα σε λαϊκά θεατρικά έργα και προσαρμοσμένες στο ζακυνθινό γλωσσικό ιδίωμα, έτσι που να μπορούν να ικανοποιούν πλήρως τις ιδιαίτερες θεατρικές απαιτήσεις των ευαίσθητων κατοίκων.
Οι «Ομιλίες» που προαναφέραμε και ιδιαίτερα «Ο Χάσης» του Δημήτρη Γουζέλη, που γράφτηκε το 1790-95, θα αποτελέσουν σταθμό για το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο, καθότι οι ήρωες πλέον είναι καθαρά ζακυνθινοί τύπου, κάτι που συγκίνησε τους θεατές.
Έτσι σιγά-σιγά διαμορφώνεται από την εποχή αυτή η δημιουργία της μεγάλης επτανησιακής σχολής και ειδικά της έντεχνης δραματικής παραγωγής, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με το θαυμάσιο έργο «Ο βασιλικός» του Αντωνίου Μάτεση.
Το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο, μπορούμε να πούμε, ότι γαλούχησε και δίδαξε τόσες και τόσες γενιές Ζακυνθινών και συνετέλεσε στην ανάπτυξη της επτανησιακής ποιητικής δημιουργίας. Αποτέλεσε δε αληθινό σταθμό στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου.
Στις «Ομιλίες» παίζουν ερασιτέχνες λαϊκοί θεατρίνοι και είναι πάντα άντρες.
Χρησιμοποιούνται υποτυπώδη ή καθόλου σκηνικά, θεατρικά κοστούμια όμως φανταχτερά, μάσκα στο πρόσωπο και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο λόγο και στη θεατρική κίνηση.
Χαρακτηριστική είναι η απόδοση του δεκαπεντασύλλαβου στίχου στη ζακυνθινή ντοπιολαλιά.
Περιεχόμενο των «Ομιλιών» ήταν και είναι σύγχρονα κοινωνικά περιστατικά, διανθισμένα πάντοτε με πολύ χιούμορ και τοποθετημένα στις αντιλήψεις του λαού. Απίθανα ονόματα αφορούσαν πρόσωπα της «Ομιλίας»...
Σπανιότερα το περιεχόμενο των «Ομιλιών» ήταν ηρωικό ή δραματικό, προφανώς λόγω της ξένης ή λόγιας παράδοσης ή των εκάστοτε κατά καιρούς καταστάσεων και απαιτήσεων.
Ο σκοπός της «Ομιλίας» που διακρινόταν, όπως είπαμε, για το πηγαίο σατυρικό της στοιχείο, ήταν τις περισσότερες φορές εκτός από διασκεδαστικός και διδακτικός.
Η «Ομιλία» ακόμα ήταν μία ευκαιρία ετήσιας κοινωνικής κριτικής, που δινόταν σαν ένα δικαίωμα στο λαό κατά την περίοδο του καρναβαλιού από την εκάστοτε εξουσία.
Στις «Ομιλίες», όπως προαναφέραμε έπαιζαν πάντα ερασιτέχνες ηθοποιοί προερχόμενοι από τα λαϊκά στρώματα, όπως γεωργοί, έμποροι και τεχνίτες.
Υπάρχουν μαρτυρίες ότι πολλές φορές στο τέλος της κάθε παράστασης γύριζε κάποιος με δίσκο και μάζευε λεφτά, όπου μετά τα μοιράζονταν οι λαϊκοί θεατρίνοι αναμεταξύ τους. Μερικοί μάλιστα γίνονταν τελικά και «επαγγελματίες», όπως αναφέρεται κάποιος Μυλωνόπουλος, που είχε μανία με τις «Ομιλίες» και έπαιζε κάθε χρόνο στα πλαίσια του καρναβαλιού.
Οι προετοιμασίες και οι πρόβες για τις «Ομιλίες» ξεκινούσαν πολύ ενωρίς. Οι λαϊκοί θεατρίνοι μαζεύονταν σε ταβέρνες, σε μαγαζιά και σε μαγέρικα και μοίραζαν τους ρόλους. Τις πιο πολλές φορές η δουλειά ήταν συλλογική και ο καθένας φρόντιζε για το δικό του ρόλο.
Υπήρχαν όμως και μερικοί που είχαν μεγαλύτερη πείρα και διόρθωναν τους άλλους, αν και κάτι τέτοιο ήταν περιττό, μια και οι περισσότεροι Ζακυνθινοί γνώριζαν απ΄ έξω τα κείμενα των «Ομιλιών» από τις πολλές φορές που τις είχαν ακούσει.
Στις παραστάσεις –το αναφέραμε ήδη– έπαιρναν μέρος μόνο άντρες, που υποδύονταν και τους γυναικείους ρόλους, όπως γινόταν σε όλη την Ευρώπη ως τις αρχές του 17ου αιώνα. Για τους ρόλους διάλεγαν νέους συνήθως με κάπως ψιλότερη φωνή και που είχαν τη δυνατότητα να κάνουν και τις απαραίτητες γυναικείες κινήσεις, που το θεατρικό έργο απαιτούσε.
Σε μια από αυτές τις παραστάσεις έγινε ένα απρόοπτο περιστατικό, που μας το περιγράφει πολύ χαριτωμένα ο Διονύσιος Ρώμας, που το παρακολούθησε:
«Θυμάμαι εγώ ο ίδιος», γράφει, «μιαν Ομιλία που παρακολούθησα παιδί εδώ και κάπου 50 χρόνια. Άγιοι Πάντες, τι αριθμός! Ήταν «Ο Κρίνος και η Ανθία» κατά την οποία το παλικάρι κλέβει τη βασιλοπούλα και καταλήγει στο Κριτήριο. Με αγωνία περιμένει η Ανθία τριγυρισμένη από την Αυλή της. Λες και τη βλέπω την καημένη ν΄ αγανακτεί για τη θανατική καταδίκη του αγαπημένου της και μουντζώνοντας να σκούζει:
«Τον Κρίνο εδικάσατεεεε; Όρσε τσοι δικαστάδες !!!…»
Συγχρόνως όμως η απότομη κίνηση του φασκελώματος παραμέρισε λίγο τη μάσκα και λάμψανε στο φως του ήλιου οι αρειμάνιες ξανθές… μουστάκες της».
«Ομιλίες» συνεχίζονται να γράφονται και να παίζονται ακόμη και σήμερα, με μεγάλη επιτυχία από δραστήριους Πολιτιστικούς Συλλόγους του νησιού ή από κάποιες άλλες ομάδες ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο είναι ισότιμο και ισάξιο των παγκοσμίως γνωστών θεάτρων «Νο» της Ιαπωνίας, του λαϊκού θεάτρου του «Μπαλί» και ιταλικής «commedia del arte».
Παρόλο όμως που συγκεντρώνει την αποδοχή των απανταχού της γης ειδικών, δεν τυχαίνει και της ανάλογης μεταχείρισης στην Ελλάδα.
Ζάκυνθος 17.11.2008
Βιβλιογραφία:
1. «Τση Ζάκυθος», Αθήνα 1983, του Ντίνου Κονόμου, «Το ζακυνθινό λαϊκό θέατρο» σελ. 71-73.
2. Ομιλίες Ο ΚΡΙΝΟΣ, Η ΧΡΥΣΑΥΓΗ, Ο ΜΥΡΤΙΛΟΣ ΚΑΙ Η ΔΑΦΝΗ, Τόμος Α΄, εκδόσεις Θέατρο Αβούρη, Ζάκυνθος 1996, προλεγόμενα Διονύση Φλεμοτόμου, σελ. 7-13.
* Στη φωτό, μια παράσταση της Ομιλίας "Η Χρυσαυγή" από το Πoλιτιστικό Σωματείο Υακίνθη, στο πλάτωμα του χωριού Μπανάτου, 14 Φεβρουαρίου 1999.
1 σχόλιο:
Δεν τα ήξερα όλα αυτά ότι συμβαίνουν στο ωραίον Τζάντε σας. Κρατάτε αυτά που έχετε. Εμείς εδώ στην πόλη τα χάσαμε όλα.
Δημοσίευση σχολίου